Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

Ἡ ἀπομάκρυνση τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἀπό τήν Ὀρθοδοξία

Ἀναστασίου Φιλιππίδη

Ἡ ἀπομάκρυνση τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἀπό τήν Ὀρθοδοξία (A)

Τό Ἱστορικό Ὑπόβαθρο (787 μ.Χ.-1014 μ.Χ.)

Οἱ πρωτοποριακὲς μελέτες τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη ἔχουν ἀναδείξει τὸ ἱστορικὸ ὑπόβαθρο τῆς ἀπομάκρυνσης τῆς Δύσης ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία κατὰ τοὺς τρεῖς κρίσιμους αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸ λεγόμενο Σχίσμα τοῦ 1054. Ἕνα βασικὸ συμπέρασμά του εἶναι ὅτι ἡ μεγάλη τομὴ στὴν ἱστορία τῆς Θεολογίας προῆλθε ἀπὸ τὴν ἄνοδο τοῦ Καρλομάγνου καὶ τὴν ἐπέκταση τοῦ φραγκικοῦ βασιλείου στὴν Ἰταλία, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Πάπα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, τοὐλάχιστον ὡς τὸ 1009. Οἱ Πάπες τῆς Ρώμης παρέμειναν στὴν μεγάλη πλειοψηφία τους Ὀρθόδοξοι καὶ ἀντιστάθηκαν μὲ κάθε μέσο στὴν καταθλιπτικὴ φραγκικὴ πίεση, τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Φράγκοι εἰσήγαγαν αἱρετικὲς καινοτομίες στὴ χριστιανικὴ θεολογία. Στὴν παροῦσα μελέτη θὰ ἐξετάσουμε πιὸ ἀναλυτικὰ τὶς ἐξελίξεις στὸν παπικὸ θρόνο κατὰ τὶς δεκαετίες ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ἐμφάνιση τοῦ φραγκικοῦ στρατοῦ στὴ Ρώμη.

Στὴ διάρκεια τοῦ 8ου αἰ. αἰώνα οἱ Φράγκοι κατέκτησαν τὴ Βόρεια Ἰταλία, ὑπέταξαν τὸ κράτος τῶν Λογγοβάρδων καὶ σταδιακὰ κυριάρχησαν καὶ στὴν Κεντρικὴ Ἰταλία, μαζὶ μὲ τὴ Ρώμη. Τὸ 787 ἐπέκτειναν τὶς ἐπιθέσεις στὴ Νότια Ἰταλία, ἀρχικὰ κατὰ τοῦ λογγοβαρδικοῦ δουκάτου τοῦ Μπενεβέντο, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ὑποδούλωση ὅλης τῆς Νότιας Ἰταλίας ποὺ ἀνῆκε ἀκόμη στὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινούπολης. Σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο, αὐτοκρατορικὲς δυνάμεις ἀποβιβάστηκαν στὴν Καλαβρία καὶ ἔτσι ἄρχισαν οἱ ἀπ’ εὐθείας συγκρούσεις Φράγκων καὶ Ρωμαίων. Τὸ 800 ὁ ἡγεμόνας τους Καρλομάγνος στέφθηκε «Imperator Romanum gubernans Imperium» («αὐτοκράτωρ κυβερνήτης τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας», καὶ ὄχι «Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων» (1)) ἀπὸ τὸν Πάπα Λέοντα Γ΄ καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισε ἡ προσπάθεια τῶν Φράγκων νὰ καπηλευτοῦν τὸν Ρωμαϊκὸ τίτλο καὶ νὰ δημιουργήσουν ἕναν ἀντίπαλο πολιτισμό, ἀποκομμένο ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο Ρωμαϊκὸ παρελθόν. Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ χρονικὸ σημεῖο ἐντοπίζεται ἡ γέννηση τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, πολιτικὰ καὶ πολιτιστικά. Ἡ ἐπικράτηση τῶν Φράγκων στὴ Ρώμη εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὁριστικὴ εἰσαγωγή τοῦ φιλιόκβε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης τὸ 1014, καὶ τὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας μεταξὺ Ρώμης καὶ Ὀρθοδόξων μέχρι σήμερα. Ἡ σύγκρουση Φράγκων καὶ Ρωμαίων ὁδήγησε στὰ ἀμοιβαῖα ἀναθέματα τοῦ 1054 καὶ στὴν κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1204. Ταυτόχρονα, ὅμως, μὲ τὴν πολιτικὴ σύγκρουση εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἡ θεολογικὴ διαφοροποίηση τῶν Φράγκων ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους.

Ἡ Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787)

Ἡ ἀφορμή (καί μόνον ἡ ἀφορμή) γιά τή διαφοροποίηση δόθηκε μέ τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τό 787. Σέ αὐτήν καταδικάστηκε ἡ εἰκονομαχία καί ἀποκαταστάθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶχε διασπαστεῖ ὅσο ἡ Κωνσταντινούπολη ὑποστήριζε τήν εἰκονομαχία, σέ ἀντίθεση μέ τόν Πάπα πού παρέμενε Ὀρθόδοξος. Δύο ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα συμμετεῖχαν στή Σύνοδο καί ὑπέγραψαν τά Πρακτικά της.

Ὅταν οἱ παπικοί ἐκπρόσωποι ἔφεραν τά Πρακτικά στή Ρώμη, ἕνας τοπικός μεταφραστής ἀνέλαβε νά τά μεταφράσει στά λατινικά. Προφανῶς ἀγνοώντας τήν ἑλληνική γλώσσα, χρησιμοποίησε δίγλωσσο λεξικό καί μετέφερε λέξη πρός λέξη τό ἀρχικό κείμενο. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν «μιά συχνά λανθασμένη, κάποιες φορές διφορούμενη καί ἐνίοτε ἀκατάληπτη ἀπόδοση». «Ἕνα συχνό λάθος ἦταν ἡ χωρίς διάκριση χρήση τοῦ adoratio τόσο γιά τήν προσκύνηση ὅσο καί γιά τήν λατρεία» (2). Ἀμέσως μετά οἱ Φράγκοι «θεολόγοι», συνέταξαν μιά ἀπάντηση, τήν «Capitulare adversus synodum», ἡ ὁποία ἀπέρριπτε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Ἦταν πλέον ἡ ἐποχή πού οἱ Φράγκοι αἰσθάνονταν ἀρκετά ἰσχυροί στρατιωτικά, ὥστε νά προσπαθήσουν νά ἐπιβάλουν τή δική τους θεολογία, καθώς τή δεκαετία τοῦ 780 καί στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 790, σημείωναν διαρκεῖς ἐπιτυχίες ἀπέναντι σέ Σάξονες, Ἄβαρους, Σλάβους, Βαυαρούς καί Ἄραβες τῆς Ἱσπανίας.

Ὁ Πάπας Ἀδριανός ἔλαβε τό 792 τήν Capitulare «μέ ἀνησυχητική ἔκπληξη», ὅπως τό θέτει ἡ σημαντικότερη σύγχρονη ἐρευνήτρια τῶν Libri Carolini, Ann Freeman (3). Ἀσφαλῶς δέν περίμενε τέτοια ἀντίδραση, τή στιγμή πού οἱ ἀντιπρόσωποί του εἶχαν συμμετάσχει στήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οἱ ἐπιστολές του εἶχαν καταχωρηθεῖ στά πρακτικά της, καί ὁ Πατριάρχης Ταράσιος εἶχε ἐξάρει, στή διάρκεια τῆς Συνόδου, τήν προσήλωση τοῦ Ἀδριανοῦ στίς ἀρχαῖες παραδόσεις τῆς Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (4). Συνέταξε ἀμέσως μιά ἀπάντηση καί τήν ἔστειλε στόν Καρλομάγνο. Σ’ αὐτήν ἀντέκρουε, σημεῖο πρός σημεῖο, τίς θέσεις τῶν Φράγκων, ἐμμένοντας στίς ὀρθόδοξες ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Σέ πολλά σημεῖα χρησιμοποιοῦσε ἀποδείξεις πού εἶχαν συζητηθεῖ στή Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ τό 769, στήν ὁποία εἶχαν συμμετάσχει Φράγκοι ἐπίσκοποι, γεγονός τό ὁποῖο ἐπαναλάμβανε συχνά ὁ Πάπας στό κείμενό του. Ὡστόσο, τώρα οἱ Φράγκοι ἐπιδίωκαν νά ἀποκηρύξουν αὐτό πού εἶχαν δεχθεῖ τό 769 (5).

Μεταξύ τῶν φραγκικῶν αἰτιάσεων, ἐντοπίζεται μία πού ἀπέκτησε τεράστια σημασία στούς ἑπόμενους αἰῶνες. Οἱ Φράγκοι κατηγοροῦσαν τόν Πατριάρχη Ταράσιο ὅτι κατά τήν ἐνθρόνισή του δέν δέχθηκε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς (Πρώτης) Συνόδου τῆς Νίκαιας καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα χρησιμοποίησε τή διατύπωση «ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον», ἀντί τῆς ὀρθῆς (γιά τούς Φράγκους) «ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον» (6). Πρόκειται φυσικά γιά τήν αἵρεση τοῦ φιλιόκβε τήν ὁποία εἶχαν υἱοθετήσει οἱ Φράγκοι καί προσπαθοῦσαν νά ἐπιβάλουν σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ὅπως φαίνεται ἀπό τή σωζόμενη ἀπάντησή του, ὁ Πάπας Ἀδριανός κατέβαλε ἀρκετή προσπάθεια γιά νά ἀποδείξει στούς Φράγκους τό λάθος τους καί βεβαίως ὑπερασπίστηκε πλήρως τήν Ὀρθοδοξία τοῦ Ταρασίου (7).

Ὡς πρός τίς εἰκόνες, ἀφοῦ ἀπέρριπτε ὅλες τίς αἰτιάσεις τους, ὁ Πάπας Ἀδριανός «ἔστελνε στούς Φράγκους τήν ὁδηγία νά παραπέμπουν στόν καταληκτικό Ὅρο τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, στόν ὁποῖο γινόταν ἡ ἀναγκαία διάκριση ἀνάμεσα στόν τιμητικό χαιρετισμό (honorabilemsalutationem) πού ὀφείλεται στίς εἰκόνες καί στήν ἀληθινή λατρεία τῆς πίστης πού ἀνῆκε μόνον στόν Θεό» (8). Ἐπρόκειτο γιά μιά λεπτομερειακή καί σαφέστατη ἀντίκρουση τῆς φραγκικῆς αὐθαιρεσίας.

Τό φθινόπωρο τοῦ 793 ἔφτασε στήν αὐλή τοῦ Καρλομάγνου μιά παπική πρεσβεία φέρνοντας λαμπρά δῶρα. Εἶναι πολύ πιθανό ὅτι ἡ πρεσβεία μετέφερε καί τήν ἀπάντηση τοῦ Πάπα Ἀδριανοῦ, ὅπως πιστεύει ἡ Ann Freeman. Ἡ ἀπάντηση δέν ἄφηνε περιθώρια παρερμηνείας: Οἱ Φράγκοι διαπίστωσαν ὅτι «ὁ πάπας ἦταν ἕτοιμος νά ἀποδεχθεῖ ὡς ὀρθόδοξες τίς πιό σοκαριστικές δηλώσεις πού ἔγιναν στή 2η (Σύνοδο στή) Νίκαια ἀψηφώντας τίς Φραγκικές ἀντιρρήσεις» (9).

Τά Libri Carolini καί ἡ σύνοδος τῆς Φραγκφούρτης (794)

Ὁ Καρλομάγνος ὅμως εἶχε ἤδη πάρει τίς ἀποφάσεις του. Ἀντί νά δεχτεῖ τίς ἐπεξηγήσεις τοῦ Πάπα, ἀνέθεσε στούς συμβούλους του νά συνθέσουν μιά νέα θεολογία. Ἔτσι προέκυψαν τά Libri Carolini (σωστότερα: «Opus Caroli Regis contra synodum», ὅπως ἔχουν καθιερωθεῖ στήν πρόσφατη βιβλιογραφία) τά ὁποῖα ἐκφράζουν τίς φραγκικές θεολογικές θέσεις σέ ἀντίθεση μέ αὐτές τῶν Ὀρθοδόξων σέ Ρώμη καί Κωνσταντινούπολη. Ὅπως ὑπογραμμίζει ἡ Leslie Brubaker, κορυφαία ἐρευνήτρια τῆς ἐποχῆς τῆς εἰκονομαχίας, «ἐπρόκειτο γιά μιά ἀνεξάρτητη καί αὐτόνομη Φραγκική θεολογική θέση» (10). Οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί διαπιστώνουν ὅτι αὐτό συνέβη παρότι αὐτοί πού ἀνέλαβαν νά ἀπαντήσουν στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, «δέν κατανοοῦσαν πλήρως τή λεπτή ἀνατολική θεολογία τῶν εἰκόνων», καί, εἰδικότερα, δέν κατανοοῦσαν «τό δόγμα γιά τήν ἱεραρχική σχέση ἀνάμεσα στήν εἰκόνα καί στό πρωτότυπό της» (11).

Ἡ ἐπιθετικότητα τῶν Φράγκων εἶναι ἐμφανής ἤδη ἀπό τόν τίτλο τῶν Libri Carolini: «Ἔργο τοῦ βασιλέως Καρόλου κατά τῆς Συνόδου ἡ ὁποία εἰς τά μέρη τῆς Γραικίας ἀποφάσισε ὑπέρ τῆς λατρείας τῶν εἰκόνων παράλογα καί ἀλαζονικά». (“Opus Caroli regis contra synodum quae in partibus Graetiae pro adorandis imaginibus stolide sive arroganter gesta est”) (12). Στόν Πρόλογο τῶν Libri Carolini, ὁ Καρλομάγνος τονίζει τήν ὑποχρέωσή του νά ὑπερασπιστεῖ τήν ἐκκλησία «ἐναντίον τῶν καινοτομιῶν ἀνόητων συνόδων καί αὐτοκρατόρων πού ἰσχυρίζονται βλασφήμως ὅτι βασιλεύουν κατά Θεόν» (13). Ὅπως παρατηρεῖ εὔστοχα ὁ Ρωμανίδης, ἐδῶ ἔχουμε τήν περίπτωση «μιᾶς νεόκοπης ὁμάδας Γερμανικῶν φυλῶν πού ἄρχισαν νά διδάσκουν στούς Ρωμαίους πρίν καλά-καλά μορφωθοῦν οἱ ἴδιοι» (14). Στό ἴδιο συμπέρασμα ἔχουν καταλήξει καί ξένοι σύγχρονοι ἱστορικοί, ὅπως ἡ Chudzikowska, πού ἀνέλυσαν διεξοδικά τά Libri Carolini. «Εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῶν Libri Carolini δέν γνώριζαν καθόλου τή διδασκαλία τῶν πατέρων τῆς Ἑλληνικῆς (sic) Ἐκκλησίας. Δέν ἀναφέρθηκαν οὔτε μιά φορά σέ πρωτότυπες πηγές» (15). Ἡ ἄγνοια τῶν Φράγκων ἔφτανε στό σημεῖο ὥστε στά Libri Carolini νά ἀρνοῦνται νά σχολιάσουν ἐπιχειρήματα πού βασίζονται στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἐπειδή «ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία του εἶναι ἄγνωστες σέ ἐμᾶς» (16).

Διάφοροι ἐρευνητές σημειώνουν ὡς παράδοξο ὅτι τά «Libri Carolini υἱοθέτησαν μιά πολύ σκεπτικιστική στάση ἀπέναντι στίς θρησκευτικές εἰκόνες ἡ ὁποία φαινόταν νά ἀγνοεῖ τό γεγονός τῆς ὕπαρξης Φραγκικῆς θρησκευτικῆς τέχνης ἐπί αἰῶνες» (17). Τό παράδοξο ἐξηγεῖται ἄν συμφωνήσουμε μέ τόν π. Ἰ. Ρωμανίδη ὅτι οἱ Φράγκοι ἐπέλεξαν πρῶτα τήν ἀντιπαράθεση σέ πολιτικό ἐπίπεδο καί στή συνέχεια προσπαθοῦσαν νά διακοσμήσουν τά σχέδιά τους μέ δῆθεν θρησκευτικές διαφορές.

Ἀμέσως μετά, τό 794 ὁ Καρλομάγνος συγκάλεσε στή Φραγκφούρτη μιά μεγάλη σύνοδο Φράγκων ἐπισκόπων στήν ὁποία παρουσιάστηκαν τά Libri Carolini καί ἐπισημοποιήθηκαν οἱ θεολογικές αὐθαιρεσίες τῆς αὐλῆς του. Σ’ αὐτή τή σύνοδο ἀποδοκιμάστηκε ἡ λατρεία τῶν εἰκόνων ὡς μή χριστιανική, ἀπορρίφθηκε ὁ τίτλος «οἰκουμενική» γιά τή Σύνοδο τῆς Νίκαιας τοῦ 787 καί εἰσήχθη τό φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως (18). Τό ὅτι οἱ Φράγκοι εἶχαν ἐπιλέξει τήν πάσῃ θυσίᾳ ἀντιπαράθεση τεκμαίρεται καί ἀπό τό ὅτι δέν ἐνδιαφέρθηκαν ποτέ νά συμβουλευτοῦν τά πρωτότυπα Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στά ἑλληνικά, ὥστε νά διαλευκάνουν κάθε ἀμφιβολία γιά τούς ὅρους «προσκύνηση» καί «λατρεία». Τεκμαίρεται ἐπίσης ἀπό τή διαπίστωση σύγχρονων ἐρευνητῶν ὅτι τά Libri Carolini εἶναι σταθερά ἀντίθετα ὄχι μόνο μέ τή λατρεία, ἀλλά καί μέ τήν προσκύνηση τῶν εἰκόνων (19).

Εἰδικότερα γιά τίς εἰκόνες, στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φραγκφούρτης οἱ Φράγκοι ἀναφέρουν: «Σέ αὐτή τή Σύνοδο (τῆς Νίκαιας (20)) γράφηκε ὅτι ἀναθεματίστηκαν ὅσοι δέν ἀποδίδουν στίς εἰκόνες τῶν ἁγίων τήν ἴδια προσκύνηση καί λατρεία πού ἀποδίδεται στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ προαναφερθέντες ἅγιοι Πατέρες μας ἀπολύτως ἀρνοῦνταν μιά τέτοια λατρεία καί προσκύνηση, τήν ἀπεχθάνονταν καί τήν καταδίκασαν ὁμοφώνως» (21). Στήν πραγματικότητα, τέτοιος ἀναθεματισμός δέν ὑπῆρξε στή Σύνοδο τῆς Νίκαιας. Πιθανότατα, ὅπως ὑποστηρίζει ἡ Ann Freeman, οἱ Φράγκοι χρησιμοποίησαν μιά δήλωση ἑνός ἀπό τούς Πατέρες τῆς Συνόδου, τοῦ Κωνσταντίνου ἀπό τήν Κύπρο, ἡ ὁποία ἰσχυριζόταν τό ἀκριβῶς ἀντίθετο: ὅτι ἡ λατρεία πρέπει νά ἀποδίδεται μόνον στήν Ἁγία Τριάδα (22). Καταδίκασαν, λοιπόν, κάτι τό ὁποῖο δέν εἶχε ἰσχυριστεῖ κανείς!

Ὡς πρός τό φιλιόκβε, ὁ Πάπας Λέων Γ΄ πού ἀνέβηκε στόν θρόνο τό 795 δέν δέχθηκε ποτέ τήν εἰσαγωγή του καί μάλιστα διέταξε τούς Φράγκους νά σταματήσουν νά τό ἀπαγγέλλουν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως (23). Ἀκόμη, φρόντισε νά ἀναρτήσει μιά ἀσημένια πλάκα στόν ναό τοῦ Ἁγ. Πέτρου μέ τό ὀρθόδοξο Σύμβολο τῆς Πίστεως στά ἑλληνικά καί στά λατινικά. Ἀπτόητοι, οἱ Φράγκοι προχώρησαν τό 809 στήν ἐπίσημη καθιέρωση τοῦ φιλιόκβε στή σύνοδο τοῦ Ἄαχεν. Ὁ Καρλομάγνος ἔστειλε μιά ἀντιπροσωπεία στή Ρώμη ὑπό τό μοναχό Σμάραγδο γιά νά μεταπείσει τόν Πάπα. Στά πρακτικά τῆς συνάντησης, πού διασώζονται μέχρι σήμερα, φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ὁ Λέων ἀρνήθηκε κατηγορηματικά (24).

Ὁ Πάπας Πασχάλης Α΄ (817-824)

Οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι Πάπες συνέχισαν νά διατηροῦν τήν ἀνεξαρτησία τους ἀπέναντι στούς Φράγκους ἡγεμόνες, ὅσο ἦταν ἐφικτό. Μετά τόν Λέοντα, ὁ Πάπας Πασχάλης Α΄ (817-824) ἀρνήθηκε τήν ὑποταγή στόν γιό τοῦ Καρλομάγνου Λουδοβίκο τόν Εὐσεβῆ, ὅταν ὁ τελευταῖος προσπάθησε νά ἀναμιχθεῖ σέ ἔρευνα γιά τό φόνο δύο ἐπιφανῶν ἀξιωματούχων πού ὑποστήριζαν τούς Φράγκους στήν Παπική αὐλή στή Ρώμη. Ὁ Πασχάλης ἀλληλογραφοῦσε ἐπίσης μέ τόν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη, ὁ ὁποῖος τόν παρότρυνε νά συνεχίσει νά ἀντιτίθεται στήν εἰκονομαχία – συνεπῶς καί στούς Φράγκους πού εἶχαν ἀπορρίψει τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (25).

Ὁ Πάπας Πασχάλης ἀντιτάχθηκε στόν Φράγκο βασιλιά καί σέ ἕνα ἄλλο θέμα τό ὁποῖο ἀποτελοῦσε πάγια πολιτική τοῦ Φράγκου ἡγεμόνα ἀπό τή δεκαετία τοῦ 760, τήν ἱεραποστολή στούς εἰδωλολατρικούς λαούς τοῦ Βορρᾶ. Τό 823 ὁ Λουδοβίκος ὁ Εὐσεβής ἀποφάσισε νά ἐκχριστιανίσει τούς Δανούς, μέ σκοπό νά ἐπεκτείνει τή φραγκική σφαίρα ἐπιρροῆς, ὅπως ὁ πατέρας του εἶχε ἐκχριστιανίσει τούς Σάξονες. Ὁ Πάπας Πασχάλης ἐξέδωσε χρυσόβουλο στό ὁποῖο δέν ἀνέφερε καθόλου τόν Λουδοβίκο, καί στό ὁποῖο ἔδινε τήν ἄδεια γιά τήν ἱεραποστολή βασισμένος στήν ἐξουσία τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἐπρόκειτο γιά μιά ἐπίδειξη δύναμης ἐκ μέρους τοῦ Πάπα, ἀπέναντι στόν Φράγκο βασιλιά (26).


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣΒλ. Christoph Mauntel, “Beyond Rome. The Polyvalent Usage and Levels of Meaning of Imperator and Imperium in Medieval Europe” στο Mauntel, “Renovatio, inventio, absentia imperii. From the Roman Empire to contemporary imperialism”, 2018, σελ.69. Ὁ τίτλος «Αὐτοκράτορας Ρωμαίων» (Imperator Romanorum) ἀναφέρεται σέ ὁρισμένα ἔγγραφα τά ὁποῖα ἀποδείχτηκε ὅτι ἦταν πλαστά. Βλ. Athina Kolia-Dermitzaki, «Byzantium and the West – the West and Byzantium (Ninth-Twelfth Centuries)» στό T. Kolias-K. Pitsakis (ed.), «Aureus. Volume dedicated to professor Evangelos K. Chrysos», Athens 2014, σελ. 361.
Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulfof Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea», Variorum Collected Studies Series,
Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea”, Variorum Collected Studies Series,
Mansi 12. 999, 12. 1055-71, 12. 1077-84, 12. 1086B. Πρβλ. Judith Herrin “The Formation of Christendom”, Princeton University Press, 1989, σ. 419.
Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Sec- ond Council of Nicaea”, Variorum Collected Studies Series,
Mansi 760.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀδριανοῦ στό συγκεκριμένο σημεῖο καταλαμβάνει 4 σελίδες στήν ἔκδοση τοῦ Mansi. Βλ. Mansi 13.760-763.
Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea», Variorum Collected Studies Series,
Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea», Variorum Collected Studies Series,
Leslie Brubaker, “Representation 800: Arab, Byzantine, Carolingian”, Transactions of the Royal Historical Society, Sixth Series, Vol. 19, 2009,), σελ. 49.
Małgorzata Chudzikowska–Wołoszyn, «Remarks on the Source Evidence in the Libri Criteria for the Classification», στό Narojczyk Krzysztof, Świgoń Marzena, Wolny Miron (eds.) «Archive Studies – Information Science: methodological issues», Olsztyn, Πολωνία, 2010, σελ.5.
Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea”, Variorum Collected Studies Series,
David Ganz, “Theology and the organisation of thought”, chapter 28 στήν The New Cambridge Medieval History, Volume ii 700—c. 900, edited by Rosamond McKitterick, Cambridge University Press, 1995, σελ.774.
π. Ἰ. Ρωμανίδης, «The Filioque», Κληρονομία, 7, Β΄, Ἰούλιος 1975, σ.
Małgorzata Chudzikowska–Wołoszyn, «Remarks on the Source Evidence in the Libri Criteria for the Classification», στό Naro- jczyk Krzysztof, Świgoń Marzena, Wolny Miron (eds.) «Archive Studies – Information Science: methodological issues», Olsztyn, Πολωνία, 2010, σελ. 16.
Ann Freeman, “Theodulf of Orleans and the Libri Carolini”, Speculum, 1957, σελ. 664.
Michael Moore, «The Ancient Fathers: Christian Antiquity, Patristics and Frankish Canon Law», Millennium 7/2010, De Gruyter, Berlin/New York, σελ. 335.
Judith Herrin, “The Formation of Christendom”, Princeton University Press,1989, σ. 436-440.
Huw Foden, “What is adoration? Contesting meaning in the margins of the Opus Caroli regis contra synodum (c.790–4)”, Early Medieval Europe, 2024, 32 (3), σελ.389.
Γιά τήν ἀκρίβεια, οἱ Φράγκοι τήν ὀνομάζουν λανθασμένα «τῆς Κωνσταντινούπολης». Βλ. Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ. Τό πρωτότυπο λατινικό κείμενο παρατίθεται στίς σελ. 92-93.
Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ.66-67. Τό πρωτότυπο λατινικό κείμενο παρατίθεται στίς σελ. 92-93.
Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ.93.
Tia Kolbaba, “Latin and Greek Christians”, στό The Cambridge History of Christianity – Early Medieval Christianities, 600 – c.1100, vol. 3, 2008, σελ. 219.
Judith Herrin, “The Formation of Christendom”, 1989, σ. 463-464. Πρβλ. καί Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σ. 292-293.
Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 436.
Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 440.






Ἀναστασίου Φιλιππίδη



Ἡ ἀπομάκρυνση τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἀπό τήν Ὀρθοδοξία (B)


Τό Ἱστορικό Ὑπόβαθρο (787 μ.Χ.-1014 μ.Χ.) (Β΄)

Ὁ Πάπας Εὐγένιος Β΄ (824-827) καί ἡ σύνοδος τοῦ Παρισιοῦ

Ὁ διάδοχος τοῦ Πάπα Πασχάλη, Εὐγένιος Β΄ (824-827), ἐκλέχτηκε μέ τή βοήθεια τῆς φιλοφραγκικῆς μερίδας τῆς Ρώμης, ἀλλά δέν δίστασε νά συγκρουστεῖ μέ τούς Φράγκους γιά τό ζήτημα τῶν εἰκόνων. Τό 824, ὅταν εἶχε ἀρχίσει ἡ δεύτερη φάση τῆς εἰκονομαχίας στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Μιχαήλ Β΄ ζήτησε τή βοήθεια τοῦ Λουδοβίκου τοῦ Εὐσεβοῦς γιά νά μεταπείσει τόν Πάπα ὑπέρ τῶν εἰκονομαχικῶν ἀπόψεών του. Ὁ Λουδοβίκος συμφώνησε, καί σίγουρα τό θεώρησε ὡς εὐκαιρία νά ἀναγκάσει τόν Πάπα νά δεχτεῖ τίς φραγκικές ἀπόψεις γιά τίς εἰκόνες – κάτι πού δέν εἶχε καταφέρει ὁ πατέρας του, ὁ Καρλομάγνος. Ὅταν ὅμως οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Φράγκου βασιλιᾶ ἔφτασαν στή Ρώμη, ὁ Πάπας Εὐγένιος ἀρνήθηκε κατηγορηματικά νά ὑποχωρήσει σέ ἕνα θέμα πού εἶχε κριθεῖ σέ Οἰκουμενική Σύνοδο (27).

Ὁ Λουδοβίκος ζήτησε τότε ἀπό τούς Φράγκους ἐπισκόπους νά συνέλθουν σέ σύνοδο στό Παρίσι γιά νά ἀπαντήσουν. Πράγματι τήν 1η Νοεμβρίου 825 ὁρισμένοι Φράγκοι ἐπίσκοποι συγκεντρώθηκαν στό Παρίσι (28). Συζήτησαν μιά ἐπιστολή πού εἶχε στείλει ὁ Πάπας Ἀδριανός στούς Αὐτοκράτορες Εἰρήνη καί Κωνσταντῖνο ΣΤ΄, καί ἀπέρριψαν τήν ἐντολή του γιά τήν λατρεία (adorare) τῶν εἰκόνων, θεωρώντας ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ δεισιδαιμονία καί ἁμαρτία. Ἐπίσης καταδίκασαν ρητά τίς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας (787) καί δήλωσαν τήν προσήλωσή τους στά Libri Carolini (29). Φυσικά οὔτε ὁ Πάπας Ἀδριανός οὔτε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶχαν διατάξει τή «λατρεία» τῶν εἰκόνων, ἀλλά οἱ Φράγκοι συνέχιζαν νά διαιωνίζουν τήν λανθασμένη ἀρχική ἐπιλογή τους.

Στό κείμενο αὐτῆς τῆς Συνόδου τοῦ 825 πού ἔχει διασωθεῖ ὡς Libellus Synodalis Parisiensis, οἱ Φράγκοι ἀνέλαβαν νά διδάξουν θεολογία στούς πατέρες πού εἶχαν συγκροτήσει τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 787. Κατηγόρησαν ὅσους συμμετεῖχαν ὅτι «χρησιμοποίησαν βιαστικά κάποιες μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς, καί ὁρισμένα ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων Πατέρων, καί, μέ σκοπό νά ἐπιβεβαιώσουν τίς δεισιδαιμονικές πλάνες τους, τά προσάρμοσαν ἀναποτελεσματικά πρός αὐτό τόν σκοπό, διότι δέν εἶχαν εἰπωθεῖ μέ αὐτή τήν ἔννοια οὔτε εἶχαν ἑρμηνευθεῖ ἔτσι ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες» (30).

Φυσικά οἱ Φράγκοι ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσουν καί τό ἀνυπέρβλητο πρόβλημα τῆς ἔγκρισης τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τόν πάπα Ἀδριανό. Ἀνέλαβαν λοιπόν νά διδάξουν καί τόν πάπα, καί τό καλύτερο πού μποροῦσαν νά σκεφτοῦν ἦταν τό ἀκόλουθο: «Ὁρισμένα πράγματα πού ἰσχυρίζεται στίς ἀντιρρήσεις του» (ὁ Ἀδριανός) «εἶναι στήν πραγματικότητα τέτοιας φύσης πού ἄν δέν εἶχαν ἐγκριθεῖ ἀπό τόν πάπα θά ἀντέφασκαν τόσο πρός τήν ἀλήθεια ὅσο καί πρός τήν αὐθεντία. Ἀλλά, ἄν καί σέ αὐτές τίς ἀντιρρήσεις προβάλλει (…) μαρτυρίες πού ὁρισμένες φορές εἶναι συγκρουόμενες, ὁρισμένες φορές ἀνακόλουθες, κάποτε ἀκόμη καί κατακριτέες, στό τέλος τῆς ἀπολογίας του διατείνεται ὡστόσο ὅτι αἰσθάνεται, τηρεῖ, κηρύττει καί διδάσκει, ἀναφορικά μέ τά ὑπό συζήτηση θέματα, σέ συμφωνία μέ τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Πάπα Γρηγορίου (τοῦ Διαλόγου). Ἀπό αὐτά τά λόγια προκύπτει ξεκάθαρα ὅτι ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἀληθινή ὁδό σέ αὐτό τό θέμα ὄχι τόσο συνειδητά ὅσο ἐξαιτίας ἄγνοιας» (31). Ὁ σημερινός ἀναγνώστης μένει ἄφωνος ἀπό τήν ὑπεροψία τῶν Φράγκων θεολόγων οἱ ὁποῖοι κρίνουν τόν Πάπα, τόν βρίσκουν πλανεμένο, ἀλλά τοῦ ἐπιτρέπουν νά ἔχει ὑποπέσει σέ σφάλματα λόγω τῆς ἄγνοιάς του! Καί αὐτό σέ μιά ἐποχή πού οἱ ἴδιοι εἶχαν πρόσβαση σέ ἐλάχιστα κείμενα Πατέρων καί μηδαμινή γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Στό μεταξύ, τό 824, συμφωνήθηκε μεταξύ τοῦ Πάπα καί τοῦ Φράγκου συμβασιλέα Λοθάριου (γιοῦ τοῦ Λουδοβίκου τοῦ Εὐσεβοῦς) ἕνα κογκορδάτο, ἡ Constitutio Romana, πού καθόριζε τίς σχέσεις Πάπα καί Φράγκου βασιλιά. Μέ αὐτήν ὑποχρεωνόταν, γιά πρώτη φορά, ὁ νεοεκλεγείς Πάπας νά δίνει ὅρκο σέ ἕναν ἀπεσταλμένο τοῦ Φράγκου βασιλιά. Φαίνεται ὅτι ὁ Εὐγένιος συμβιβάστηκε μέ αὐτή τήν ὑποχρέωση ὥστε νά διατηρήσει τή ρητή, γραπτή, ἀποδοχή ἐκ μέρους τοῦ βασιλιά τῆς ἀπόφασης τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ (769) μέ τήν ὁποία ἡ ἐκλογή τοῦ Πάπα γινόταν ἀποκλειστικά ἀπό τόν λαό καί τόν κλῆρο τῆς Ρώμης – χωρίς, δηλαδή, τήν ἀνάμιξη τῶν Φράγκων. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Λατερανοῦ ἀποτέλεσε γιά πολλές δεκαετίες τό βασικό «ὅπλο» τῶν Ρωμαίων της Ρώμης στήν ὑπεράσπιση τοῦ παπικοῦ θρόνου ἀπό τίς φραγκικές αὐθαιρεσίες καί ἐπιβουλές.

Ἡ ἐπίμονη προσπάθεια τῶν Ρωμαίων νά διατηρήσουν τόν Ὀρθόδοξο Παπικό θρόνο μακριά ἀπό τή φραγκική ἀνάμιξη ἀναδείχτηκε ἀνάγλυφα καί στή Σύνοδο τοῦ 826 στή Ρώμη. Τή Σύνοδο τήν συγκάλεσε ὁ Πάπας Εὐγένιος καί σέ αὐτήν συμμετεῖχαν 62 ἐπίσκοποι ἀπό τήν Ρωμαϊκή καί Λογγοβαρδική Ἰταλία. Δέν προσκλήθηκε, οὔτε παραβρέθηκε, ἔστω ἕνας Φράγκος ἐπίσκοπος, παρόλο πού ἡ βόρεια καί κεντρική Ἰταλία εἶχαν πλέον κατακτηθεῖ ἀπό τούς Φράγκους.(32) Γιά πρώτη φορά μετά ἀπό 50 χρόνια, δέν ἦταν ὁ Φράγκος βασιλιάς πού συγκαλοῦσε μιά Σύνοδο στή Δύση, οὔτε ζητήθηκε ἡ ἔγκρισή του γιά τούς κανόνες πού ἀποφασίστηκαν. Ἐπρόκειτο γιά ἄλλη μιά ἐπίδειξη δύναμης τοῦ Πάπα πού προσπαθοῦσε νά διατηρήσει τήν αὐτονομία του ἀπέναντι στούς Φράγκους κατακτητές.

Οἱ Πάπες ἀπό τό 827 ὡς τό 858

Ὁ ἑπόμενος Πάπας, Γρηγόριος Δ΄ (827-844), ἦρθε ἐπίσης σέ σύγκρουση μέ τούς Φράγκους, καθώς μάλιστα ἡ Αὐτοκρατορία τους ἄρχισε νά παρακμάζει καί νά ἐξασθενεῖ. Ἀρχικά ἀρνήθηκε νά δώσει τόν ὅρκο πού προέβλεπε ἡ Constitutio Romana στόν ἀπεσταλμένο τοῦ βασιλιά. Ἐξαναγκάστηκε νά τό κάνει, ὑπό τήν πίεση τῆς στρατιωτικῆς πραγματικότητας, ἀλλά σύντομα βρῆκε νέα ἀφορμή ἀντίδρασης. Ὁ Πάπας Πασχάλης εἶχε ἐπικυρώσει τό 817 τήν ἀπόφαση τοῦ Λουδοβίκου Εὐσεβοῦς νά μοιράσει τό βασίλειό του στούς τρεῖς γιούς του. Ὡστόσο, στή συνέχεια ὁ Λουδοβίκος ξαναπαντρεύτηκε, ἀπέκτησε ἄλλον ἕνα γιό καί ἔδωσε καί σέ αὐτόν ἕνα μερίδιο τοῦ βασιλείου. Ὁ Πάπας Γρηγόριος ἔστειλε τό 829 ἐπιστολή στούς Φράγκους ἐπισκόπους μέ τήν ὁποία κατέκρινε τήν ἀπόφαση τοῦ Λουδοβίκου. Πρακτικά ὁ Πάπας ἀπαιτοῦσε νά ἔχει τό δικαίωμα προέγκρισης σέ μιά καθαρά πολιτική ἀπόφαση τοῦ Φράγκου βασιλιά!

Ἀκολούθησε ἕνας μακροχρόνιος αἱματηρός ἐμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Φράγκων πού ὁδήγησε στόν ὁριστικό διαμοιρασμό τοῦ κράτους τους σέ τρία τμήματα μέ τή Συνθήκη τοῦ Βερντέν τό 843. Ὁ ἑπόμενος Πάπας, Σέργιος Β΄ (844-847), ἐπίσης ἀρνήθηκε νά ζητήσει τήν ἐπικύρωση ἀπό τόν Φράγκο βασιλιά. Χρειάστηκε νά σταλεῖ στήν Ἰταλία ὁ στρατός ὑπό τόν συμβασιλέα Λουδοβίκο Β΄ γιά νά ὑποχωρήσει ὁ Πάπας. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι τό Βιβλίο τῶν Παπῶν (Liber Pontificalis) σέ μιά ἀπό τίς ἐκδόσεις του παρουσιάζει μιά ἔντονα δυσφημιστική εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ Πάπα. Πρόκειται γιά ἕνα φαινόμενο πού παρατηρεῖται συχνά τα ἑπόμενα χρόνια γιά Πάπες πού ἀντιστάθηκαν στίς φραγκικές βλέψεις. Ὅπως γράφει ὁ Ρωμανίδης, «Περιέργως ὅμως οἱ καλοί καί ἅγιοι πάπαι εἶναι πάντοτε οἱ φραγκόφιλοι καί οἱ Φράγκοι, ἐνῶ οἱ διεφθαρμένοι πάπαι εἶναι πάντοτε οἱ Ρωμαῖοι φίλοι των διεφθαρμένων «Βυζαντινῶν» ἤ «Γραικῶν»» (33). Ὑπάρχει μιά ἁπλή ἐξήγηση γιά αὐτή τήν ὀξυδερκῆ παρατήρηση τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, καί τήν ἔχει ἐντοπίσει ἡ νεότερη ἔρευνα. Σύμφωνα μέ τή Rosamond McKitterick, καθηγήτρια τοῦ Καίμπριτζ πού ἔχει ἀσχοληθεῖ ἐκτεταμένα μέ τό Liber Pontificalis, τά χειρόγραφά του Liber Pontificalis πού ἔχουν διασωθεῖ «εἶναι σχεδόν ἀποκλειστικά Φραγκικά» (34).

Οὔτε ὁ ἑπόμενος Πάπας, Λέων Δ΄ (847-855), ζήτησε τή φραγκική ἐπικύρωση γιά τήν ἀνάρρησή του. Κατά τόν Μέγα Φώτιο ὁ Λέων Δ΄ ἦταν «περιώνυμος», «θεόσοφος», καί «πᾶσαν ἁπάντων ἐκκόπτων πρόφασιν αἱρετικήν» (35). Μέ τόν θάνατο τοῦ Λέοντα, ὁ λαός καί ὁ κλῆρος τῆς Ρώμης ἐξέλεξαν τόν Βενέδικτο Γ΄, ἀλλά οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Φράγκου βασιλιᾶ ἀκύρωσαν τήν ἐκλογή, τοποθέτησαν κάποιον ἄλλο στόν θρόνο κι ἔστειλαν τόν Βενέδικτο στή φυλακή. Ὡστόσο, οἱ Ρωμαῖοι ξεσηκώθηκαν τόσο ἔντονα πού οἱ Φράγκοι ἀναγκάστηκαν νά ἀπελευθερώσουν τόν Βενέδικτο καί νά τοῦ ἐπιστρέψουν νά ἐπανέλθει στόν θρόνο (855-858). Κατά τόν Μέγα Φώτιο ὁ Βενέδικτος ἦταν «πράος καί ἐπιεικής καί ἀσκητικοῖς ἀγῶσιν ἐναγλαϊζόμενος» (36).

Ὁ Πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867)

Μετά ἀπό τόσες ἀποτυχίες, οἱ Φράγκοι ἀποφάσισαν νά ἀναλάβουν πιό ἐνεργό ρόλο στήν ἐκλογή τοῦ Πάπα. Ἔτσι, ὅταν πέθανε ὁ Βενέδικτος, ἦρθε στήν Ἰταλία ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς Λουδοβίκος Β΄ γιά νά ἐπιβλέψει τή διαδικασία καί νά διασφαλίσει τή «σωστή» ἐπιλογή. Ἡ ἐπιλογή του ἦταν ὁ Νικόλαος πού ἔμεινε στήν ἱστορία ὡς Νικόλαος Α΄ (858-867, «Μέγας» γιά τούς Δυτικούς, καταδικάστηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Σύνοδο τοῦ 867).
Γιά τήν ἐποχή τοῦ Νικολάου Α΄ ἔχουν γραφεῖ τόσα πολλά πού δέν θά ἦταν εὔκολο, οὔτε ἀπαραίτητο, νά τά συνοψίσουμε. Μεταξύ ἄλλων συγκρούστηκε μέ τόν Μέγα Φώτιο, θεωρώντας ἄκυρη τήν ἐκλογή του στόν πατριαρχικό θρόνο. Ἐπίσης ἀφόρισε καί ἐκθρόνισε τούς ἀρχιεπισκόπους τῆς Ραβέννας, τῆς Κολωνίας καί τῆς Τριέρ. Ἀπαίτησε τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἰλλυρικοῦ στή δικαιοδοσία του, τήν ὁποία εἶχε μεταφέρει στήν Κωνσταντινούπολη ὁ αὐτοκράτορας Λέων Γ΄ 130 χρόνια νωρίτερα. Στήν Κωνσταντινούπολη σύντομα ἔγινε φανερό ὅτι οἱ αἰτιάσεις τοῦ Νικολάου γιά τήν ἀντικανονικότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Φωτίου ἀποτελοῦσαν ἁπλῶς πρόσχημα. Αὐτό ἀποδείχτηκε ὅταν ὁ Νικόλαος ἄφησε ἀνοιχτό τό ἐνδεχόμενο τῆς ἀναγνώρισής του, ἄν ὁ Φώτιος δεχόταν νά ὑπαχθεῖ ἡ Βουλγαρία στή δικαιοδοσία τοῦ Πάπα (37).

Ὁ Νικόλαος ἦταν ὁ πρῶτος Πάπας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Καρλομάγνου πού συγκρούστηκε μέ τήν Κωνσταντινούπολη, ἄν καί κατά καιρούς συγκρούστηκε ἐπίσης καί μέ Φράγκους ἡγεμόνες καί ἐπισκόπους προσπαθώντας σέ κάθε περίσταση νά ἐπιβάλει τό παπικό πρωτεῖο καί τήν ὑπεροχή τοῦ Πάπα ἔναντι τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Μέ τόν θάνατό του, τό 867 ἀνῆλθε στόν θρόνο γιά 5 χρόνια ὁ Ἀδριανός Β΄, λεγάτοι τοῦ ὁποίου συμμετεῖχαν στή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης τοῦ 869-70. Τό ἐνδιαφέρον αὐτῆς τῆς Συνόδου εἶναι ὅτι «ἐτέθη ὅρος νά εἶναι τό Σύμβολον (τῆς Πίστεως) ἀκαινοτόμητον», δηλαδή νά μήν προστεθοῦν καινοτομίες. (38) Πιό ἁπλά, ὁ Πάπας καταδίκαζε τήν προσθήκη τοῦ φιλιόκβε ἀπό τούς Φράγκους, χωρίς βέβαια νά τούς ὀνομάζει. Ὡς γνωστόν, αὐτή ἡ Σύνοδος ἔμεινε περισσότερο γνωστή στήν Ἱστορία γιά τήν καταδίκη του Φωτίου καί θεωρεῖται ἀκόμη ὡς ἡ Ὄγδοη Οἰκουμενική ἀπό τούς Παπικούς, (39) ἄν καί, ὅπως θά δοῦμε πιό κάτω, ἀκυρώθηκε ρητά ἀπό τόν Πάπα Ἰωάννη Η΄.

Ὁ Πάπας Ἰωάννης Η΄ (872-882)

Ὁ ἑπόμενος Πάπας ἦταν ὁ Ἰωάννης Η΄. Σύμφωνα μέ τήν Καθολική Ἐγκυκλοπαίδεια, ὁ Ἰωάννης Η΄ θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους Πάπες τοῦ 9ου αἰώνα. Ἀλλά καί γιά τούς Ὀρθοδόξους ὁ Ἰωάννης ἀποτελεῖ μιά σπουδαία μορφή, πού ὑπερασπίστηκε σθεναρά τήν ὀρθή πίστη καί τό ρωμαϊκό ποίμνιό του. Ὅπως τονίζει ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης, «οὐδεμία ἀμφιβολία δύναται νά ὑπάρχη περί τῆς ἀφοσιώσεως τοῦ πάπα Ἰωάννου Η΄ εἰς τά ἰδανικά τῆς Ρωμαιοσύνης.» (…) «Ὁ ἐν λόγω πάπας εἶναι ἡγετικόν στέλεχος τῶν ἐν τῇ Δύσει Ρωμαίων ἀφοσιωμένων εἰς τά ἰδανικά καί εἰς τήν ἑνότητα τῆς Ρωμαιοσύνης ἐν τοῖς προσώποις τοῦ βασιλέως τῶν Ρωμαίων καί τῶν πέντε πατριαρχῶν τῶν Ρωμαίων» (40). Πάντως, ἡ ἔντονη προβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου τήν ὁποία προωθοῦσε δέν ἦταν δυνατόν νά γίνει ἀποδεκτή στήν Κωνσταντινούπολη.(41)

Ἕνα χρόνο μετά τήν ἀνάρρησή του, ὁ Ἰωάννης ἀπαίτησε ἀπό τόν Φράγκο βασιλιά Λουδοβίκο Β΄ νά ἀπελευθερώσει τόν ἅγιο Μεθόδιο, τόν φωτιστή τῶν Σλάβων, τόν ὁποῖο κρατοῦσαν φυλακισμένο οἱ Φράγκοι ἐπί δυόμιση χρόνια. Μπροστά στήν ἐπιμονή τοῦ Πάπα, οἱ Φράγκοι ὑποχώρησαν. (42) Στή συνέχεια, κατηγόρησαν τόν Μεθόδιο στή Ρώμη ὅτι δέν περιλάμβανε τό φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Φυσικά ὁ Πάπας Ἰωάννης δέν δεχόταν οὔτε αὐτός τό φιλιόκβε καί ἦταν πολύ εὔκολο νά ἀθωώσει τόν Μεθόδιο.

Στό μεταξύ, ἡ σταδιακή διάλυση τοῦ φραγκικοῦ βασιλείου συνοδευόταν ἀπό μιά νέα περίοδο ἀκμῆς τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινούπολης, χάρη στή Μακεδονική Δυναστεία. Ὁ Ρωμαϊκός στρατός ἄρχισε νά ἀπελευθερώνει περιοχές τῆς νότιας Ἰταλίας καί ὁ στόλος νά ἀπομακρύνει τούς Ἄραβες πού εἶχαν ἀποβιβαστεῖ ἀκόμη καί στή Ρώμη τό 846. Ὁ Πάπας Ἰωάννης ἔστειλε συγχαρητήρια στόν αὐτοκρατορικό στρατό πού ἔδιωξε τούς Ἄραβες ἀπό τή Ν. Ἰταλία καί προέτρεψε τούς διοικητές τοῦ στρατοῦ νά πᾶνε στή Ρώμη γιά νά ὑπερασπίσουν τούς ἐκεῖ Ρωμαίους. Ἔστειλε ἐπίσης εὐχαριστήρια ἐπιστολή στόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα Βασίλειο Α΄. (43)

Τό «χειρότερο» ἀπ’ ὅλα ἦταν ὅτι τό 879, ἐπί πατριαρχίας Φωτίου, ὁ Πάπας Ἰωάννης Η΄ συμμετεῖχε δι’ ἐκπροσώπων («λεγάτων») στήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη (ἡ ὁποία σήμερα δέν ἀναγνωρίζεται ἀπό τούς Παπικούς) ὅπου καί καταδίκασε ὅσους δέν δέχονταν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τοῦ 787 (δηλαδή τούς Φράγκους) (44). Μέ ἐπιστολή του πού διαβάστηκε τή δεύτερη ἡμέρα τῆς Συνόδου (17 Νοεμβρίου 879), ὁ Ἰωάννης ἀκύρωσε ἐπίσης τήν Ἀντιφωτειανή σύνοδο τοῦ 869-870 (45). Τήν τρίτη ἡμέρα διαβάστηκε ἄλλη ἐπιστολή τοῦ Πάπα μέ τήν ὁποία ζητοῦσε ἀπό ὅλους νά πειθαρχοῦν στόν Πατριάρχη Φώτιο. (46)

Ἡ ἴδια Σύνοδος ἀναθεμάτισε ὅσους προσθέτουν κάτι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως (ἐννοώντας τό φιλιόκβε), χωρίς ὅμως νά τούς ὀνομάζει. Ὅπως ἔχει τονίσει ὁ Ρωμανίδης, ἐπρόκειτο γιά πρωτοφανῆ τακτική, ἀφοῦ πάντα οἱ αἱρετικοί καταδικάζονταν ὀνομαστικά. Φαίνεται πώς ὁ Πάπας Ἰωάννης δέν ἤθελε νά ἐρεθίσει τούς Φράγκους οἱ ὁποῖοι διέθεταν ἀκόμη τή στρατιωτική δύναμη νά ἐπιβάλουν διά τῆς βίας τό φιλιόκβε στή Ρώμη. «Δηλαδή ἐγένετο διπλωματική προσπάθεια νά μή φανῆ ὁ πάπας ἐχθρικῶς διακείμενος ἔναντι τῶν Φράγκων κατακτητῶν, οἵτινες ἦσαν γνωστοί διά τήν ἀγριότητα καί βαρβαρότητα αὐτῶν καί κυρίως τήν ἱκανότητα αὐτῶν νά σφάζουν τούς ὑπ’ αὐτῶν θεωρουμένους αἱρετικούς» (47). Σέ ἰδιαίτερη ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη Φώτιο ὁ Ἰωάννης τόν διαβεβαιώνει ὅτι τό φιλιόκβε δέν εἰσήχθη ποτέ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως στή Ρώμη καί ὅτι ἦταν αἵρεση (48). Γνωρίζοντας ὅλα αὐτά γιά τόν Πάπα Ἰωάννη Η΄, ἴσως παύει νά προκαλεῖ ἀπορία ἡ διαπίστωση ὅτι ἀπό τό Βιβλίο τῶν Παπῶν (Liber Pontificalis) ἔχει ἀφαιρεθεῖ ὁ βίος του, ὅπως καί τῶν δύο ἑπόμενων παπῶν, Μαρίνου Α΄ καί Ἀδριανοῦ Γ΄ (872-885), «μιά παράλειψη μοναδική στό εἶδος της», ὅπως σημειώνει ὁ Τηλέμαχος Λουγγῆς, Διευθυντής Ἐρευνῶν στό Ἐθνικό Ἵδρυμα Ἐρευνῶν. (49)

Ἄλλωστε, ἀναφέραμε ἤδη ὅτι χειρόγραφα τοῦ Liber Pontificalis πού ἔχουν διασωθεῖ εἶναι σχεδόν ἀποκλειστικά Φραγκικά. Τό σίγουρο εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης Η΄ παρέμεινε φίλος τοῦ Φωτίου μέχρι τό τέλος, παρόλο πού ἡ Παπική βιβλιογραφία ἐπέμενε ἐπί αἰῶνες ὅτι καταδίκασε τόν Φώτιο τό 881. Ἡ ἐξαντλητική ἔρευνα τοῦ Dvornik ἀνέτρεψε πλήρως αὐτόν τόν ἰσχυρισμό (50). Ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Φώτιος ἀναφέρεται πολύ εὐνοϊκά γιά αὐτόν στό ἔργο του «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας»: τόν ἀποκαλεῖ «ὁ τόν νοῦν μέν ἀνδρεῖος, ἀνδρεῖος δέ τήν εὐσέβειαν, ἀνδρεῖος δέ μισεῖν καί καταβάλλειν ἀδικίαν πᾶσαν καί δυσσέβειαν» (51).

Οἱ «αἱρετικοί Γραικοί»

Καί ἐνῶ ὁ Πάπας ἀποτελοῦσε ἀκόμη τό προπύργιο τῆς Ὀρθοδοξίας στή Δύση, οἱ Φράγκοι συνέχιζαν νά θεωροῦν αἱρετικούς τους «Γραικούς», ὅπως ὀνόμαζαν πλέον τούς Ρωμαίους της Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινούπολης. Εἶναι χαρακτηριστική μιά περίφημη ἐπιστολή τοῦ Λουδοβίκου Β΄ πρός τόν Αὐτοκράτορα Βασίλειο Α’ τό 871. Ὁ Λουδοβίκος αὐτοαποκαλεῖται «Αὐτοκράτωρ Αὔγουστος τῶν Ρωμαίων» καί ὑποβιβάζει τόν Βασίλειο σέ «Αὐτοκράτορα τῆς Νέας Ρώμης». «Ὁ Λουδοβίκος διετείνετο, ὅτι ἡ Ρώμη, ὁ λαός της καί ὁ Παπικός θρόνος δόθηκαν στούς Φράγκους ἀπό τόν Θεό χάρη στήν Ὀρθόδοξη πίστη τους καί ἀφαιρέθηκαν ἀπό τούς “Γραικούς” οἱ ὁποῖοι ἦσαν Ρωμαῖοι, μόνον ὅταν ἦσαν Ὀρθόδοξοι». Ἔγραφε ὁ Λουδοβίκος: «Ἀναλάβαμε τή διακυβέρνηση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας λόγω τῆς καλῆς πίστεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες (Γραικοί) ἔπαυσαν νά εἶναι αὐτοκράτορες τῶν Ρωμαίων λόγω τῆς κακοδοξίας τους» (52).

Αὐτή τήν ἐποχή, τό δεύτερο μισό τοῦ 9ου αἰώνα, ἀρχίζουν στή φραγκική Δύση νά συγγράφονται τά πρῶτα θεολογικά ἔργα γιά τίς «πλάνες τῶν Γραικῶν». Ἕνα ἀπό τά πρῶτα ἦταν τό «Contra Graecorum opposita» τοῦ Ρατράμνους (πέθανε τό 868), μοναχοῦ καί θεολόγου στό Corbie (Β. Γαλλία). Ἡ «Γραικική ἀντίθεση» τήν ὁποία «διορθώνει» ὁ Ρατράμνους εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ Φωτίου γιά τό φιλιόκβε. Τήν ἴδια περίοδο ὁ Αἰνείας Παρισίων γράφει τό «Liber adversos Graecos» καί μιά Σύνοδος πού συνῆλθε στή Βορματία τῆς Γερμανίας τό 868 ἐκδίδει ἀπόφαση μέ τίτλο «Contra Graecorum haeresim de fide sanctae Trinitatis» («Κατά τῆς ἑλληνικῆς αἵρεσης σχετικά μέ τήν πίστη τῆς Ἁγίας Τριάδος») (53).
(συνεχίζεται)


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

27. Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 441.
28. Thomas Noble, “Images, Iconoclasm, and the Carolingians”, University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 2009, σελ.263-278.
29. Rev. Edward H. Landon, «A Manual Of Councils Of The Holy Catholic Church», στό: ecatholic2000.com/councils2/untitled-19.shtml (προσβάσιμο 31 Ἰανουαρίου 2025).
30. Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ. 101.
31. Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ. 102.
32. Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 441.
33. π. Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 52.
34. Rosamond McKitterick, «The Illusion of Royal Power in the Carolingian Annals», The English Historical Review, Vol. 115, No. 460 (Feb., 2000), σελ.11.
35. «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας», κεφ.87.
36. «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας», κεφ.88.
37. Evangelos Chryssos “Rome and Constantinople in Confrontation: The Quarrel over the Validity of Photius’s Ordination”, στό Daniëlle Slootjes και Mariëtte Verhoeven (Ἐπιμ.), «Byzantium in dialogue with the Mediterranean: History and heritage», Brill, 2019, σελ. 42.
38. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, «Οἱ Σύνοδοι τοῦ 879-880 καί τοῦ 1351 ὡς Οἰκουμενικές Σύνοδοι», στό «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», 2014, σελ. 381-382.
39. Clarence Gallagher SJ, «Patriarch Photius and Pope Nicholas I and the Council of 879», The Jurist: Studies in Church Law and Ministry, Volume 67, Number 1, 2007, σελ. 77. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά διακριτικά του, ὁ συγγραφέας εἶναι μέλος τῶν Ἰησουϊτῶν.
40. 40. π. Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 325, ὑποσημ. 26.
41. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, «Ὁ Μέγας Φώτιος καί ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος» στό «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», 2014, σελ. 333-335.
42. Obolensky, Dimitri, «Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία», ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσσαλονίκη 1991, τόμ. Α’, σ. 242.
43. Fred Engreen, “Pope John the Eighth and the Arabs”, Speculum, Vol. 20, No. 3 (Jul., 1945), σελ. 323, ὑποσημ. 5. Βλ. καί Ἀν. Φιλιππίδη, «Ρωμηοσύνη ἤ βαρβαρότητα», Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λεβαδιά, 3η ἔκδοση 2007, σελ. 150, ὑποσημ. 134.
44. John Romanides, “Franks, Romans, Feudalism and Doctrine: An Interplay Between Theology and Society”, Holy Cross Orthodox Press, 1981, σελ. 19-20.
45. Ζυμάρης, Φίλιππος, «Ἡ ἱστορική, δογματική καί κανονική σπουδαιότης τῆς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879 – 880)» διδακτορική διατριβή, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2000, σελ.51.
46. Ζυμάρης, Φίλιππος, «Ἡ ἱστορική, δογματική καί κανονική σπουδαιότης τῆς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879 – 880)» διδακτορική διατριβή, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2000, σελ.53.
47. π. Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 63-64.
48. John Romanides, “Franks, Romans, Feudalism and Doctrine: An Interplay Between Theology and Society”, Holy Cross Orthodox Press, 1981, σελ. 19.
49. Τηλέμαχος Λουγγῆς, «Ἡ Βυζαντινή Κυριαρχία στήν Ἰταλία», Ἑστία, 1989, σελ. 192.
50. Francis Dvornik, “The Photian Schism – History and Legend”, Cam- bridge University Press, 1948, reprint 1970, σελ. 216-219.
51. «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας», κεφ. 89.
52. Εὐάγγελος Χρυσός, «Γραικοί καί Ρωμαῖοι στήν ἀναμέτρηση Ἀνατολῆς καί Δύσης τόν 9ο αἰώνα», στό «Ἕλλην, Ρωμηός, Γραικός – συλλογικοί προσδιορισμοί καί ταυτότητες», ἐπιμ. Ὄλγα Κατσιαρδῆ-Hering, Ἀθήνα, 2018, σελ.116. Βλ. καί John Romanides, «Franks, Romans, Feudalism and Doctrine: An Interplay Between Theology and Society”, Holy Cross Orthodox Press, 1981 σελ. 18.
53. Π. Χρήστου,«Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1989, σελ. 114.



https://aktines.blogspot.com/2025/09/blog-post_19.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible