Ο Νικόλας θα ξυπνήσει, κι όλους θα τους βοηθήσει!
Οι γέροντες καθοδηγούσαν το νεαρό δόκιμο με πραγματικά μοναχικό τρόπο. Οι γέροντες Αμβρόσιος και Ανατόλιος (Ζερτσάλοβ), καθώς προέβλεπαν ότι ο νεαρός θα είναι άξιος διάδοχός τους, έκρυβαν την αγία τους αγάπη προς αυτόν με αστεία και σαλότητες και δίδασκαν τον νεαρό δόκιμο την ανώτατη και σωτήρια αρετή, την ταπείνωση.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις αυτών που γνώριζαν τον πατέρα Νεκτάριο από τα χρόνια της νιότης του, ήταν πολύ όμορφος. Και ο γέροντας Αμβρόσιος για να τον ταπεινώνει τον έλεγε «κακομούτσουνο». Ο νεαρός δόκιμος πάντα με αγάπη και ταπείνωση δεχόταν τα πειράγματά του. Η αδελφότητα της Σκήτης συχνά έπαιρνε δέματα από τους συγγενείς με «παρηγοριές»: μπισκότα, μαρμελάδες, τσάϊ. Ο Νικόλαος, όμως, δεν είχε κάποιον να του στέλνει τέτοιες «παρηγοριές», οπότε οι ίδιοι οι μεγάλοι γέροντες τον κέρναγαν, αλλά ταυτόχρονα και τον ταπείνωναν. Έρχεται στον γέροντα Αμβρόσιο να πάρει γλυκά για τσάϊ, και εκείνος του λέει αυστηρά: «Πώς, τα έφαγες κιόλας; Αχ, εσύ κακομούτσουνε!»
Το πρώτο διακόνημά του στην Μονή Όπτινα ήταν να περιποιείται τα λουλούδια. Καμιά φορά αναγκαζόταν να βγαίνει από τη Σκήτη στο Μοναστήρι και, πριν τις μεγάλες γιορτές, μαζί με τις μοναχές της Μονής Σαμόρντινο, να πλέκει στεφάνια για τις εικόνες. Ταυτόχρονα, όπως μετά έλεγαν οι αδελφές, ο νεαρός δόκιμος συχνά κοκκίνιζε και προσπαθούσε να μην σηκώνει το βλέμμα του. Ο ζηλωτής μαθητής των μεγάλων γερόντων «φυλάκιζε την όρασή» του για να φτάσει στην ευαγγελική αγνότητα.
Σύντομα, τον τοποθέτησαν στο διακόνημα του νεωκόρου: να βοηθάει τον ιερέα στο ιερό. Ο Όσιος Νεκτάριος είχε κελλί με είσοδο που οδηγούσε στην εκκλησία. Σε αυτό έζησε είκοσι χρόνια, χωρίς να μιλήσει με κανένα από τους άλλους μοναχούς: μόνο πήγαινε στον γέροντα ή στον πνευματικό και πάλι πίσω. Ο ίδιος το έλεγε συχνά ότι για τον μοναχό υπάρχουν μόνο δύο έξοδοι από το κελλί: για την εκκλησία και για τον τάφο.
Τις νύχτες, στο κελλί του πάντα έβλεπαν φως – ο δόκιμος διάβαζε ή προσευχόταν. Και το πρωί, πριν έρθει η αδελφότητα, έπρεπε να είναι πρώτος, να πάει στο Ναό, να ετοιμάσει το ιερό για την ιερή ακολουθία. Ο όρθρος στη Σκήτη άρχιζε γύρω στη μία τη νύχτα και διαρκούσε μέχρι τις τρεισήμισι το πρωί. Δεν ήταν εύκολο για ένα νεαρό που μόλις είχε φύγει από τον κόσμο να συνηθίσει το αυστηρό τυπικό της αγίας μονής. Προσευχόμενος όλη τη νύχτα, ερχόταν στο ναό μισοκοιμισμένος. Καμιά φορά, συνέβαινε να αργεί να πάει στην εκκλησία και κυκλοφορούσε με μισόκλειστα μάτια. Η αδελφότητα παραπονιόταν στον γέροντα Αμβρόσιο, και αυτός απαντούσε: «Περιμένετε, ο Νικόλας θα ξυπνήσει, κι όλους θα τους βοηθήσει». Έτσι, ο Όσιος Αμβρόσιος προφήτευε το μελλοντικό του λειτούργημα ως γέροντα.
Ένιωθε φτερουδάκια στους ώμους
Στις 14 Μαρτίου του 1887, ο Νικόλαος εκάρη μικρόσχημος μοναχός. Με την μοναχική κουρά τού δόθηκε το όνομα Νεκτάριος προς τιμή του Οσίου Νεκταρίου των Σπηλαίων του Κιέβου. Η ένταξή του στο Αγγελικό σχήμα του έδωσε μεγάλη χαρά. Όταν ήταν γέροντας, πια, θυμόταν: «Όλη τη χρονιά μετά από αυτό, ένιωθα φτερουδάκια στους ώμους μου».
Στον εγκλεισμό
Έχοντας αποδεχτεί το Σχήμα, ο πατήρ Νεκτάριος σχεδόν δεν έβγαινε από το κελλί του, για να μην πούμε για τη Σκήτη. Με την ευλογία των γερόντων, στη διάρκεια του εγκλεισμού του ο πατήρ Νεκτάριος διάβαζε πνευματικά βιβλία. Εκείνα τα χρόνια στην Μονή της Όπτινα υπήρχε μεγάλη βιβλιοθήκη, η οποία απαριθμούσε πάνω από τριάντα χιλιάδες βιβλία.
Επίσης, μελετούσε γεωγραφία, μαθηματικά, καθώς και ξένες γλώσσες, λατινικά. Μπορούσε να απαγγέλλει απ’ έξω τον Πούσκιν, τον Ντερζάβιν. Κάποτε είπε: «Πολλοί λένε ότι δε χρειάζεται να διαβάζουμε ποιήματα. Ο παππούλης Αμβρόσιος όμως αγαπούσε τα ποιήματα, ιδιαίτερα τους μύθους του Κριλόβ».
Και μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ο γέροντας ζητούσε να του φέρνουν βιβλία. Ενδιαφερόταν για τις τάσεις που υπήρχαν στη σύγχρονη τέχνη. Ρωτούσε πάντα για το σύστημα της εκπαίδευσης των ημερών του. Παρόλο που ο ίδιος τελείωσε μόνο το εκκλησιαστικό δημοτικό σχολείο του χωριού, πολύ εύκολα έβρισκε θέματα για να τα συζητάει με συγγραφείς και επιστήμονες.
Πνευματική κόρη του πατρός Νεκταρίου έλεγε στη φίλη της στο χώρο αναμονής του γραφείου του γέροντα: «Δεν ξέρω, μήπως, η μόρφωση δε χρειάζεται καθόλου, και μόνο ζημιά μας κάνει; Πως να τη συνδυάζουμε με την Ορθοδοξία;» Ο γέροντας, βγαίνοντας από το κελλί του, ανταπαντά: «Μια φορά ήρθε σε μένα ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε υπάρξει ο κατακλυσμός. Τότε του είπα ότι ακόμα και στα πιο ψηλά βουνά, μέσα σε άμμους, βρίσκουμε κοχύλια και άλλα υπολείμματα του θαλάσσιου βυθού, και του εξήγησα πώς η γεωλογία επιβεβαιώνει τον κατακλυσμό. Και αυτός κατάλαβε. Είδες; Καμιά φορά χρειάζεται η μόρφωση».
Ο γέροντας συμβούλεψε στους σπουδαστές θεολογικής σχολής να ζουν και να μορφώνονται με τρόπο που ούτε η μόρφωση να εμποδίζει την ευλάβεια αλλά ούτε η ευλάβεια τη μόρφωση
Μια φορά τον επισκέφτηκαν σπουδαστές θεολογικής σχολής μαζί με τους καθηγητές τους και ζήτησαν να τους απευθύνει έναν ωφέλιμο λόγο. Ο γέροντας τους συμβούλεψε να ζουν και να μορφώνονται με τρόπο που ούτε η μόρφωση να εμποδίζει την ευλάβεια αλλά ούτε η ευλάβεια τη μόρφωση. Τους συμβούλεψε να διαβάζουν βιβλία των Αγίων Πατέρων, βίους αγίων, αλλά, πρώτα από όλα, δίδασκε τη βαθιά και προσεκτική μελέτη της Αγίας Γραφής. Συνέχεια επαναλάμβανε ότι τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να είναι πιο πάνω από τις αλήθειές της: «Όλα τα ποιήματα του κόσμου δεν αξίζουν ούτε μια γραμμή της Αγίας Γραφής».
Πάτερ Νεκτάριε, δέξου το διακόνημα εν υπακοή
Η μετάβαση από το απομονωμένο κελλί στο κοινωνικό λειτούργημα δεν ήταν καθόλου εύκολη για τον πατέρα Νεκτάριο. Το 1913, η αδελφότητα της Μονής Όπτινα συγκεντρώθηκε για να εκλέξει τον νέο γέροντα. Ο Όσιος Νεκτάριος όντας πολύ ταπεινός ούτε καν που πήγε στη συγκέντρωση. Η αδελφότητα τον εξέλεξε γέροντα εν τη απουσία του και έστειλε άνθρωπο για να τον φέρει.
Τότε, ο πατήρ Νεκτάριος υπάκουα φόρεσε το ράσο και όπως ήταν – το ένα πόδι με παπούτσι και το άλλο με βάλενοκ (τσόχινη μπότα – σημ.μεταφρ.) – πήγε στη συγκέντρωση. Τον υποδέχτηκαν με τα λόγια:
«Παππούλη, σας εκλέξαμε πνευματικό της Μονής μας και γέροντα».
«Όχι, πατέρες και αδελφοί! Είμαι φτωχόμυαλος και δε θα μπορέσω να αναλάβω τέτοιο βάρος» - αντιλέγει ο πατήρ Νεκτάριος.
Τότε ο αρχιμανδρίτης Αγαπητός του λέει αποφασιστικά:
«πάτερ Νεκτάριε, δέξου το διακόνημα εν υπακοή».
Και τότε υποτάχτηκε. Μόνο ως υπακοή δέχτηκε το διακόνημα του γέροντα.
Αργότερα μια πνευματική κόρη του πατρός Νεκταρίου διηγούταν: «… ο παππούλης μού είπε: “Ήδη από τότε που με εκλέξανε, προέβλεπα και την καταστροφή της Όπτινα και τη φυλάκιση και την εξορία και όλες τις σημερινές μου οδύνες. Δεν ήθελα να τα δεχτώ όλα αυτά…ˮ
Συχνά έλεγε: “Πως μπορώ εγώ να είμαι κληρονόμος των προηγούμενων γερόντων; Είμαι αδύναμος και ανίσχυρος. Εκείνοι είχαν τη Θεία Χάρη με πολλά καρβέλια, ενώ εγώ έχω μόλις ένα μικρό κομματάκι”. Για τον γέροντα Αμβρόσιο έλεγε: “Ήταν ουράνιος άνθρωπος και επίγειος άγγελος. Εγώ όμως μόλις που ακουμπάω στην τιμή του γέροντα”».
Ο πιο «αινιγματικός» από τους γέροντες της Όπτινα
Ο Όσιος Νεκτάριος ήταν, ίσως, ο πιο «αινιγματικός» από τους γέροντες της Όπτινα. Τι, άραγε, έβλεπαν οι διάφοροι επισκέπτες, τι έμενε στη μνήμη τους από αυτά που έβλεπαν; Έβλεπαν παιχνίδια: μικρά αυτοκινητάκια, αεροπλανάκια και τρενάκια που του είχαν χαρίσει κάποτε, χρωματιστές ζακέτες που τις φορούσε πάνω από το ζωστικό, περίεργα «ζευγάρια» παπουτσιών – παπούτσι στο ένα πόδι, βάλενοκ στο άλλο. Μουσικά κουτιά και γραμμόφωνο, δίσκους με πνευματικές ψαλμωδίες… Με μια λέξη, αυτός ο παππούλης ήταν «περίεργος» και πολύ απρόβλεπτος. Όμως, στις παραξενιές του έκρυβε βαθιά νοήματα.
Οι σαλότητες του γέροντα συχνά εμπεριείχαν προφητείες, το νόημα των οποίων αποκαλύπτονταν μόνο με την πάροδο του χρόνου. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι απορούσαν και γελούσαν για το πώς ο γέροντας Νεκτάριος ξαφνικά άναβε το ηλεκτρικό φαναράκι και που με πολύ σοβαρό ύφος τριγύριζε με αυτό στο κελλί του, κοιτάζοντας όλες τις γωνίες και τα ντουλάπια. Μετά το 1917, οι άνθρωποι θυμήθηκαν αυτή την «παραξενιά» του γέροντα τελείως αλλιώς: ακριβώς έτσι, στο σκοτάδι, με τα φαναράκια, οι μπολσεβίκοι έψαχναν τα κελλιά των μοναχών, όπως και το κελλί του γέροντα Νεκταρίου.
Ένα εξάμηνο πριν την επανάσταση, ο γέροντας άρχισε να περπατάει με κόκκινη κορδέλα στο στήθος και έτσι προφήτευε τα επερχόμενα γεγονότα. Είτε να μαζεύει διάφορα σκουπίδια, να τα βάζει στο ντουλάπι και να τα δείχνει σε όλους: «αυτό είναι το μουσείο μου». Και πράγματι, μετά το κλείσιμο της Όπτινα, η Σκήτη μετατράπηκε σε μουσείο.
Μια φορά, ο γέροντας Βαρσανούφιος, όταν ήταν ακόμα δόκιμος, περνούσε δίπλα από το σπιτάκι του πατέρα Νεκταρίου. Και αυτός στέκεται στο σκαλοπάτι του και λέει: «Σου έμεινε να ζήσεις είκοσι χρόνια ακριβώς». Αυτή η προφητεία εκπληρώθηκε επακριβώς.
«Παιδικό παιχνίδι ενός γέρου ανθρώπου»
Πολύ συχνά, αντί για απάντηση, ο γέροντας Νεκτάριος έβαζε μπροστά στους επισκέπτες κούκλες και έπαιζε μια μικρή παράσταση. Αυτό σκανδάλιζε κάποιους καθώς φαινόταν να είναι παιδικό παιχνίδι ενός γέρου ανθρώπου.
Έτσι, μια φορά ο Σεβασμιώτατος Θεοφάνης της Καλούγκα, που είχε επισκεφτεί την Όπτινα, με έκπληξη παρατηρώντας ότι ο γέροντας άρχιζε, τη μια μετά την άλλη, τις κούκλες του «να τις φυλακίζει», «να τις δέρνει», και να τις μαλώνει με κάτι ακαταλαβίστικα, αυτό το είχε εκλάβει ως ηλικιακή ανημποριά.
Το νόημα που είχαν όλες αυτές οι μυστηριώδεις δραστηριότητες ξεκαθαρίστηκε για τον Σεβασμιώτατο Θεοφάνη πολύ αργότερα, όταν οι μπολσεβίκοι τον φυλάκισαν, τον υπέβαλαν σε ευτελισμούς, αργότερα και σε εξορία, όπου υπέφερε πολύ από το σπιτονοικοκύρη του. Τα λόγια που είχε πει ο γέροντας και που του είχαν φανεί τότε ακαταλαβίστικα, είχαν σχέση με αυτά που περίμεναν τον επίσκοπο στη συνέχεια.
Θυμόταν: «Ήμαρτον μπροστά στον Θεό και μπροστά στον γέροντα. Ό,τι μου έδειχνε τότε, αυτό είχε να κάνει με μένα… »
Χωρίς να τα διαβάζει, έβλεπε το περιεχόμενό τους
Ο πρωθιερέας Βασίλειος Σούστιν έχει διηγηθεί πώς ο παππούλης, τακτοποιούσε τις επιστολές χωρίς να τις διαβάζει:
«Σε μια από τις επισκέψεις μου στην Ιερά Μονή Όπτινα είδα πώς ο πατήρ Νεκτάριος διάβαζε κλειστά γράμματα. Ήρθε εκεί που ήμουν εγώ, κρατώντας περί τα πενήντα γράμματα που είχε λάβει, και χωρίς να τα διαβάζει, άρχισε να τα τακτοποιεί. Κάποια τα έβαζε στην άκρη με τα εξής λόγια: “Εδώ πρέπει να γράψουμε απάντηση, και αυτές τις ευχαριστήριες επιστολές μπορούμε να τις αφήσουμε χωρίς απάντηση”. Χωρίς να τα διαβάζει, έβλεπε το περιεχόμενό τους. Κάποια από αυτά τα ευλογούσε, κάποια μάλιστα τα φιλούσε…»
Ο Όσιος Νεκτάριος της Όπτινα Θα γίνει καλά
Ξέρουμε πολλές περιπτώσεις ετοιμοθάνατων άρρωστων ανθρώπων που τους θεράπευε ο παππούλης. Μια φορά είχε έρθει στην Μονή Όπτινα μια μητέρα, η κόρη της οποίας έπασχε από μια ανίατη ασθένεια. Όλοι οι γιατροί, στους οποίους είχαν απευθυνθεί, είχαν αρνηθεί να την αναλάβουν. Η μητέρα περίμενε τον γέροντα στο γραφείο του και μαζί με άλλους προσκυνητές πήρε την ευλογία. Δεν πρόλαβε να του πει ούτε λέξη, όταν ο γέροντας ο ίδιος της απευθύνθηκε:
«Ήρθες να προσευχηθείς για την άρρωστη κόρη σου; Θα γίνει καλά». Έδωσε στη μητέρα εφτά πριάνικι (παραδοσιακό ρώσικο μπισκότο – σημ.μεταφρ.) και της είπε: «Να τρώει κάθε μέρα από ένα, να μεταλαβαίνει πιο συχνά και θα γίνει καλά». Όταν η μητέρα επέστρεψε στο σπίτι, η κόρη της με πίστη δέχτηκε τα πριάνικι, και μετά από το έβδομο μετάλαβε και θεραπεύτηκε. Η ασθένεια δεν παρουσίασε υποτροπή.
Ιδού! Το φάρμακό σου
Κάποια στιγμή τον είχε επισκεφτεί η μοναχή Νεκταρία με έναν έφηβο που είχε αρρωστήσει ξαφνικά. Είχε ανεβάσει πυρετό μέχρι και σαράντα. Λέει στο γέροντα: «Ο Ολέγκ μού αρρώστησε».
Και ο γέροντας απαντάει: «Είναι καλό να αρρωσταίνει κανείς σε καλή υγεία». Την επόμενη μέρα, έδωσε στο αγόρι ένα μήλο: «Ιδού! Το φάρμακό σου». Την ώρα που τους ευλογούσε για το δρόμο, τούς είπε: «Στη στάση, όταν θα ταΐζετε τα άλογα, να πιεί ζεστό νερό και θα γίνει καλά». Έτσι και έκαναν. Το αγόρι ήπιε ζεστό νερό, κοιμήθηκε, και όταν ξύπνησε, ήταν καλά.
Ούτε μελανιά ούτε γρατσουνιά
Η πνευματική κόρη του γέροντα, η μεγαλόσχημη μοναχή Θωμαΐδα (Τκατσιόβα) διηγούνταν πώς είχε αποφύγει ένα σοβαρό τραυματισμό: «Αυτό συνέβη στο χωριό Χόλμισι. Ο παππούλης είχε βγει κρατώντας ένα πιατάκι με νερό και λίγο βαμβάκι, και άρχισε, σταυρώνοντάς με, να μου πλένει με νερό το πρόσωπό μου. Ταράχθηκα και σκέφτηκα: “Μήπως με ετοιμάζει για θάνατο;”
Την επόμενη μέρα, βοηθούσα να βγάλουν παγωμένα σεντόνια από την αποθήκη της στέγης. Βρισκόμουν κάτω και από πάνω μου έδιναν τα σεντόνια. Ξαφνικά, κάποιος έριξε ένα τεράστιο παγωμένο σαν πέτρα πάπλωμα και με χτύπησε στο πρόσωπο. Ένα τέτοιο χτύπημα θα μπορούσε να με είχε τραυματίσει πολύ σοβαρά, αλλά στο πρόσωπό μου δεν είχα ούτε μελανιά ούτε γρατσουνιά. Πήγα στον παππούλη και του τα διηγήθηκα. Αυτός σιωπηλά μου έπλυνε ξανά το πρόσωπό μου με τον ίδιο τρόπο…»
Ανοιχτό βιβλίο
Όσιος γέροντας Νεκτάριος δεχόταν τους επισκέπτες στο «καλυβάκι» των προηγούμενων γερόντων. Στο τραπέζι του χώρου αναμονής, συνήθως, υπήρχε κάποιο βιβλίο που ήταν ανοιχτό σε συγκεκριμένη σελίδα. Ο επισκέπτης, περιμένοντας ώρα, άρχιζε να διαβάζει αυτό το βιβλίο, χωρίς να υποψιάζεται ότι αυτό είναι μια από τις τακτικές που εφάρμοζε ο πατήρ Νεκτάριος για να δίνει, μέσω του ανοιχτού βιβλίου, συμβουλές, προβλέψεις ή απαντήσεις σε ερωτήσεις, και έτσι έκρυβε την προορατικότητά του. Ο Όσιος Νεκτάριος, όντας ταπεινός, διευκρίνιζε ότι αυτοί οι άνθρωποι έρχονται για τον Όσιο γέροντα Αμβρόσιο και ότι το ίδιο το κελλί μιλάει εξ’ ονόματος του γέροντα Αμβροσίου.
Ο Θεός θα σας βοηθήσει για την υπακοή σας
Ο γέροντας είχε πολύ ψηλά την υπακοή. Στον Μητροπολίτη Βενιαμίν (Φένττσενκοβ) έλεγε: «Να θυμάστε τη συμβουλή μου για όλη σας τη ζωή: αν οι προϊστάμενοι ή οι μεγαλύτεροι σάς προτείνουν κάτι, όσο δύσκολο και να είναι αυτό ή όσο ακατόρθωτο και να φαίνεται, μην αρνείστε. Ο Θεός θα σας βοηθήσει για την υπακοή σας».
Ο ίδιος ο παππούλης όχι μόνο στα νεανικά του χρόνια, αλλά και όταν ήταν γέροντας, πάντα έδινε το παράδειγμα της ταπείνωσης και της υπακοής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Όπτινα, ήταν άρρωστος και μετακινούνταν με δυσκολία. Όταν, μάλιστα, τον συμβούλευαν να πάρει μπαστούνι, απαντούσε: «Δεν έχω για αυτό την ευλογία του πνευματικού». Ακόμα και για ένα τόσο μικρό πράγμα δεν διανοούνταν να αποφασίζει μόνος του, χωρίς ευλογία. Μέχρι το τέλος των ημερών του, απαιτούσε με αυστηρότητα να τηρείται η υπακοή, πράγμα που και ο ίδιος τηρούσε.

Ένα εύγλωττο μάθημα υπακοής είχε δώσει στο φοιτητή, τον Βασίλειο Σούστιν (τον μελλοντικό πρωθιερέα). Του είχε πει κάποτε ότι θα του μάθει να βάζει σαμοβάρι (παραδοσιακό ρωσικό βραστήρα για τσάϊ – σημ.μεταφρ.) εξηγώντας του ότι σύντομα θα έρθει ο καιρός που δε θα έχει υπηρέτες και θα αναγκάζεται ο ίδιος να βάζει σαμοβάρι. Ο νεαρός με έκπληξη κοίταξε τον γέροντα, απορώντας για το τι θα μπορούσε να συμβεί με την κληρονομιά της οικογένειάς του, αλλά υπάκουα ακολούθησε τον παππούλη στην αποθήκη, όπου ήταν το σαμοβάρι. Ο πατήρ Νεκτάριος του είπε να βάλει νερό από μια μεγάλη χάλκινη κανάτα.
– Παππούλη, αυτή είναι υπερβολικά βαριά, δε θα μπορέσω ούτε να την κινήσω - απάντησε ο Βασίλειος.
Τότε, ο Παππούλης πλησίασε στην κανάτα, τη σταύρωσε και του είπε: «Πάρ’ την!» Και ο φοιτητής με ευκολία σήκωσε την κανάτα χωρίς να νιώθει το βάρος της. «Έτσι, – του είπε ο πατήρ Νεκτάριος – ένα διακόνημα μπορεί να μάς φαίνεται βαρύ, αλλά όταν το εκτελούμε είναι πολύ εύκολο, αρκεί να εκτελείται ως υπακοή».
Το να παίρνεις πάνω σου τις στεναχώριες και τις αμαρτίες των ανθρώπων που έρχονται
Κάποτε, ρώτησαν τον γέροντα, αν πρέπει να παίρνει πάνω του τις στεναχώριες και τις αμαρτίες των ανθρώπων που έρχονται σε αυτόν για να τους ελαφρύνει ή να τους παρηγορήσει. Αυτός απάντησε: «Αλλιώς, δεν μπορείς να ελαφρύνεις. Καμιά φορά νιώθεις λες και έχεις πάνω σου ένα βουνό από πέτρες, με τόσες πολλές αμαρτίες και πόνο που σου άφησαν, και δεν μπορείς να το σηκώσεις. Εκεί ακριβώς, έρχεται η χάρη και διασκορπίζει αυτό το βουνό από πέτρες λες και είναι βουνό από ξεραμένα φύλλα. Και έτσι μπορείς να δέχεσαι ξανά τους ανθρώπους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου