Ουράνιες οπτασίες
Η ηγούμενη Σεραφίμα συμπαθούσε την Αναστασία. Τήν εκτιμούσε τόσο γιά την ασκητική ζωή της όσο και για τη βοήθεια που έδινε με τις προσευχές της σε κείνους πού είχαν ανάγκη και κατάφευγαν σ’ αύτήν. Έτσι με προθυμία της παραχώρησε μια κοπέλα, τη Βέρα, πού είχε στήν πλάτη της καμπούρα. Ή κοπέλα αύτή όμως αποδείχτηκε πώς ήταν πολύ θεληματάρα και πεισματάρα. Προσπαθούσε να κάνει πράγματα όχι όπως έπρεπε να γίνονται ή όπως της ζητούσε ή Αναστασία. Μερικές φορές ενεργούσε κατά τρόπο τελείως άπρεπο.
Ακόμα κι η Αναστασία, πού ήξερε να ξεπερνάει όλες τις δυσκολίες της ερημικής ζωής και να ξεφεύγει από τα δίχτυα των αόρατων εχθρών, συχνά έπεφτε σε πειρασμό. Τα χείλη της πρόσφεραν στο Θεό πικρή προσευχή γιά τήν πεισματάρα Βέρα. Ζητούσε από τον Κύριό της να φωτίσει τη Βέρα και να τήν ελευθερώσει από τήν αναίδεια και τον κυνισμό της. Ζητούσε ακόμα να τήν απαλλάξει από τη δόκιμη αυτή. Στο μοναστήρι η Αναστασία ήταν νέα. Δεν είχε το θάρρος να ζητήσει από τήν ηγουμένη ν’ άπομακρύνει από κοντά της τη Βέρα ή ακόμα και να παραπονεθεί γι’ αυτήν.
Κάποτε πού στήν προσευχή της αναφερόταν σ’ αυτό το θέμα, εμφανίστηκε μπροστά της ό αρχάγγελος Μιχαήλ. Κρατούσε ένα πύρινο ξίφος και της είπε με ύφος απειλητικό:
— Μ’ αυτό τον τρόπο πρέπει να προσεύχονται οι άνθρωποι στο Θεό της αγάπης και της
- ειρήνης;
Ή Αναστασία αισθάνθηκε μεγάλη ταραχή και τρόμο. Το μόνο πού μπόρεσε ν’ αρθρώσει, ήταν:
— Πατερούλη, αρχάγγελε Μιχαήλ, δε θά το ξανακάνω. Λυπήσου με!
Και τον είδε ν’ απομακρύνεται από κοντά της ψάλλοντας:
— Δόξα εν ύψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη...
Ή Αναστασία έπεσε αναίσθητη κι αρρώστησε τόσο βαριά, πού φαινόταν πώς θά ’ταν πολύ δύσκολο να ξαναγίνει καλά.
Μόλις η Παρασκευή Κότοβα διαπίστωσε πώς η Αναστασία ήταν άρρωστη, έτρεξε κοντά της. Ήταν βράδυ και μόλις έφτασε στήν πόρτα της κοντοστάθηκε. Από κει μπορούσε να βλέπει
καθαρά τήν άρρωστη. Ολόγυρα της ήταν μοναχές. Ακόμα κι η ηγούμενη βρισκόταν εκεί. Μόλις είδε τήν Παρασκευή, η Αναστασία της έκανε νόημα να πλησιάσει. Και μετά από αίτημά της, η Παρασκευή πέρασε τη νύχτα κοντά της.
Μόλις έμεινε μόνη της με τήν Παρασκευή, η Αναστασία της διηγήθηκε γιά τήν αμαρτωλή προσευχή της και τήν εμφάνιση του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ή τελευταία αταξία της Βέρας, πού έδωσε αφορμή στήν Αναστασία να κάνει αύτή τήν προσευχή, ήταν η έξης: Ή Βέρα μπήκε στο κελί με μια ξύλινη λεκάνη. Ήθελε να πλύνει τα ρούχα της στή γωνιά πού ήταν το εικονοστάσιο κι όπου συνήθως προσευχόταν ή Αναστασία. Κι αυτό τήν στενοχώρησε.
Το γεγονός αυτό γνώριζε μόνο ή Παρασκευή κι ή μεγαλόσχημη Μαρία. Ή δόκιμη Βέρα, πού έγινε αιτία να στερηθεί σχεδόν ή Αναστασία τήν εύνοια του Θεού, οδηγήθηκε από τήν Παρασκευή στήν επαρχία του Τομσκ.
Ή Αναστασία συνήλθε από τήν αρρώστια της. Αισθανόταν όμως μεγάλη συντριβή γιά τήν αμαρτία της. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Παρασκευής, αύξησε τις προσευχές της και τη νηστεία της. Ιδιαίτερα άρχισε να προσεύχεται στή Βασίλισσα των Ουρανών, τήν Παναγία Μητέρα του Θεού. Από μικρή συνήθιζε να καταφεύγει σ’ Εκείνην σ’ όλες τις δύσκολες περιστάσεις. Και τώρα τήν παρακαλούσε και τήν ικέτευε να τήν πληροφορήσει με κάποιο σημείο, πώς ή αμαρτία της συγχωρέθηκε.
'Η ταπεινή και θερμή προσευχή της εισακούστηκε. Στή διάρκεια μιας ολονύχτιας αγρυπνίας, είδε ξαφνικά μπροστά της ένα ασυνήθιστο φως. Κοίταξε ψηλά κι είδε τη μητέρα του Θεού να στέκεται στον αέρα, σε στάση προσευχής. Τα χέρια της ήταν ψηλά, όπως εμφανίζεται στην εικόνα της Δέησης. Δεν κρατούσε ώμοφόριο όμως.
— Ώ, μητερούλα, Βασίλισσα των Ουρανών! Φώναξε αυθόρμητα ή Αναστασία, με τήν απλότητα της καρδιάς της.
— Τί τρέχει, μητερούλα; τήν ρώτησαν οι μοναχές πού έτρεξαν κοντά της.
— Δεν είναι τίποτα, με πήρε γιά λίγο ό ύπνος, απάντησε εκείνη.
Το όραμα τέλειωσε. Μετά άπ’ αυτό όμως ή Αναστασία ηρέμησε.
Διηγήθηκε το όραμα μόνο στην Παρασκευή και τήν θερμοπαρακάλεσε να μήν το πει σέ κανέναν. 'Η Παρασκευή δέχτηκε να μου το διηγηθεί, μόνο αφού της εξήγησα πώς μετά το θάνατο της Αναστασίας ή δέσμευση αύτή δεν ισχύει. Μετά το θάνατο κάποιου, μπορεί να διηγηθεί κανείς αυτά πού τον αξίωσε ό Θεός να δει, αφού αυτό γίνεται γιά τη δόξα τού Θεού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΣΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑ. ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ. ΑΘΗΝΑ 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου