Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα. Τριθέκτης (Ἡσαΐας Ξς΄ 10-24).
Ησ. 66,10 εὐφράνθητι, Ἱερουσαλήμ, καὶ πανηγυρίσατε ἐν αὐτῇ, πάντες οἱ ἀγαπῶντες αὐτήν, χάρητε ἅμα αὐτῇ χαρᾷ, πάντες ὅσοι πενθεῖτε ἐπ᾿ αὐτῇ,
Ησ. 66,10 Συν λοιπόν, η νέα Ιερουσαλήμ, ας πλημμυρίσης από χαράν και ευφροσύνην. Ας πανηγυρίσουν δι' αυτήν και εις αυτήν όλοι όσοι την αγαπούν. Χαρήτε χαράν μεγάλην, όσοι άλλοτε είχατε πένθος δια την κοταστροφήν της,
Ησ. 66,11 ἵνα θηλάσητε καὶ ἐμπλησθῆτε ἀπὸ μαστοῦ παρακλήσεως αὐτῆς, ἵνα ἐκθηλάσαντες τρυφήσητε ἀπὸ εἰσόδου δόξης αὐτῆς.
Ησ. 66,11 δια να θηλάσετε τώρα και χορτάσετε από τον μαστόν της παρηγορίας της. Και αφού χορτασθήτε από το πνευματικόν τούτο γάλα της χαράς, να τρυφήσετε, όταν έλθη η δόξα αυτής.
Ησ. 66,12 ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐκκλίνω εἰς αὐτοὺς ὡς ποταμὸς εἰρήνης καὶ ὡς χειμάῤῥους ἐπικλύζων δόξαν ἐθνῶν· τὰ παιδία αὐτῶν ἐπ᾿ ὤμων ἀρθήσονται καὶ ἐπὶ γονάτων παρακληθήσονται.
Ησ. 66,12 Διότι αυτά λέγει ο Κυριος δια την νέαν Ιερουσαλήμ· Ιδού εγώ στρέφομαι προς αυτούς, σαν πλούσιος ποταμός ειρήνης και χαράς, σαν χείμαρρος, που πλημμυρίζει από την δόξαν των εθνών. Τα έθνη θα προσέλθουν εις την νέαν Σιών, τα παιδιά των θα φέρωνται επάνω στους ώμους των, και εις τα γόνατα των θα ευρίσκουν παρηγορίαν και χαράν.
Ησ. 66,13 ὡς εἴ τινα μήτηρ παρακαλέσει, οὕτως κἀγὼ παρακαλέσω ὑμᾶς, καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ παρακληθήσεσθε.
Ησ. 66,13 Οπως η μητέρα παρηγορεί και χαροποιεί το παιδί της, έτσι και εγώ θα σας παρηγορήσω, θα σας δώσω χαράν και σεις θα παρηγορηθήτε και θα ενισχυθήτε εις την Ιερουσαλήμ.
Ησ. 66,14 καὶ ὄψεσθε, καὶ χαρήσεται ἡ καρδία ὑμῶν, καὶ τὰ ὀστᾶ ὑμῶν ὡς βοτάνη ἀνατελεῖ· καὶ γνωσθήσεται ἡ χεὶρ Κυρίου τοῖς φοβουμένοις αὐτόν, καὶ ἀπειλήσει τοῖς ἀπειθοῦσιν. -
Ησ. 66,14 Θα ίδετε την νέαν Ιερουσαλήμ και την δόξαν της, θα χαρή η καρδία σας, και τα κόκκαλα σας θα αναθάλλουν· θα αναζωογονηθούν ωσάν την αναβλαστάνουσαν χλόην. Θα γίνη πλέον γνωστή η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου στους φοβουμένους αυτόν, η οποία όμως θα είναι απειλητική εναντίον εκείνων, που θα εξακολουθούν να παρακούουν.
Ησ. 66,15 ᾿Ἰδοὺ γὰρ Κύριος ὡς πῦρ ἥξει καὶ ὡς καταιγὶς τὰ ἅρματα αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐν θυμῷ ἐκδίκησιν αὐτοῦ καὶ ἀποσκορακισμὸν αὐτοῦ ἐν φλογὶ πυρός.
Ησ. 66,15 Διότι, ιδού ο Κυριος θα έλθη σαν φωτιά καταστρεπτική δια τους αμαρτωλούς. Τα άρματα του σαν φοβερή καταιγίδα, δια να αποδώση επάνω στον δίκαιον θυμόν του την πρέπουσαν τιμωρίαν, την αποπομπήν και την εξαφάνισιν των αμαρτωλών μέσα εις την φλόγα του πυρός.
Ησ. 66,16 ἐν γὰρ τῷ πυρὶ Κυρίου κριθήσεται πᾶσα ἡ γῆ καὶ ἐν τῇ ῥομφαίᾳ αὐτοῦ πᾶσα σάρξ· πολλοὶ τραυματίαι ἔσονται ὑπὸ Κυρίου.
Ησ. 66,16 Δια του πυρός του Κυρίου θα κριθούν και θα δικασθούν όλοι οι αμαρτωλοί της οικουμένης και δια της ρομφαίας αυτού θα σφαγή κάθε αμαρτωλή ανθρωπίνη ύπαρξις. Πολλοί θα είναι εκείνοι οι οποίοι θα τιμωρηθούν από τον Κυριον.
Ησ. 66,17 οἱ ἁγνιζόμενοι καὶ καθαριζόμενοι εἰς τοὺς κήπους καὶ ἐν τοῖς προθύροις ἔσθοντες κρέας ὕειον καὶ τὰ βδελύγματα καὶ τὸν μῦν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀναλωθήσονται, εἶπε Κύριος,
Ησ. 66,17 Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι αγνίζονται και καθαρίζονται στους ειδωλολατρικούς κήπους. Αυτοί, που τρώγουν χοίρειον κρέας εις τα πρόθυρα των ειδωλολατρικών ναών, τα σιχαμερά είδωλόθυτα και τους ποντικούς. Ολοι αυτοί μαζή θα κατακαούν και θα καταστραφούν, είπεν ο Κυριος.
Ησ. 66,18 κἀγὼ τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὸν λογισμὸν αὐτῶν ἐπίσταμαι. ἔρχομαι συναγαγεῖν πάντα τὰ ἔθνη καὶ τὰς γλώσσας, καὶ ἥξουσι καὶ ὄψονται τὴν δόξαν μου.
Ησ. 66,18 Εγώ δε γνωρίζω τας σκέψεις και τα έργα αυτών, θα έλθω, δια να συγκεντρώσω όλα τα έθνη και όλας τας γλώσσας της γης· και θα έλθουν και θα ίδουν την δόξαν μου.
Ησ. 66,19 καὶ καταλείψω ἐπ᾿ αὐτῶν σημεῖα καὶ ἐξαποστελῶ ἐξ αὐτῶν σεσωσμένους εἰς τὰ ἔθνη, εἰς Θαρσὶς καὶ Φοὺδ καὶ Λοὺδ καὶ Μοσὸχ καὶ εἰς Θοβὲλ καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ εἰς τὰς νήσους τὰς πόῤῥω, οἳ οὐκ ἀκηκόασί μου τὸ ὄνομα οὐδὲ ἑωράκασί μου τὴν δόξαν, καὶ ἀναγγελοῦσι τὴν δόξαν μου ἐν τοῖς ἔθνεσι.
Ησ. 66,19 Θα κάμω και θα δώσω εις αυτούς θαυμαστά γεγονότα, θα αποστείλω από αυτούς σεσωσμένους εις τα έθνη, εις Θαρσίς και Φουδ και Λουδ και Μοσόχ, εις Θοβέλ και εις την Ελλάδα και εις τας μακρυνάς νήσους της Μεσογείου και τα παράλια, προς ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν μέχρι σήμερον ακούσει το Οναμά μου ούτε και έχουν ίδει την δόξαν μου. Οι απόστολοί μου αυτοί θα κηρύξουν την δόξαν μου εις αυτά τα έθνη.
Ησ. 66,20 καὶ ἄξουσιν τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν ἐκ πάντων τῶν ἐθνῶν δῶρον Κυρίῳ μεθ᾿ ἵππων καὶ ἁρμάτων ἐν λαμπήναις ἡμιόνων μετὰ σκιαδίων εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν Ἱερουσαλήμ, εἶπε Κύριος, ὡς ἂν ἐνέγκαισαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὰς θυσίας αὐτῶν ἐμοὶ μετὰ ψαλμῶν εἰς τὸν οἶκον Κυρίου.
Ησ. 66,20 Και θα οδηγήσουν τους αδελφούς σας από δλα τα έθνη δώρον στον Κυριον, όχι ως αιχμαλώτους, άλλα θριαμβευτικώς με ίππους και με άρματα και με αμάξας σκεπασμένας με σκιάδια, τας οποίας θα σύρουν ημίονοι. Ολους αυτούς εις την αγίαν πόλιν, την νέαν Ιερουσαλήμ, είπεν ο Κυριος, θα τους οδηγήσουν δια να προσφέρουν εις εμέ οι Ισραηλίται με χαρμοσύνους ψαλμούς και ύμνούς τας θυσίας των, εις εμέ και στον ναόν του Κυρίου.
Ησ. 66,21 καὶ ἀπ᾿ αὐτῶν λήψομαι ἐμοὶ ἱερεῖς καὶ Λευίτας, εἶπε Κύριος.
Ησ. 66,21 Θα εκλέξω και θα πάρω από αυτούς δι' εμέ ιερείς και Λευΐτας, είπεν ο Κυριος.
Ησ. 66,22 ὃν τρόπον γὰρ ὁ οὐρανὸς καινὸς καὶ ἡ γῆ καινή, ἃ ἐγὼ ποιῶ, μένει ἐνώπιον ἐμοῦ, λέγει Κύριος, οὕτω στήσεται τὸ σπέρμα ὑμῶν καὶ τὸ ὄνομα ὑμῶν.
Ησ. 66,22 Οπως δε ο νέος ουρανός και η νέα γη, τους οποίους θα δημιουργήσω, θα παραμείνουν ενώπιόν μου αιώνια, έτσι και οι απόγονοί σας θα μείνουν αιώνιοι ενώπιόν μου και το όνομά σας αιώνιον, είπεν ο Κυριος.
Ησ. 66,23 καὶ ἔσται μῆνα ἐκ μηνὸς καὶ σάββατον ἐκ σαββάτου ἥξει πᾶσα σάρξ τοῦ προσκυνῆσαι ἐνώπιον ἐμοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, εἶπε Κύριος.
Ησ. 66,23 Καθε δε πρώτην του μηνός και κάθε Σαββατον θα έρχωνται οι άνθρωποι εις την νέαν Ιερουσαλήμ, να με προσκυνήσουν, είπεν ο Κυριος.
Ησ. 66,24 καὶ ἐξελεύσονται καὶ ὄψονται τὰ κῶλα τῶν ἀνθρώπων τῶν παραβεβηκότων ἐν ἐμοί· ὁ γὰρ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτήσει, καὶ τὸ πῦρ αὐτῶν οὐ σβεσθήσεται, καὶ ἔσονται εἰς ὅρασιν πάσῃ σαρκί.
Ησ. 66,24 Θα εξέρχωνται δε και θα βλέπουν τα πτώματα και οστά των ανθρώπων εκείνων, που παρέβησαν τον Νομον μου. Ο σκώληξ που θα κατατρώγη αυτούς, δεν θα ψοφήση και η φωτιά, που θα τους ικατακαίη, δεν θα σβήση. Θα είναι θέαμα φοβερόν δι' όλους τους ανθρώπους.
Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα. Ἑσπερινοῦ (Γένεσις ΜΘ΄ 33, Ν΄ 1-26).
Γεν. 49,33 καὶ κατέπαυσεν Ἰακὼβ ἐπιτάσσων τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ ἐξάρας τοὺς πόδας αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κλίνην ἐξέλιπε καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Γεν. 49,33 Επαυσε τότε ο Ιακώβ να δίδη εντολάς εις τα παιδιά του, άπλωσε τα πόδια του επανώ στο κρεββάτι του, απέθανεν ειρηνικά και ήρεμα και προσετέθη στον λαόν του, ο οποίος ενωρίτερα από αυτόν είχεν απέλθει από τον κόσμον τούτον.
Γεν. 50,1 Καὶ ἐπιπεσὼν Ἰωσὴφ ἐπὶ πρόσωπον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἔκλαυσεν αὐτὸν καὶ ἐφίλησεν αὐτόν.
Γεν. 50,1 Ο Ιωσήφ ερρίφθη στο πρόσωπον του πατρός του, έκλαυσε δι' αυτόν και τον εφίλησε.
Γεν. 50,2 καὶ προσέταξεν Ἰωσὴφ τοῖς παισὶν αὐτοῦ τοῖς ἐνταφιασταῖς ἐνταφιάσαι τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐνεταφίασαν οἱ ἐνταφιασταὶ τὸν Ἰσραήλ.
Γεν. 50,2 Διέταξε δε τους δούλους του, τους Αιγυπτίους ταριχευτάς, να τον ταριχεύσουν. Εκείνοι δέ, ειδικοί στο έργον των, εταρίχευσαν τον Ιακώβ.
Γεν. 50,3 καὶ ἐπλήρωσαν αὐτοῦ τεσσαράκοντα ἡμέρας· οὕτω γὰρ καταριθμοῦνται αἱ ἡμέραι τῆς ταφῆς. καὶ ἐπένθησεν αὐτὸν Αἴγυπτος ἑβδομήκοντα ἡμέρας.
Γεν. 50,3 Συνεπληρώθησαν αι τεσσαράκοντα ημέραι, όσαι απαιτούνται δια την ολοκλήρωσιν της ταριχεύσεως. Επένθησε τον Ιακώβ η Αίγυπτος επί εβδομήκοντα ημέρας.
Γεν. 50,4 Ἐπεὶ δὲ παρῆλθον αἱ ἡμέραι τοῦ πένθους, ἐλάλησεν Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς δυνάστας Φαραὼ λέγων· εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον ὑμῶν λαλήσατε περὶ ἐμοῦ εἰς τὰ ὦτα Φαραὼ λέγοντες·
Γεν. 50,4 Οταν δε παρήλθαν αι ημέραι αύται του πένθους, ο Ιωσήφ, επειδή λόγω της πενθίμου εμφανίσεως του και της ένεκα του πένθους αφεθείσης γενειάδας του, δεν ηδύνατο αυτοπροσώπως να παρουσιασθή στον Φαραώ, είπε προς τους αυλικούς να μεσολαβήσουν προς εκείνον λέγων· “εάν ευρήκα χάριν ενώπιόν σας, ομιλήσατε δι' εμέ στον Φαραώ και είπατε,
Γεν. 50,5 ὁ πατήρ μου ὥρκισέ με λέγων· ἐν τῷ μνημείῳ ᾧ ὤρυξα ἐμαυτῷ ἐν γῇ Χαναάν, ἐκεῖ με θάψεις· νῦν οὖν ἀναβὰς θάψω τὸν πατέρα μου καὶ ἐπανελεύσομαι.
Γεν. 50,5 ότι ο πατήρ μου με ώρκισε λέγων· Θέλω να με θάψης στο μνημείον, το οποίον εγώ δια τον εαυτόν μου ήνοιξα εις την χώραν Χαναάν. Τωρα λοιπόν πρέπει να μεταβώ εις την Χαναάν, να θάψω τον πατέρα μου και πάλιν θα επιστρέψω”.
Γεν. 50,6 καὶ εἶπε Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἀνάβηθι, θάψον τὸν πατέρα σου, καθάπερ ὥρκισέ σε.
Γεν. 50,6 Ο Φαραώ παρήγγειλες στον Ιωσήφ· “πήγαινε θάψε τον πατέρα σου, όπως εκείνος σε ώρκισεν”.
Γεν. 50,7 καὶ ἀνέβη Ἰωσὴφ θάψαι τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ συνανέβησαν μετ᾿ αὐτοῦ πάντες οἱ παῖδες Φαραὼ καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ πρεσβύτεροι τῆς γῆς Αἰγύπτου.
Γεν. 50,7 Ο Ιωσήφ ανεχώρησε, δια να θάψη τον πατέρα του. Μαζή δε με αυτόν επήγαν όλοι οι δούλοι του Φαραώ, οι γεροντότεροι του οίκου του, όλοι οι πρεσβύτεροι, όλοι δηλαδή όσοι κατείχον αξιώματα εις την χώραν της Αιγύπτου.
Γεν. 50,8 καὶ πᾶσα ἡ πανοικία Ἰωσὴφ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ οἰκία ἡ πατρικὴ αὐτοῦ, καὶ τὴν συγγένειαν αὐτοῦ καὶ τὰ πρόβατα καὶ τοὺς βόας ὑπελίποντο ἐν γῇ Γεσέμ.
Γεν. 50,8 Και όλη η οικογένεια του Ιωσήφ, οι αδελφοί του και όλα τα μέλη του πατρικού οίκου και όλοι οι συγγενείς. Εις την Γεσέμ έμειναν μόνον τα πρόβατα και τα βόδια και οι φυλάσσοντες αυτά.
Γεν. 50,9 καὶ συνανέβησαν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἅρματα καὶ ἱππεῖς, καὶ ἐγένετο ἡ παρεμβολὴ μεγάλη σφόδρα.
Γεν. 50,9 Μαζή με αυτόν ανεχώρησαν και άρματα και ιππείς, ώστε η συνοδεία έγινε πολύ μεγάλη.
Γεν. 50,10 καὶ παρεγένοντο εἰς ἅλωνα Ἀτάδ, ὅ ἐστι πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν κοπετὸν μέγαν καὶ ἰσχυρὸν σφόδρα· καὶ ἐποίησε τὸ πένθος τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἑπτὰ ἡμέρας.
Γεν. 50,10 Εφθασαν στο αλώνι του Ατάδ, το οποίον ευρίσκεται ανατολικώς του Ιορδάνου. Εκεί όλοι οι συνοδεύοντες τον νεκρόν τον εθρήνησαν πολύ, με θρήνον μεγάλον και ισχυρόν. Εκαμε δε εκεί ο Ιωσήφ και οι περί αυτόν πένθος επτά ημερών δια τον πατέρα του.
Γεν. 50,11 καὶ εἶδον οἱ κάτοικοι τῆς γῆς Χαναὰν τὸ πένθος ἐπὶ ἅλωνι Ἀτὰδ καὶ εἶπαν· πένθος μέγα τοῦτό ἐστι τοῖς Αἰγυπτίοις· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Πένθος Αἰγύπτου, ὅ ἐστι πέραν τοῦ Ἰορδάνου.
Γεν. 50,11 Οι κάτοικοι της γης Χαναάν είδον το πένθος τούτο στο αλώνι του Ατάδ και είπαν· “μεγάλο είναι τούτο το πένθος στους Αιγυπτίους”. Δια τούτο ωνόμασαν “Πένθος Αιγύπτου” τον τόπον αυτόν, που ευρίσκεται ανατολικώς του Ιορδάνου.
Γεν. 50,12 καὶ ἐποίησαν αὐτῷ οὕτως οἱ υἱοὶ αὐτοῦ
Γεν. 50,12 Αφού κατ' αυτόν τον τρόπον επένθησαν τον πατέρα των τον Ιακώβ οι υιοί αυτού,
Γεν. 50,13 καὶ ἀνέλαβον αὐτὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς γῆν Χαναὰν καὶ ἔθαψαν αὐτὸν εἰς τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὃ ἐκτήσατο Ἁβραὰμ τὸ σπήλαιον ἐν κτήσει μνημείου παρὰ Ἐφρὼν τοῦ Χετταίου, κατέναντι Μαμβρῆ.
Γεν. 50,13 τον επήραν έπειτα αυτοί μόνοι χωρίς την συνοδείαν των Αιγυπτίων, τον μετέφεραν από το αλώνι του Ατάδ, εις την Χαναάν, και τον έθαψαν στο διπλούν σπήλαιον, το απέναντι της Δρυός Μαμβρή, το οποίον ο Αβραάμ είχεν αγοράσει ως ιδιόκτητον μνημείον του από τον Εφρών τον Χετταίον.
Γεν. 50,14 καὶ ὑπέστρεψεν Ἰωσὴφ εἰς Αἴγυπτον, αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ συναναβάντες θάψαι τὸν πατέρα αὐτοῦ.
Γεν. 50,14 Μετά δε τον ενταφιασμόν επέστρεψεν εις την Αίγυπτον ο Ιωσήφ, οι αδελφοί του και όλοι όσοι είχον έλθει μαζή του, δια να θάψουν τον πατέρα του.
Γεν. 50,15 Ἰδόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσὴφ ὅτι τέθνηκεν ὁ πατὴρ αὐτῶν, εἶπαν· μή ποτε μνησικακήσῃ ἡμῖν Ἰωσὴφ καὶ ἀνταπόδομα ἀνταποδῷ ἡμῖν πάντα τὰ κακά, ἃ ἐνεδειξάμεθα εἰς αὐτόν.
Γεν. 50,15 Οταν οι αδελφοί του Ιωσήφ είδον ότι απέθανε και δεν υπάρχει μεταξύ των ο πατέρας των, εφοβήθησαν και διηρωτήθησαν· “Μηπως μνησικακήση εναντίον μας ο Ιωσήφ και μας ανταποδώση όλα εκείνα τα κακά, τα οποία ημείς επράξαμεν εναντίον του;”
Γεν. 50,16 καὶ παραγενόμενοι πρὸς Ἰωσὴφ εἶπαν· ὁ πατήρ σου ὥρκισε πρὸ τοῦ τελευτῆσαι αὐτὸν λέγων·
Γεν. 50,16 Και με τον φόβον αυτόν προσήλθον όλοι προς τον Ιωσήφ και του είπαν· “ο πατήρ σου πριν αποθάνη, μας ώρκισε και μας είπε·
Γεν. 50,17 οὕτως εἴπατε Ἰωσήφ· ἄφες αὐτοῖς τὴν ἀδικίαν καί τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ὅτι πονηρά σοι ἐνεδείξαντο· καὶ νῦν δέξαι τὴν ἀδικίαν τῶν θεραπόντων τοῦ Θεοῦ τοῦ πατρός σου. καὶ ἔκλαυσεν Ἰωσὴφ λαλούντων αὐτῶν πρὸς αὐτόν.
Γεν. 50,17 Αυτά να πήτε στον Ιωσήφ· Συγχώρησε στους αδελφούς σου την αδικίαν και την αμαρτίαν των, διότι πράγματι σου έκαμαν μεγάλα κακά. Τωρα, λοιπόν, δέξου την μετάνοιάν των και συγχώρησε την αδικίαν των δούλων τούτων του Θεού και του πατρός σου”. Συνεκινήθη βαθύτατα ο Ιωσήφ και έκλαυσεν, ενώ εκείνοι του ωμιλούσαν ακόμη.
Γεν. 50,18 καὶ ἐλθόντες πρὸς αὐτὸν εἶπαν· οἵδε ἡμεῖς σοὶ ἱκέται.
Γεν. 50,18 Αυτοί επλησίασαν περισσότερον τον αδελφόν των και συντετριμμένοι του είπαν· “ιδού, ημείς είμεθα και θα μείνωμεν δούλοι σου”.
Γεν. 50,19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς Ἰωσήφ· μὴ φοβεῖσθε, τοῦ γὰρ Θεοῦ εἰμι ἐγώ.
Γεν. 50,19 Απήντησε προς αυτούς ο Ιωσήφ· “μη φοβείσθε ! Του Θεού άνθρωπος είμαι εγώ, αγαθός και αμνησίκακος.
Γεν. 50,20 ὑμεῖς ἐβουλεύσασθε κατ᾿ ἐμοῦ εἰς πονηρά, ὁ δὲ Θεὸς ἐβουλεύσατο περὶ ἐμοῦ εἰς ἀγαθά, ὅπως ἂν γενηθῇ ὡς σήμερον καὶ τραφῇ λαὸς πολύς.
Γεν. 50,20 Σεις εσκεφθήκατε και απεφασίσατε κακά εναντίον μου. Ο δε Θεός εσκέφθη αγαθά δι' εμέ, δια να γίνη αυτό το οποίον και έγινε μέχρι τώρα, να διατραφούν δηλαδή χάρις εις εμέ πολλοί λαοί”.
Γεν. 50,21 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ φοβεῖσθε· ἐγὼ διαθρέψω ὑμᾶς καὶ τὰς οἰκίας ὑμῶν. καὶ παρεκάλεσεν αὐτοὺς καὶ ἐλάλησεν αὐτῶν εἰς τὴν καρδίαν.
Γεν. 50,21 Και επανέλαβε προς αυτούς· “μη φοβείσθε ! Εγώ, όχι μόνον δεν θα σας εκδικηθώ, αλλά θα διαθρέψω και σας και τας οικογενείας σας”. Τους παρηγόρησε, τους ενεθάρρυνε και ωμίλησε με αυτόν τον καλόν τρόπον εις τας καρδίας των.
Γεν. 50,22 Καὶ κατῴκησεν Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ, αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ πανοικία τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἔζησεν Ἰωσὴφ ἔτη ἑκατὸν δέκα.
Γεν. 50,22 Και μετά τα γεγονότα αυτά παρέμεινεν ο Ιωσήφ εις την Αίγυπτον αυτός και οι αδελφοί του και όλη η οικογένεια του πατρός του. Εζησε δε ο Ιωσήφ εκατόν δέκα έτη.
Γεν. 50,23 καὶ εἶδεν Ἰωσὴφ Ἐφραΐμ παιδία ἕως τρίτης γενεᾶς, καὶ οἱ υἱοὶ Μαχεὶρ τοῦ υἱοῦ Μανασσῆ ἐτέχθησαν ἐπὶ μηρῶν Ἰωσήφ.
Γεν. 50,23 Και είδε παιδιά του υιού του Εφραίμ μέχρι τρίτης γενεάς. Και τα παιδιά του Μαχείρ, υιού του Μανασσή, εγεννήθησαν εις τα γόνατα του Ιωσήφ.
Γεν. 50,24 καὶ εἶπεν Ἰωσήφ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ λέγων· ἐγὼ ἀποθνήσκω· ἐπισκοπῇ δὲ ἐπισκέψεται ὁ Θεὸς ὑμᾶς καὶ ἀνάξει ὑμᾶς ἐκ τῆς γῆς ταύτης εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσεν ὁ Θεὸς τοῖς πατράσιν ἡμῶν, Ἁβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
Γεν. 50,24 Οταν δε επλησίασεν ο καιρός της τελευτής του, είπεν στους αδελφούς του ο Ιωσήφ· “εγώ αποθνήσκω. Γνωρίζω όμως καλά, ότι ο πανάγαθος Θεός θα σας επισκεφθή ως προστάτης και από την γην αυτήν θα σας επαναφέρη εις την χώραν, την οποίαν δι' όρκου έχει υποσχεθή ίστους πατέρας μας, στον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ”.
Γεν. 50,25 καὶ ὥρκισεν Ἰωσὴφ τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ λέγων· ἐν τῇ ἐπισκοπῇ, ᾗ ἐπισκέψηται ὁ Θεὸς ὑμᾶς, καὶ συνανοίσετε τὰ ὀστᾶ μου ἐντεῦθεν μεθ᾿ ὑμῶν.
Γεν. 50,25 Αμέσως δε μετά τους λόγους αυτούς ώρκισεν ο Ιωσήφ τους αδελφούς του λέγων· “όταν ο Θεός σας επισκεφθή και σας επαναφέρη εις την γην Χαναάν, θα πάρετε από εδώ και θα φέρετε μαζή σας εκεί τα οστά μου”
Γεν. 50,26 καὶ ἐτελεύτησεν Ἰωσὴφ ἐτῶν ἑκατὸν δέκα· καὶ ἔθαψαν αὐτὸν καὶ ἔθηκαν ἐν τῇ σορῷ ἐν Αἰγύπτῳ.
Γεν. 50,26 Και απέθανεν ο Ιωσήφ εις ηλικίαν εκατόν δέκα ετών. Εταρίχευσαν αυτόν εις την Αίγυπτον και τον έθεσαν εις την λάρνακα.
Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα. Ἑσπερινοῦ (Παροιμίες ΛΑ΄ 8-31).
Παρ. 31,8 ἄνοιγε σὸν στόμα λόγῳ Θεοῦ, καὶ κρῖνε πάντας ὑγιῶς.
Παρ. 31,8 Ανοιγε το στόμα σου, δια να εκφράζη πάντοτε τον λόγον του Θεού. Κρίνε και δίκαζε τους πάντας ορθώς και δικαίως.
Παρ. 31,9 ἄνοιγε σὸν στόμα καὶ κρῖνε δικαίως, διάκρινε δὲ πένητα καὶ ἀσθενῆ.
Παρ. 31,8 Ανοιγε το στόμα σου, δια να εκφράζη πάντοτε τον λόγον του Θεού. Κρίνε και δίκαζε τους πάντας ορθώς και δικαίως.
Παρ. 31,10 Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη.
Παρ. 31,10 (Μασορ. ΛΑ' 10). Γυναίκα νοικοκυράν και δραστηρίαν ποιός θα ημπορέση να βρη; Είναι ασυγκρίτος ανωτέρα και από τους πλέον πολύτιμους λίθους.
Παρ. 31,11 θαρσεῖ ἐπ᾿ αὐτῇ ἡ καρδία τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, ἡ τοιαύτη καλῶν σκύλων οὐκ ἀπορήσει·
Παρ. 31,11 Εις αυτήν έχει πεποίθησιν και στηρίζεται με θάρρος η καρδία του ανδρός της. Διότι αυτή και το σπίτι της δεν πρόκειται να στερηθούν ποτέ από υλικά αγαθά.
Παρ. 31,12 ἐνεργεῖ γὰρ τῷ ἀνδρὶ ἀγαθὰ πάντα τὸν βίον.
Παρ. 31,12 Καθ' όλον της τον βίον εργάζεται δια το καλόν του ανδρός της.
Παρ. 31,13 μηρυομένη ἔρια καὶ λίνον ἐποίησεν εὔχρηστον ταῖς χερσὶν αὐτῆς.
Παρ. 31,13 Υφαίνει νήματα μάλλινα και λινά και κατασκευάζει με τα ίδια της τα χέρια πράγματα χρήσιμα δια το σπίτι.
Παρ. 31,14 ἐγένετο ὡσεὶ ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δὲ αὐτῆς τὸν πλοῦτον.
Παρ. 31,14 Ομοιάζει με το πλοίον, το οποίον μεταφέρει εμπορεύματα από μακρυνάς περιοχάς. Ετσι και αυτή συγκεντρώνει τον πλούτον της δια το καλόν του σπιτιού.
Παρ. 31,15 καὶ ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καὶ ἔδωκε βρώματα τῷ οἴκῳ καὶ ἔργα ταῖς θεραπαίναις.
Παρ. 31,15 Εξυπνᾷ πολύ πρωϊ, νύχτα. Ετοιμάζει και δίδει τροφάς στους ανθρώπους του σπιτιού της, κανονίζει δε τα έργα των υπηρετριών.
Παρ. 31,16 θεωρήσασα γεώργιον ἐπρίατο, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειρῶν αὐτῆς κατεφύτευσε κτῆμα.
Παρ. 31,16 Οταν εύρη κάποιο καλο χωράφι, το αγοράζει και με τους κόπους των χειρών της το καλλιεργεί, το φυτεύει, το μεταβάλλει εις αγρόκτημα αποδοτικόν.
Παρ. 31,17 ἀναζωσαμένη ἰσχυρῶς τὴν ὀσφὺν αὐτῆς ἤρεισε τοὺς βραχίονας αὐτῆς εἰς ἔργον.
Παρ. 31,17 Αφού ζώση, καλά την μέσην της, εργάζεται με τα χέρια της έντονα και με ζήλον στο έργον της.
Παρ. 31,18 ἐγεύσατο ὅτι καλόν ἐστι τὸ ἐργάζεσθαι, καὶ οὐκ ἀποσβέννυται ὁ λύχνος αὐτῆς ὅλην τὴν νύκτα.
Παρ. 31,18 Εδοκίμασε και απέκτησε προσωπικήν πείραν, ότι είναι καλόν να εργάζεται κανείς. Δια τούτο και ο λύχνος της δεν σβήνει καθ' όλον το διάστημα της νυκτός.
Παρ. 31,19 τοὺς πήχεις αὐτῆς ἐκτείνει ἐπὶ τὰ συμφέροντα, τὰς δὲ χεῖρας αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον.
Παρ. 31,19 Απλώνει τα χέρια της εις όλα, όσα συμφέρουν και εξυπηρετούν το σπίτι. Ειδικώτερα τα χέρια της τα στηρίζει στο αδράχτι, το οποίον και συνεχώς εργάζεται.
Παρ. 31,20 χεῖρας δὲ αὐτῆς διήνοιξε πένητι, καρπὸν δὲ ἐξέτεινε πτωχῷ.
Παρ. 31,20 Αλλά ανοίγει τα χέρια της και απλώχερα δίδει στους πτωχούς. Διδει στον στερούμενον από τον καρπόν των χειρών της.
Παρ. 31,21 οὐ φροντίζει τῶν ἐν οἴκῳ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ὅταν που χρονίζῃ· πάντες γὰρ οἱ παρ᾿ αὐτῆς ἐνδεδυμένοι εἰσί.
Παρ. 31,21 Ο σύζυγος της, εάν απουσιάση επί τι χρονικόν διάστημα, δεν ανησυχεί και δεν μεριμνά δια τα έργα και τα πράγματα του σπιτιού. Διότι όλοι οι εν τω οίκω της είναι καλά ενδεδυμένοι.
Παρ. 31,22 δισσὰς χλαίνας ἐποίησε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα.
Παρ. 31,22 Διπλάς χλαίνας έκαμε δια τον σύζυγον της. Λινά λευκά ενδύματα και ενδύματα ποδφυρά ητοίμασε δια τον εαυτόν της.
Παρ. 31,23 περίβλεπτος δὲ γίνεται ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ἐν πύλαις, ἡνίκα ἂν καθίση ἐν συνεδρίῳ μετὰ τῶν γερόντων κατοίκων τῆς γῆς.
Παρ. 31,23 Περίβλεπτος και αξιοθαύμαστος γίνεται ο σύζυγός της εις τας πύλας των τειχών της πόλεως, όταν παρακάθηται εις συνέδριον με τους γεροντότερους άνδρας της χώρας.
Παρ. 31,24 σινδόνας ἐποίησε καὶ ἀπέδοτο τοῖς Φοίνιξι, περιζώματα δὲ τοῖς Χαναναίοις.
Παρ. 31,24 Αυτή κατασκευάζει σινδόνας, τας οποίας πωλεί στους Φοίνικας. Κατασκευάζει και ζώνας, τας οποίας πωλεί στους Χαναναίους.
Παρ. 31,25 ἰσχὺν καὶ εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο καὶ εὐφράνθη ἐν ἡμέραις ἐσχάταις.
Παρ. 31,25 Ετσι αυτή με την εργασίαν και την καλήν συμπεριφοράν της αποκτά δύναμιν και ευπρεπή εμφάνισιν. Ευφραίνεται όλας τας ημέρας της ζωής της και πολύ περισσότερον θα ευφρανθή κατά τας ημέρας των γηρατείων της.
Παρ. 31,26 στόμα αὐτῆς διήνοιξε προσεχόντως καὶ ἐννόμως, καὶ τάξιν ἐστείλατο τῇ γλώσσῃ αὐτῆς.
Παρ. 31,26 Ανοίγει το στόμα της, δια να ομιλή πάντοτε μετά προσοχής, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού· έχει θέσει τάξιν εις τα λόγια του στόματός της.
Παρ. 31,27 στεγναὶ διατριβαὶ οἴκων αὐτῆς, σῖτα δὲ ὀκνηρὰ οὐκ ἔφαγε.
Παρ. 31,27 Το σπίτι της είναι στεγνό, χωρίς υγρασίαν και σταλάγματα της βροχής· είναι αναπαυτικό. Ψωμί οκνηρίας και τεμπελιάς δεν έφαγε ποτέ.
Παρ. 31,28 τὸ στόμα δὲ ἀνοίγει σοφῶς καὶ νομοθέσμως, ἡ δὲ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ ἐπλούτησαν, καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ᾔνεσεν αὐτήν.
Παρ. 31,28 Ανοίγει το στόμα της και ομιλεί με σοφίαν και σύνεσιν, σύμφωνα με τους θείους και ανθρωπίνους νόμους. Ευλογήθηκε από τον Θεόν φιλανθρωπία και η καλωσύνη της. Και χάρις εις την ευλογίαν του Κυρίου ανέστησε τα τέκνα της. Αυτά επλούτησαν και ο σύζυγός της την επήνεσε και της είπε·
Παρ. 31,29 Πολλαὶ θυγατέρες ἐκτήσαντο πλοῦτον, πολλαὶ ἐποίησαν δύναμιν, σὺ δὲ ὑπέρκεισαι καὶ ὑπερῇρας πάσας.
Παρ. 31,29 “Ω σύντροφε της ζωής μου, πολλαί γυναίκες απέκτησαν πλούτον με την ικανότητά των, πολλαί απέκτησαν δύναμιν μέσα εις την κοινωνίαν, συ όμως έχεις ξεπεράσει όλας”.
Παρ. 31,30 ψευδεῖς ἀρέσκειαι καὶ μάταιον κάλλος γυναικός· γυνὴ γὰρ συνετὴ εὐλογεῖται, φόβον δὲ Κυρίου αὕτη αἰνείτω.
Παρ. 31,30 Αι φιλαρέσκειαι της γυναικός είναι ψεύτικα πράγματα και το κάλλος της είναι προσωρινόν και παροδικόν. Διότι μόνον η συνετή και φρονιμος γυναίκα ευλογείται από τον Θεόν. Ας υμνά δε αυτή και ας δοξάζη τον φόβον του Κυρίου.
Παρ. 31,31 δότε αὐτῇ ἀπὸ καρπῶν χειλέων αὐτῆς, καὶ αἰνείσθω ἐν πύλαις ὁ ἀνὴρ αὐτῆς.
Παρ. 31,31 Επαινέσατε και σεις μίαν τέτοιαν δραστηρίαν και σοφήν γυναίκα. Δικαιον είναι και ο σύζυγός της να εγκωμιάζεται δι' αυτήν εις τας πύλας των τειχών της πόλεως, όπου γίνονται αι συγκεντρώσεις.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/PD/26.%20Paroimies.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου