[Μᾶρκ. 10,2:12]
Ὁ γάμος καί ἡ ἕνωση τοῦ ἀνδρογύνου εἶναι μιά εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει, ὅτι ὅπως ἑνώνεται ὁ Χριστός μέ τήν Ἐκκλησία, ἔτσι ἑνώνεται καί ὁ ἄνδρας μέ τήν γυναίκα. Γι' αὐτό καί ὀνομάζει τό μυστήριο τοῦ γάμου μέγα∙ «ἐγώ δέ λέγω τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν»[1].
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἐθεολόγησε πάρα πολύ σοφά καί ὀρθοδοξότατα ἐπάνω εἰς τό μέγα αὐτό μυστήριο τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας, τῆς μιᾶς καί μόνης ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξος. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄναρχη, ἀτελεύτητη καί αἰώνια, ὅπως ὁ ἱδρυτής Της ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι ἄναρχος, ἀτελεύτητος, αἰώνιος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄκτιστη, ὅπως ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος. Ὑπῆρχε πρό τῶν αἰώνων, πρό τῶν ἀγγέλων, πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου». Πρό καταβολῆς κόσμου, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. «Εἶναι θεῖο καθίδρυμα καί σέ αὐτή κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος». Εἶναι ἔκφραση τῆς πολυποίκιλης σοφίας τοῦ Θεοῦ. «Εἶναι τό μυστήριο τῶν μυστηρίων. Ὑπῆρξε ἀφανέρωτο καί ἐφανερώθει ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων, δηλαδή ἐφανερώθη μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία μας παραμένει ἀπαρασάλευτη, γιατί εἶναι ριζωμένη στήν ἀγάπη καί στή σοφή Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία -δηλαδή- εἶναι ριζωμένη», πηγάζει, ἔχει αἰτία της, «τήν ἀγάπη καί τήν σοφή Πρόνοια τοῦ Θεοῦ»[2]. Γι' αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἀπό ἀγάπη, καί τόν ἐνέταξε σέ αὐτή τήν ἄναρχη, τήν ἀτελεύτητη, τήν ἄκτιστη, τήν αἰώνια Ἐκκλησία.
«Τήν αἰώνια Ἐκκλησία», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἀποτελοῦν τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι τρία, ἀλλά εἶναι ἕνας Θεός, γιατί ἔχουν μία οὐσία, μία θέληση, μία ἐνέργεια, ἤ πιό σωστά ταυτή οὐσία, ταυτή θέληση, ταυτή ἐνέργεια. Στή σκέψη καί στήν ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ὑπῆρχαν ἀπ' ἀρχῆς καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν γεννηθήκαμε τώρα, μέσα στήν παντογνωσία τοῦ Θεοῦ ὑπήρχαμε πρό τῶν αἰώνων. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔπλασε κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν Του. Μᾶς συμπεριέλαβε στήν Ἐκκλησία παρ' ὅ,τι ἐγνώριζε τήν ἀποστασία μας. Μᾶς ἔδωσε τά πάντα γιά νά μᾶς κάνει καί μᾶς θεούς κατά χάριν καί δωρεάν. Ἐν τούτοις, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κάνοντας κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας μας, ἐχάσαμε τό ἀρχέγονον κάλλος, τήν ἀρχέγονη δικαιοσύνη καί ἀποκοπήκαμε ἀπό τήν Ἐκκλησία». Χάσαμε δηλαδή τήν πρώτη μας ὀμορφιά, χάσαμε αὐτό πού μᾶς εἶχε δώσει ὁ Θεός, ἐπειδή ἑκούσια κινηθήκαμε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, παραβαίνοντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ἀγάπη ὁ Θεός μᾶς βγάζει ἀπό τόν Παράδεισο, «ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, μακριά ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα. Ἐχάσαμε τόν Παράδεισο, τό πᾶν. Ἔξω, ὅμως ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία, δέν ὑπάρχει ζωή»[3].
Ἐδῶ εἶναι καί μιά ἀπάντηση στούς Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ καί βρισκόμενος καί σέ ἄλλη κατάσταση καί ὄχι μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὅμως ὁ Ἅγιος Πορφύριος σαφέστατα τοῦ λέγει, ὅπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, «ἐκτός ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία». Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί αὐτός πού ἑνώνεται μέ τόν Χριστό, αὐτός καί σώζεται. «Ἡ σπλαχνική καρδιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας δέν μᾶς ἄφησε ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη Του. Ἄνοιξε γιά μᾶς πάλι τίς πύλες τοῦ Παραδείσου ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων καί ἐφανερώθη ἐν σαρκί»[4].
Ὁ Θεός δέν μᾶς ἐγκατέλειψε, παρόλο πού ἐμεῖς εἴχαμε ἀποστατήσει, εἴχαμε φερθεῖ μέ μεγάλη ἀχαριστία ἀπέναντι στήν ἀγάπη Του. «Μέ τήν θεία σάρκωση τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε καί πάλι στούς ἀνθρώπους τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου». Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν Τιμόθεο: «καί ὁμολογουμένως μέγα ἐστίν τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον, Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί»[5]. Ὁ Θεός δέν μᾶς ἐγκατέλειψε ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, μακριά ἀπ' Αὐτόν, μακριά ἀπό τήν σωτηρία. Στέλνει τόν Υἱό Του τόν Μονογενή, σαρκώνεται καί φανερώνεται πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία. Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τόν Ἅγιο Τιμόθεο: «καί ὁμολογουμένως μέγα ἐστίν τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ»[6].
Τό μεγάλο μυστήριο τῆς εὐσεβείας δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἐνανθρώπησις, τό ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος στόν Τιμόθεο. Ὁ Θεός φανερώθηκε ἐν σαρκί, δηλαδή ἔγινε ἄνθρωπος, ἔγινε σάρκα, πῆρε σάρκα. «Ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ»[7]. Ὅλο τό μέγα μυστήριο τῆς εὐσεβείας παρουσιάζεται ἐδῶ. Δηλαδή ὅλο τό μέγα σχέδιο καί ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού πραγματώθηκε διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐδῶ περιγραφόμενη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο.
«Τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶναι λόγια πυκνά σέ νοήματα, θεῖα λόγια, οὐράνια! Ὁ Θεός ἐν τῇ ἀπείρῳ ἀγάπῃ Του μᾶς ἕνωσε πάλι μέ τήν Ἐκκλησία Του στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ». Καί ἔτσι τώρα μποροῦμε, βαπτιζόμενοι ὀρθοδόξως καί ζώντας ὀρθοδόξως, νά ἑνωνόμαστε πάλι μέ τήν ἄκτιστη, αἰώνια καί ἄναρχη Ἐκκλησία στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, νά μετέχουμε διά τοῦ Χριστοῦ εἰς τήν σωτηρία. «Μπαίνουμε στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία, ἐρχόμαστε στόν Χριστό, μπαίνομε στό ἄκτιστον. Καλούμαστε δηλαδή καί ἐμεῖς οἱ πιστοί νά γινόμε ἄκτιστοι κατά χάριν, νά γίνομε μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν, νά μποῦμε μέσα στό μυστήριο τῆς θεότητας, νά ξεπεράσουμε τό κοσμικό μας φρόνημα, νά ἀποθάνομε κατά «τόν παλαιόν ἄνθρωπο» καί νά γίνομε ἔνθεοι. Ὅταν ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, ζοῦμε τόν Χριστό. Αὐτό εἶναι πολύ λεπτό θέμα, δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε. Μόνο τό Ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά μᾶς τό διδάξει»[8]. Ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό, γινόμαστε ἕνα μαζί Του, γινόμαστε ἕνα κοινωνώντας τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του, μετέχοντας στά Ἅγια Μυστήρια, μετέχοντας στή θεία Του ἐνέργεια καί πανηγυρίζουμε ζώντας μακαρίως ἀπό αὐτή ἐδῶ τήν ζωή.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς εἶπε: «οὗ γάρ εἶσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἶμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[9]. Καί ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ συνάθροισις, ἡ συνένωσις, ἡ ἀληθινή κοινωνία ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι μεταξύ ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων μέ ὅλους του ἀδελφούς μας οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐκεῖ πού εἴμαστε συναθροισμένοι εἰς τό ὄνομα Του, ἐκεῖ εἶναι καί Αὐτός. Αὐτός ἐστί ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, λέγει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Κολοσσαεῖς ἐπιστολή. Καί ὅπου εἶναι τό σῶμα ἐκεῖ εἶναι καί ἡ κεφαλή. Εἶναι ἀχώριστα αὐτά τά δύο. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει Ἐκκλησία χωρίς τόν Χριστό, οὔτε ὁ Χριστός χωρίς τήν Ἐκκλησία.
«Τίποτε δέν κάνει τόσο χαρούμενη τήν ζωή μας», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ὅσο ἡ εὐχαρίστηση πού αἰσθανόμαστε στήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία συντηρεῖται ἡ χαρά τῶν χαρούμενων ἀνθρώπων, στήν Ἐκκλησία βρίσκεται ἡ εὐθυμία τῶν στενοχωρημένων, ἡ εὐχαρίστηση τῶν λυπημένων, ἡ ἀνακούφιση τῶν ταλαιπωρημένων, ἡ ἀνάπαυση τῶν κουρασμένων. «Ἐλᾶτε κοντά μου», λέει ὁ Κύριος, «ὅλοι οἱ κουρασμένοι καί ἀποκαμωμένοι καί ἐγώ θά σᾶς ἀναπαύσω»[10]. Τί πιό ἀγαπητό ἀπό αὐτή τή φωνή θά μποροῦσε νά ὑπάρξει; Τί γλυκύτερο ἀπό αὐτή τήν πρόσκληση; Ὁ Κύριος σέ προσκαλεῖ στήν Ἐκκλησία γιά τρυφή πνευματική. Σέ προτρέπει γιά κατάπαυση καί ὄχι γιά κόπους. Σέ μεταφέρει ἀπό τά βάσανα στήν ἀνάπαυση σηκώνοντας τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν σου»[11].
Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Κύριο πού μέ τό ὅλο ἀπολυτρωτικό Του ἔργο, μέ τήν θεία Του οἰκονομία μᾶς δίνει αὐτή τήν δυνατότητα νά ζοῦμε πάλι μέσα στήν Ἐκκλησία, νά γινόμαστε ἕνα μαζί Του καί νά ἀποτελοῦμε τό σῶμα Του. Καί ἄς φροντίσουμε νά ἀνταποκριθοῦμε σέ αὐτή Του τήν πρόσκληση, ἔτσι ὥστε νά ζήσουμε μακαρίως καί ἀπό αὐτή τήν ζωή καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἐφεσ. 5, 32.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[4] Ὅ.π.
[5] Α΄Τιμ. 3, 16.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ματθ. 18, 20.
[10] Ματθ. 11, 28.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου