Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ[:Β΄Πέτρ.1,10-19]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ
«Διὸ μᾶλλον, ἀδελφοί, σπουδάσατε βεβαίαν ὑμῶν τὴν κλῆσιν καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι· ταῦτα γὰρ ποιοῦντες οὐ μὴ πταίσητέ ποτε(: Γι'αυτό, αδελφοί, καταβάλλετε μεγαλύτερη προσπάθεια, με περισσότερη σπουδή και επιμέλεια, ώστε, αποκτώντας τις αρετές αυτές, να διασφαλίσετε και να σταθεροποιήσετε την κλήση σας και την εκλογή σας. Διότι όταν ασκείτε τις αρετές αυτές, δεν θα σκοντάψετε ποτέ πάνω σε κάποιο εμπόδιο, αλλά θα φθάσετε με ασφάλεια στο τέρμα της σωτηρίας σας)» [Β΄Πε.1,10].
«Γι'αυτό», λέγει, «εσείς, αδελφοί μου Χριστιανοί, φροντίστε να κάνετε βέβαιη και αμετάτρεπτη την κλήση και την εκλογή που σας έκανε ο Θεός, ο Οποίος και σας κάλεσε με την προκαταρκτική Του χάρη και τον γραπτό Νόμο, για να πιστέψετε στον Χριστό και σας διάλεξε από τους άλλους ομογενείς σας Ιουδαίους, για να κληρονομήσετε τα αιώνια αγαθά με την πίστη σας στον Χριστό [1]. Πώς όμως θα κάνετε βέβαιη αυτήν την κλήση και εκλογή του Θεού; Εάν αποκτήσετε τις παραπάνω αναφερθείσες αρετές, την πίστη δηλαδή, την αρετή, την γνώση, την εγκράτεια, την υπομονή, την ευσέβεια, την φιλαδελφία και την αγάπη, επειδή εάν αποκτήσετε τις αρετές αυτές με την πράξη και την θεωρία, σίγουρα δεν θα σφάλλετε ποτέ και έτσι δεν θα ξεπέσετε από την κλήση, δηλαδή από το κάλεσμα και από την εκλογή, δηλαδή από το διάλεγμα που σας έκανε ο Θεός».
Και, τρόπον τινά, με τα λόγια αυτά έτσι φαίνεται να λέγει ο Κορυφαίος: «Σας είπα παραπάνω, Χριστιανοί, ότι όποιος δεν έχει τις αρετές αυτές είναι τυφλός, όπως ο τυφλοπόντικας, και δεν βλέπει νοερά τα μυστήρια του Θεού. Η τύφλωση όμως αυτή δεν είναι φυσική και γι'αυτό δεν είναι αγιάτρευτη, αλλά είναι προαιρετική και γι'αυτό είναι ευκολοϊάτρευτη. Γι'αυτό, εάν εσείς με τη δική σας σπουδή και επιμέλεια γυμνάσετε τις πρακτικές δυνάμεις της ψυχής με τις πρακτικές αρετές, τις δε θεωρητικές και γνωστικές δυνάμεις, με τις θεωρητικές αρετές, θα καθαρίσετε τον οφθαλμό της πίστεως για να βλέπει τα του Θεού μυστήρια και έτσι θα τελειωθείτε στην επίγνωση και θεωρία του Θεού και με αυτά θα κάνετε την κλήση και την εκλογή σας βέβαιη, πιστούμενοι και στερεώνοντας την πίστη, στην οποία κληθήκατε και διαλεχθήκατε δια των έργων και των πράξεων»· διότι σχεδόν αναμαρτησία και δυσκινησία ή ακινησία προς το κακό ακολουθεί εκείνους που θα τελειωθούν με την πράξη και θεωρία, κατά τον ιερό Μητροφάνη.
«Οὕτω γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ(:Δεν θα σκοντάψετε πουθενά· διότι με αυτόν τον τρόπο θα σας χορηγηθεί γενναιόδωρα το κυριότερο: η ανοιχτή και ελεύθερη είσοδος στην αιώνια Βασιλεία του Κυρίου μας και Σωτήρος Ιησού Χριστού)»[Β΄Πέ.1,11].
Σε εκείνους, λέγει, που διαπράττουν τις προαναφερθείσες αρετές μέχρι το τέλος, θα δοθεί πλουσίως, δηλαδή θα ανοιχθεί η θύρα της αιωνίας Βασιλείας του Κυρίου, επειδή ο μισθός των εργατών του αμπελώνος του Κυρίου στο τέλος αποδίνεται. Και αν ακόμη δουλεύει κανείς σε αυτόν από την πρώτη ώρα της ημέρας, δηλαδή από την νεότητα της ζωής του, και αν ακόμη δουλεύει από την τρίτη και έκτη ώρα, δηλαδή από το μέσο της ηλικίας του, και αν ακόμη δούλεψε την ενδεκάτη ώρα, δηλαδή στο γήρας του, κανένας από αυτούς όλους δεν παίρνει μισθό, επειδή ο Κύριος του αμπελώνος και δίκαιος Κριτής αποβλέπει στο τέλος της ημέρας, δηλαδή στο τέλος της ζωής του καθενός. Και εκείνους μεν που θα βρει τότε να εργάζονται την αρετή και το αγαθό, τους πληρώνει με τον συμφωνηθέντα μισθό· εκείνους όμως που θα βρει αργούς και που εγκατέλειψαν την εργασία του καλού από αμέλεια, αυτούς αφήνει χωρίς μισθό, μάλλον όμως και τους καταδικάζει. Έτσι αυτό αινιγματικά το φανερώνει ο Θεός με τον Ιεζεκιήλ, λέγοντας: «Δικαιοσύνη δικαίου οὐ μὴ ἐξελεῖται αὐτὸν ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ πλανηθῇ, καὶ ἀνομία ἀσεβοῦς οὐ μὴ κακώσῃ αὐτὸν ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἀποστρέψῃ ἀπὸ τῆς ἀνομίας αὐτοῦ(:Η δικαιοσύνη και αρετή ενός ανθρώπου, ο οποίος ήταν προηγουμένως δίκαιος και ενάρετος, δεν θα τον σώσει, ούτε θα τον αθωώσει, εάν μια ημέρα πλανηθεί και αρχίσει να ζει πλέον ζωής ασεβείας. Αντίθετα, η παρανομία και ασέβεια του ασεβούς ανθρώπου δεν πρόκειται να τον βλάψει, εάν μια ημέρα μετανοήσει και απομακρυνθεί πλέον από την προηγούμενη ζωή της παρανομίας και ασέβειάς του. Ο δίκαιος δεν μπορεί να σωθεί, εάν δεν παραμείνει έως τέλους δίκαιος)»[Ιεζ. 33,12].
«Διὸ οὐκ ἀμελήσω ἀεὶ ὑμᾶς ὑπομιμνήσκειν περὶ τούτων [2], καίπερ εἰδότας καὶ ἐστηριγμένους ἐν τῇ παρούσῃ ἀληθείᾳ(:Αυτό είναι το μέσο με το οποίο θα σας ανοιχτεί διάπλατα η είσοδος στη Βασιλεία των ουρανών. Γι΄αυτό δεν θα αμελήσω, αλλά θα φροντίζω πάντοτε να σας υπενθυμίζω αυτά που σας έγραψα· αν και εσείς βέβαια τα γνωρίζετε και είστε στηριγμένοι στην χριστιανική αλήθεια που διδαχτήκατε, η οποία είναι ολοζώντανη και ολοφάνερη ανάμεσά σας)» [Β΄Πέ.1,12].
«Επειδή», λέγει, «η εργασία των αρετών που προαναφέρθηκαν οδηγεί στην Βασιλεία των Ουρανών, γι'αυτό και εγώ θα φροντίσω να σας υπενθυμίζω πάντοτε τις αρετές αυτές». Για να μη σκεφτούν, όμως, οι Χριστιανοί ακούγοντας ότι θα υπενθυμίζει συνεχώς, ότι επειδή είναι αυτοί αμελείς και αργοί, γι'αυτό έτσι τους γράφει και στη συνέχεια από αυτό λυπηθούν, γι΄αυτό προσθέτει ο απόστολος ότι εγώ θα σας τα υπενθυμίζω συνεχώς αυτά, μολονότι εσείς είστε στηριγμένοι και βέβαιοι στην αλήθεια του Ευαγγελίου και ξέρετε καλά ότι η πίστη χωρίς τα ενάρετα έργα είναι αργή και νεκρά, επειδή με την πίστη μαζί με την ενέργεια και με την κατά πράξη θεωρία και την πρόοδο στις αρετές, αξιώνει ο Θεός τους Χριστιανούς της αιώνιας Βασιλείας Του.
«Δίκαιον δὲ ἡγοῦμαι, ἐφ᾿ ὅσον εἰμὶ ἐν τούτῳ τῷ σκηνώματι, διεγείρειν ὑμᾶς ἐν ὑπομνήσει, εἰδὼς ὅτι ταχινή ἐστιν ἡ ἀπόθεσις τοῦ σκηνώματός μου, καθὼς καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς ἐδήλωσέ μοι (:Νομίζω όμως ότι είναι δίκαιο και αποτελεί καθήκον μου ως Αποστόλου να σας καθιστώ άγρυπνους και πρόθυμους, υπενθυμίζοντάς σας τις αλήθειες αυτές, για όσο ζω ακόμη και είμαι στο σώμα αυτό, που είναι προσωρινή σκηνή της ψυχής. Και το καθήκον μου αυτό μου παρουσιάζεται περισσότερο επείγον, διότι γνωρίζω ότι σύντομα και πολύ γρήγορα θα πεθάνω και θα εναποθέσω το σώμα μου στον τάφο, όπως άλλωστε μου το έχει φανερώσει και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός)» [Β΄Πε.1,13-14].
«Μην νομίζετε», λέγει, «Χριστιανοί, ότι εγώ σας θεωρώ αμελείς και αστήρικτους και γι΄αυτό είπα ότι θα σας ενθυμίζω πάντοτε την εργασία των αρετών και από αυτό λυπείσθε. Όχι. Μην το νομίζετε έτσι. Η αιτία για την οποία είπα τούτο είναι: Πρώτον μεν διότι φοβούμαι την ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως και την φυσική μεταβολή που πάσχει η γνώμη του ανθρώπου. Γι΄αυτό έκρινα εύλογο, όσο ευρίσκομαι στο φθαρτό τούτο σώμα, να σας ξυπνώ και να σας προθυμοποιώ με τις διδασκαλίες και υπενθυμίσεις μου. Και δεύτερον, διότι ξέρω ότι γρήγορα αποχωρίζομαι με τον θάνατο από το σώμα τούτο και στην συνέχεια χωρίζομαι και από εσάς, όπως και ο Κύριος μού το φανέρωσε αυτό με κάποια αποκάλυψη».
Δύο πράγματα, λοιπόν, πρέπει να σημειώσουμε στα λόγια αυτά του Κορυφαίου· ότι λέγει ότι πρόκειται να αποθέσει το σώμα του - σαν ένα βάρος και φορτίο και να ελευθερωθεί, για να πείσει και τους Χριστιανούς να καταφρονούν το φθαρτό τούτο σώμα και να νομίζουν τον από του σώματος χωρισμό χαρά και αγαλλίαση, χωρίς να στοχάζονται πως ο θάνατος είναι θάνατος, αλλά πως είναι μία απόθεση του φθαρτού και βαρέος σώματος για λίγο καιρό, επειδή αυτό θα το λάβουν πάλι άφθαρτο και ελαφρό και δοξασμένο με την ανάσταση, όπως αυτό το ίδιο και ο Παύλος αινιγματικά φανερώνοντας έλεγε: «Καὶ γὰρ οἱ ὄντες ἐν τῷ σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι ἐφ᾿ ᾧ οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι, ἀλλ᾿ ἐπενδύσασθαι, ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς (:Εμείς δηλαδή, όσοι είμαστε στο σώμα αυτό που μοιάζει με σκηνή, στενάζουμε σαν να πιεζόμαστε από κάποιο βαρύ φορτίο. Και στενάζουμε, όχι επειδή θέλουμε να εκδυθούμε το σώμα, αλλά επειδή θέλουμε να ενδυθούμε επάνω μας το ουράνιο σώμα, για να αναλωθεί η θνητότητα του σημερινού σώματος από την άφθαρτη ζωή του άλλου)»[Β΄Κορ.5,4].
Και ένα άλλο ακόμη πρέπει να σημειώσουμε, γιατί λέγοντας ο απόστολος πως ο Κύριος τού φανέρωσε την απόθεση του σώματός του, από αυτό μας δίδει να εννοήσουμε ότι πολλές φορές αξιωνόταν της μυστικής εμφανείας και αποκαλύψεως του Κυρίου και μάθαινε από αυτόν την γνώση των αδήλων, όπως και προηγουμένως του αποκαλύφθηκε με την «ὀθόνη» που κατέβηκε από τον ουρανό ότι δέχεται ο Θεός τα έθνη στην επίγνωσή Του[Πράξ.10,11: «Καὶ θεωρεῖ τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον καὶ καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτὸν σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην, τέσσαρσιν ἀρχαῖς δεδεμένον καὶ καθιέμενον ἐπὶ τῆς γῆς(:Βλέπει τότε -ο Πέτρος- τον ουρανό να ανοίγει, και να κατεβαίνει προς το μέρος του ένα πράγμα που έμοιαζε με σεντόνι μεγάλο και ήταν δεμένο από τις τέσσερις άκρες κα κατέβαινε σιγά – σιγά πάνω στην γη)»].
«Σπουδάσω δὲ καὶ ἑκάστοτε ἔχειν ὑμᾶς μετὰ τὴν ἐμὴν ἔξοδον τὴν τούτων μνήμην ποιεῖσθαι(:Γι΄αυτό θα φροντίσω να είστε σε θέση να διατηρείτε στον νου σας την ανάμνηση των αληθειών αυτών και με γραπτά κείμενα κάθε φορά που η ανάγκη θα το επιβάλλει, ακόμη και μετά τον θάνατό μου)»[ Β΄Πέ.1,15].
Το ρητό αυτό κατά τον Θεοφύλακτο και τον Οικουμένιο και τον Μητροφάνη, μερικοί με σχήμα υπερβατό αναγινώσκουν έτσι: «Σπουδάσω δέ καί μετά τήν ἐμήν ἔξοδον ἔχειν ὑμᾶς ἑκάστοτε τήν τούτων μνήμην ποιεῖσθαι». Δηλώνεται λοιπόν με αυτό ότι οι άγιοι και μετά τον θάνατο ενθυμούνται τα της παρούσης ζωής και πρεσβεύουν υπέρ των ζώντων. Επειδή, λοιπόν, παραπάνω είπε ότι «δίκαιο νομίζω εφόσον είμαι στο σώμα, να σας υπενθυμίζω», για να μην νομίσουν μερικοί ότι μετά θάνατον οι άγιοι δεν ωφελούν τους μαθητές τους, γι’ αυτόν τον λόγο, για να αναιρέσει την υπόληψη αυτή και να δείξει πως η εκεί κατάσταση των ψυχών είναι καθαρότερη και λαμπρότερη είπε ότι και μετά θάνατον θα φροντίσω να σας υπενθυμίζω εκάστοτε, δηλαδή πάντοτε, προς διαφορά της παρούσης ζωής, κατά την οποία ευρισκόμενος ο απόστολος και φροντίζοντας για τις εκκλησίες, δεν μπορούσε πάντοτε να τους υπενθυμίζει.
Είναι σαν να τους λέγει ότι μολονότι χωρίζεται η ψυχή μου από το σώμα, αβλαβής όμως και ολόκληρη θα διαφυλαχθεί η ενέργειά της· και το νοερό και οπτικό δεν θα χάσει τελείως, αλλά δραστικότερες και καθαρότερες θα έχει τις δικές της ενέργειες, επειδή ελευθερώθηκε από το παχύ σώμα, το οποίο σαν σύννεφο την εμπόδιζε από τις ακτίνες του νοητού ηλίου. Γι΄αυτό και μετά τον χωρισμό του σώματός μου με μεγαλύτερη προθυμία θα σας φροντίζω και αδιάλειπτα θα παρακαλώ τον φιλάνθρωπο Θεό να σας συνετίσει και να σας κάνει να ενθυμείσθε πάντοτε αυτές τις ψυχωφελείς μου διδασκαλίες, τις οποίες δεν έμαθα από ανθρώπινη σοφία, αλλά από αυτήν που ήλθε στην γη από επάνω και συναναστράφηκε με εμάς, την Ενυπόστατη Σοφία, τον Ιησού Χριστό[3]. Άλλοι όμως εννοούν το ρητό τούτο καθώς είναι και το ερμηνεύουν έτσι: «Εγώ θα φροντίσω, να έχετε πάντοτε και μετά τον θάνατό μου την μνήμη αυτών». Και σαν να λέγει: «Εγώ γι'αυτό συνεχώς φροντίζω να σας υπενθυμίζω αυτά, για να μπορέσω να εντυπώσω στη φαντασία σας τα λόγια μου και να τα κάνω έξη στην ψυχή σας, ώστε και μετά την αποβίωσή μου, να μένουν αυτά βέβαια και ανεξάλειπτα από την καρδιά σας».
«Οὐ γὰρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος(:Πρέπει να θυμάστε πάντοτε τις αλήθειες αυτές· διότι εγώ και οι άλλοι Απόστολοι δεν βασιστήκαμε σε μύθους φτιαγμένους με φαινομενική σοφία, αλλά σας γνωστοποιήσαμε την δύναμη και την μελλοντική ένδοξη παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επειδή είδαμε με τα μάτια μας την μεγαλειότητα Εκείνου στην Μεταμόρφωσή Του)»[ Β΄Πέ.1,16].
Mε τα λόγια αυτά δύο τινά επιτυγχάνει ο Κορυφαίος Απόστολος του Χριστού. Πρώτον διότι εξοστρακίζει την πολύθεη σοφία των Ελλήνων(ειδωλολατρών), η οποία αποτελείται από μύθους ψευδείς και από επίνοιες τεχνικών και ρητορικών λόγων. Και το μεν ψεύδος της το σκεπάζει αυτή με τα σοφιστικά επιχειρήματα, τους δε ανόητους και άφρονες ελκύει και εξαπατά με το κάλλος των λέξεων. Παρόμοια αποβάλλει με αυτά και την κακοδοξία των αιρετικών, που τότε άρχισαν να βλαστάνουν στον κόσμο και να πλανούν τους πολλούς με τα πλάσματα της διάνοιάς τους, όπως ήταν ο Σίμων ο μάγος και ο Σατορνίλος και ο Κήρινθος και οι οπαδοί τους. Δεύτερον διότι βεβαιώνει ως αληθέστατη και μόνη πραγματική Θεογνωσία την πίστη των Χριστιανών, με την ίδια αυτή αίσθηση των οφθαλμών, επειδή σε κάθε πράγμα πολύ πιστότερη είναι η όρασις από την ακοή και η απόδειξις που προέρχεται από την όραση είναι ασφαλέστερη και βεβαιότερη από την εξ ακοής, μολονότι και η πίστη που προέρχεται μόνον από την ακοή, προξενεί μεγαλύτερο στέφανο από αυτήν που προέρχεται από την όραση, σύμφωνα με τον παρακάτω λόγο του Κυρίου: «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες(:Μακάριοι και πιο ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να με έχουν δει με τα μάτια τους, όπως με είδες εσύ. Και θα πιστέψουν έτσι όλα τα μέλη της Εκκλησίας μου στις γενιές που θα έλθουν)»[Ιωάν.20,29].
Με την όραση λοιπόν παρασταίνει ο Κορυφαίος βεβαιότερη την θεϊκή δόξα και μεγαλειότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποία έδειξε εν μέρει στο Θαβώρειο όρος, λέγοντας στους Χριστιανούς: «Εμείς, αδελφοί, δεν χρησιμοποιήσαμε μύθους σοφιστικούς και καλλωπισμένους, όπως οι Έλληνες, για να μαγέψουμε τις ακοές σας και να σας παραπλανήσουμε, αλλά χρησιμοποιήσαμε προς εσάς λόγια απλά, λόγια λιτά και λόγια αρρητόρευτα· ούτε χρησιμοποιήσαμε πλάσματα της δικής μας φαντασίας, όπως οι αιρετικοί, για να σας ελκύσουμε στην πίστη του Χριστού, αλλά χρησιμοποιήσαμε εκείνα τα πράγματα που είδαμε με τους ίδιους μας τους οφθαλμούς[4] και με τέτοια απλά λόγια και με τέτοια οφθαλμοφανή πράγματα σάς φανερώσαμε την επί γης παρουσία του Χριστού και την θεοπρεπή Του δύναμη και έτσι σας ελκύσαμε στην πίστη».
«Λαβὼν γὰρ παρὰ Θεοῦ πατρὸς τιμὴν καὶ δόξαν φωνῆς ἐνεχθείσης αὐτῷ τοιᾶσδε ὑπὸ τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης, οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς ὃν ἐγὼ εὐδόκησα(:Διότι εκεί στην Μεταμόρφωση ο Κύριος πήρε από τον Θεό Πατέρα τιμή και δόξα, όταν ακούστηκε γι’ Αυτόν από την ένδοξη μεγαλοπρέπεια του Θεού Πατρός μια τέτοια φωνή: ‘’Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον Οποίο Εγώ ευαρεστήθηκα’’)»[ Β΄Πέ.1,17].
Το «λαβών» εδώ ευρίσκεται αντί του «ἒλαβε», επειδή η μετοχή εκλαμβάνεται αντί οριστικού κατά μετάληψιν, επειδή αλλιώς η μετοχή μένει ανανταπόδοτη, επειδή δεν υπάρχει άλλο ρήμα για να αποδοθεί, κατά τον Θεοφύλακτο και τον Οικουμένιο. Λέγει λοιπόν ο Κορυφαίος πως ο Δεσπότης Χριστός έλαβε από τον Πατέρα τιμή και δόξα, όχι καθόσον Θεός και Υιός μονογενής και συναΐδιος με τον Θεό και Πατέρα. Άπαγε! Επειδή καθόσον Θεός, απαρχής και προ των αιώνων είχε την δόξα αυτή και την τιμή. Αλλά λέγει ότι την έλαβε, καθόσον ύστερα έγινε άνθρωπος για εμάς. Αλλά και η φωνή η βροντηθείσα από την μεγαλοπρεπή δόξα, δηλαδή της θεότητος του Πατρός και η οποία είπε: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα»[Ματθ.3,17], και αυτή λέγω, η φωνή προς τον Χριστό έγινε καθόσον ήταν άνθρωπος και όχι επειδή ήταν συναΐδιος του Πατρός και συνάναρχος Λόγος όπως ερμηνεύει ο ιερός Μητροφάνης[5], αν και η ανθρωπότης του Κυρίου, η οποία προσελήφθη από την Θεότητα καθ’ ένωσιν άρρητον υπήρχε σε μία και στην ίδια υπόσταση· διότι οι δύο φύσεις στο πρόσωπο του Χριστού παρέμειναν αχώριστες και αδιαίρετες μεταξύ τους ενωμένες στη μία και στην ίδια υπόσταση, επειδή διπλός όντας ο Χριστός κατά τις ουσίες και φύσεις, της Θεότητος δηλαδή και της ανθρωπότητος και κατά τις ουσιώδεις και φυσικές τους ιδιότητες και θελήσεις και ενέργειες, απλός είναι κατά την υπόσταση.
Υιός, λοιπόν, αγαπητός του Πατρός έγινε ύστερα και καθόσον ήταν άνθρωπος. Διότι ένας και ο αυτός είναι Υιός, ο Οποίος εγεννήθη εκ του Πατρός προ των αιώνων ως Θεός και ο Οποίος εγεννήθη εκ της Παρθένου στους έσχατους χρόνους, καθόσον ήταν και ο άνθρωπος. Όχι άλλος και άλλος. Ούτε σε δύο Υιούς διαιρούμενος. Άπαγε! Διότι αυτό το κακόδοξο φρόνημα είναι της του Νεστορίου του ανθρωπολάτρου φρενοβλάβειας.
Τι, λοιπόν, εξεφώνησε ο Πατήρ στο Θαβώριο όρος; Ότι ὁ μεταμορφωθείς καί ὑπέρ τόν ἥλιον ἀστράψας εἶναι Υἱός Του ἀγαπητός καί εἰς αὐτόν ηὐδόκησεν. «Εὐδοκία» θα πει, κατά τον της Θεσσαλονίκης μέγα Γρηγόριο, το προηγούμενο θέλημα του Θεού και Πατρός. Γι΄αυτό δείχνει με τον λόγο αυτόν ο άναρχος Πατήρ ένα μυστικότατο και βαθύτατο νόημα, δηλαδή ότι το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας του Υιού Του ήταν το προηγούμενο θέλημα του Θεού, γι΄αυτό και προεγνώσθη αυτό και προορίστηκε προ της προγνώσεως και του προορισμού όλων των άλλων κτισμάτων, νοητών και αισθητών και ότι όλα τα άλλα κτίσματα και προεγνώσθηκαν και προορίστηκαν να δημιουργηθούν για το μέγα μυστήριο της του αγαπητού Υιού του ενανθρωπήσεως. Βεβαιώνει το νόημα τούτο και ο θεολογικότατος Μάξιμος λέγοντας στην εξηκοστή λύση των αποριών περί του μυστηρίου της θείας οικονομίας, ότι αυτός είναι ο σκοπός και το τέλος, για το οποίο και προγνωρίσθηκαν και προορίστηκαν όλα τα κτίσματα, ενώ αυτό ούτε προγνωρίσθηκε, ούτε προορίσθηκε ,ούτε έγινε για κανένα σκοπό: «Τοῦτο ἐστί τό μακάριον, δι' ὃ τά πάντα συνέστησαν τέλος. Αυτό είναι ο προεπινοούμενος θείος σκοπός της αρχής των όντων, τον οποίον ορίζοντας λέμε ότι είναι προεπινοούμενο τέλος, εξ’ αιτίας του οποίου τα πάντα, αυτό δε εξ’ αιτίας ουδενός»[6].
Δείχνει δε ακόμη ο άναρχος Πατήρ με την λέξη Του «εὐδόκησεν» ότι ο μονογενής Του Υιός με την ευδοκία και το προηγούμενο θέλημα του Πατρός Του προσέλαβε την του δούλου μορφή και έγινε τέλειος άνθρωπος. Αυτήν την θεοπρεπή και μεγαλοπρεπή φωνή που κήρυξε ο Πατήρ περί του Υιού, προλαβαίνοντας και ο μεγαλοφωνότατος Ησαΐας φώναξε ως εκ μέρους του Θεού και Πατρός, λέγοντας περί του Αγαπητού και του αμπελώνος Αυτού: «Ἄσω δὴ τῷ ἠγαπημένῳ ἆσμα τοῦ ἀγαπητοῦ μου»[Ησ.5,1], στη συνέχεια τελευταίο λέγοντας: « Ὁ γὰρ ἀμπελῶν Κυρίου σαβαὼθ οἶκος τοῦ Ἰσραήλ ἐστι καὶ ἄνθρωπος τοῦ Ἰούδα νεόφυτον ἠγαπημένον»[Ησ.5,7]. Φανερότατο λοιπόν είναι στον καθένα ότι «ἄνθρωπον τοῦ Ἰούδα» ονομάζει τον Δεσπότη Χριστό, που γεννήθηκε κατά το ανθρώπινο από την φυλή του Ιούδα και μόνο Αυτόν ονομάζει «νεόφυτον ἠγαπημένον», επειδή γεννήθηκε από κοιλία παρθενική και έγινε καινούριος άνθρωπος και νέος Αδάμ. Και ο προφήτης Δαβίδ επέγραψε τον 44ο Ψαλμό που προφητεύει φανερά για τον Χριστό με αυτήν την επιγραφή: «Ὠδή ὑπέρ τοῦ ἀγαπητοῦ» [7]. Και αλλού: «Ὁ βασιλεύς τῶν δυνάμεων τοῦ ἀγαπητοῦ» [Ψαλμ.67,13].
«Καὶ ταύτην τὴν φωνὴν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν, σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ(:Και την φωνή αυτή εμείς την ακούσαμε να έρχεται από τον ουρανό, όταν ήμασταν μαζί Του στο όρος Θαβώρ, το οποίο αγιάστηκε με την Μεταμόρφωσή Του)» [ Β΄Πέ.1,18].
Αυτό έχει φανερή την εξήγηση, επειδή και οι τρεις μαζί ευαγγελιστές, ο Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς, οι οποίοι γράφοντας για την του Κυρίου Μεταμόρφωση ότι έλαμψε «το πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτια αὐτοῦ ἔγιναν λευκά ὡσάν τό φῶς», αυτοί, λέγω, κηρύττουν καθαρά ότι ο κορυφαίος αυτός Πέτρος και Ιάκωβος και Ιωάννης, οι υιοί του Ζεβεδαίου, αυτοί παρόντες με τον Κύριο στο Θαβώριο όρος είδαν με τους αισθητούς οφθαλμούς τους εκείνο το θείο και άκτιστο φως, το οποίο άστραψε περισσότερο από τον ήλιο από το πρόσωπο του Κυρίου και άκουσαν με τα ίδια τους τα αυτιά την βροντώδη εκείνη φωνή που εξεφώνησε ο αγέννητος Πατήρ από τους ουρανούς και είπε: «Οὗτος ἐστίν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα. Αὐτοῦ ἀκούετε». Είπα την φωνή του ανάρχου Πατρός «βροντώδη», διότι, όπως λέει ο θεόσοφος και θεοφόρος Εφραίμ, η φωνή εκείνη έγινε σαν μία φοβερή βροντή και τόσο κρότο έκανε, ώστε έσεισε όλο το Θαβώριο όρος.
Γι΄αυτό και οι μαθητές, όταν την άκουσαν, τόσο πολύ φοβήθηκαν, ώστε δεν μπόρεσαν πλέον να υποφέρουν και να σταθούν στα πόδια τους, αλλά έπεσαν από τον φόβο τους κατά πρόσωπο στην γη[8]. Διότι δεν έπεσαν κατά γης εξαιτίας του φωτός, ούτε εξαιτίας της φωτεινής νεφέλης, αλλά μόνον εξαιτίας της ουράνιας φωνής του Πατρός που ήταν εξακουστή και βροντώδης και μεγαλόηχη· διότι έτσι καθαρά ο ευαγγελιστής Ματθαίος μαρτυρεί: «Ἒτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε·καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα(:Κaι ενώ αυτός -ο Πέτρος- μιλούσε ακόμη, ξαφνικά μια νεφέλη γεμάτη φως τούς σκέπασε. Και ξαφνικά ακούστηκε φωνή από την νεφέλη που έλεγε: “Αυτός είναι ο Υιός μου, που εξαιρετικά Τον αγαπώ και στον Οποίο ευαρεστήθηκα. Να υπακούτε σε Αυτόν”. Και μόλις οι μαθητές άκουσαν τη φωνή αυτή, έπεσαν με το πρόσωπο στο χώμα και φοβήθηκαν πάρα πολύ)»[Ματθ.17,5-6]· και βέβαια, αν ο Κύριος δεν πήγαινε να τους πιάσει και με τον λόγο Του να τους ενδυναμώσει και να τους σηκώσει, κινδύνευαν να πεθάνουν από τον φόβο τους εκεί που έπεσαν. Αυτό αινιγματικά ο ίδιος ευαγγελιστής το φανέρωσε λέγοντας: «Καὶ προσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε(:Τότε τους πλησίασε ο Ιησούς, τους άγγιξε και τους είπε: “Σηκωθείτε και μη φοβάστε”)»[Ματθ.17,7] [9].
Ας μην απορεί όμως κανείς γιατί οι μεν τρεις ευαγγελιστές ομόφωνα λέγουν ότι από την φωτεινή νεφέλη βγήκε η φωνή, ο δε Πέτρος λέγει εδώ ότι βγήκε από τον ουρανό· επειδή και η φωτεινή εκείνη νεφέλη ουράνια ήταν και από τον ουρανό και όχι επίγεια και από την γη σαν τις άλλες νεφέλες. Γι΄αυτό κατά συνέπειαν και η φωνή, που ήλθε από την ουράνια νεφέλη φανερό είναι ότι ήλθε από τον ουρανό. Γιατί όμως εδώ ο Πέτρος αποσιώπησε το «Αὐτοῦ ἀκούετε» που είπε ο άναρχος Πατήρ; Ίσως διότι το είπαν οι άλλοι ευαγγελιστές ως ομολογούμενο το άφησε, επειδή εκείνο, που είπε ο ένας και ο άλλος το άφησε. Λέγομε δε και τούτο ότι επειδή ο ευαγγελιστής Μάρκος έγραψε κατ’ επιτροπήν, ή όπως άλλοι θέλουν, καθ’ υπαγόρευση αυτού του κορυφαίου Πέτρου, το δικό του Ευαγγέλιο, σε αυτό γράφει και το «Αὐτοῦ ἀκούετε» [Μάρκ.9,7]. Λοιπόν εκείνο που γράφει ο επιτραπείς Μάρκος, φανερό είναι ότι το γράφει και ο Πέτρος που τον προέτρεψε, και εκείνο που λέγει αυτός στον οποίο υπαγορεύτηκε το ευαγγέλιο, αυτό το λέγει πρώτα αυτός που υπαγόρευσε.
Πρέπει όμως να σημειώσουμε και ότι ο κορυφαίος Πέτρος και δια της ακοής και πολύ περισσότερο δια της οράσεως, γνώρισε ότι ο ένας Χριστός είχε δύο φύσεις, Θεότητα και ανθρωπότητα. Επειδή εκείνον που προηγουμένως έβλεπε ως ταπεινό και που φαινόταν ως ένας από τους ανθρώπους, Αυτόν τον ίδιο πάλι είδε μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη τον καιρό της θείας Μεταμορφώσεως ως Θεό με την μεγαλειότητα της δόξας Του και της Θεότητος. Γι΄αυτό ο Δαμασκηνός Ιωάννης θεολογικότατα ρητόρευσε: «Μεταμορφώνεται λοιπόν, όχι προσλαβόμενος εκείνο που δεν ήταν, ούτε μεταβαλλόμενος σε αυτό που δεν ήταν, αλλά εκείνο που ήταν στους δικούς Του μαθητές εκφαινόμενος, διανοίγοντας τους οφθαλμούς τους και από τυφλούς που ήταν, κάνοντάς τους να βλέπουν. Και αυτό το ‘’μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν’’, μένοντας δηλαδή Αυτός στην ταυτότητα, από ό,τι πριν εφαίνετο, τώρα φαινόταν άλλος στους μαθητές(‘’ἑωρᾶτο φαινόμενος’’)»[Λόγος στην Μεταμόρφωση].
Ας καταντροπιαστούν, λοιπόν, τόσο οι Μονοφυσίτες και Φαντασιαστές, οι οποίοι λέγουν ότι κατά φαντασίαν ενήργησε ο Χριστός το της οικονομίας μυστήριο, όσο και οι Νεστοριανοί, οι οποίοι δογματίζουν λέγοντας απλό άνθρωπο τον Δεσπότη Χριστό και λέγοντας πως άλλος είναι ο εκ του Πατρός γεννηθείς και άλλος ο εκ της Παρθένου. Μαζί με αυτούς ας ντραπούν και οι παράφρονες εικονομάχοι, οι οποίοι αρνούνται τις δύο φύσεις του Δεσπότου Χριστού και γι΄αυτό δεν θέλουν να εικονίζουν τον χαρακτήρα της περιγραπτής Του ανθρωπότητος, μη κατανοώντας οι ασύνετοι ότι η μεν Θεότης του Χριστού όντας αόρατη και απερίγραπτη και απεριόριστη, κατά συνέπειαν είναι και άγραπτη και ανεξεικόνιστη· ενώ η ανθρωπότητά Του, αντιθέτως, επειδή είναι ορατή και περιγραπτή, κατά συνέπειαν είναι και γραπτή και εικονιστή. Σημείωσε ότι τρεις φορές μαρτύρησε από τον ουρανό ο Πατήρ για τον Υιό: Στον Ιορδάνη ποταμό, στο Θαβώριο όρος και τον καιρό που πλησίαζε στο Πάθος, όταν είπε ο Υιός: «Πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα(:Πάτερ, οτιδήποτε κι αν πρόκειται να πάθω, φέρε Εσύ σε αίσιο τέλος το έργο της σωτηρίας και απολυτρώσεως των ανθρώπων και δόξασε έτσι το όνομά Σου)», ο άναρχος Πατήρ εβόησε: «Καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω(:Το όνομά μου το δόξασα με τη δράση Σου μέχρι τώρα ανάμεσα στον Ισραήλ, και θα το δοξάσω και πάλι με το ένδοξο Πάθος Σου και την Ανάστασή Σου και με την εξάπλωση του Ευαγγελίου στα έθνη)»[Ιω.12,28].
«Καὶ ἔχομεν βεβαιότερον τὸν προφητικὸν λόγον(:Και τώρα έχουμε βεβαιότερη πεποίθηση και πίστη στις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης που αναφέρονται στον Χριστό, μετά την επαλήθευσή τους από την φωνή του Πατρός)» [ Β΄Πε.1,19].
Με την αισθητή, λέγει, εποπτία, με την οποία είδαμε το υπέρ ήλιον Φως που έλαμψε από το πρόσωπο του Κυρίου, και με την αισθητή φωνή, με την οποία ακούσαμε να μαρτυρεί ο Πατήρ Υιό Του αγαπητό τον μεταμορφούμενο, με αυτά, λέγω, γνωρίσαμε τους λόγους των προφητών που κήρυτταν τον Χριστό, και μάλιστα για την Μεταμόρφωσή Του στο όρος Θαβώρ, ότι είναι βεβαιότεροι τώρα από πρώτα. Διότι ήσαν μεν αυτοί και προηγουμένως βέβαιοι και αληθείς, επειδή αυτά λέχθηκαν από την έμπνευση του Αγίου και αυταληθούς Πνεύματος, αλλά τώρα βλέποντας τους εαυτούς μας να έχουν τελειωθεί και «εἰς ἔργον ἐλθόντας» με τα πράγματα αυτά τους έχομε βεβαιότερους και αληθέστερους από ό,τι τους είχαμε προηγουμένως. Έτσι, για παράδειγμα, πρώτα είχαμε βέβαια εκείνα τα λόγια του Δαβίδ, τα οποία είπε προφητεύοντας για το θείο φως: «ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» [Ψαλμ.103,2], αλλά τώρα βλέποντας στη θεία Μεταμόρφωση να λάμπουν τα ιμάτια του Δεσπότου Χριστού σαν το φως, δηλαδή βλέποντας τον Χριστό να αναβάλλεται, δηλαδή να ενδύεται το φως σαν ιμάτιο, έχουμε βεβαιότερο και ασφαλέστερο αυτόν τον λόγο του Δαβίδ. Όμοια ακούγοντας τον ίδιο Δαβίδ να προφητεύει για την αγαλλίαση που θα λάβουν οι απόστολοι στο Θαβώρ για το αγαπητό όνομα του Υιού που εκφώνησε ο Πατήρ: «Θαβώρ καί Ἑρμῶν ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται(:Το καταπράσινο από φυτείας Θαβώρ και το χιονοσκέπαστο Ερμών στο άκουσμα του ονόματός σου ανασκιρτούν αγαλλόμενα και Εσένα ως δημιουργό τους Σε επευφημούν)» [Ψαλμ.88,13], τώρα όμως εμείς ακούγοντας αυτήν την αγαπητή φωνή και χαροποιηθέντες, από αυτό έχουμε βεβαιότερο τον προφητικό αυτόν λόγο[10]. Όμοια και όλες τις άλλες προφητείες περί του Χριστού βλέποντας εκπληρωμένες τις έχουμε βεβαιότερες από πρώτα».
«ᾧ καλῶς ποιεῖτε προσέχοντες ὡς λύχνῳ φαίνοντι ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ καὶ φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν(:Κι εσείς καλά κάνετε και προσέχετε στους προφητικούς αυτούς λόγους, σαν να βλέπετε ένα λυχνάρι που φέγγει μέσα σε σκοτεινό τόπο, μέχρις ότου η ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας λάμψει μέσα στα σκοτάδια, και το άστρο της αυγής που φέρνει το φως, δηλαδή ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ανατείλει στις καρδιές σας και τις γεμίσει με χαρά και αγαλλίαση)»[Β΄Πέτρ.1,19].
«Επειδή», λέγει, «και οι λόγοι των προφητών είναι βεβαιότεροι τώρα, γι'αυτό εσείς οι Χριστιανοί καλά θα κάμετε εάν προσέχετε στους λόγους και στις προφητείες τους, όσο καιρό είστε ακόμη αρχάριοι και ατελείς και δεν αξιωθήκατε του νοερού φωτισμού στην καρδιά. Διότι, όπως ο λύχνος λάμπει με ένα μικρό φως στον αφώτιστο και σκοτεινό τόπο, έτσι και οι λόγοι των προφητών λάμπουν λίγο τους αφώτιστους ακόμη χριστιανούς με την προκήρυξη των θαυμάτων και μυστηρίων του Χριστού · διότι τελειότεροι είναι οι λόγοι των προφητών από τον παλαιό νόμο με τις αισθήσεις του σώματος, που είναι λεπτότερες από το σώμα». Το δε Ευαγγέλιο μοιάζει με τη λογική και νοερή ψυχή, καθώς λέγει ο άγιος Μάξιμος[Κεφ.92 της α΄ εκατοντάδος των Γνωστικών], και τρόπον τινά, οι λόγοι των προφητών είναι μεταξύ του παλαιού νόμου και της νέας χάριτος του Ευαγγελίου, και από μεν τον νόμο είναι λεπτότεροι και τελειότεροι, από δε το Ευαγγέλιο είναι παχύτεροι και ατελέστεροι. Παραγγέλλει λοιπόν ο απόστολος στους τότε Χριστιανούς να προσέχουν στους λόγους των Προφητών, όχι πάντοτε και για όλη τους την ζωή, αλλά έως ότου να λάμψει η νοητή ημέρα και ο φωσφόρος, δηλαδή ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, να ανατείλει μυστικά μέσα στις καρδιές τους με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Πώς όμως προξενείται αυτός ο φωτισμός στην καρδία; Άκουσε. Πρώτα προξενείται με την εργασία όλων των ζωοποιών και θεουργών του Κυρίου εντολών. Δεύτερον με την απόκτηση όλων των αρετών, τόσο των πρακτικών όλο και των θεωρητικών, ιδιαίτερα όμως και εξαιρέτως με την αδιάλειπτη και καρδιακή προσευχή, που μελετάται στην καρδιά και λέγεται με πενθική διάθεση. Με όλα αυτά λοιπόν και μάλιστα με το πένθος και τα δάκρυα καθαρίζεται η καρδία και όλος ο εσωτερικός άνθρωπος από τις προλήψεις και από τα πάθη, τόσο τα σωματικά, όπως είναι το πάθος της λαιμαργίας, της φιληδονίας, της φιλοσαρκίας και των άλλων, όσο και από τα ψυχικά, όπως είναι το πάθος της οιήσεως, της κενοδοξίας, της απιστίας, της δειλίας και των άλλων. Αφού λοιπόν καθαριστεί από τα πάθη αυτά η καρδιά, τότε φροντίζει ο άνθρωπος να αποκτήσει και την χρυσή σειρά των θεοειδών αρετών· την ειρήνη των λογισμών που είναι χωρητικό δώρο των χαρισμάτων· την ταπείνωση, που κτίζεται από το Άγιο Πνεύμα· την πραότητα, την φιλαδελφία και την κορυφή όλων των αρετών, την αγάπη.
Αφού λοιπόν ο άνθρωπος κατορθώσει όλα αυτά και ο νους του επιστρέψει, όχι μόνον αυτός στον εαυτό του με την νοερά επιστροφή στην καρδιά, αλλά και όλες τις άλλες δυνάμεις της ψυχής επιστρέψει στον εαυτό του και τις κάνει και αυτές τρόπον τινά νοερές, τότε αφού ανεβεί επάνω από κάθε κτίσμα αισθητό και νοητό και από κάθε νόημα αυτών των κτισμάτων, άλαλος και κωφός παρίσταται στον Θεό και σαν μία ύλη αδιαμόρφωτη διαμορφώνεται και μορφώνεται από την χάρη του Θεού. Και λοιπόν όταν σε τέτοια κατάσταση φθάσει ο άνθρωπος, τότε και η καρδιά φωτίζεται με φωτισμό νοερό μεν αληθινό όμως του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος επειδή παραμένει στην καρδιά και δεν διαλύεται σαν την γνώση των νοημάτων, γι΄αυτό και ενυπόστατος ονομάζεται από τους αγίους [11] και στη συνέχεια γίνεται έμπρακτα ο λόγος αυτός που λέγει εδώ ο Κορυφαίος και η νοητή ημέρα διαυγάζει και ο νοητός φωσφόρος ανατέλλει στην καρδιά[12].
Τότε δεν χρειάζεται πλέον ο Χριστιανός που φωτίσθηκε έτσι να προσέχει στον νόμο και στους προφήτες, για να βεβαιωθεί από εκεί το κατά Χριστόν μυστήριο. Όχι. Διότι Αυτός ο του νόμου Δοτήρας και των προφητών Δεσπότης, ο Οποίος ενέπνευσε τις προφητείες στους προφήτες, Αυτός, λέγω, ενοικεί δια της χάριτος και του θείου φωτός Του μέσα στην καρδιά του και τον διδάσκει μυστικά, όσο είναι χωρητό, όχι μόνον το μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας, αλλά και άλλα δόγματα της υψηλής Θεολογίας μυστικά και απόρρητα και τον πληροφορεί και τον κάνει βεβαιόπιστο. Και αυτό είναι εκείνο που έγραφε ο μέγας Παύλος προς τους Κορινθίους: «Ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ(:Και κηρύττουμε αποκλειστικά και μόνο για την δόξα του Χριστού, διότι ο Θεός, ο Οποίος στη δημιουργία του κόσμου διέταξε από το σκοτάδι να λάμψει το φως, Αυτός και τώρα έλαμψε στις καρδιές μας, όχι μόνο για να φωτισθούμε εμείς, αλλά και για να μεταδοθεί μέσα από μας ο φωτισμός που προέρχεται από τη γνώση της δόξας του Θεού, η οποία φανερώθηκε μέσα από το πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Ιησού Χριστού)»[Β΄Κορ.4,6].
ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ:
1. Σημείωσε ότι η «κλήσις» και η «ἐκλογή» έχουν διαφορά μεταξύ τους. Η μεν «κλήσις» είναι καθολικότερη, ενώ η «ἐκλογή» είναι μερικότερη. Και κάθε μεν εκλογή λέγεται και κλήση, και κάθε κλήση όμως λέγεται και εκλογή. Διότι ο Θεός καλεί στην επίγνωσή Του με την λεγόμενη προκαταρκτική Του χάρη, δεν εκλέγει όμως και όλους. Όσους όμως εκλέγει, αυτούς λέγεται ότι και καλεί. Για παράδειγμα, όλους τους ανθρώπους και Ιουδαίους και εθνικούς κάλεσε ο Θεός με την προκαταρκτική χάρη και τον φυσικό νόμο στην επίγνωσή Του, αλλά μόνον οι Ιουδαίοι αυτοί εκλέχθηκαν στην Θεογνωσία από τα άλλα έθνη. Όμοια πάλι όλα τα έθνη κλήθηκαν στην πίστη του Χριστού, αλλά διαλέχθηκαν να πιστεύουν μόνον οι Χριστιανοί, οι οποίοι πίστεψαν προερχόμενοι από τους Ιουδαίους και από τα έθνη. Ώστε οι ίδιοι είναι και κλητοί, οι ίδιοι είναι και εκλεκτοί.
Ωστόσο, πρέπει να γνωρίζουμε ότι υπάρχουν διάφορες εκλογές. Υπάρχει εκλογή για την γνώση του ενός Θεού, όπως έγινε η εκλογή των Ιουδαίων από τα άλλα έθνη. Υπάρχει εκλογή για την πίστη στον Χριστό, όπως ήταν αυτή που έγινε στους Χριστιανούς που πίστεψαν προερχόμενοι από τους Ιουδαίους και από τους εθνικούς. Υπάρχουν και άλλες όμοιες μερικότερες. Υπάρχει και η τελευταία εκλογή για την αιώνια δόξα και μακαριότητα, την οποία αξιώνονται μόνον εκείνοι που θα διαμείνουν μέχρι τέλους στην χάρη και στην αρετή. Όλες λοιπόν οι άλλες εκλογές μπορούν να εκπέσουν, όταν όσοι εκλέχθηκαν δεν παραμείνουν μέχρι το τέλος στην χάρη και στην αρετή, αλλά μόνον η εκλογή, που αναφέρεται στην αιώνια δόξα δεν εκπίπτει, διότι είναι συντροφευμένη με την διαμονή στη χάρη αυτών που εκλέχθηκαν. Και οι μεν άλλες εκλογές επέχουν κλήσεως τάξη, αναφερόμενες στην ύστατη εκλογή της αιώνιας δόξης, επειδή εκπίπτουν από το ύστατο τέλος της μακαριότητος. Ενώ η εκλογή που αναφέρεται στη μακαριότητα, αυτή μόνον κυρίως λέγεται εκλογή και αυτή επισφραγίζει και τον προορισμό. Γι΄αυτό είπε ο Κύριος: «Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί(:Διότι πολλοί είναι καλεσμένοι,λίγοι όμως είναι εκλεκτοί)»[Ματθ.20,16].
Και για να μιλήσω συντομότερα και γενικότερα, μία κλήση και μία εκλογή έκανε ο Θεός από την δική Του αγαθότητα όλων των ανθρώπων, δηλαδή για να τους κάνει κοινωνούς της αιώνιας δόξας και μακαριότητάς Του. Όσοι λοιπόν ακολουθήσουν την κλήση αυτή και εκλογή του Θεού και συμφωνήσουν με τα αγαθά έργα, σώζονται και πετυχαίνουν την μακαριότητα. Όσοι όμως δεν θέλουν να ακολουθήσουν, αυτοί εκπίπτουν και από τον σκοπό, για τον οποίο έγινε η κλήσις και εκλογή του Θεού, που είναι η αιώνια δόξα.
2. Στον Μητροφάνη λέγεται «δι΄ὃ μελήσω ἀεί ὑμᾶς περί τούτων ὑπομιμνήσκειν».
3. Το ότι οι άγιοι και μετά θάνατον θυμούνται τα επί γης και φροντίζουν και πρεσβεύουν στον Θεό για τους ζώντες και για τους οικείους τους μαρτυρεί το δεύτερο βιβλίο των Μακκαβαίων, κεφάλαιο ιε΄. Εκεί φαίνεται ότι ο Προφήτης Ιερεμίας και ο Ονίας, οι οποίοι πέθαναν προηγουμένως, προσεύχονταν για το γένος του Ισραήλ, που περιέπεσε σε πολλές συμφορές. Και ο προφήτης Ηλίας αναληφθείς προηγουμένως επί του βασιλέως Ιωασαφάτ, ύστερα μετά την ανάληψή του έστειλε (ίσως δι’ αγγέλου) γράμματα φοβεριστικά στον βασιλέα Ιωράμ τον υιό του, όπως αναφέρεται: «Καὶ ἦλθεν αὐτῷ (τῷ Ἰωράμ) ἐν γραφῇ παρὰ Ἠλιοὺ τοῦ προφήτου λέγων· τάδε λέγει Κύριος Θεὸς Δαυὶδ τοῦ πατρός σου(: Και έφτασε στα χέρια του Ιωράμ γραπτό κείμενο εκ μέρους του προφήτη Ηλία, το οποίο έγραφε: Αυτά λέγει ο Κύριος, ο Θεός του Δαβίδ, του προπάτορός σου» [Β΄Παραλ. 21,12].
Και ο θεϊκός Αμβρόσιος στον Επιτάφιο του Θεοδοσίου λέγει ότι ο μέγας Θεοδόσιος φροντίζει στους ουρανούς για τον Ονώριο και τον Αρκάδιο, τους υιούς του. Και ο Θεολόγος Γρηγόριος γράφει ότι ο Μέγας Βασίλειος αφού πέθανε, φαινόταν πολλές φορές και τον νουθετούσε, όταν σε κάποιο πράγμα έβγαινε έξω από το πρέπον: «ᾧ καί νῦν ἔτι νουθετοῦμαι καί σωφρονίζομαι διά νυκτερινῶν ὄψεων, εἴ ποτε τοῦ δέοντος ἔξω πέσοιμι»[Ἐγκώμιον εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον]. Ο ίδιος πάλι στον Α΄ στηλιτευτικό λόγο του, «Κατά Ἰουλιανοῦ» λέγει: «Ἄκουε καί ἡ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου ψυχή, εἰ τις αἴσθησις». Αλλά και στην Αποκάλυψη γράφεται: «Καὶ οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, ἔχοντες ἕκαστος κιθάραν καὶ φιάλας χρυσᾶς γεμούσας θυμιαμάτων, αἵ εἰσιν αἱ προσευχαὶ τῶν ἁγίων(:Και οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι έπεσαν μπροστά στο Αρνίο. Ο καθένας μάλιστα από τους πρεσβυτέρους είχε μία κιθάρα και χρυσές φιάλες γεμάτες από θυμιάματα· αυτά είναι οι προσευχές των Χριστιανών που αποτελούν όλη την Εκκλησία)»[Αποκ.5,8]. Ψάλλει δε και η Εκκλησία στην μνήμη των αγίων μαρτύρων Γουρία, Σαμωνά και Άβιβου αυτά: «Ψυχαῖς ταῖς τῶν δικαίων γάρ παρά Θεοῦ τοῦτο δέδοται, τά ἐνταῦθα γινόμενα νοερῶς ἐνοπτρίζεσθαι(: Έχει δοθεί από τον Θεό το εξής στις ψυχές των δικαίων, να μπορούν να βλέπουν νοερά όσα γίνονται στον εδώ κόσμο)».
4. Σημείωσε ότι οι υλικοί και κτιστοί οφθαλμοί των αποστόλων είδαν στο Θαβώριο ότι παράδοξα άστραψε με την σάρκα του Κυρίου το άυλο και άκτιστο φως της Θεότητος, όχι απλώς με την φυσική τους δύναμη, αλλά αφού ενισχύθηκαν με την υπερφυσική χάρη και δύναμη του Θεού, όπως όλοι οι ιεροί θεολόγοι ομόφωνα ομολογούν και μάλιστα ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, αλλά αρκετά και Μάρκος ο Εφέσου λέγοντας: « Εάν η όρασις μπορεί μόνο να αντιληφθεί σχήματα και χρώματα και αυτό το φως, που είναι άυλα για τον οικείο λόγο, ποιο είναι το άξιο θαυμασμού εάν και αυτό το άυλο φως, μπόρεσε κάποτε να το παραδεχθεί, βοηθούμενη από την θεία δύναμη;»[Κεφ. λζ΄ Περί θείου φωτός].
5. Αλλά και ο Θεολόγος Γρηγόριος τούτο συμμαρτυρεί λέγοντας: «Τι μεγαλύτερο υπάρχει από την ταπεινότητα του ανθρώπου, ώστε να συμπλακεί με τον Θεό και να γίνει Θεός από την μίξη αυτή; Και τόσο να τον επισκεφθεί ανατολή εξ ύψους, ώστε και αυτό το άγιο που θα γεννηθεί να ονομάζεται Υιός υψίστου και να του χαριστεί όνομα το υπέρ παν όνομα; Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά Θεός;»[Λόγος β΄ Περί Υιού]. Επειδή όμως ένας Υιός κατά την υπόσταση ο εκ του Πατρός γεννηθείς καθόσον Θεός και εκ της Παρθένου καθόσον άνθρωπος, γι'αυτό ακριβώς εξεταζόμενο το «Οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός» λέγεται προς τον Χριστό και καθόσον άνθρωπος και καθόσον Θεός. Διότι δηλώνει ότι ούτος, δηλαδή ο φαινόμενος ως άνθρωπος Υιός μου αγαπητός είναι καθόσον ο Θεός.
Γι΄αυτό ο Σελευκείας θεϊκός Βασίλειος ως εξής λαμπρά πανηγυρίζει στην εορτή της Μεταμορφώσεως λέγοντας: «Οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός. Εκείνους δούλους έκτισα, αυτόν Υιόν εκ της ουσίας εγέννησα. Δικός μου Υιός είναι και αν ακόμη για χάρη σας περιεβλήθη δούλου μορφή. Απρόσιτο έχει το φως, και αν ακόμη για χάρη σας ‘’τάς ἀκτῖνας ἐμέτρησεν’’. Μακάριοι οι οφθαλμοί, που είδαν τον Χριστό στολισμένο νυφικώς! Μακάριοι οι οφθαλμοί, που είδαν σε ήμερο σχήμα την φοβερή ημέρα της κρίσεως! Διότι εκείνα που θα ιδούν άγγελοι τρέμοντας, αυτά χαίροντες έβλεπαν». Με αυτό συμφωνεί και ο άγιος Εφραίμ λέγοντας στον λόγο στην Μεταμόρφωση: «Οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, όχι χωρισμένος από την δόξα της Θεότητός Του, αλλά σε ένα έκραζε Αυτόν που φαίνεται σε σώμα ευτελές και σε δόξα φοβερή».
6. Επειδή κατά τους Μεταφυσικούς άλλα μεν είναι «μέσα» μόνο και όχι «τέλη», άλλα πάλι είναι και «μέσα» και «τέλη» συγχρόνως, δηλαδή προς μεν τα κατώτερα «τέλη», προς τα μέσα ανώτερα «μέσα». Άλλα πάλι είναι «τέλη» μόνο και όχι «μέσα», τα οποία και «τέλη τελών» ως ανώτερα όλων ονομάζονται. Γι'αυτό και ο θεοφόρος Μάξιμος θεολογεί εδώ, όπως νομίζω, ότι το μυστήριο της του Θεού Λόγου ενανθρωπήσεως είναι «τέλος» μόνον και όχι «μέσον» ως ανώτατο και υψηλότατο και Τέλος Τελών το κορυφαιότατο, όλων των έργων των προς τα έξω της Αγίας Τριάδος, εξαιτίας του οποίου τα πάντα, αυτό όμως «οὐδενός ἕνεκα», μολονότι και αυτό εξεταζόμενο κατά λόγον άλλον έγινε για την ανάπλαση και σωτηρία του ανθρώπου, όπως σε πολλά μέρη ως κήρυγμα τούτο δημοσιεύει η Θεία Γραφή και οι άλλοι Πατέρες.
Και για να μιλήσουμε γενικά, το Μυστήριο της Ενσάρκου Οικονομίας είναι Αρχή και Μέσον και Τέλος όλων των κτισμάτων νοητών και αισθητών και μικτών. Και αρχή είναι όλων των κτισμάτων, καθόσον η πρόγνωσις και ο προορισμός του Μυστηρίου αυτού έγινε αρχή και αιτία ώστε να προγνωσθούν και να προορισθούν και να κτισθούν όλα τα κτίσματα, σύμφωνα με το «Κύριος ἔκτισέ μέ ἀρχήν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ(:ο Θεός Πατήρ μου, ο Κύριος, με εγέννησε προ πάντων των αιώνων ως Υιό και Λόγο Αυτού κατά την θεότητά μου και με κατέστησε εν χρόνω δημιουργική αιτία ολόκληρης της Δημιουργίας Του)»[Παρ. 8,22]. Και το «Πρωτότοκος πάσης κτίσεως»[Κολ.1,15] για τον Υιό και Λόγο του Θεού έχει ειπωθεί, ως ανθρώπου. Γι'αυτό βλέπε τον ιεροκήρυκα Ηλία Μηνιάτη στον Β΄ λόγο προ της Χριστού Γεννήσεως, κατά το α΄μέρος.
Λέγει, ακόμη, και ο θεοφόρος Μάξιμος στην ίδια εξηκοστή ‘’λύση απορίας’’: «Για το μυστήριο κατά Χριστόν, όλοι οι αιώνες και όλα όσα περιέχουν, έχουν λάβει την αρχή και το τέλος του είναι τους. Διότι πιο πριν από τους αιώνες προϋπονοήθηκε η ένωσις του ορίου και της αοριστίας, του μέτρου και της αμετρίας, του πέρατος και της απειρίας, του δημιουργού και της δημιουργίας, της στάσεως και της κινήσεως, και η ένωση αυτή έγινε στο πρόσωπο του Χριστού, όταν φανερώθηκε στο τέλος των χρόνων και πραγματοποίησε την πρόγνωση του Θεού, ώστε να σταματήσουν γύρω στο τελείως ακίνητο κατά την ουσία, όσα κινούνται από την φύση τους».
Έγινε δε και «μέσον» το μυστήριο αυτό, καθόσον χάρισε πλήρωση στην πρόγνωση του Θεού, όπως είπε ο θεοφόρος Μάξιμος. Χάρισε ατρεψία στους αγγέλους και ακινησία στο κακό, κατά τον Θεσσαλονίκης θεϊκό Γρηγόριο(ομιλία στην Χριστού Γέννησιν)· κατά τον Νικήτα, ο οποίος σχολιάζει το ρητό του μεγάλου Γρηγορίου του Θεολόγου στο Πάσχα, που λέγει «Σήμερον σωτηρία τῷ Κόσμῳ, ὅσος τε ὁρατός, καί ὅσος ἀόρατος»· και κατά τον Βρυέννιο Ιωσήφ(Λόγος στο Γενέσιο της Θεοτόκου, τόμος Γ΄) χάρισε στους ανθρώπους λύση της προπατορικής αμαρτίας, δόση της χάριτος, αφθαρσία, αθανασία, σωτηρία, ατρεψία και άλλα μύρια αγαθά.
Είναι και «τέλος» το μυστήριο αυτό, καθόσον αυτό έγινε και σε αγγέλους και σε ανθρώπους και σε όλη την κτίση τελείωσις και θέωση και δόξα και μακαριότητα. Και καθόσον αυτό έγινε ένωση Κτίστου και κτισμάτων και δόξα του ανάρχου Πατρός δοξασθέντος όχι δια ψιλών [:δια απλών] κτισμάτων, αλλά δι’ Αυτού του κατ’ ουσίαν Υιού και Λόγου Του που ενδύθηκε την φύση των ανθρώπων. Αυτό το «τέλος» είναι το ύστατο όλων, μετά το οποίο δεν υπάρχει άλλο «τέλος» ανώτερο. «Καί οὗ ἕνεκα μέν τά πάντα, αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκα» κατά τα λόγια του ίδιου πάλι θεϊκού Μάξιμου.
Από τα όσα λέχθηκαν λοιπόν μπορεί να συμπεράνει ο καθένας ότι απαραιτήτως έπρεπε να γίνει το μυστήριο της ενανθρωπήσεως. Κατά πρώτον και κύριο και καθαυτό λόγο, διότι το μυστήριο αυτό ήταν προηγούμενο θέλημα του Θεού, κατά τον θείον της Θεσσαλονίκης Γρηγόριο, το οποίο είχε ως πρώτιστο κινητικό αίτιο την άπειρη και ουσιώδη και υπεράγαθη αγαθότητα του Θεού. Μάλλον, όμως, αυτόν τον ενδότατο πυθμένα της πατρικής αγαθότητος, όπως είπε ο θεοφόρος Μάξιμος. Κατά δεύτερον λόγο και διότι αυτό ήταν αναγκαίο σε όλα τα κτίσματα, νοητά και αισθητά, ως αρχή αυτών και μέσον και τέλος(βλέπε και άλλες υψηλές θεολογίες του ίδιου μέγιστου Μαξίμου περί του μυστηρίου τούτου στις υποσημειώσεις του στο εδάφιο: «προεγνωσμένου μὲν πρὸ καταβολῆς κόσμου»[Α΄Πέτρ.1,20].
7. Αυτήν την επιγραφή ερμηνεύοντας ο Μέγας Βασίλειος λέγει τα όντως αξιαγάπητα και αξιέραστα υπέρ του αγαπητού και όντως εραστού λόγια: «Άραγε θα δυνηθώ να σου διηγηθώ περί του Αγαπητού, όπως ακριβώς τον παρουσιάζει ο λόγος; Ή Τον γνωρίζεις καλά προτού να σου διηγηθώ, ενθυμούμενος τη φωνή του Ευαγγελίου: ‘’Οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός ἐν ᾧ εὐδόκησα, αὐτοῦ ἀκούετε’’»; Είναι αγαπητός στον Πατέρα, επειδή είναι Μονογενής· σε όλη την κτίση επειδή είναι φιλάνθρωπος πατήρ και αγαθός προστάτης. Έχουν την ίδια φύση το αγαπητό και το αγαθό. Γι'αυτό σωστά όρισαν μερικοί ότι (ο Αριστοτέλης δηλαδή στο Α΄ των Ηθικών) αγαθό είναι εκείνο που επιθυμούν όλοι. Δεν δύναται ο οποιοσδήποτε να φθάσει στην τελειότητα της αγάπης και να γνωρίσει τον πράγματι Αγαπητό, αλλά μόνον εκείνος που απέβαλε ήδη τον παλαιό άνθρωπο ‘’τόν φθειρόμενον κατά τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης’’, και ενεδύθη τον νέον, ‘’τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ΄εἰκόνα τοῦ κτίσαντος’’. Εκείνος λοιπόν που αγαπά τα χρήματα και συγκινείται από το φθαρτό κάλλος των σωμάτων και υπερτιμά αυτήν την ψεύτικη δόξα, ξόδεψε την δύναμη της αγάπης σε όσα δεν έπρεπε, και κατέστη τελείως τυφλός για να δει τον πράγματι Αγαπητό».
8. Τα λόγια του αγίου Εφραίμ έχουν ως εξής: «Εδώ ο Πατήρ εφώνησε τον Υιόν αυτού. Εδώ ο Ων μαρτυρεί, αποκαλύπτει το Γέννημα Αυτού. Με αυτήν την φωνή έπεσαν οι απόστολοι με το πρόσωπο στη γη· διότι ήταν φοβερή η βροντή, ώστε από την φωνή του η γη από κάτω από τα πόδια τους έτρεμε. Όμοια και αυτοί από τον φόβο έτρεμαν και έπεφταν».
9. Γι΄αυτό λέγει και ο άγιος Εφραίμ: «Πλησίασε λοιπόν ο Κύριος και τους κάλεσε με την φωνή Του. Και όπως ακριβώς η φωνή του Πατρός η φοβερή τους έριξε κάτω, έτσι και η φωνή του Υιού με την δύναμή της τους ανήγειρε για την δόξα Του»[Λόγος στην Μεταμόρφωση].Σημειωτέον όμως ότι ο φόβος αυτός των αποστόλων δεν ήταν δουλικός για να μην κολασθούν, αλλά ήταν υικός και των τελείων, γι΄αυτό ήταν και με χαρά σύμμικτος. Τους συνέβη δε με φυσικό τρόπο. Πρώτον, διότι κτιστή φύσις δεν είναι δυνατό να πλησιάσει στην άπειρη δόξα και μεγαλειότητα της άκτιστης και υπερούσιας φύσεως του Θεού: «Τίς γάρ ἔστη ἕν ὑποστήματι Κυρίου καὶ εἶδε τὸν λόγον αὐτοῦ;(: Ποιος πλησίασε και στάθηκε με άγιο φόβο και ειλικρίνεια μπροστά στον δικαιοκρίτη Κύριο, αναμένοντας θεία ενέργεια, και αξιώθηκε να δεχθεί φωτισμό και να γνωρίσει τον λόγο Του;)», όπως λέγει ο Ιερεμίας [Ιερ.23,18], και δεύτερον διότι άλλη φορά δεν είδαν, ούτε άκουσαν τέτοια φοβερή θεωρία και ακοή Θεού.
Με τον φόβο λοιπόν και με την πτώση έμαθαν ότι ο Θεός είναι φύσει φοβερός και απλησίαστος και αμέθεκτος, συγκαταβαίνοντας όμως γίνεται μεθεκτός στους αξίους με κάποια απόρροια των θεϊκών του προσόντων. Βλέπε και τα περί του διττού φόβου λόγια του αγίου Μαξίμου στην υποσημείωση του εδαφίου: «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ(:Όποιος αγαπά δεν φοβάται τον Κριτή νιώθοντας ένοχος για τις αμαρτίες του, για τις οποίες θα δώσει λόγο)»[Α΄Ιω. 4,18]. Το ότι όμως ο φόβος, τον οποίον δέχθηκαν οι απόστολοι στο Θαβώριο όρος, δεν ήταν φόβος δούλων, αλλά φόβος των τέλειων, φανερά απέδειξε η Σύνοδος που έγινε κατά του Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη παρόντος του βασιλέως Ανδρονίκου του Παλαιολόγου. Επειδή λοιπόν ο Βαρλαάμ πρόβαλε ότι οι θείοι απόστολοι ήσαν ατελείς και σε αυτήν εκείνη την θειότατη Θεωρία της Μεταμορφώσεως από τον φόβο που δοκίμασαν· διότι λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς φοβήθηκαν «ἐν τῷ ἐκείνους εἰσελθεῖν εἰς τήν νεφέλην», από αυτό στη συνέχεια έβγαλε ως συμπέρασμα ότι και το ορώμενο εκείνο φως ήταν κτιστό και χαμαίζηλο και δεν ήταν άξιο για κατανόηση. Γι'αυτό η Σύνοδος λέγει ότι ο θειότατος εκείνος και σοφός και αοίδιμος βασιλεύς, από το παρόμοιο πάντως φως αφού δέχθηκε φως στον νου του, είπε, ότι υπάρχει και φόβος που δεν είναι των εισαγόμενων αλλά των τελείων… Απόδειξις του ότι τότε οι Απόστολοι δεν είχαν τον εισαγωγικό, αλλά τον τέλειο φόβο, είναι το ότι επιζητούσαν να παραμένουν για πάντα στο ανέκφραστο εκείνο θέαμα(στα προλεγόμενα του τόμου του περί αγάπης).
10. Ο δε σοφός Φώτιος στο ρνδ΄ ζήτημα των «Αμφιλοχίων» του ισχυρίζεται ότι βεβαιότερος έγινε ο προφητικός αυτός λόγος, όχι στον Πέτρο, που είδε με τους ίδιους του τους οφθαλμούς την μεγαλοπρέπεια και δόξα του μονογενούς, που φάνηκε στο Θαβώρ, αλλά στους Χριστιανούς προς τους οποίους έγραφε, οι οποίοι δεν αξιώθηκαν αυτής της αυτοψίας του Δεσπότου Χριστού. Λέγει δηλαδή: «Εκείνος λέγοντας -ο Πέτρος δηλαδή- ‘’καί ταύτην τήν φωνήν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν’’, κατόπιν συμπληρώνοντας ‘’καί ἔχομεν βεβαιότερον τόν προφητικόν λόγον’’, δεν είπε για τον εαυτό του βεβαιότερο. Άπαγε! Και μάλιστα προαναφωνώντας: ‘’ὡς ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος, ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τήν τούτου δύναμιν καί παρουσίαν’’. Τι βεβαιότερο θα μπορούσε να είναι από την αυτοψία και του να αναπετάσει τις ακοές του στην υποδοχή της άνωθεν φωνής και στο να φωτιστεί με την πατρική μαρτυρία; Αλλά βεβαιότερο λέγει σε εκείνους στους οποίους έγραφε, σαν να λέγει: ‘’Εάν κανείς έχει γνώμη που να αμφιβάλλει για όσα λέγομε, ας ρίξει το βλέμμα του στον προφητικό λόγο(δηλαδή και σε όλους τους περί Χριστού λόγους των Προφητών, ιδιαίτερα όμως στους παραπάνω λόγους του Δαβίδ) που είναι οπωσδήποτε βεβαιότερος για εμάς από την αμφισβήτηση των πολλών. Διότι και αυτός δεν παρέρχεται την ανθρώπινη δόξα, όπως με μεγαλύτερη ευχέρεια θα το έκαναν μερικοί για άλλους. Το ότι όμως δεν είπε με βεβαιότητα για τον εαυτό του το διδάσκει προχωρώντας παρακάτω. Διότι συμπληρώνει: ‘’ᾯ καλῶς ποιεῖτε προσέχοντες’’. Λέγει ‘’εσείς’’, όχι ‘’εγώ’’. Όπως σε λυχνάρι που φωτίζει σε σκοτεινό τόπο, ‘’ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσει καί φωσφόρος ἀνατείλει ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν’’».
Επειδή όμως ο λόγος εδώ είναι για την Μεταμόρφωση, σημειώνουμε χάριν των φιλολόγων περί του πότε έγινε η εορτή αυτή. Λέγομε λοιπόν ότι κατά τον Καισαρείας Ευσέβιο(στον Κορέσιο αναφέρεται) και τους περισσότερους διδασκάλους της Εκκλησίας, η Μεταμόρφωσις έγινε σαράντα ημέρες πριν από το Πάθος, και συμφωνεί σε αυτό και ο πεζογράφος Δαμασκηνός στον λόγο στην Μεταμόρφωση. Δηλαδή αυτή έγινε κατά τον Φεβρουάριο μήνα και όχι κατά τον Αύγουστο, όπως τώρα εορτάζεται. Το ότι όμως η γνώμη αυτή είναι η περισσότερο πιθανή και γενικότερη της του Χριστού Εκκλησίας βεβαιώνεται από τα επόμενα· α) Διότι ο ευαγγελιστής Ματθαίος ο αυτόπτης και αυτήκοος μαθητής και απόστολος του Κυρίου λέγει ότι ο Κύριος πριν ακόμη να μεταμορφωθεί, έλεγε προς τους μαθητές Του αυτά: «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀπελθεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ πολλὰ παθεῖν ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ τῇ τρίτη ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι(: Aπό τότε άρχισε ο Ιησούς να διδάσκει σαφώς και ξεκάθαρα τους μαθητές Του ότι πρέπει να πάει στα Ιεροσόλυμα και να πάθει πολλά από τους πρεσβυτέρους και αρχιερείς και γραμματείς και να θανατωθεί και την Τρίτη ημέρα να αναστηθεί)»[Ματθ.16,21]. Ο δε Μάρκος προσθέτει ότι και παρρησία έλεγε τον λόγο αυτόν ότι πρόκειται να πάει στα Ιεροσόλυμα και να σταυρωθεί: «Καὶ παῤῥησίᾳ τὸν λόγον ἐλάλει (:Κι απ’ την στιγμή αυτή έλεγε φανερά και ξεκάθαρα τα λόγια αυτά για τα πάθη Του και τον θάνατό Του)»[Μάρκ.8,32]. Από τα λόγια λοιπόν αυτά συμπεραίνεται ότι κοντά στο Πάθος έγινε η Μεταμόρφωσις. β) Σύμφωνα με τη σειρά και την τάξη των κεφαλαίων του Ευαγγελιστού Ματθαίου, κοντά στο Πάθος έγινε η Μεταμόρφωσις. Επειδή διηγούμενος ο ανωτέρω Ματθαίος την θεία Μεταμόρφωση στο κεφάλαιο 17 μετά τρία μόνα κεφάλαια αμέσως αναφέρει τα Βάια, στο κεφάλαιο δηλαδή 21. γ) Διότι και περιώνυμος διδάσκαλος Ιωσήφ ο Βρυέννιος λέγει ότι την άνοιξη έγινε η Μεταμόρφωσις (σελίδα 18 του γ΄τόμου) κοντά δηλαδή στο Πάθος, που γίνεται στην εαρινή ισημερία κατά την κγ΄του Μαρτίου.
Κατά τον Φεβρουάριο λοιπόν έγινε η Μεταμόρφωσις, μετατέθηκε όμως αυτή και εορτάζεται κατά τον Αύγουστο μήνα α) διότι η Μεταμόρφωσις επειδή έγινε, όπως είπαμε, σαράντα ημέρες πριν από το Πάθος, γι΄αυτό συνέβαινε να πέφτει μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και κατόπιν ως εορτή δηλωτική του μέλλοντος αιώνος έπρεπε να εορτάζεται οκτώ ημέρες στη σειρά. Αυτό όμως ήταν ανάρμοστο να γίνεται τον καιρό της νηστείας της Αγίας Τεσσαρακοστής, που είναι πένθιμη και δηλωτική αυτού του ταλαίπωρου και κακού βίου, β) Μετατέθηκε στον Αύγουστο και όχι σε άλλον μήνα γι’ αυτήν την αιτία. Και πρόσεξε σοφία και σύνεση των τα θεία καλώς διαταξαμένων θείων Πατέρων. Επειδή, όπως είπαμε, η Μεταμόρφωσις έγινε σαράντα ημέρες πριν από το Πάθος και τον Σταυρό, η δε Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού εορτάζεται κατά την ιδ΄του Σεπτεμβρίου και επέχει τα δίκαια του Σταυρού και του Πάθους του Κυρίου, γι΄αυτό σαράντα ημέρες πριν από την ημέρα αυτή, διέταξαν να εορτάζεται η Θεία Μεταμόρφωσις κατά την στ΄του Αυγούστου, διότι από την στ΄του Αυγούστου έως την ιδ΄του Σεπτεμβρίου σαράντα ολόκληρες ημέρες συμποσούνται και ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. Όρισαν λοιπόν οι αυτοί θείοι Πατέρες να ψάλλονται την εορτή της Μεταμορφώσεως και Καταβασίες, όχι οι ειρμοί της ίδιας εορτής, όπως συνηθίζεται να γίνεται στις λοιπές δεσποτικές εορτές, όπως στην Χριστού Γέννηση και στην Υπαπαντή και στην των Θεοφανείων, το να ψάλλονται δηλαδή Καταβασίες οι ειρμοί των αυτών εορτών· αλλά όρισαν να ψάλλονται σε αυτήν Καταβασίες, οι ειρμοί της Υψώσεως του Σταυρού, για να δείξουν την αναφορά και σχέση που η Μεταμόρφωσις έχει με το Πάθος και η στ΄ του Αυγούστου με την Ύψωση του Σταυρού. Γι΄αυτό και το πρώτο τροπάριο της Μεταμορφώσεως αμέσως προοιμιάζει και αναφέρει τον σταυρό λέγοντας έτσι: «Πρό τοῦ Σταυροῦ Σου, Κύριε». Το ότι όλα αυτά δεν συνέβησαν κατά τύχη και από μόνα τους, ούτε απερίεργα και απαρατήρητα, αλλά με περιέργεια και παρατήρηση, καθένας φρόνιμος θα το ομολογήσει. Διότι ποιος μπορεί να πει ότι κατά τύχη βρέθηκαν σαράντα ημέρες από την στ΄ του Αυγούστου, κατά την οποία η Μεταμόρφωσις εορτάζεται, μέχρι την ιδ΄ του Σεπτεμβρίου, κατά την οποία η Ύψωσις του Σταυρού εορτάζεται και ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω; Βέβαια κανένας.
Γνωρίζω ότι ο Αθηνών Μελέτιος στον Α΄τόμο της «Εκκλησιαστικής Ιστορίας» λέγει πως μετεμορφώθη ο Κύριος κατά την στ΄του Αυγούστου. Αλλά έπρεπε να φέρει και κάποιον μάρτυρα των λόγων του, και όχι να μας λέγει αδέσποτα και αμάρτυρα, ότι στα μέσα, ας υποθέσουμε, του Απριλίου βάδιζε ο Ιησούς στην Γαλιλαία και στην αρχή του Μαΐου εξήλθε από την Γαλιλαία και στις τόσες του μηνός και την τάδε ημέρα της εβδομάδος έκανε εκείνο το θαύμα και την τάδε το άλλο. Πράγματα που και απόστολος και μαθητής του Κυρίου να ήταν κάποιος και αυτόπτης και αυτήκοος των θαυμάτων και λόγων του Κυρίου με τόση λεπτολογία και ακρίβεια δεν μπορούσε να τα γράψει. Γι΄αυτό απορώ πώς μπορεί αυτά να τα πιστέψει κανείς έτσι αμάρτυρα όντα και αβέβαια.
Εάν όμως κάποιος προβάλλει ως επιχείρημα το δόσιμο του δίδραχμου, το οποίο αναφέρει ο Ματθαίος μετά την Μεταμόρφωση ότι αυτό εδίδετο κατά τον μήνα Τισρί, δηλαδή τον Σεπτέμβριο και από αυτό συμπεραίνει ότι η Μεταμόρφωσις έγινε την στ΄ του Αυγούστου, απαντούμε ότι δεν ομιλεί αυτός σωστά, επειδή τα μεν βασιλικά και εξωτερικά τέλη και δοσίματα αυτά συγκεντρώνονταν κατά τον Σεπτέμβριο, που είναι αρχή εξωτερική του χρόνου· ενώ τα δίδραχμα, επειδή ήταν δόσιμο εσωτερικό και ιερατικό, γι'αυτό συγκεντρώνονταν κατά τον Μάρτιο, που είναι αρχή εσωτερική του χρόνου, σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσή. Το ότι πάλι το δίδραχμο ήταν ιερατικό δόσιμο και δινόταν στους ιερείς, το μαρτυρεί η Θεία Γραφή λέγοντας: «Καὶ ἔδωκε Μωυσῆς τὰ λύτρα τῶν πλεοναζόντων -που ήσαν τα δίδραχμα- Ἀαρὼν καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ, διὰ φωνῆς Κυρίου, ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ(: Και ο Μωυσής παρέδωσε τα χρήματα, με τα οποία είχαν εξαγορασθεί τα 273 πρωτότοκα του Ισραήλ, που ήσαν περισσότερα σε αριθμό από τους Λευίτες, στον αρχιερέα Ααρών και τους υιούς του ιερείς, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, όπως ακριβώς είχε διατάξει ο Κύριος τον Μωυσή)»[Αριθ.3,51].
Θα μπορούσε όμως να απορήσει κανείς λέγοντας: «Γιατί καθημερινά στις ώρες λέγεται το Κοντάκιο της Μεταμορφώσεως και όχι κάποιας άλλης εορτής;». Λύνοντας λοιπόν την απορία λέγομε ότι επειδή η εορτή της Μεταμορφώσεως είναι εορτή του μέλλοντος αιώνος· διότι, όπως ακριβώς οι απόστολοι έβλεπαν την δόξα του Χριστού στην Μεταμόρφωση, έτσι και οι μακάριοι στον μέλλοντα αιώνα θα βλέπουν πάλι την ίδια δόξα του Χριστού. Γι'αυτό η Εκκλησία θέλοντας να έχουν πάντοτε οι Χριστιανοί στην μνήμη τους την δόξα εκείνη που θα απολαύσουν, όρισε να λέγουν καθημερινά το Κοντάκιο της εορτής αυτής, ώστε με την συνεχή υπόμνηση να τους παρακινήσει στον πόθο και στον έρωτα της μελλούσης δόξας· και όπως ο αθλοθέτης δείχνοντας τον στέφανο στον αθλητή χαροποιεί την καρδιά του και τον ενισχύει αυτός για να αθλήσει νόμιμα και καρτερικά, για να κερδίσει τέτοιον ωραίο και πολύτιμο στέφανο, έτσι και η του Χριστού εκκλησία προσθέτοντας τρόπον τινά και δείχνοντας στους αθλητές της ευσέβειας Χριστιανούς τον στέφανο της θείας δόξας, που θα απολαύσουν, τους χαροποιεί και τους ενδυναμώνει, για να αθλήσουν ανδρείως, για να αξιωθούν τέτοιου περικαλλέστατου και ωραιότατου στέφανου της ακήρατης μακαριότητας.
Εάν όμως κανείς απορεί και λέγει: «Πώς οι απόστολοι στη Μεταμόρφωση ανεγνώρισαν την γυμνή σώματος ψυχή του Μωυσή και τον Ηλία που ήταν με το σώμα;» τότε αποκρίνεται λύνοντας την απορία ο της Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος και λέγει ότι τους αναγνώρισαν με την αποκαλυπτική δύναμη του ακτίστου φωτός εκείνου της υπερουσίου Θεότητος, καθόσον και όλοι οι Δίκαιοι με το ίδιο άκτιστο φως της Θεότητος θα γνωριστούν μεταξύ τους και όσους ποτέ σωματικά δεν γνώρισαν, κατά τον μέλλοντα αιώνα, διότι με το φως εκείνο όλων των όντων οι λόγοι αποκαλύπτονται. Τι λέγω; Και με μία μόνον ακτίνα του φωτός εκείνου. Γι'αυτό γράφει ο Διάλογος Γρηγόριος πως ο θείος Βενέδικτος βλέποντας την νύκτα φως θείο και ουράνιο έλεγε ότι «Εἶδον, καί ἰδού ὅλος ὁ κόσμος ὡς ὑπό μίαν τοῦ ἡλίου (:του θείου δηλαδή εκείνου φωτός) ἀκτῖνα συναθροισθεῖς ἦν (:Είδα και όλος ο κόσμος ήταν συγκεντρωμένος σαν μία ακτίνα του ήλιου)»(σελίδα 53 του Ευεργετινού). Με δεύτερο όμως λόγο τους ανεγνώρισαν και από τα λόγια που έλεγαν, όπως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος.
11. Λέγει ο θεοφόρος Μάξιμος: «Ἀγένητον δέ λέγω θέωσιν τήν κατ΄εῖδος ἐνυπόστατον ἔλλαμψιν, ἥτις οὐκ ἔχει γένεσιν, ἀλλ' ἐνεπινόητον ἐν τοῖς ἀξίοις φανέρωσιν» (στην ξα’ λύση των αποριών). Και ο Συμεών ο μεταφραστής παραφράζοντας τις πεντηκόντα ομιλίες του αγίου Μακαρίου, λέγει τα εξής: «Ἡ τελεία ἔλλαμψις τοῦ Πνεύματος, δέν εἶναι ἀποκάλυψις μόνον νοημάτων, ἀλλά βεβαία καί διηνεκής ἔλλαμψις ὑποστατικοῦ φωτός εἰς τάς ψυχάς»[κεφ.ρλή]. Ο δε Μέγας Βασίλειος λέγει τα εξής: «Έπαθλο της αρετής είναι το να γίνει κανείς Θεός και το να καταστράπτεται με το ακραιφνέστατο φως να γίνει υιός της ημέρας εκείνης ή να μη διακόπτεται από το σκότος. Άλλος γαρ ταύτην ποιεί ήλιος ο το αληθινό φως απαστράπτων»(Αυτό το ίδιο λέγει και ο Νύσσης Γρηγόριος στον στ΄ Ψαλμό περί της ογδόης). Λέγει και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Ἂβυσσος μέν πένθους παράκλησιν ἐθεάσατο. Καθαρότης δέ καρδίας ἐδέξατο ἔλλαμψιν. Ἔλλαμψις δέ εἶναι ἄρρητη ἐνέργεια ὁρωμένη ἀοράτως καί νοουμένη ἀγνώστως (: Η άβυσσος του πένθους αντικρίζει την –εκ μέρους του Θεού- παρηγορία. Και η καθαρότητα της καρδιάς δέχεται την θεία έλλαμψη. Έλλαμψις σημαίνει απερίγραπτη ενέργεια, η οποία κατανοείται χωρίς να κατανοείται και βλέπεται χωρίς να βλέπεται)» [Ιω. Σιν. Κλίμαξ Ζ΄53]. Αλλά και εκείνο που λέγει ο προφήτης Δαβίδ: «Ἐσημειώθη ἐφ' ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου(:Σε μας όμως Κύριε, που ελπίζουμε σε Σένα, εντυπώθηκε βαθιά μέσα μας η στοργή και η αγάπη και χάρη του προσώπου Σου· και έλαμψε σε όλους φανερή η πρόνοια και προστασία Σου)»[Ψαλμ.4,7] θέλει να πει ότι το θείο φως «βαθέως ἐνεσημάνθη», όπως το ερμηνεύει ο θεολόγος Γρηγόριος. Δηλαδή δεν γίνεται και απογίνεται σαν μία αστραπή, αλλά παραμένει στην ψυχή και αν και αναχωρήσει, αφήνει ίχνη και σημεία φανερά της παρουσίας Του στην καρδιά.
12. Το ρητό τούτο του Κορυφαίου αναφέροντας ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος λέγει τα εξής: «Και όταν χαράξει η αυγή και ανατείλει ο ήλιος στις καρδιές μας, κατά τον κορυφαίο Απόστολο, εξέρχεται, σύμφωνα με τον προφητικό εκείνο λόγο, ο πραγματικός άνθρωπος προς την πραγματική εργασία του και χρησιμοποιώντας το φως ανεβαίνει την οδό ή ανυψώνεται προς τα αιώνια όρη και με αυτό το φως καθίσταται, ω του θαύματος, επόπτης των υπερκοσμίων πραγμάτων, χωρίς να αποχωρίζεται από την ύλη που παράχθηκε στην αρχή μαζί του ή αποχωριζόμενος, όπως γνωρίζει η οδός… και με πνευματική και άρρητη βοήθεια, ακούει τα άρρητα ρήματα και βλέπει τα αθέατα· και έτσι παραδίδεται και γίνεται ολόκληρος του θαύματος, κι αν ακόμη απουσιάζει από εκεί…»[Λόγος προς την Ξένην].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· Βενεδίκτου ιερομονάχου αγιορείτου, Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία στις επτά καθολικές επιστολές των αγίων και πανευφήμων Αποστόλων Ιακώβου, Πέτρου, Ιωάννου και Ιούδα, σελ. 318-338, Έκδοση συνοδίας Σπυρίδωνος ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 2021.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου