Κυριακή της Τυροφάγου
Ματθ. στ’ 14-21
Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.
Φτάσαμε στὶς τελευταῖες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Μεγάλη Σαρακοστή. Ἤδη κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀπόκρεω , δυὸ μέρες - ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ - ἀνήκουν στὴ Σαρακοστή. Ἡ Θεία Λειτουργία δὲν τελέσθηκε καὶ ἡ ὅλη τυπικὴ διάταξη στὶς ἀκολουθίες ἔχει πάρει τὰ λειτουργικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
Τὸ Σάββατο τῆς Τυροφάγου ἡ Ἐκκλησία μας «ποιεῖ μνεία πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τὲ καὶ γυναικῶν». Οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θ' ἀκολουθήσουμε, οἱ ὁδηγοὶ στὴ δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας. Στὸν ἀγώνα ποὺ πρόκειται ν' ἀρχίσουμε δὲν εἴμαστε μόνοι, ἔχουμε βοηθοὺς καὶ παραδείγματα.
Τὴν Κυριακή, τελευταῖα μέρα πρὶν τὴ Σαρακοστή, ποὺ συνήθως τὴν ὀνομάζουμε Κυριακὴ τῆς συγγνώμης καὶ «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας του Πρωτόπλαστου Ἀδάμ».
Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιὰ νὰ ζεῖ στὸν Παράδεισο, γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία του ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴ γῆ εἶναι μιὰ ἐξορία. Η Μ. Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας. (σέλ. 32)
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Μάτθ. 6, 14-21) θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μιὰ τέτοια ἀπελευθέρωση. Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα. Δὲν πρέπει ὅμως ἡ νηστεία μας νὰ εἶναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι», νὰ μὴ φαινόμαστε «στοὺς ἀνθρώπους νηστεύοντες, ἀλλὰ στὸν Πατέρα μας ἐν τῷ κρυπτῷ» ὅπως ἀναφέρεται στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.
Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη: «Ἐὰν ἀφῆτε στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους, θὰ ἀφήσει καὶ τὰ δικά σας ὁ οὐράνιος Πατέρας». Ἡ συγχωρητικότητα εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴ σύμπνοια, στὴν ἀγάπη. Ἔτσι στὸν Ἑσπερινὸ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς, στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας, ὅλοι οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ζητώντας τὴν ἀμοιβαία συγχώρεση.
Οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸ αὐτὸ ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἀρχίζει ἡ ἀκολουθία μὲ τὸν ἱερέα ντυμένο στὰ λαμπερὰ ἄμφια καὶ τὰ τροπάρια ἀναγγέλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Μ. Σαρακοστῆς καὶ πέρα ἀπ' αὐτή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Πάσχα. Κατόπιν γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν ἑσπερινὸ ὕμνο «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης» καὶ ὁ ἱερέας προχωρεῖ στὴν Ὡραία Πύλη γιὰ νὰ ἀναφωνήσει τὸ Προκείμενο ποὺ πάντα ἀναγγέλει τὸ τέλος τῆς μιᾶς μέρας καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἄλλης. Ἡ θαυμάσια μελωδία: «Μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου, πρόσχες τὴ ψυχή μου καὶ λύτρωσε αὐτήν» λέγεται πέντε φορές, τὰ φῶτα σβήνουν καὶ τὰ χρωματιστὰ ἄμφια ἀλλάζουν.
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ξεκινάει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή: συναισθάνομαι ὅτι εἶμαι ἐξόριστος ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας Του καὶ θλίβομαι. Τελικὰ παραδέχομαι ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει σ' αὐτὴ τὴ θλίψη. Μετάνοια πάνω ἀπ' ὅλα εἶναι τὸ ἀπελπισμένο κάλεσμα γιὰ τὴ Θεία βοήθεια. Στὴ συνέχεια διαβάζεται ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ μετάνοιες. Καθὼς οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα, ὁ χορὸς ψάλλει πασχαλινοὺς ὕμνους. Ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπει στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ’ ἡμῶν, κατὰ τὴν σὴν ἐπιείκειαν, μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ’ ἡμῶν, ἀλλὰ ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ κυβέρνησον τὴν ζωὴν ἡμῶν.
Ἔτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸ πολυσύνθετον, Πατέρων σύστημα, ἀνευφημήσωμεν, ἐνθέοις ᾄσμασι, τοὺς ἐν Ἑῴᾳ καὶ Βορρᾷ, καὶ Ἄρκτῳ καὶ Μεσημβρίᾳ, ἐν ἀσκήσει λάμψαντας, καὶ Θεὸν θεραπεύσαντας, ἀρετῶν ἀκρότητι, καὶ θαυμάτων δυνάμεσι, γνωστοὺς καὶ ἀνωνύμους καὶ πάντας, οὓς ὁ Χριστὸς λαμπρῶς ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας κήρυκας, καὶ ἀσεβείας φίμωτρα, τῶν Θεοφόρων τὸν δῆμον ἐφαίδρυνας Κύριε, τὴν ὑφήλιον λάμποντα. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ τελείᾳ τοὺς σὲ δοξάζοντας, καὶ μεγαλύνοντας, διαφύλαξον ψάλλειν καὶ ᾄδειν σοι· Ἀλληλούϊα.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σύ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος· ἰδοῦ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπέσοντα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων θεία πληθὺς, οἱ πάσῃ τῇ κτίσει, ἐνασκήσαντες ἱερῶς, χρόνοις διαφόροις, ἀσκητικοῖς καμάτοις, Πατέρες Θεοφόροι, σκεύη χάριτος.
Μνήμη Εὑρέσεως Τιμίου Σταυροῦ μετὰ τῶν Τιμίων Ἥλων ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης
Ἡ Ἁγία Ἑλένη (247-328 μ.Χ.), μητέρα τοῦ πρώτου Χριστινανοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Α’ τοῦ Μεγάλου (280/288-337 μ.Χ.), τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὖρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δυὸ σταυροὺς τῶν λῃστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς.
Κατὰ τὴν παράδοση, ὕστερα ἀπὸ τὴν πληροφορία κάποιου Ἑβραίου, μὲ τὸ ὄνομα Ἰούδας, ὑποδείχθηκε ἡ θέση ὅπου ἔγινε ἡ ἀνασκαφή, κατὰ τὴν ὁποία βρέθηκαν τρεῖς σταυροί, ἤτοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν δυὸ λῃστῶν.
Ἐπειδή, ὅμως, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀναγνωρισθεῖ ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἦταν τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη παρακάλεσε νὰ τεθεῖ διαδοχικὰ ἐπάνω στοὺς σταυροὺς ἕνας νεκρὸς ποὺ τὸν πήγαιναν γιὰ ἐνταφιασμό. Μόλις λοιπὸν ὁ νεκρὸς ἐτέθη ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἀναστήθηκε. Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔθεσε τότε τὰ θεμέλια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ἀνέγερση τοῦ ὁποίου διέταξε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὸ μὲν ἥμισυ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὸ ἄφησε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου μεγάλο μέρος φυλάσσεται μέχρι σήμερα, τὸ δὲ ἄλλο ἥμισυ μετὰ τῶν ἥλων (καρφιῶν) τὸ μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκᾳς τοὶς Βασιλεύσι, κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.
Οἱ Ἅγιοι Ἀέτιος, Βασσόης, Θεόδωρος, Θεόφιλος, Κάλλιστος, Κωνσταντῖνος καὶ ἄλλοι 36 Μάρτυρες
Οἱ 42 Ἅγιοι Μάρτυρες ἔζησαν στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου (829-842 μ.Χ.) καὶ ἦταν στρατηγοὶ καὶ ταξιάρχες, πλούσιοι καὶ εὐγενεῖς. Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἦταν στρατηγὸς καὶ πατρίκιος, ὀΆγιος Ἀέτιος στρατηγός, ὁ Ἅγιος Βασσόης δρομεύς, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος πρωτοσπαθάριος, ὁ Ἅγιος Κάλλιστος τουρμάρχης καὶ ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος δρουγγάριος.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴν Συρία ὁ Ἀμηρᾶς μὲ ἀναρίθμητο στρατό, κατὰ τῶν ἀνατολικῶν μερῶν τῆς ἐπικράτειας τῶν Ρωμαίων, ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν βασιλέα στρατιῶτες, γιὰ νὰ προστατέψουν τὴν πόλη τοῦ Ἀμορίου, πρωτεύουσας τῆς Φρυγίας. Καὶ ὅταν εἶδαν τὸ ἄπειρο πλῆθος τῶν Σαρακηνῶν, εἰσῆλθαν στὸ ἐσωτερικὸ μέρος τοῦ κάστρου ἀγωνιζόμενοι μὲ καρτερία. Ἐκεῖ, ἀφοῦ συνελήφθησαν, τὸ ἔτος 838 μ.Χ., ἀπὸ τὸν χαλίφη Μοτασέμ, ὁδηγήθηκαν εἰς Σάμαρα τῆς Μεσοποταμίας καὶ κλείσθηκαν στὴ φυλακή. Ὁ χαλίφης τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς ἀποκαταστήσει στὰ ἀξιώματά τους, ἐὰν ἀλλαξοπιστήσουν καὶ γίνουν Μωαμεθανοί. Ὅμως οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀρνήθηκαν μὲ γενναιότητα καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ ὑπέστησαν πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, ἀποκεφαλίσθηκαν, τὸ ἔτος 842 μ.Χ. καὶ ἔτσι σφράγισαν τὴν ὁμολογία τους γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ αἷμα τους.
Ναὸ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων τεσσαράκοντα δυὸ τούτων Μαρτύρων ἀνήγειρε στὸ παλάτι τῶν Πηγῶν ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ (976-1025).
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν θεοσύλλεκτον, τοῦ Λόγου φάλαγγα, τοὺς Τεσσαράκοντα καὶ δυὸ Μάρτυρας, τοὺς ἐν μίᾳ πάντας σπουδή, ἀθλήσαντας τιμήσωμεν οὗτοι γὰρ τῆς πίστεως, ἡνωμένοι τὴ χάριτι , δῆμον ἀκαθαίρετον, ἱερῶς συνεκρότησαν, καὶ ὤφθησαν Χριστοῦ κληρονόμοι, ξίφει τμηθέντες τοὺς αὐχένας.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Κρατερὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ὁ Κρατερὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 42 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν τὸ ἔτος 842 μ.Χ. Ἦταν εὐνοῦχος κουβικουλάριος στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλέως τοῦ Βυζαντίου Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.), ἄριστος ἱππέας καὶ δεξιότατος χειριστὴς τῶν ὅπλων.
Ὁ Ἅγιος Μελισσηνὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μελισσηνὸς συμμετεῖχε στὴν ἄμυνα τοῦ Ἀμορίου κατὰ τῶν Ἀράβων, τὸν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 838 μ.Χ., καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 842 μ.Χ., μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἁγίους Μάρτυρες.
Ὁ Ἅγιος Εὐφρόσυνος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐφρόσυνος μαρτύρησε μέσα σὲ καυτὸ νερό. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος
Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος ἀσκήτεψε στὴν Κύπρο κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν «ὀσφὺν νοητὴν ἀρεταὶς ἐζωσμένος». Ἔκανε πολλοὺς ἀγῶνες στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ ὠφελοῦσε πολλούς, , ὄχι μόνο μὲ τὸν βίο καὶ τὴν ἀρετή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ συμβουλή. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανὸς καὶ Εὔβουλος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰουλιανὸς καὶ Εὔβουλος ὁ ἰατρός, ἦταν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Ἀρκαδίου. Ἐρχόμενοι πρὸς αὐτὸν καὶ στηριζόμενοι στὰ λόγια του φρόντιζαν γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κατὰ Θεὸν αὔξησή τους.
Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ ἀσεβοῦς Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) καὶ ἀφοῦ βασανίσθηκαν ὑπερβολικά, ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὅταν ἔμαθε τὰ γενόμενα ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος λυπήθηκε, εὐχαρίστησε ὅμως τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τὰ οἰκονόμησε ἔτσι.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Μάξιμος τελειώθηκε διὰ λιθοβολισμοῦ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀρκάδιος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Ἀρκάδιος συγκαταριθμεῖται ὑπὸ τοῦ Λεοντίου Μαχαιρὰ μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος καταγόταν ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη Ἄνδραπα τῆς Γαλατίας. Σὲ νεαρὴ ἡλικία, φλεγόμενος ἀπὸ πόθο γιὰ τὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα του καὶ κατέφυγε στὰ πρὸς τὴν θάλασσα μέρη τῆς Ἀρδανίας, πρὸς τὸ ὄρος τοῦ Μαΐωνος, ὅπου ἔκτισε καλύβα καὶ διέμενε καλλιεργώντας τοὺς ἔρημους ἀγροὺς ποὺ βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸ κελί του. Γιὰ τὸ ἄνυδρο τοῦ τόπου κατέβηκε στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, ὅπου βρῆκε πηγὴ νεροῦ καὶ ἐκεῖ ἔκτισε ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ἔζησε αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο καὶ ὁ Θεὸς τοῦ δώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε ἐντὸς τοῦ ναοῦ, ποὺ εἶχε οἰκοδομήσει, πλησίον τῆς δεσποτικῆς πύλης καὶ μέσα σὲ λίθινη λάρνακα. Κατὰ τὸ ἔτος 781 μ.Χ., ὁ Ἐπίσκοπος Ἀμασείας Θεοφύλακτος μετέφερε τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ στὴν Ἀμάσεια καὶ ἀπέθεσε αὐτὸ στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Θυσιαστηρίου.
Ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Ἀβρααμίου τοῦ ἐκ Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀβραάμιος τιμᾶται τὴν 1η Ἀπριλίου.
Ἡ Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ ἔγινε στὶς 6 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1230 ἀπὸ τὸ μεγάλο πρίγκιπα τοῦ Βλαντιμὶρ Γεώργιο (τιμᾶται 4 Φεβρουαρίου), ὁ ὁποῖος τὰ ἐναπέθεσε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς μονῆς τοῦ Κνυατζινίν.
Ὁ Ὅσιος Ἰὼβ ὁ Ἐρημίτης
Ὁ Ὅσιος Ἰώβ, κατὰ κόσμον Ἰωάννης, γεννήθηκε στὴν Μόσχα τὸ ἔτος 1635. στὶς 3 Ἀπριλίου 1701 ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰὼβ στὴ μονὴ τοῦ Σολόφσκι καὶ ἄρχισε τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ στάρετς Ἰωνά. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1720.
Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Τσζεστόκοβα ἐν Ρωσίᾳ
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Καρδίας ἐν Σελτομέζᾳ τῆς Ρωσίας
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Οὐρανίου Χαρᾶς ἐν Μόσχᾳ
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς «Οὐρανίου Χαρᾶς» φυλάσσεται στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Κρεμλίνου. Ἡ εἰκόνα βρισκόταν ἀρχικὰ στὸ Σμολὲνκ καὶ τὴ μετέφερε στὴν Μόσχα ἡ Σοφία, θυγατέρα τοῦ Λιθουανοῦ πρίγκιπα Βίτοβτ.
synaxarion.gr
anavaseis.blogspot.com
Ματθ. στ’ 14-21
Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.
Φτάσαμε στὶς τελευταῖες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Μεγάλη Σαρακοστή. Ἤδη κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀπόκρεω , δυὸ μέρες - ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ - ἀνήκουν στὴ Σαρακοστή. Ἡ Θεία Λειτουργία δὲν τελέσθηκε καὶ ἡ ὅλη τυπικὴ διάταξη στὶς ἀκολουθίες ἔχει πάρει τὰ λειτουργικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
Τὸ Σάββατο τῆς Τυροφάγου ἡ Ἐκκλησία μας «ποιεῖ μνεία πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τὲ καὶ γυναικῶν». Οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θ' ἀκολουθήσουμε, οἱ ὁδηγοὶ στὴ δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας. Στὸν ἀγώνα ποὺ πρόκειται ν' ἀρχίσουμε δὲν εἴμαστε μόνοι, ἔχουμε βοηθοὺς καὶ παραδείγματα.
Τὴν Κυριακή, τελευταῖα μέρα πρὶν τὴ Σαρακοστή, ποὺ συνήθως τὴν ὀνομάζουμε Κυριακὴ τῆς συγγνώμης καὶ «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας του Πρωτόπλαστου Ἀδάμ».
Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιὰ νὰ ζεῖ στὸν Παράδεισο, γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία του ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴ γῆ εἶναι μιὰ ἐξορία. Η Μ. Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας. (σέλ. 32)
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Μάτθ. 6, 14-21) θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μιὰ τέτοια ἀπελευθέρωση. Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα. Δὲν πρέπει ὅμως ἡ νηστεία μας νὰ εἶναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι», νὰ μὴ φαινόμαστε «στοὺς ἀνθρώπους νηστεύοντες, ἀλλὰ στὸν Πατέρα μας ἐν τῷ κρυπτῷ» ὅπως ἀναφέρεται στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.
Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη: «Ἐὰν ἀφῆτε στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους, θὰ ἀφήσει καὶ τὰ δικά σας ὁ οὐράνιος Πατέρας». Ἡ συγχωρητικότητα εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴ σύμπνοια, στὴν ἀγάπη. Ἔτσι στὸν Ἑσπερινὸ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς, στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας, ὅλοι οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ζητώντας τὴν ἀμοιβαία συγχώρεση.
Οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸ αὐτὸ ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἀρχίζει ἡ ἀκολουθία μὲ τὸν ἱερέα ντυμένο στὰ λαμπερὰ ἄμφια καὶ τὰ τροπάρια ἀναγγέλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Μ. Σαρακοστῆς καὶ πέρα ἀπ' αὐτή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Πάσχα. Κατόπιν γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν ἑσπερινὸ ὕμνο «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης» καὶ ὁ ἱερέας προχωρεῖ στὴν Ὡραία Πύλη γιὰ νὰ ἀναφωνήσει τὸ Προκείμενο ποὺ πάντα ἀναγγέλει τὸ τέλος τῆς μιᾶς μέρας καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἄλλης. Ἡ θαυμάσια μελωδία: «Μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου, πρόσχες τὴ ψυχή μου καὶ λύτρωσε αὐτήν» λέγεται πέντε φορές, τὰ φῶτα σβήνουν καὶ τὰ χρωματιστὰ ἄμφια ἀλλάζουν.
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ξεκινάει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή: συναισθάνομαι ὅτι εἶμαι ἐξόριστος ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας Του καὶ θλίβομαι. Τελικὰ παραδέχομαι ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει σ' αὐτὴ τὴ θλίψη. Μετάνοια πάνω ἀπ' ὅλα εἶναι τὸ ἀπελπισμένο κάλεσμα γιὰ τὴ Θεία βοήθεια. Στὴ συνέχεια διαβάζεται ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ μετάνοιες. Καθὼς οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα, ὁ χορὸς ψάλλει πασχαλινοὺς ὕμνους. Ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπει στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ’ ἡμῶν, κατὰ τὴν σὴν ἐπιείκειαν, μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ’ ἡμῶν, ἀλλὰ ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ κυβέρνησον τὴν ζωὴν ἡμῶν.
Ἔτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸ πολυσύνθετον, Πατέρων σύστημα, ἀνευφημήσωμεν, ἐνθέοις ᾄσμασι, τοὺς ἐν Ἑῴᾳ καὶ Βορρᾷ, καὶ Ἄρκτῳ καὶ Μεσημβρίᾳ, ἐν ἀσκήσει λάμψαντας, καὶ Θεὸν θεραπεύσαντας, ἀρετῶν ἀκρότητι, καὶ θαυμάτων δυνάμεσι, γνωστοὺς καὶ ἀνωνύμους καὶ πάντας, οὓς ὁ Χριστὸς λαμπρῶς ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας κήρυκας, καὶ ἀσεβείας φίμωτρα, τῶν Θεοφόρων τὸν δῆμον ἐφαίδρυνας Κύριε, τὴν ὑφήλιον λάμποντα. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ τελείᾳ τοὺς σὲ δοξάζοντας, καὶ μεγαλύνοντας, διαφύλαξον ψάλλειν καὶ ᾄδειν σοι· Ἀλληλούϊα.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σύ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος· ἰδοῦ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπέσοντα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων θεία πληθὺς, οἱ πάσῃ τῇ κτίσει, ἐνασκήσαντες ἱερῶς, χρόνοις διαφόροις, ἀσκητικοῖς καμάτοις, Πατέρες Θεοφόροι, σκεύη χάριτος.
Μνήμη Εὑρέσεως Τιμίου Σταυροῦ μετὰ τῶν Τιμίων Ἥλων ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης
Ἡ Ἁγία Ἑλένη (247-328 μ.Χ.), μητέρα τοῦ πρώτου Χριστινανοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Α’ τοῦ Μεγάλου (280/288-337 μ.Χ.), τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὖρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δυὸ σταυροὺς τῶν λῃστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς.
Κατὰ τὴν παράδοση, ὕστερα ἀπὸ τὴν πληροφορία κάποιου Ἑβραίου, μὲ τὸ ὄνομα Ἰούδας, ὑποδείχθηκε ἡ θέση ὅπου ἔγινε ἡ ἀνασκαφή, κατὰ τὴν ὁποία βρέθηκαν τρεῖς σταυροί, ἤτοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν δυὸ λῃστῶν.
Ἐπειδή, ὅμως, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀναγνωρισθεῖ ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἦταν τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη παρακάλεσε νὰ τεθεῖ διαδοχικὰ ἐπάνω στοὺς σταυροὺς ἕνας νεκρὸς ποὺ τὸν πήγαιναν γιὰ ἐνταφιασμό. Μόλις λοιπὸν ὁ νεκρὸς ἐτέθη ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἀναστήθηκε. Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔθεσε τότε τὰ θεμέλια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ἀνέγερση τοῦ ὁποίου διέταξε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὸ μὲν ἥμισυ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὸ ἄφησε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου μεγάλο μέρος φυλάσσεται μέχρι σήμερα, τὸ δὲ ἄλλο ἥμισυ μετὰ τῶν ἥλων (καρφιῶν) τὸ μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκᾳς τοὶς Βασιλεύσι, κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.
Οἱ Ἅγιοι Ἀέτιος, Βασσόης, Θεόδωρος, Θεόφιλος, Κάλλιστος, Κωνσταντῖνος καὶ ἄλλοι 36 Μάρτυρες
Οἱ 42 Ἅγιοι Μάρτυρες ἔζησαν στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου (829-842 μ.Χ.) καὶ ἦταν στρατηγοὶ καὶ ταξιάρχες, πλούσιοι καὶ εὐγενεῖς. Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἦταν στρατηγὸς καὶ πατρίκιος, ὀΆγιος Ἀέτιος στρατηγός, ὁ Ἅγιος Βασσόης δρομεύς, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος πρωτοσπαθάριος, ὁ Ἅγιος Κάλλιστος τουρμάρχης καὶ ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος δρουγγάριος.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴν Συρία ὁ Ἀμηρᾶς μὲ ἀναρίθμητο στρατό, κατὰ τῶν ἀνατολικῶν μερῶν τῆς ἐπικράτειας τῶν Ρωμαίων, ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν βασιλέα στρατιῶτες, γιὰ νὰ προστατέψουν τὴν πόλη τοῦ Ἀμορίου, πρωτεύουσας τῆς Φρυγίας. Καὶ ὅταν εἶδαν τὸ ἄπειρο πλῆθος τῶν Σαρακηνῶν, εἰσῆλθαν στὸ ἐσωτερικὸ μέρος τοῦ κάστρου ἀγωνιζόμενοι μὲ καρτερία. Ἐκεῖ, ἀφοῦ συνελήφθησαν, τὸ ἔτος 838 μ.Χ., ἀπὸ τὸν χαλίφη Μοτασέμ, ὁδηγήθηκαν εἰς Σάμαρα τῆς Μεσοποταμίας καὶ κλείσθηκαν στὴ φυλακή. Ὁ χαλίφης τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς ἀποκαταστήσει στὰ ἀξιώματά τους, ἐὰν ἀλλαξοπιστήσουν καὶ γίνουν Μωαμεθανοί. Ὅμως οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀρνήθηκαν μὲ γενναιότητα καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ ὑπέστησαν πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, ἀποκεφαλίσθηκαν, τὸ ἔτος 842 μ.Χ. καὶ ἔτσι σφράγισαν τὴν ὁμολογία τους γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ αἷμα τους.
Ναὸ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων τεσσαράκοντα δυὸ τούτων Μαρτύρων ἀνήγειρε στὸ παλάτι τῶν Πηγῶν ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ (976-1025).
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν θεοσύλλεκτον, τοῦ Λόγου φάλαγγα, τοὺς Τεσσαράκοντα καὶ δυὸ Μάρτυρας, τοὺς ἐν μίᾳ πάντας σπουδή, ἀθλήσαντας τιμήσωμεν οὗτοι γὰρ τῆς πίστεως, ἡνωμένοι τὴ χάριτι , δῆμον ἀκαθαίρετον, ἱερῶς συνεκρότησαν, καὶ ὤφθησαν Χριστοῦ κληρονόμοι, ξίφει τμηθέντες τοὺς αὐχένας.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Κρατερὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ὁ Κρατερὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 42 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν τὸ ἔτος 842 μ.Χ. Ἦταν εὐνοῦχος κουβικουλάριος στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλέως τοῦ Βυζαντίου Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.), ἄριστος ἱππέας καὶ δεξιότατος χειριστὴς τῶν ὅπλων.
Ὁ Ἅγιος Μελισσηνὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μελισσηνὸς συμμετεῖχε στὴν ἄμυνα τοῦ Ἀμορίου κατὰ τῶν Ἀράβων, τὸν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 838 μ.Χ., καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 842 μ.Χ., μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἁγίους Μάρτυρες.
Ὁ Ἅγιος Εὐφρόσυνος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐφρόσυνος μαρτύρησε μέσα σὲ καυτὸ νερό. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος
Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος ἀσκήτεψε στὴν Κύπρο κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν «ὀσφὺν νοητὴν ἀρεταὶς ἐζωσμένος». Ἔκανε πολλοὺς ἀγῶνες στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ ὠφελοῦσε πολλούς, , ὄχι μόνο μὲ τὸν βίο καὶ τὴν ἀρετή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ συμβουλή. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανὸς καὶ Εὔβουλος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰουλιανὸς καὶ Εὔβουλος ὁ ἰατρός, ἦταν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Ἀρκαδίου. Ἐρχόμενοι πρὸς αὐτὸν καὶ στηριζόμενοι στὰ λόγια του φρόντιζαν γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κατὰ Θεὸν αὔξησή τους.
Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ ἀσεβοῦς Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) καὶ ἀφοῦ βασανίσθηκαν ὑπερβολικά, ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὅταν ἔμαθε τὰ γενόμενα ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος λυπήθηκε, εὐχαρίστησε ὅμως τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τὰ οἰκονόμησε ἔτσι.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Μάξιμος τελειώθηκε διὰ λιθοβολισμοῦ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀρκάδιος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Ἀρκάδιος συγκαταριθμεῖται ὑπὸ τοῦ Λεοντίου Μαχαιρὰ μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος καταγόταν ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη Ἄνδραπα τῆς Γαλατίας. Σὲ νεαρὴ ἡλικία, φλεγόμενος ἀπὸ πόθο γιὰ τὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα του καὶ κατέφυγε στὰ πρὸς τὴν θάλασσα μέρη τῆς Ἀρδανίας, πρὸς τὸ ὄρος τοῦ Μαΐωνος, ὅπου ἔκτισε καλύβα καὶ διέμενε καλλιεργώντας τοὺς ἔρημους ἀγροὺς ποὺ βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸ κελί του. Γιὰ τὸ ἄνυδρο τοῦ τόπου κατέβηκε στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, ὅπου βρῆκε πηγὴ νεροῦ καὶ ἐκεῖ ἔκτισε ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ἔζησε αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο καὶ ὁ Θεὸς τοῦ δώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε ἐντὸς τοῦ ναοῦ, ποὺ εἶχε οἰκοδομήσει, πλησίον τῆς δεσποτικῆς πύλης καὶ μέσα σὲ λίθινη λάρνακα. Κατὰ τὸ ἔτος 781 μ.Χ., ὁ Ἐπίσκοπος Ἀμασείας Θεοφύλακτος μετέφερε τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ στὴν Ἀμάσεια καὶ ἀπέθεσε αὐτὸ στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Θυσιαστηρίου.
Ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Ἀβρααμίου τοῦ ἐκ Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀβραάμιος τιμᾶται τὴν 1η Ἀπριλίου.
Ἡ Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ ἔγινε στὶς 6 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1230 ἀπὸ τὸ μεγάλο πρίγκιπα τοῦ Βλαντιμὶρ Γεώργιο (τιμᾶται 4 Φεβρουαρίου), ὁ ὁποῖος τὰ ἐναπέθεσε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς μονῆς τοῦ Κνυατζινίν.
Ὁ Ὅσιος Ἰὼβ ὁ Ἐρημίτης
Ὁ Ὅσιος Ἰώβ, κατὰ κόσμον Ἰωάννης, γεννήθηκε στὴν Μόσχα τὸ ἔτος 1635. στὶς 3 Ἀπριλίου 1701 ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰὼβ στὴ μονὴ τοῦ Σολόφσκι καὶ ἄρχισε τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ στάρετς Ἰωνά. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1720.
Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Τσζεστόκοβα ἐν Ρωσίᾳ
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Καρδίας ἐν Σελτομέζᾳ τῆς Ρωσίας
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Οὐρανίου Χαρᾶς ἐν Μόσχᾳ
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς «Οὐρανίου Χαρᾶς» φυλάσσεται στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Κρεμλίνου. Ἡ εἰκόνα βρισκόταν ἀρχικὰ στὸ Σμολὲνκ καὶ τὴ μετέφερε στὴν Μόσχα ἡ Σοφία, θυγατέρα τοῦ Λιθουανοῦ πρίγκιπα Βίτοβτ.
synaxarion.gr
anavaseis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου