ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΑΥΡΟΙ, ΥΠΑΝΘΡΩΠΟΙ;
Απόσπασμα
από το βιβλίο «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ» του Αρχιμ. Χριστοδούλου,
πραγματικά επίκαιρο, αφιερωμένο εξαιρετικά σε όσους πιστεύουν ότι
μπορούν να υπηρετούν δυο Κυρίους…
Κάποτε
που ήμουνα μαζί με το Γέροντα στο κελλί του, βρήκα την ευκαιρία να λύσω
μία απορία μου σχετικά με τη μαύρη φυλή. Με απασχολούσε, αν έχη κανένα κακό αντίκτυπο στην ψυχή τους το χρώμα του σώματος.
Μήπως ο Θεός τους αποστρέφεται; Γιατί, καθώς πίστευα, δεν υπήρχαν από
τη φυλή τους άνθρωποι που ν' αγωνίσθηκαν και να σώθηκαν. Δεν είχα
ακούσει ποτέ για μαύρο που να ευαρέστησε στον Θεό.
— Θα
σου απαντήσω, μου είπε ο άγιος. Οι Αιθίοπες γενεαλογικώς κατάγονταν από
τον Σημ. Και έχουμε πολλούς που κάλεσε ο Θεός στη Βασιλεία Του από τη
φυλή τους. Έλαμψε μάλιστα η αρετή τους και με θαύματα. Θα σου διηγηθώ
τρία παραδείγματα.
Σε
παλαιότερα χρόνια ζούσε ένας τέτοιος μαύρος ληστής.
Ήταν πανύψηλος άνδρας με φοβερό παρουσιαστικό. Λήστευε στα μέρη της Παννέφου κι ήταν τόσο τρομερός, ώστε όταν μούγγριζε πέθαινες από τον φόβο σου. Μια νύχτα όμως είδε ένα τρομακτικό όνειρο. Ήταν, λέει, μια απέραντη πεδιάδα κι αυτός στεκόταν στη μέση. Σε μια στιγμή στρέφει το βλέμμα του και βλέπει ένα πύρινο ποταμό, που κυλούσε με πολύ θόρυβο, κι έτρωγε στο διάβα του ακόμη και το χώμα και τις πέτρες. Έκανε λίγα βήματα πιο κοντά για να δη. Μόλις όμως πλησίασε, βγήκαν τέσσερις φλόγες, τον άρπαξαν από τα μαλλιά και τον τραβούσαν να τον ρίξουν μέσα στο φλεγόμενο ποτάμι, για να τον κατακάψουν. Του φάνηκε τότε ότι την ώρα που τον έσερναν, ένα πνεύμα τού είπε: «Άθλιε, αν μετανοούσες και γινόσουν μοναχός δεν θα μπορούσαμε να σε καταποντίσουμε εδώ μέσα».
Ήταν πανύψηλος άνδρας με φοβερό παρουσιαστικό. Λήστευε στα μέρη της Παννέφου κι ήταν τόσο τρομερός, ώστε όταν μούγγριζε πέθαινες από τον φόβο σου. Μια νύχτα όμως είδε ένα τρομακτικό όνειρο. Ήταν, λέει, μια απέραντη πεδιάδα κι αυτός στεκόταν στη μέση. Σε μια στιγμή στρέφει το βλέμμα του και βλέπει ένα πύρινο ποταμό, που κυλούσε με πολύ θόρυβο, κι έτρωγε στο διάβα του ακόμη και το χώμα και τις πέτρες. Έκανε λίγα βήματα πιο κοντά για να δη. Μόλις όμως πλησίασε, βγήκαν τέσσερις φλόγες, τον άρπαξαν από τα μαλλιά και τον τραβούσαν να τον ρίξουν μέσα στο φλεγόμενο ποτάμι, για να τον κατακάψουν. Του φάνηκε τότε ότι την ώρα που τον έσερναν, ένα πνεύμα τού είπε: «Άθλιε, αν μετανοούσες και γινόσουν μοναχός δεν θα μπορούσαμε να σε καταποντίσουμε εδώ μέσα».
Ξύπνησε
κατατρομαγμένος. Τον είχε καταλάβει ίλιγγος και φρίκη απ’ το φοβερό
θέαμα. Τι να σημαίνη; αναρωτιόταν. Και καθώς δεν μπορούσε να δώση
εξήγηση αποφάσισε να πάη σ' ένα αναχωρητή μοναχό και να τον ρωτήση τι
είναι αυτός ο πύρινος ποταμός, που ονειρεύτηκε.
Παρευθύς
πέταξε τα ληστρικά του σύνεργα και πήρε το δρόμο που οδηγούσε στην
Πάννεφο. Βάδισε κάμποσο και σε λίγο ρίχνοντας γύρω του μια ματιά βλέπει
ένα αναχωρητικό κελλί. Πλησίασε και χτύπησε την πόρτα. Ένας γέροντας τού
άνοιξε αμέσως. «Καλώς ήρθες, λεβέντη! Πως και μπήκες σ' αυτό τον
κόπο; Μήπως σε θορύβησε ο πύρινος ποταμός και οι τέσσερις φλόγες που σε
άρπαξαν να σε ρίξουν μέσα; Τι φοβερή που είναι, παιδάκι μου, η απειλή
εκείνου τού ποταμού! θέλεις να γλυτώσης από τη φρίκη του; Μετανόησε για
τα ληστρικά σου κακουργήματα και γίνε μοναχός. Τότε θα σωθής».
Ο ληστής άκουσε εμβρόντητος τα λόγια τού ασκητή. Πέφτει αμέσως στα πόδια του: «Λυπήσου με, τίμιε πάτερ, τον μαύρο στο σώμα και στην ψυχή, παρακάλεσε. Ελέησέ με τον άθλιο και κάνε με ό,τι σε προστάξη ο Θεός». Με δάκρυα εξακολουθούσε να τον ικετεύη ώσπου ο άγιος
εκείνος γέροντας τον έκειρε μοναχό. Και αφού τον δίδαξε όλα τα
καθήκοντα της μοναχικής ζωής, του άφησε το κελλί του κι εκείνος
αποσύρθηκε πιο βαθιά στην έρημο, για να ζήση ανάμεσα στα θηρία...
Εκείνος
λοιπόν ο μαύρος με την πολλήν άσκησι έφτασε σε τέτοια μέτρα αρετής,
ώστε την ώρα που προσευχόταν έμοιαζε ολόκληρος σαν πύρινος στύλος που
λαμποκοπούσε. Χιλιάδες, αμέτρητοι δαίμονες ρίχνονταν εναντίον
του, αλλ' αυτός τους περιφρονούσε όλους. Η προσευχή του τους έκαιγε και
τους αφάνιζε ολότελα. Η σοφία τού Θεού είχε καταυγάσει τον νου του.
Έγραφε βιβλία κι έστελνε επιστολές στους πατέρες της σκήτης και σε
πολλούς άλλους. Όλους τους ωφελούσε διδάσκοντάς τους ανόθευτη και
ξάστερη την αλήθεια του Χριστού. Και όταν ο μαύρος αυτός πέθανε,
το άγιο λείψανό του ανάβλυσε πολύ μύρο, που, καθώς βεβαιώνουν όλοι στα
μέρη εκείνα, θεράπευε τους δαιμονισμένους και όλους τους αρρώστους. Άλλ' ας αρκεσθώ σ' αυτά γι’ αυτόν.
Ένας άλλος μαύρος
— γέρος και φτωχός — ζούσε σε μια πόλη γυρίζοντας εδώ κι εκεί κι όλο
κάτι μουρμουρίζοντας. Γι’ αυτό πολλοί έλεγαν ότι είναι τρελλός. Ήρθε
κάποτε μεγάλη ανομβρία σ' εκείνη την πόλη. Η γη ήταν κατάξερη, τα ζώα
ψοφούσαν, όλα τα φυτά κιτρίνισαν. Οι κάτοικοι της πόλεως με τον
επίσκοπό τους έκαναν συνεχώς λιτανείες και αγρυπνίες, αλλά τίποτε! Μια
νύχτα, επί τέλους, βλέπει ο επίσκοπος στον ύπνο του έναν άγγελο να του
λέη: «Ο Θεός σε προστάζει να πάρης όλους τους κληρικούς σου και να πας στη νότια πύλη της πόλεως. Εκεί όποιον θα δης να έρχεται πρώτος απ' τους αγρούς προς τα μέσα, παρακάλεσέ τον πάρα πολύ, μέχρι να τον πείσης να προσευχηθή στον Θεό, για να σας στείλει βροχή».
Αυτά
είπε ο άγγελος κι εξαφανίσθηκε. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, μετά την
ακολουθία του όρθρου, ο επίσκοπος με το ιερατείο του ξεκίνησαν για την
πύλη που υπέδειξε ο άγγελος. Δεν πέρασε πολλή ώρα και είδαν να έρχεται
απ' έξω ένας πολύ γέρος μαύρος που κουβαλούσε στους ώμους του ξύλα. «Γέροντα», τον παρακάλεσε αμέσως ο επίσκοπος, «προσευχήσου στον ελεήμονα Θεό να μας σπλαγχνισθή και να στείλη λίγη βροχή σε τούτη την κατάξερη γη».
Χωρίς δεύτερη κουβέντα ο γερο-μαύρος
ύψωσε τα μελανά γερασμένα χέρια του και προσευχήθηκε. Ξαφνικά άρχισε
να βροντά και ν' αστράφτη δυνατά. Σηκώθηκε άνεμος, μαζεύθηκαν σύννεφα
στον ουρανό, κι άρχισε να βρέχη ραγδαία. Όλ’ αυτά έγιναν ώσπου ν' ανοιγοκλείσης τα μάτια σου με μόνη την προσευχή του μαύρου.
Τόσο πολύ έβρεξε, ώστε από το νερό κινδύνευαν να πλημμυρίσουν τα
σπίτια. Τότε ο επίσκοπος παρακάλεσε πάλι τον γέροντα να σταματήση την
βροχή. Κι εκείνος ύψωσε για δεύτερη φορά τα χέρια του στον ουρανό.
Αμέσως η νεροποντή σταμάτησε!...
Όταν
όλα γαλήνεψαν, τον παρακάλεσε ο επίσκοπος να του φανερώση ποιος ήταν
και πως πολιτευόταν, ώστε να έχη τέτοια παρρησία στον Θεό. Και ο
σεβάσμιος εκείνος γέροντας αποκρίθηκε ταπεινά: «Με βλέπεις πως είμαι ένας τιποτένιος μαύρος και ζητάς να βρης αρετή σε μένα;». «Για τ' όνομα τού Θεού», επέμεινε ο επίσκοπος, «φανέρωσέ μου όλη την αλήθεια προς δόξαν του Κυρίου μας». «Δεν
έχω κάνει τίποτε καλό, πάτερ. Να, μόνο από τότε που έγινα χριστιανός,
δεν έφαγα δωρεάν ψωμί ανθρώπου. Κάθε μέρα πάω στο βουνό και μαζεύω ένα
μικρό φόρτωμα ξύλα. Το βάζω στους ώμους μου και κατεβαίνω στην πόλη να
το πουλήσω. Από αυτά που κερδίζω κρατάω μόνο δυο οβολούς, ίσα για το
φαγάκι της ημέρας. Τα υπόλοιπα τα δίνω στους ομοίους μου τους φτωχούς.
Όταν χειμωνιάση και δεν μπορώ ν' ανέβω στο βουνό για ξύλα, νηστεύω μέχρι
να βρω καμμιά καλή μέρα. Τότε ξανανεβαίνω στο βουνό κατά τη συνήθειά
μου και κουβαλάω το μικρό μου φορτίο, για να το πουλήσω και να βολευθώ,
όπως πάντα μαζί με τους φτωχούς μου».
Έβαλε πάλι το γεροντάκι τα ξύλα στους ώμους, χαιρέτισε τον επίσκοπο και τους ιερείς και μπήκε στην πόλη, για να τα πουλήση.
Αλλά
ας σταματήσω και γι’ αυτόν. Θα σου διηγηθώ ενός ακόμη τη ζωή, παιδί
μου, για να βεβαιωθής ότι και πλήθη μαύρων έχει καλέσει ο υπεράγαθος
Θεός στη βασιλεία του.
Όταν
ζούσε ακόμη ο φιλόχριστος βασιλεύς Κωνσταντίνος επισκέφθηκα το Βόιο,
όπου υπήρχε ένα παραθαλάσσιο κοινόβιο. Καθώς συζητούσα με τους αδελφούς
πνευματικά θέματα, ήρθε η κουβέντα και για τους μαύρους, ότι πάρα πολλούς απ' αυτούς έχει τιμήσει ο Θεός. Τότε ένας αδελφός, ονόματι Χαρισήθης, είπε:
— Εγώ γνώρισα μαύρο που αναδείχθηκε μεγάλος ασκητής.
Και επειδή όλοι ζητούσαν να μάθουν τις σκληραγωγίες του, άρχισε ο Χαρισήθης.
— Ήμουνα
σ' ένα κτήμα του κοινοβίου και δούλευα στο αμπέλι. Μια μέρα είδα να
κάθεται κάτω από ένα κλήμα κάποιος μαύρος. Είχε μπροστά του ένα πλυμένο
κολοκύθι γεμάτο νερό και μερικά αγριόχορτα που τα έτρωγε. Τον
παρατηρούσα συνεχώς πολλές μέρες και θαύμασα τη σκληραγωγία του, γιατί επί ένα μήνα δεν άλλαξε το νερό απ’ το κολοκύθι. Τόσο που γλύτσιασε το νερό και βρωμούσε αφόρητα.
Πολλές φορές τον παρακάλεσα να μ' αφήση να του αλλάξω το νερό ή να του
φέρω λίγο ψωμί, αλλά στάθηκε αδύνατο. Έμενε συνεχώς στο ίδιο μέρος
τηρώντας σιωπή και όλη τη νύχτα έψαλλε και προσευχόταν.
Όταν
τις μέρες του καλοκαιριού έπιανε πολλή ζέστη, πήγαινε στην παραλία,
καθόταν πάνω σ' ένα βράχο, και ψηνόταν όλη την μέρα. Πολλές φορές, όταν
πήγαινε κανένας να τον δη, έκανε τον τρελλό κι έλεγε: «Ναι! ναι! σε
ξέρω που ήρθες να με σκοτώσης, αλλά ο Θεός από πάνω σε βλέπει!», κι
έδειχνε με το δάχτυλό του τον ουρανό.
— Αυτά είναι, παιδάκι μου, τα κατορθώματα των μαύρων, είπε τελειώνοντας ο Νήφων. Γι’ αυτό μη νομίζης ότι είναι απόβλητοι από τον Θεό.
Αλλά όπως το αμπέλι κάνει και μαύρα και άσπρα σταφύλια, κατά τον ίδιο
τρόπο δημιούργησε και τους ανθρώπους ο Θεός. Άλλοι είναι μαύροι, άλλοι
κίτρινοι, άλλοι λευκοί. Ανάλογα, ας πούμε, και με τη γη, γιατί κι αυτή
είναι πολύμορφη.
Αυτά μου είπε ο δούλος τού Θεού και σηκώθηκε να προσευχηθή. Ύψωσε τα χέρια στον ουρανό και άρχισε να δέεται.
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
7 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012
http://www.egolpion.com/mavroi.el.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου