Ἡ κριτικὴ τοῦ Ἰωάννη Καλβίνου κατὰ τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου
Πρωτ. π. Βασιλείου Ἀ. Γεωργοπούλου, Λέκτωρος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ
Αὐτό μαρτυρεῖται καί ὡς πρός τή θεώρηση, τήν ὕπαρξη καί τό σκοπό τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Ἡ προτεσταντική κριτική κατά τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου ἐκφράστηκε πολύ νωρίς καί μάλιστα ἀπό ἡγετικές φυσιογνωμίες τῆς Διαμαρτύρησης, μεταξύ τῶν ὁποίων ἀνήκει καί τό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννη Καλβίνου. Κοινό χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ἡ προτεσταντική κριτική ἀσκεῖται, κυρίως, κατά τῶν ρωμαιοκαθολικῶν θεολογικῶν ἀντιλήψεων γιά τό μυστήριο, ὅπως αὐτές ἀναπτύχθηκαν συστηματικά ἀπό τούς δυτικούς σχολαστικούς θεολόγους. Γιά τό λόγο αὐτό θεωρήσαμε ἀναγκαῖο νά ὁλοκληρώσουμε τό ἄρθρο αὐτό μέ μιά σύντομη ἀναφορά στήν ἀπάντηση τῆς ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας, ὅπως ἐκφράστηκε στήν σύνοδο τοῦ Τριδέντου.1. Ἡ θέση τοῦ Ἰ. Καλβίνου
Ἡ ἄποψη τοῦ Καλβίνου γιά τό ἱερό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου εἶναι ἰδιαιτέρως περιφρονητική. Καταγράφεται σαφέστατα στό γνωστό δογματικό ἔργο του Institutio Christianae Religionis. Ἐκεῖ χαρακτηρίζει τό Εὐχέλαιο «ὡς κίβδηλο μυστήριο», «ὡς θεατρική παράσταση ἄνευ λόγου καί ὠφελείας».
Ὁ πολεμικός χαρακτήρας τῆς κριτικῆς του καί οἱ ἀπαξιωτικές ἀναφορές του ἐπεκτείνονται καί σʼ ἄλλα πεδία. Τό χαρακτηρίζει, ἐπιπλέον, «ὡς δυσῶδες λάδι στερημένο ἀπό κάθε δύναμη καί ἀποτελεσματικότητα» καί τό θεωρεῖ, μέ ἀναφορά στό Μάρκ. 6,13, ὡς κακή ἀπόπειρα μιμήσεως τῶν ἀποστόλων. Ἐπίσης, ὁμιλεῖ εἰρωνικά γιά τό ρωμαιοκαθολικό τελετουργικό καθαγιασμοῦ τοῦ ἐλαίου τῆς ἐποχῆς του. Ἡ ἀπόρριψη αὐτή τοῦ μυστηρίου ὁλοκληρώνεται μέ τήν κριτική ἐπιμέρους θέσεων διαφόρων σχολαστικῶν θεολόγων γιά τό ἐν λόγῳ μυστήριο.
2. Ἡ Ρωμαιοκαθολική ἀπάντηση
Μπροστά στή γενικευμένη καί ριζική ἀμφισβήτηση τῆς προτεσταντικῆς κριτικῆς καί γιά τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου, ἡ ἀπάντηση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν θά δοθεῖ ἐπισήμως μέ τή σύνοδο τοῦ Τριδέντου. Στή 14η συνεδρία της, ἡ σύνοδος, στίς 25.11.1551 θά θεσπίσει 4 κανόνες σχετικά μέ τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου ὡς ἀπάντηση στήν προτεσταντική ἀμφισβήτηση. Οἱ ἐν λόγῳ 4 κανόνες ἀφενός μέν, θά ἐκφράζουν θετικῶς τή ρωμαιοκαθολική σχολαστική διδασκαλία, ἀφʼ ἑτέρου δέ, ἀρνητικῶς θά ἀπορρίπτουν τά προτεσταντικά ἐπιχειρήματα.
Παρεμπιπτόντως ἐδῶ πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ σχολαστική ρωμαιοκαθολική περί τοῦ Εὐχελαίου διδασκαλία, ἀναθεωρήθηκε πρός τό ὀρθότερο, ἀπό τή Β´ Βατικάνειο σύνοδο καί μεταγενέστερα, σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία πράξη τῆς Ἐκκλησίας (13 καν. Α´ Οἰκ. συν.) θεωρώντας σήμερα καί χορηγώντας ὡς ἐπιθανάτιο ἐφόδιο καί τήν Θ. Κοινωνία.
Σημειώσεις:
1 .Βλ. Ἡλιουπόλεως Γενναδίου, Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ΜΕΕ, Τομ. 18, σ. 772. 2. Βλ.J. CALVIN, Institutio Religionis Christianae 4,19,18-21.
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ.1981 18 Ιουνίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου