ΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ
Α΄. ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΓΓΑΜΟΣ ΒΙΟΣ
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ1.
Ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ.
Ἡ καρδιά,
εἶναι τὸ ψυχοσωματικό κέντρο τοῦ
ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι ποὺ πρωτίστως
ἀποκαθίσταται στήν φυσιολογική της
λειτουργία, ὅταν κάποιος ἐνταχθεῖ
σωστά καί παραμείνει ὀργανικά ἐνταγμένος
στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Πρόκειται γιὰ μία θεραπεία
ἐσωτερική, τοῦ κέντρου τῆς ἀνθρώπινης
ὑπόστασης καί ὄχι ἐξωτερική.
Ἡ ὑψηλότερη
καί καθαρότερη ψυχική δύναμη τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι ὁ νοῦς
, ὁ ὁποῖος κατά τούς Ἁγίους Πατέρας
εἶναι ὁ «ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς».
Ὁ νοῦς ἔχει οὐσία καί
ἐνέργεια ἀντιστοίχως ὅπως ὁ Θεός,
ὁ Ὁποῖος ἔχει Οὐσία (Θεία) καί Ἐνέργεια
(Θεία). Στό ἀνθρώπινο νοῦ εἶναι
ἀποτυπωμένη ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν
ὁ νοῦς εἶναι ἐμπαθής-σκοτισμένος τότε
δέν ἔχουμε φανέρωση τῆς ἀληθινῆς
εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ὁ
ἄνθρωπος αὐτός ἔχει «ἀμαυρωμένο» τό
«κατ’ εἰκόνα».
Ἡ «ἀμαύρωση
τοῦ κατ’ εἰκόνα» ὀφείλεται στήν πτώση,
στήν ἁμαρτία, στήν προσπάθεια γιά θέωση
χωρίς τόν Θεό, στήν ὑποταγή
τοῦ νοός στά κτίσματα
καί ὄχι στόν Κτίστη, στήν σαρκοποίηση
τοῦ πνεύματος καί μ’ ἕνα
λόγο στήν δυσλειτουργία
τοῦ νοῦ, δηλ. στήν ἀπουσία τῆς ἀδιάλειπτης
προσευχῆς ἐντός τῆς
καρδίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος
πρίν τήν πτώση εἶχε ἀδιάλειπτη νοερά
προσευχή, δηλ. ὁ νοῦς
του εὑρίσκετο ἑνωμένος μέ τήν καρδία
του καί διά τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου
του συνομιλοῦσε ἀδιάλειπτα μέ τόν
Θεό.
Μετά τήν
πτώση ἔπαψε αὐτή ἡ λειτουργία. Ὁ νοῦς
διά τῆς λογικῆς καί τῶν
αἰσθήσεως διασκορπίστηκε.
Ἀκριβέστερα ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ
χωρίστηκε ἀπό τήν οὐσία του καί
διασκορπίστηκε στά κτίσματα. Ὁ ἄνθρωπος
ἔχασε τόν ἑαυτό του, ἔγινε «ἐκτός
ἑαυτοῦ» καί ὡς ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς
κατήντησε νά βόσκει χοίρους. Κατήντησε
δηλαδή νά τρέφει τά πάθη
του, ὑποταγμένος ὄχι στόν Θεό
Πατέρα ἀλλά στόν ἄρχοντα
τοῦ κόσμου τούτου, τόν
διάβολο.
Μέσα
στήν «ἐρημία τῶν παθῶν»
καί τήν τραγική μοναξιά του ὁ ἄνθρωπος
ταλαιπωρήθηκε ἀφάνταστα. Μέ τήν
ἐνανθρώπιση τοῦ Λόγου,
τοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα τῆς θεραπείας
διά τῆς μετανοίας. Ἄν
θέλει τώρα ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά «ἔλθει
στόν ἑαυτό του».
Ὅταν ὁ
ἄνθρωπος «ἔλθει εἰς ἑαυτόν», ὡς ὁ
μετανοημένος ἄσωτος, τότε καί μόνον
τότε μπορεῖ νά ἀναζητήσει τόν Πατέρα.
Τό «νά ἔλθει
στόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος» ταυτίζεται
μέ τό νά ἐπιστρέψει ὁ νοῦς
στήν καρδιά, δηλ. ἡ ἐνέργεια
τοῦ νοῦ νά ἑνωθεῖ μέ τήν οὐσία του.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή μετάνοια.
Τότε γίνεται
καί ἡ ἑπόμενη κίνηση: ὁ νοῦς
«διά τοῦ ἑαυτοῦ του», ὅπως διδάσκει
ὁ Μ. Βασίλειος, ἀναβαίνει στήν «ἔννοια
τοῦ Θεοῦ». Τότε γίνεται
βαθμηδόν –διά τῆς συνεχοῦς μετανοίας–
ἡ ἀποκατάσταση τῆς νοερᾶς λειτουργίας
καί ἡ «ἐκλάμπρυνση» τοῦ «ἀμαυρωμένου
κατ’ εἰκόνα».
Στήν
κανονική, πνευματικῶς ὑγιῆ
κατάσταση, ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ εἶναι
ἑνωμένη μέ τήν οὐσία του, ἡ ὁποία
βρίσκεται στήν καρδιά
«ὡς ἐν ὀργάνῳ». Σύμφωνα
μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων
ἡ ψυχή δέν περικλείεται
στό σῶμα ὡς σέ ἀγγεῖο, ἀλλά περιέχει
καί ζωοποιεῖ τό σῶμα. Ὁ νοῦς
χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τήν καρδιά καί
λειτουργεῖ μέ βάση τήν πίστη.
Ἡ διάνοια, πού εἶναι ἡ ἀμέσως κατώτερη
μετά τόν νοῦ ψυχική μας δύναμη,
χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τόν ἐγκέφαλο
καί λειτουργεῖ μέ βάση τή λογική.
Στήν καρδία
εὑρισκόμενος ὁ νοῦς
πρέπει νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα. Ἔτσι
ἀνευρίσκει τήν κεκρυμμένη Βαπτισματική
Θεία Χάρη καί ἑνώνεται
μέ τόν Θεό. Στήν καρδία,
φυσιολογικά, δέν πρέπει νά ὑπάρχει
κανένας ἄλλος λογισμός,
παρά μόνον τά ρήματα καί τά νοήματα τῆς
νοερᾶς ἀδιάλειπτης προσευχῆς,
δηλαδή ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκλησι τοῦ
ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας
Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Στόν πνευματικά
ἀσθενῆ ἄνθρωπο ὁ νοῦς
του εἶναι μολυσμένος ἀπό λογισμούς
κακούς ἤ καί καλούς, πού προέρχονται
ἀπό τήν διάνοια-λογική.
Αὐτό εἶναι
συνέπεια τοῦ «βραχυκλώματος»2
πού ὑπάρχει στόν ἐμπαθῆ «ἔσω» ἄνθρωπο
μεταξύ τοῦ νοός-καρδίας καί τῆς
διανοίας-ἐγκεφάλου: Λογισμοί
πού δημιουργοῦνται στη διάνοια ἀπό τά
ἐρεθίσματα τοῦ περιβάλλοντος, κατεβαίνουν
ἀπό τήν διάνοια στήν καρδιά3.
Ὁ νοῦς σκοτίζεται ἀπό
τά πάθη καί, ἀντί νά
στρέφεται πρός τόν Θεό,
στρέφεται πρός τά κτίσματα. Ὁ ἄνθρωπος
τότε συγχέει τά τοῦ περιβάλλοντος του
μέ τόν Θεό του καί γίνεται
εἰδωλολάτρης καί ἑαυτοῦ-λάτρης. Ἀντί
νά λατρεύει τόν ἀληθινό Θεό δημιουργεῖ
καί λατρεύει εἴδωλα, μέ πρῶτο τόν ἑαυτό
του, γινόμενος φίλαυτος. Γίνεται
«αὐτείδωλον»4
κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέου
Κρήτης. Λατρεύει ἐπίσης
καί τό περιβάλλον του γινόμενος ὑλιστής,
φιλάργυρος, φιλόδοξος καί φιλήδονος.
Ὑποτάσσει τό νοῦ στή λογική
καί τίς αἰσθήσεις.
«Γνωρίζει»
καί πιστεύει ὅτι «ὑπάρχει» κάτι, μόνον
ἐφ’ ὅσον αὐτό ὑποπίπτει στίς αἰσθήσεις
του. Τόν ἀόρατο Θεό,
βέβαια, δέν μπορεῖ νά Τόν γνωρίσει μέ
τίς αἰσθήσεις καί τήν λογική.
Φθάνει, ἔτσι, στό σημεῖο νά νομίζει καί
νά ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Θεός δέν ὑπάρχει.
Τόν ταυτίζει μέ τό περιβάλλον, Τόν θεωρεῖ
ὡς μία ψευδαίσθηση, ἕνα προϊόν τοῦ
ἐγκεφάλου. Τό παθαίνει αὐτό διότι
ψάχνει τόν Θεό μέ λάθος ὄργανο. Ἀντί
νά Τόν ἀναζητήσει μέ τόν καθαρό νοῦ-πίστη,
πού εἶναι τό μόνο κατάλληλο μέσο γιά
νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, Τόν
ἀναζητεῖ μέ τόν ὑπηρέτη τοῦ νοῦ, μέ
τήν λογική-διάνοια, ὑποτασσόμενος σ’
αὐτήν καί στούς τροφοδότες της, πού
εἶναι οἱ αἰσθήσεις.
Ὅμως, ὁ ρόλος
τῆς λογικῆς-διάνοιας
δέν εἶναι νά κυβερνάει τόν νοῦ καί
γενικότερα τόν ἄνθρωπο. Ἡ λογική-διάνοια
εἶναι, στήν φυσιολογική, ὑγιῆ,
πνευματική κατάσταση, ὁ βοηθός τοῦ
νοῦ. Καλεῖται νά διατυπώνει μέ λογικές
προτάσεις αὐτά πού «βλέπει» καί
«γνωρίζει» ὁ νοῦς, ὅταν
εἶναι φωτισμένος διά τῆς ἀκτίστου
Θείας Χάριτος, ὅταν εἶναι
προσευχόμενος ἀδιάλειπτα ἐντός τῆς
καρδίας.
Δυστυχῶς,
στήν ἐμπαθῆ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ βοηθός ἔγινε «κύριος». Ὁ νοῦς,
πού θά ἔπρεπε νά εἶναι ὁ «κύριος», ὁ
θεοφώτιστος ρυθμιστής τῶν πάντων στόν
ἄνθρωπο, ἔγινε δοῦλος στόν βοηθό .Ὁ
ἀναβάτης-νοῦς, ἔγινε ὑποζύγιο καί τό
ὑποζύγιο-λογική ἔγινε
ἀναβάτης.
Αὐτό ἀκριβῶς
συνέβη στούς ἀνθρώπους τῆς λογικοκρατούμενης
Δύσης. Ἡ ἐπιστημονικοποίηση
τῶν πάντων εἶναι τό χαρακτηριστικό
τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι ἕνας
πολιτισμός τῆς πτώσης, μία κουλτούρα
τῆς ἐμπαθοῦς κατάστασης τοῦ ἀμετανόητου,
ἄρρωστου πνευματικά, ἀνθρώπου.
Τό τελικό
ἀποτέλεσμα εἶναι αὐτό πού διαπιστώνεται
καθημερινά: ἡ ὅλο καί μεγαλύτερη
ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό·
ἡ ὅλο καί ἐντονότερη σαρκοποίηση τοῦ
πνεύματος. Ἔτσι, ὁ δυτικός
ἄνθρωπος γίνεται ὅλο καί περισσότερο
σκοτισμένος ὡς πρός τόν νοῦ του, ὅλο
καί περισσότερο ἄθεος.
Ἑπομένως,
ἡ ἀθεΐα πού ὑπάρχει στήν Δύση
καί εἰσήχθη στήν Ἀνατολή
διά τοῦ Διαφωτισμοῦ,
εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς μή θεραπείας
τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι τό τελικό ἐκβάν τῆς αἵρεσης,
ἡ ὁποία ἐκπήγασε ἀπό τήν ἀλλοίωση
τοῦ ὀρθόδοξου ἤθους,
τήν ὑπεροψία καί τήν ἀμετανοησία τοῦ
δυτικοῦ ἀνθρώπου.
Τό ἀλλοιωμένο
ἦθος, δηλαδή ἡ διεφθαρμένη
ζωή, παράγει πάντοτε ἀλλοιωμένα δόγματα.
Οἱ ἄνθρωποι με το διεφθαρμένο ἦθος
δημιουργοῦν διεφθαρμένη πίστη, δηλαδή
ποικίλες αἱρέσεις μέ
σκοπό νά «στεγάσουν» θεωρητικά τόν
ἀλλοτριωμένο-διεφθαρμένο τρόπο ζωῆς
τους5.
Παραμένουν
ἔτσι ἀθεράπευτοι ἀφοῦ ἐκπίπτουν τῆς
Ἐκκλησίας. Πέφτουν στήν
ἀκηδία, δηλαδή στήν
ἀδιαφορία γιά τήν σωτηρία
τῆς ψυχῆς τους. Ἡ ἀδιαφορία
τούς ὁδηγεῖ στήν ἄγνοια
του Θεοῦ καί τέλος στήν
ἀθεΐα καί εἰδωλολατρεία.
Τά δόγματα
εἶναι οἱ «θεραπευτικές συνταγές».
«Χωρίς τό Ὀρθόδοξο δόγμα», παρατηρεῖ
ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης,
«δέν φθάνει κάποιος στήν κάθαρση
καί στόν φωτισμό»6.
Γνωρίζοντάς το αὐτό, οἱ Ἅγιοι Πατέρες
ἀγωνίστηκαν πολύ σκληρά γιά νά τά
διαφυλάξουν! Ἤξεραν πολύ καλά ὅτι ἐάν
ἀλλοιωθοῦν τά ὀρθόδοξα δόγματα θά
χαθεῖ ἡ ὀρθή θεραπευτική μέθοδος τοῦ
ἀνθρώπου, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν εἶναι
δυνατή ἡ θεραπεία οὔτε
τῶν ποιμένων οὔτε τῶν
ποιμενομένων.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:«Τά ἀσκητικά τῆς Ἐνορίας» (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου) πού ἤδη κυκλοφορεῖ.
1
Θεωρήσαμε ἀπαραίτητο νά προτάξουμε
κάποια στοιχεῖα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησιαστική παράδοση
καί ἀνθρωπολογία ὥστε
νά κατανοηθεῖ ὁ τρόπος τῆς ἀποκατάστασης
τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης μέσα στήν
Ἐκκλησία-Ἐνορία.
2
Πρβλ. Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου
(†), Καθηγητοὺ Πανεπιστημίου, Δογματική
καί συμβολική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου
καθολικῆς Ἐκκλησίας,
Τόμος Α΄, 4η
ἔκδοση, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη
2009, σελ. 10.
3
Πρβλ. Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου
(†), Καθηγητοὺ Πανεπιστημίου, Πατερικὴ
Θεολογία,Πρόλογος:
Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ,
Κοσμήτορα Θεολ. Σχολῆς Πανεπ. Ἀθηνῶν,
Ἐπιμέλεια – σχόλια: Μοναχοῦ
Δαμασκηνοῦ Ἁγιορείτου,
Ἐκδόσεις Παρακαταθήκη, σελ. 39.
4
Πρβλ. Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, Μέγας
Κανών.
5
Τά ἀνωτέρω εἶναι βασισμένα σέ
ἀπομαγνητοφωνημένη
ὁμιλία τοῦ καθηγητοῦ
Δ.Τσελεγγίδη μέ θέμα:
«Δόγμα καί ἦθος»,
πού ἔγινε στή Θεσσαλονίκη στίς 15-01-05
στή ΧΦΕ (κτίριο «Φάρος»). Βρίσκονται
δημοσιευμένα στό: Ἱερομονάχου Σάββα
Ἁγιορείτου, Ἡ Θεραπεία
τῆς ψυχῆς κατά τόν
Γέροντα Πορφύριο, Β΄
ἔκδ. σελ. 15-18, ὑποσημ. 4.
6
Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου
(†), Καθηγητοὺ Πανεπιστημίου, Πατερικὴ
Θεολογία,Πρόλογος:
Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ,
Κοσμήτορα Θεολ. Σχολῆς Πανεπ. Ἀθηνῶν,
Ἐπιμέλεια – σχόλια: Μοναχοῦ
Δαμασκηνοῦ Ἁγιορείτου,
Ἐκδόσεις Παρακαταθήκη, σελ. 36.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου