Στό ἀσκητήριο τοῦ Πόντου, μέ τό Βασίλειο
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Τό ’κανε μάλιστα μιά μέρα πού ὁ πατέρας του τοῦ πρότεινε πιεστικά νά τόν χειροτονήσει ἱερέα. Ζήτησε παρηγοριά στό ἀσκητήριο τοῦ Βασιλείου.
Ἐκεῖ ἔζησε μαζί του ἀσκητικά καί ἡσυχαστικά. Ἐργάστηκε ὅμως καί θεολογικά. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος ἀποτελείωσε τή «Φιλοκαλία» τοῦ Ὠριγένη καί ὁ Βασίλειος μερικά ἀπό τά «ἀσκητικά»του ἔργα. Ὁ ἕνας ζήταγε τή συμβουλή τοῦ ἄλλου γιά ὅ,τι ἔγραφε.
Ἐργάζονταν ἐπίσης χειρωνακτικά, γιά τ’ ἀναγκαῖα. Μόνοι τους ἔκοβαν ξύλα, μόνοι τους καλλιεργοῦσαν τά λαχανικά, μόνοι τους πότιζαν, μόνοι τους παρασκεύαζαν τό λίγο φαγητό. Ὧρες καρποφορίας πνευματικῆς καί κοινωνίας καί ὧρες γαλήνιας ἡσυχίας.
Ὁ ἕνας βοηθοῦσε τόν ἄλλον στήν ἀπόκτηση ἀρετῶν καί στήν κατανόηση τῶν θείων ἀληθειῶν. Ὁ καθένας δινότανε ὧρες ἀτελείωτες στήν προσευχή. Ζητοῦσε ἀπό τό Θεό κι ἔπαιρνε παραδίνοντας τόν ἑαυτό του. Γιά πρώτη φορά δοκίμασαν οἱ δύο νέοι ἄντρες τό ἱερό χάρισμα τοῦ φωτισμοῦ.
Μελετώντας καί προσευχόμενοι ἔνιωθαν ὅτι τούς καθοδηγεῖ τό ἅγιο Πνεῦμα στή θεία ἀλήθεια. Ὅ,τι πετύχαιναν ἐρχότανε ἀπό τό Θεό. Γιά ὅ,τι πετύχαιναν κοπίαζαν ἀγόγγυστα.
Ἔγιναν οἱ μέρες τοῦ ἀσκητηρίου τοῦ Ἴρη οἱ εὐτυχέστερες τῆς ζωῆς τους. Ἀλλά δέ θά διαρκέσουνε πολύ. Μέχρι τό Δεκέμβρη τοῦ 361 μόνο.
Πρόλαβαν ὅμως νά ζήσουν ἀνεπανάληπτες ἐμπειρίες. Περάσανε στάδια κάθαρσης καί συνειδητοποιήσανε καί μελετήσανε τήν πρακτική τῆς ἄσκησης.
Γνωρίσανε τούς καρπούς τῆς προσευχῆς καί δοκιμάσανε θεῖα χαρίσματα κι ἐλλάμψεις. Ἤξεραν καί τώρα διαπίστωσαν ὅτι ὅλα ὁ Θεός τά δίνει ἐκεῖ πού βρίσκει ἄσκηση, ἀσκητική ζωή μέ ὁποιαδήποτε μορφή. Γι’ αὐτό καί ὁ Γρηγόριος μέ τό Βασίλειο, ἐπειδή συνεχῶς τούς καλοῦσε ἡ Ἐκκλησία γιά διακονία καί θεολογία, δέ θά μπορέσουν ν’ ἀπολαύσουν ὅσο ἤθελαν τόν ἀγαπημένο τους ἡσυχαστικό βίο· σ’ ὅλη τους ὅμως τή ζωή θά ζοῦν ἀσκητικά, πολύ ἀσκητικά.
Ὁ Γρηγόριος, πού ὡς ποιητής δέν μποροῦσε πάντα νά συγκρατεῖται, περιγράφει ἄμεσα κι ἔμμεσα τήν ἀσκητική ζωή πού ἔκανε. Ὅταν στήν ὥριμή του ἡλικία τόν ρωτοῦσαν οἱ νέοι γιά τήν ἄσκηση τούς ἔλεγε:
-Ἡ σάρκα, παιδιά μου. Αὐτή θεριεύει κι ἀναστατώνει τό νέο. Χρειάζονται κόποι πολλοί καί τότε ἡμερεύει. Τήν κοιλιά μου δέν τήν ἔνιωσα χορτάτη. Ἀπό τό τραπέζι σηκωνόμουνα πρίν χορτάσω.
Μόλις ἔβλεπα νά μέ κυριεύει ὁ θυμός, γινόμουνα θηρίο μαζί του καί τόν ἀγρίευα. Ἔτσι μέ ἄφηνε ἥσυχο. Καί τή νύχτα; Τί γίνεται μέ τίς μακρές νύχτες τοῦ χειμώνα; Πάλι ἀγώνας καί πόλεμος. Στό χῶμα κοιμώμουνα, παιδιά μου. Καί δίπλα μου τό κρεβάτι.
Τυλιγόμουνα μέ κάτι κουρέλια. Ἴσα πού νά μέ πάρει ὁ ὑπνος –πολύ λίγη ὥρα. Ἔπειτα πάλι ὄρθιος. Προσευχή καί μετάνοιες. Τά γόνατά μου συχνά ματώνανε καί οἱ πληγές ἔμεναν γιά πολύ καιρό ἀνοιχτές. Προσευχόμουνα καί γονατιστός. Ἔκλαιγα γιά τίς ἀδυναμίες μου καί τά πικρά μου δάκρυα ἔκαιγαν τά μάτια.
Ἔτσι κατόρθωσε ὁ Γρηγόριος νά ὑποτάξει τά πάθη του, τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, πού τόν ἐμπόδιζαν στή ζωή τῆς ἀρετῆς· καί ἀκόμα περισσότερο: δέν τόν ἄφηναν νά προχωρήσει στήν τέλεια ζωή.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
σελ.59-60
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου