Στίς
23
Νοεμβρίου
τοῦ
1812,
ἡμερομηνία
χαρμόσυνη
καί
σημαντική,
στό
χωριό
Μεγάλο
Λιπόβιτς
τῆς
περιφέρειας
τοῦ
Ταμπώφ,
ἀντίκρυσε
τό
φῶς
τῆς
ἡμέρας
ὁ ζωηρός
καί
εὔθυμος
Ἀλέξανδρος,
ὁ
μετέπειτα
ὀνομαστός
στάρετς
Ἀμβρόσιος.
Στά
ὀκτώ
παιδιά
τῆς
οἰκογένείας
τοῦ
Μιχαήλ
Θεοδώροβιτς
Γρένκωφ,
ἀπό
τά
ὁποῖα
τά
μισά ἦταν
ἀγόρια,
ὁ
στάρετς
ὑπῆρξε
τό
ἕκτο
κατά
σειράν.
Ὅλοι
συμφώνησαν καί τόν ἐβάπτισαν Ἀλέξανδρο,
γιατί τήν ἡμέρα πού γεννήθηκε ἑώρταζε
ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Νέφσκι, ὁ προσφιλής
Ἅγιος τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ Βορᾶ, ὁ ὁποῖος
καί ὅσο ζοῦσε –13ος αἰών– καί ἡγεμόνευε
στό Νοβγκορόντ καί στό Βλαντιμίρ καί
μετά θάνατον δέν ἔπαυσε νά προστατεύη
τούς Ρώσους ἀπό ποικίλους ἐπιδρομεῖς.
Τίς
ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχε κατορθώσει ὁ
Τσάρος Ἀλέξανδρος Α΄ νά ἀπαλλάξη τήν
χώρα του ἀπό τήν φοβερα ἀπειλή τοῦ
Ναπολέοντος, καί εἶχε ἰδιαίτερο λόγο
νά πανηγυρίση μέ ὅλους τούς ὑπηκόους
του τήν 23η Νοεμβρίου, τήν ἑορτή τοῦ
προστάτου Ἁγίου. Ἡ ὀνομαστική ἑορτή
τοῦ Τσάρου, ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου, ἡ
λύτρωσις ἀπό τόν μεγάλο ἐθνικό κίνδυνο,
ἔκανε τήν Ρωσία ἀπ᾿ ἀκρου εἰς ἄκρον
νά πλέη σέ πελάγη πρωτοφανοῦς χαρᾶς
καί λαμπρότητος. Τέτοια ἡμέρα διάλεξε
ὁ Θεός γιά νά γεννηθῆ ἕνα βρέφος πού
θά σκόρπιζε τήν χαρά καί τήν παρηγορία
σέ χιλιάδες ψυχές καί θά συνέχιζε τήν
πνευματική σκυτάλη τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ
τοῦ Σάρωφ, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε πενηντατριῶν
ἐτῶν.
Ἐπειδή
ὁ πατέρας τοῦ Μιχαήλ Γρένκωφ ἦταν ὁ
Ἱερεύς τοῦ χωριοῦ, στό σπίτι τους θά
ἑωρταζόταν ἐπίσημα ἀπ᾿ ὅλους σχεδόν
τούς ἐνορίτες ἡ μεγάλη θρησκευτική
καί ἐθνική πανήγυρις. Μαζεύτηκε λοιπόν
τόσος κόσμος, ὥστε νά ἐπικρατῆ
συνωστισμός καί στήν αὐλή. Ἡ Μάρθα
Νικολάγιεβνα, ἡ σύζυγος τοῦ Μιχαήλ,
καθώς αἰσθάνθηκε νά πλησιάζη ἡ ὥρα
τοῦ τοκετοῦ δέν ἤξερε ποῦ νά ἀποσυρθῆ.
Ὅλα τά δωμάτια ἦταν κατειλημμένα ἀπό
τό πλῆθος τῶν ἐπισκεπτῶν. Ἔτσι κατέφυγε
σ᾿ ἕνα μικρό χῶρο πού τόν χρησιμοποιοῦσαν
γιά πλυσταριό καί ἐκεῖ, ἐνῶ ἡ ἀτμόσφαιρα
ἐδονεῖτο ἀπό ἑορταστικές φωνές,
ψαλμῳδίες, τραγούδια, εὐχές, θόρυβο...
γεννήθηκε τό ἕκτο παιδί. Γι᾿ αὐτό ὁ
στάρετς μετά ἀπό χρόνια, ὅταν τόν
ταλαιπωροῦσε ἡ πληθώρα τῶν ἐπισκεπτῶν
στό ἐρημητήριο τοῦ Ὄπτινο ἔλεγε
χαμογελῶντας:
- Γεννήθηκα μέσα στήν πολυκοσμία, καί συνεχῶς μέσα στήν πολυκοσμία ζῶ.
Ὁ
μικρός Ἀλέξανδρος ξεχώριζε ἀπό τά
ὑπόλοιπα ἀδέλφια του. Ἐκεῖνα ἦταν
λιμανάκια κι᾿ αὐτός ἀνήσυχη καί
ταραγμένη θάλασσα. Τό σπίτι δέν τόν
χωροῦσε καί κάθε τόσο δημιουργοῦσε
θέματα μέ τίς ἀταξίες του, τά πειράγματά
του, τίς σκανδαλιές του. Ἐπρόκειτο γιά
φύσι γεμάτη ὁρμητικότητα καί ζωτικότητα
πού δύσκολα προσαρμοζόσουν στό αὐστηρό
οἰκογενειακό κλῖμα τῶν Γρένκωφ.
Ἄλλοτε
πείραζε τά ἀδέλφια του καί μάλιστα τά
πιό μικρά ἄλλοτε μόλις ξέφευγε ἀπό τό
βλέμμα τῆς μητέρας ἄφηνε τό κούνημα
τοῦ μωροῦ καί πήδαγε ἀπό τό παράθυρο
γιά νά βρῆ τούς φίλους του. Ἄλλοτε
δημιουργοῦσε θόρυβο ὁ ὁποῖος ἐκνεύριζε
τόν παπποῦ. Ἄλλοτε τά ἔβαζε μέ τό μικρό
ἄλογο πού εἶχαν στήν αὐλή καί τό ἔκανε
νά ἐξαγριώνεται. Ἄλλοτε ἐπιχειροῦσε
νά ἀνεβῆ στίς στέγες νά πιάση περιστέρια.
Ὅπως
καταλαβαίνει καθένας, ὅλοι στό σπίτι
εἶχαν νά κάνουν μέ τίς ἀταξίες του.
Ἄκουγες:
- Ὁ Νικόλαος (ὁ μεγαλύτερος) καλό παιδί, ὁ Πέτρος (ὁ μικρότερος) ἥσυχο καί χαριτωμένο παιδί. Ὁ Ἀλέξανδρος ὅμως σωστό ζιζάνιο!
Καί
ἀπό τούς ἄλλους ὁ Ἀλέξανδρος δέν
ἄκουγε πολύ καλούς λόγους, ἀλλά καί ὁ
ἴδιος ἔβγαινε πολλές φορές ζημιωμένος
ἀπό τίς τολμηρές ἐπιχειρήσεις του.
Ἔτσι κάποτε τό ἄλογό τους τόν ἐτραυμάτισε
σοβαρά στό κεφάλι. Ἄλλη φορά ἀναρριχώμενος
στήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ ἔπεσε καί γέμισε
πληγές τήν πλάτη του. Σέ ἄλλες περιπτώσεις
εἶχε φάει ἀρκετά ὑπολογίσιμο ξύλο ἀπό
τόν παπποῦ, ὁ ὁποῖος ἔβαζε στήν θέσι
του κάθε ἄτακτο.
Δέν ἦταν σπάνια στά μετέπειτα χρόνια νά
ἀκούση κανείς τόν στάρετς τῆς Ὄπτινα
νά διηγῆται ταπεινά καί νά ὁμολογῆ τά
σφάλματα καί τίς ἀταξίες πού διέπραξε
στήν παιδική του ζωή.
Γιά
τούς Γρένκωφ ἦταν ἀδιανόητο πώς ἕνα
τόσο ζωηρό καί ἀτίθασο παιδί θά εἶχε
κάποια σπουδαία ἐξέλιξι. Ἡ χάρις τοῦ
Θεοῦ ὅμως ἀξιοποιεῖ καί ἐξαγιάζει
ὅλους τούς χαρακτῆρες, ἀρκεῖ νά ὑπάρχη
πνεῦμα ἀφοσιώσεως καί εὐθύτης καρδιάς.
Δέν ἔχει σημασία ἄν ἐκ φύσεως εἶσαι
εἰρηνικός ἤ ὁρμητικός, ἐνδοστρεφής
ἤ ἐξωστρεφής, εὔθυμος ἤ σοβαρός. Στήν
χορεία τῶν Ἁγίων ὑπάρχουν ὅλων τῶν
εἰδῶν οἱ χαρακτῆρες. Εἶναι πολύχρωμα
τά ἄνθη τῆς νοητῆς Σιών καί ποικίλα
τά ἀστέρια τοῦ πνευματικοῦ στερεώματος.
Τό
οἰκογενειακό περιβάλλον εἶχε νά
οἰκοδομήση θετικά τήν πίστι στήν ψυχή
τοῦ μικροῦ Ἀλεξάνδρου. Ὅλα τά πρόσωπα ἦταν εὐσεβῆ καί ἀνῆκαν στήν ὑπηρεσία
τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατέρας ψάλτης καί
ἀναγνώστης, ὁ
παπποῦς Ἱερεύς, ἡ γιαγιά πρεσβυτέρα,
τό σπίτι ἐνοριακό κέντρο... Στό ἀναλόγιο
τῆς Έκκλησίας δέν ἀνέβαινε μόνος ὁ
πατέρας του. Ἔπαιρνε καί τά παιδιά του
καί τά μάθαινε νά διαβάζουν καί νά
ψάλλουν.
Πρίν
πάη στό σχολεῖο ἔμαθε τήν ἀλφάβητο
καί τήν ἀνάγνωσι μέσα ἀπό δύο ἱερά
βιβλία, τό Ψαλτήριο καί τό Ὡρολόγιο. Οἱ
προσευχές τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ ψαλμοί
τοῦ Δαβίδ ἦταν τά πρῶτα κείμενα πού
χαράχθηκαν στόν ἄγραφο πίνακα τῆς
ψυχῆς του.
Ὅλως
ἰδιαιτέρως πρέπει νά τονίσωμε τήν
συμβολή τῆς μητέρας. Οἱ ἀρετές καί ἡ
εὐλάβειά της ἐπηρέασαν πολύ τήν ζωή
του. Ὁ ἴδιος δέ πάντοτε ὡμολογοῦσε
ὅτι ἡ μητέρα του ζοῦσε σάν ἁγία.
Οἱ
γονεῖς του καθυστέρησαν – ἀγνοοῦμε
γιά ποιό λόγο – νά τόν γράψουν στό
σχολεῖο. Ἔφτασε στήν ἡλικία τῶν δώδεκα
ἐτῶν, ὅταν πιά τόν ἔστειλαν στό Ἐνοριακό
Σχολεῖο τοῦ Ταμπώφ. Ἀπό τίς πρῶτες
ἡμέρες ἔδειξε ὅτι διέθετε πλούσιες
διανοητικές ἱκανότητες. Ἄν καί δέν
διάβαζε πολύ, ἄν καί ἔπαιζε καί
χοροπηδοῦσε μέ τούς φίλους του στούς
δρόμους, κατάφερνε νά εἶναι πρῶτος στά
μαθήματα.
Φαίνεται
πώς ἔδινε τήν ἐντύπωσι ἑνός πολύ
χαριτωμένου παιδιοῦ. Αὐτό τό διαπιστώνουμε
ἀπό τήν ἀγάπη πού τοῦ ἔτρεφαν ὡρισμένα
πρόσωπα. Τό σχολεῖο λ.χ. Εἶχε τόν δικό
του ράπτη πού ἔφτιαχνε τίς σχολικές
φόρμες τῶν μαθητῶν. Ὁ ράπτης αὐτός
ἀπ᾿ ὅλα τά παιδιά συμπαθοῦσε ἰδιαίτερα
τόν ζωηρό Ἀλέξανδρο καί μόνο αὐτόν
ἀποκαλοῦσε μέ τό ὑποκοριστικό «Ἀλεκάκο».
Τοῦτο εὐχαριστοῦσε ἰδιαίτερα τόν
νεαρό μαθητή, πού στήν οἰκογένειά του
δέν γνώρισε ποτέ θωπεῖες καί χαϊδευτικά
ὀνόματα.
Στήν
ἡλικία τῶν δεκαοκτώ ἐτῶν, ἀφοῦ
ἀπεφοίτησε μέ πολύ καλή σειρά ἀπό τό
Ἐνοριακό Σχολεῖο, μπῆκε στό Σεμινάριο
τοῦ Ταμπώφ, πού ἀνῆκε στήν δικαιοδοσία
τοῦ Ἐπισκόπου τῆς πόλεως.
Ὡς
ἱεροσπουδαστής ἔδειξε ἔκτακτο ζῆλο
στό διάβασμα. Ἄν διέθετε καί τό ἐλάχιστο
χρηματικό ποσό, φρόντιζε νά ἀγοράζη
κεριά, ὥστε νά μελετᾶ συνεχῶς καί τίς
νυκτερινές ὧρες. Τόν ἐσήκωναν οἱ
καθηγηταί γιά ἐξέτασι καί ἔμεναν
ἔκπληκτοι. Νόμιζε κανείς ὅτι εἶχε
μπροστά του τό βιβλίο καί διάβαζε ἀπό
μέσα. Τόσο πολύ κατεῖχε τό μάθημα. Οἱ
συμμαθηταί του ἔτρεφαν ξεχωριστή ἀγάπη
ἀπέναντί του, γιατί τόν ἔνιωθαν σάν
δροσερή πηγή ἀπ᾿ ὅπου ξεπήγαζε ἡ
εὐθυμία. Μέ τήν πλατειά του καρδιά, τούς
χαριεντισμούς του καί τά ἀθῶα πειράγματά
του σκόρπιζε γύρω του τήν ἀνοιξι.
Ἰδιαίτερη
κλίσι εἶχε στά θεολογικά καί στά
φιλολογικά μαθήματα. Φαίνεται πώς ἦταν
λεπτή καί εὐαίσθητη φύσις, γιατί εἶχε
διάθεσι νά καλλιεργήση καί τήν ποίησι.
Ὁ ἰδιος, ἴσως ἀπό πολλή ταπείνωσι,
διηγεῖτο πώς στόν τομέα αὐτό δέν
σημείωσε καμμιά προκοπή:
- Κάποτε ἐπεχείρησα νά συνθέσω μερικούς στίχους. Μοῦ φάνηκε τό πρᾶγμα πολύ ἁπλό. Διάλεξα λοιπόν ἕνα θαυμάσιο μέρος ἀπ᾿ ὅπου ἀνοιγόταν μεγαλοπρεπής θέα, βουνά, ποτάμια, κάμποι, καί ἄρχισα τήν ποιητική προσπάθεια. Ἡ ὥρα περνοῦσε καί οὔτε ἕνα στίχο δέν μποροῦσα νά χαράξω στό χαρτί. Τέλος ἀναγκάσθηκα νά γυρίσω πίσω ἄπρακτος. Ἄπρακτος σάν τόν π. Ἡσύχιο.
Ὁ
π. Ἡσύχιος – ἄς κάνουμε μία ἐπεξήγησι
– μοναχός τῆς Κιεβο – Πετσέρσκαγια
Λαύρας εἶχε εἰς βάρος του ἕνα χαριτωμένο
ἀνέκδοτο. Φανταζόταν πώς εἶχε μεγάλη
ἀπόδοσι στήν στιχουργική. Κάποια ἥσυχη
καλοκαιριάτικη ἡμέρα μέ τετράδιο καί
μολύβι βρέθηκε στίς ὄχθες τοῦ μεγάλου
ποταμοῦ Δνεῖπερ. Ἡ ἔμπνευσις δέν
ἄργησε νά ἔρθη. Ὁ πρῶτος στίχος
σημειώθηκε κιόλας στό τετράδιο:
«Κυλάει,
κυλάει ὁ ἥσυχος Δνεῖπερ».
Ἀγωνίσθηκε
ὅμως καί γιά τούς ὑπόλοιπους στίχους,
ἀλλά ἡ ποιητική παραγωγή εἶχε στερέψει.
Πρίν πάρη τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς,
ἔγραψε κάτω ἀπό τόν μονάκριβο του
στίχο:
«Αὐτούς
τούς στίχους
τούς
ἔγραψε ὁ π. Ἡσύχιος».
Στόν
στάρετς Ἀβρόσιο ἡ ροπή πρός τήν ποίησι
φάνηκε ἀργότερα στίς συμβουλές πού
ἔδινε στόν λαό. Συνέθετε μικρούς στίχους
ἐν εἴδει παροιμιῶν καί τούς προσέφερε
ἐκεῖ πού χρειαζόταν. Ἔτσι μερικές
ἀληθειες, ἴσως καί κάπως πικρές, ντυμένες
μέ τό κομψό ἔνδυμα τοῦ ρυθμοῦ καί τοῦ
μέτρου γίνονταν εὐκολώτερα εὐπρόσδεκτες.
Οἱ
σπουδές στό Σεμινάριο κράτησαν ἕξι
χρόνια. Ἀποφοιτῶντας τόν Ἰούλιο τοῦ
1836, στήν βαθμολογία τοῦ ἀπολυτηρίου
ἐρχόταν μεταξύ τῶν πρώτων. Στήν ἀμέσως
ἑπόμενη καί κάπως ἀνήσυχη περίοδο τῆς
ζωῆς του θυμόταν μέ νοσταλγία τήν ἤρεμη
καί χαρούμενη ζωή του στό Σεμινάριο.
Τελός κεφ. α΄
Συνεχίζεται...
Τέλος
καί τῷ Θεῷ δόξα!
Ἀπό
τό βιβλίο: “Ο ΟΣΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ”
ΙΕΡΑ
ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου