Κεφ. 10ο:μέρος β΄ (τελευταῖο)
Τήν
ὥρα τῆς μεσημβρινῆς διακοπῆς ἐπικρατοῦσε
ἄκρα ἡσυχία, γιατί οἱ πόρτες ὅλες
ἔκλειναν καί οἱ ἐπισκέπτες ἀποσύρονταν
στούς ξενῶνες τοῦ Μοναστηριοῦ. Ὁ
στάρετς κατά κανόνα ξεκουραζόταν. Ἐάν
ὅμως ἔνιωθε πώς εἶχε δυνάμεις ἤ δέν
τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος, φώναζε τόν
ἐπιστολογράφο καί τακτοποιοῦσετίς
ἐκκρεμότητες τῆς ἀλληλογραφίας. Αὐτή
ἡ ἀλληλογραφία! Μεγάλη ταλαιπωρία!
Καθημερινῶς τοῦ ἔστελναν πενῆντα -
ἑξῆντα καί περισσότερες ἐπιστολές.
Ἔπρεπε νά τίς διαβάση, νά παρακολουθήση
τά προβλήματα πού ἀνέφεραν, νά στείλη
τίς ἀπαντήσεις. Καί δέν ἦταν ἐπιτρεπτό
νά τίς ὑπαγορεύη ὅλες. Ὡρισμένα λεπτά
θέματα τοῦ ἐπέβαλαν νά τίς γράφη ὁ
ἴδιος.
Τό ἀπόγευμα, ἀπό ἐνωρίς - ὥρα 3 - ἦταν πάλι στήν διάθεσι τοῦ λαοῦ. Στίς 5 τοῦ πήγαιναν ἕνα τσάΐ. Τό ἔπινε καί συνέχιζε τήν συζήτησι μέχρι τίς 8, ὁπότε τόν περίμενε τό δεῖπνο. Κατά τήν διάρκεια τοῦ φαγητοῦ ἀπαντοῦσε σέ διάφορες ἐρωτήσεις τῶν ἀδελφῶν, ἐκτός καί ἐάν τούς ζητοῦσε νά τοῦ διαβάσουν κανένα βιβλίο. Τελειώνοντας τό δεῖπνο εἶχε ν᾿ ἀπασχοληθῆ πάλι μέ τόν κόσμο καί ἰδιαίτερα μέ τούς μοναχούς. Τούς τελευταίους τούς διευκόλυνε εἰδικά ἡ ὥρα αὐτή στό νά ἐπισκεφθοῦν τό κελλί τοῦ στάρετς.
Τό ἀπόγευμα, ἀπό ἐνωρίς - ὥρα 3 - ἦταν πάλι στήν διάθεσι τοῦ λαοῦ. Στίς 5 τοῦ πήγαιναν ἕνα τσάΐ. Τό ἔπινε καί συνέχιζε τήν συζήτησι μέχρι τίς 8, ὁπότε τόν περίμενε τό δεῖπνο. Κατά τήν διάρκεια τοῦ φαγητοῦ ἀπαντοῦσε σέ διάφορες ἐρωτήσεις τῶν ἀδελφῶν, ἐκτός καί ἐάν τούς ζητοῦσε νά τοῦ διαβάσουν κανένα βιβλίο. Τελειώνοντας τό δεῖπνο εἶχε ν᾿ ἀπασχοληθῆ πάλι μέ τόν κόσμο καί ἰδιαίτερα μέ τούς μοναχούς. Τούς τελευταίους τούς διευκόλυνε εἰδικά ἡ ὥρα αὐτή στό νά ἐπισκεφθοῦν τό κελλί τοῦ στάρετς.
Καθώς ἔβγαινε ἀπό τό
δωμάτιό του μέ κατεύθυνσι πρός τήν
χιμπάρκα συναντοῦσε στόν διάδρομο
πολλούς μοναχούς. Ἄν καμμία φορά τούς
ἔβλεπε νά συζητοῦν καί νά ἀργολογοῦν
δέν παρέλειπε τίς σχετικές παρατηρήσεις.
-- Ἀδελφέ μου, ἔλεγε λ.χ. σέ κάποιον, ἀντί νά ἀργολογῆς, καλύτερα νά τραβᾶς κομποσχοίνι λέγοντας τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ.
Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν χιμπάρκα σταματοῦσε πάλι καί τούς πρόσφερε κάποιον εὐχάριστο λόγο, τούς διηγεῖτο κανένα ὄμορφο ἀνέκδοτο ἤ κάτι ἄλλο διασκεδαστικό. Κουρασμένοι καθώς ἦταν ἐκεῖνοι ἀπό τά διακονήματα καί τίς Ἀκολουθίες τῆς ἡμέρας τό ἔνιωθαν αὐτό σάν αὔρα ἀναψυχῆς. Ὁ παπούλης τούς γινόταν ἔτσι πολύ προσφιλής. Μποροῦσε ἐπί παραδείγματι νά τούς διηγηθῆ:
-- Κάποτε ἕνας πετεινός
σκαλίζοντας στά χώματα βρῆκε ἕνα
μαργαριτάρι. Τό κοίταξε λίγο, κούνησε
τό κεφάλι του καί εἶπε περιφρονητικά:
«Τιποτένιο πρᾶγμα! Δέν τό ἀλλάζω
οὔτε μέ ἕνα σπόρο κριθάρι. Καί ὅμως
ὑπάρχουν ἀνόητα πλάσματα πού τόσο πολύ
τό ἐκτιμοῦν»! -- Ἀδελφέ μου, ἔλεγε λ.χ. σέ κάποιον, ἀντί νά ἀργολογῆς, καλύτερα νά τραβᾶς κομποσχοίνι λέγοντας τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ.
Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν χιμπάρκα σταματοῦσε πάλι καί τούς πρόσφερε κάποιον εὐχάριστο λόγο, τούς διηγεῖτο κανένα ὄμορφο ἀνέκδοτο ἤ κάτι ἄλλο διασκεδαστικό. Κουρασμένοι καθώς ἦταν ἐκεῖνοι ἀπό τά διακονήματα καί τίς Ἀκολουθίες τῆς ἡμέρας τό ἔνιωθαν αὐτό σάν αὔρα ἀναψυχῆς. Ὁ παπούλης τούς γινόταν ἔτσι πολύ προσφιλής. Μποροῦσε ἐπί παραδείγματι νά τούς διηγηθῆ:
Μέ τόν σοφό αὐτόν
μῦθο τοῦ Κριλώφ καθώς καί μέ ἄλλες
χαριτωμένες διηγήσεις ὄχι μόνο σκορποῦσε
εὐθυμία, ἀλλά καί ἐδίδασκε συγχρόνως.
Οἱ ἰδιαίτερες συζητήσεις μέ τούς
μοναχούς πολλές φορές κρατοῦσαν μέχρι
τίς 11 τήν νύκτα. Μέσα στήν νυκτερινή
ἡσυχία μάθαιναν οἱ ἀδελφοί ἀπό τόν
θεοφόρο στέρετς τήν τέχνη τῶν πνευματικῶν
ἀναβάσεων. Πολύ ἐπέμενε στήν καλλιέργια
τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Τήν συμβουλή
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς
Κλίμακος, «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε
πολεμίους· οὐ γάρ ἐστιν ἐν τῷ οὐρανῷ
καί ἐπί γῆς ἰσχυρότερον ὅπλων», τήν
εἶχε κανόνα τῆς ζωῆς του. Πολλά διηγεῖτο
γιά νά τονίση τήν μεγάλη σπουδαιότητα
αὐτοῦ τοῦ θέματος. Ἀνέφερε μεταξύ
ἄλλων καί τήν ἑπόμενη ἐντυπωσιακή
ἱστορία:
-- Κάποιος εὐσεβῆς Χριστιανός εἶχε στό σπίτι του ἕναν κόρακα πού τόν ἐξασκοῦσε στό νά ὁμιλῆ. Τά λόγια, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», πού τά ἐπανελάμβανε τακτικά ἐκεῖνος, τά ἔμαθε καί ὁ κόρακας. Μιά καλοκαιρινή ἡμέρα βρῆκε τό παράθυρο ἀνοικτό καί πέταξε στόν δρόμο. Τόν εἶδε τότε ἕνα γεράκι καί ὥρμησε κατ᾿ ἐπάνω του. Αἰφνιδιασμένος αὐτός ἀπό τήν ἐπίθεσι ἀντί ἄλλης κραυγῆς ἐπρόφερε τήν εὐχή, καί τό γεράκι -- πρᾶγμα θαυμαστό! -- ἀμέσως ἀπομακρύνθηκε σάν κάποιος νά τό ἔδιωξε. Τί παρατηροῦμε ἐδῶ; -- κατέληγε ὁ στάρετς. Πώς καί ἀσυνείδητα καί ἀσυναίσθητα ἀκόμη ἐάν λέγεται ἡ εὐχή, ἔχει τά ἀποτελέσματά της καί τά ἀδύνατα τά κάνει δυνατά.
Κανείς δέν ἀμφιβάλλει γιά τήν ἐντύπωσι πού δημιουργοῦσαν οἱ ὡραῖες αὐτές δυηγήσεις στούς μοναχούς. Δέν παρέλειπε ὁ στάρετς νά ποικίλη τόν λόγο του καί μέ περιστατικά ἀπό τήν ζωή τῶν παλαιοτέρων Γερόντων τῆς Ὄπτινα. Ἄς τόν παρακολουθήσουμε σέ μερικά.
-- Ἦρθε κάποιος στόν Προϊστάμενο τῆς Σκήτης π. Ἀντώνιο καί του εἶπε περίλυπος: «Πάτερ μου, μέ πονοῦν πολύ τά πόδια μου. Δέν μπορῶ νά κάνω γονυκλισίες». Καί ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος ἀποκρίθηκε: Παιδί μου, ἡ Γραφή λέει «υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν» (Παροι. κγ΄: 26). Δέν λέει «δῶσε μου τά πόδια σου».
-- Ο Θεός εὐλογεῖ τούς ἁπλούς καί ταπεινούς μοναχούς. Τούς χαρίζει καί εἰρηνικό τέλος. Κάποτε ἕνας νέος ἦρθε νά μονάση στήν Ὄπτινα. Ὁ στάρετς Μακάριος εἶπε νά τόν βάλουν στήν διεκπεραίωσι τῶν ἐπιστολῶν. Ἐργαζόταν ἥσυχα καί ταπεινά στό διακόνημά του. Ὅλες του οἱ ἐνέργειες ἀνέπνεαν τήν χάρι τῆς πραότητος. Στόν Ναό στεκόταν μέ χαμηλωμένα τά μάτια. Δέν ἔκανε τίποτε, ἄν δέν ἐρωτοῦσε τόν Γέροντά του. Ὅταν λοιπόν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς κοιμήσεώς του, τό πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπό χαρά. Νόμιζες ὅτι χαμογελοῦσε. Ὁπωσδήποτε θά ἔβλεπε κάποιο εὐφρόσυνο ὅραμα. Ἔφυγε στεφανωμένος μέ τήν εἰρήνη.
-- Πῆγε κάποιος ἐπισκέπτης στόν Ἡγούμενο Μωϋσῆ, ἀλλά δέν τόν βρῆκε καί ζήτησε τόν ἀδελφό του, τόν π. Ἀντώνιο. «Πάτερ», τόν ἐρώτησε, «τί τυπικό κρατᾶτε»; «Ἐγνώρισα», ἀπήντησε ἐκεῖνος, «πολλά τυπικά στήν ζωή μου. Ἔζησα ὡς ἐρημίτης, ἔζησα ὡς κοινοβιάτης, ἔζησα στό Μοναστήρι, ἔζησα στήν Σκήτη. Πέρασα ἀπό πολλῶν εἰδῶν τυπικά. Τώρα ὅμως προσπαθῶ νά κρατῶ μόνο τό τυπικό τοῦ τελώνου». «Ποιό εἶναι αὐτό τό τυπικό»; ἐρώτησε ἐκεῖνος μέ ἀπορία. «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» ἦταν ἡ ἀπάντησις.
Οἱ μοναχοί ρουφοῦσαν, ὅπως οἱ μέλισσες τό νέκταρ, τίς ὑπέροχες αὐτές διδασκαλίες. Ἐν τῷ μεταξύ ὅμως ἡ ὥρα προχωροῦσε. Ὁ μικρότερος ἀπό τούς διακονητάς τοῦ στάρετς ἔρριχνε μιά ματιά στά δωμάτια καί στούς διαδρόμους καί ὑπελόγιζε τόν ἀγῶνα πού θά ἔκανε τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωΐ, γιά νά καθαρίση τόσα χώματα καί, ἄν ὁ καιρός ἦταν βροχερός, τόσες λάσπες πού θά εἶχαν μαζευθῆ. Κόπος καθούλου εὐκαταφρόνητος. Εἶχε νά προσφέρη κι᾿ αὐτός τό μερίδιό του στόν βωμό τῆς ἀγάπης.
Ὅταν ἔμεναν μόνοι τους, ὁ π. Ἀμβρόσιος μέ τούς διακονητάς του, ἄρχιζαν τίς βραδυνές προσευχές, τό Μικρό Ἀπόδειπνο καί τόν Κανόνα πρός τόν Φύλακα Ἄγγελο. Ἐκεῖνος ἀναγκαζόταν νά τίς παρακολουθῆ ἀπό τό κρεββάτι του. Ὁ ἀναγνώστης συχνά, ἀπό τήν κούρασι καί ἀπό τήν νύστα, ἔχανε τά λόγια του. Μετά τό «Δι᾿ εὐχῶν...»ζητοῦσε ὁ Γέροντας συγγνώμη ἀπό τούς ὑποτακτικούς του, ἔπαιρναν καί αὐτοί τήν εὐλογία του καί ἀποσύρονταν, Τύχαινε τότε νά ἀκουσθῆ καί τό ρολόΐ. «Δώδεκα ἡ ὥρα»! ἔλεγε ὁ στάρετς. «Ἀργήσαμε πολύ».
Συνήθιζε νά κοιμᾶται μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι καί χωρίς νά ἀφαιρέση τίποτε ἀπό τά ροῦχα του. Αὐτό ἄλλωστε ὥριζε καί τό μοναχικό τυπικό. Πῶς περνοῦσε τίς νυκτερινές ὧρες εἶναι γνωστό μόνο στόν Θεόν. Πάντως οἱ συχνές ἐφιδρώσεις δέν τοῦ ἐπέτρεπαν συνεχῆ ὕπνο, γιατί ἔπρεπε νά ἀλλάζη κάθε τόσο φανέλλες.
Ἄν ἕνας γιατρός κατορθώνη νά βλέπη πενῆντα ἀνθρώπους τήν ἡμέρα, θεωρεῖται σπουδαία ὑπόθεσις. Τί νά ποῦμε ὅμως γιά τόν στάρετς πού εἶχε νά ἀντιμετωπίση καθημερινά ἑκατοντάδες ἐπισκεπτῶν, χωρίς νά μπορῆ νά ἀγνοήση ἤ νά παραθεωρήση κανέναν, ἀφοῦ καθένας ἀπ᾿ αὐτούς εἶχε βαδίσει πενῆντα καί ἑκατό βέρστια γιά νά τόν συναντήση!
Τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες ἑορτές τό πρόγραμμα ἐποίκιλλε λίγο. Τό βράδυ τοῦ Σαββάτου στό κελλί τοῦ στάρετς ἐτελεῖτο μέ κάθε ἐπισημότητα ὁ Ἑσπερινός καί ὁ Ὄρθρος τῆς Κυριακῆς. Οἱ ψάλτες προσπαθοῦσαν νά ἀποδώσουν ὅσο τό δυνατόν καλύτερα τούς ὕμνους. Ποῦ καί ποῦ, ὅπως λ.χ. στά Μεγαλυνάρια ἀκουγόταν σιγανά καί ἡ γλυκειά φωνή τοῦ π. Ἀμβροσίου. Ὅταν ἦταν νεώτερος καί ὑγιής διακρινόταν στίς ἐκκλησιαστικές χορῳδίες ὡς τενόρος. Ἡ ὡραία αὐτή Ἀκολουθία πού κρατοῦσε τρεῖς ὧρες ἔδινε ἕνα διαφορετικό τόνο στόν συνηθισμένο καί ὁμοιόμορφο ρυθμό τῶν ἄλλων ἡμερων.
Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς, ἀπό τίς 5.30 ἕως τίς 6, τό περνοῦσε μαζί μέ τούς ὑποτακτικούς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ διάβαζαν τίς Ὧρες καί τά Μεσώρια. Ἐν συνεχείᾳ ἐκεῖνοι ἀναχωροῦσαν γιά τόν Ναό τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ συνήθως ἐκκλησιάζονταν. Αὐτός λόγῳ τῶν ἀσθενειῶν του ἀναγκαζόταν νά μένη στό δωμάτιό του. Ἡ μόνη περίπτωσις πού μποροῦσε νά αἰσθανθῆ τήν χαρά τῆς ἡσυχίας καί τῆς μονώσεως! Οἱ μαθηταί του πού ἐπέστρεφαν ἀπό τήν Θ. Λειτουργία τόν ἀντίκρυζαν πάντοτε στήν ἴδια στάσι· ἀνασηκωμένο στό κρεββάτι μέ κάποιο βιβλίο στό χέρι - τίς Πράξεις ἤ τό Ψαλτήριο ἤ τήν Φιλοκαλία. Ὅ,τι μάλιστα τοῦ μιλοῦσε ἰδιαίτερα στήν καρδιά του τό ὑπεγράμμιζε.
-- Ἐλᾶτε, τούς ἔλεγε, νά σᾶς διαβάσω κάτι ὡραῖο ἀπό τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ (αὐτόν τόν Ὅσιο καθώς καί τόν Ἄγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή πολύ τούς μελετοῦσε).
«Ἡ ἀγάπη ἀστίν ἡ βασιλεία, ἥν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος... Οὗτός ἐστιν ὁ οἶνος ὁ εὐφραίνων καρδίαν ἀνθρώπου. Μακάριος ὁ πιών ἐκ τοῦ οἴνου τούτου».
Πολύ τοῦ ἄρεσε νά προσφέρη στούς μαθητάς του τίς Κυριακές τέτοιου εἴδους γλυκίσματα. Τίς παραμονές των μεγάλων ἑορτῶν ὄχι μόνο σ᾿ αὐτούς, ἀλλά σ᾿ ὅλους τούς προσκυνητάς τῆς Ὄπτινα ἐτοίμαζε πνευματικά δῶρα· κείμενα μέ ἑορταστικό περιεχόμενο πού τά συνέτασσε ὁ ἴδιος. Τά Χριστουγεννιάτικα καί Πασχαλινά μηνύματά του τά περίμενε ὁ λαός μέ πολλή λαχτάρα. Εἴκοσι χρόνια διένειμε τά ἐκλεκτά αὐτά κείμενα καί πάντοτε εἶχε κάτι τό καινούργιο νά πῆ γιά τό νόημα τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν.
Ὅπως ξεχωρίζει ἡ διαμαντόπετρα ἀνάμεσα σέ ἄλλα πολύτιμα πετράδια, ἔτσι ξεχώριζε γιά τόν στάρετς ἀνάμεσα στίς ἑορτές τῶν ἄλλων ἁγίων ἡ 7η Δεκεμβρίου, ἡ ἀφιερωμένη στήν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων, τοῦ ἀγαπημένου του προστάτου. Ἡ ἡμέρα αὐτή ὄχι μόνο γιά τόν π. Ἀμβρόσιο, ἀλλά καί γιά ὁλόκληρη τήν Ὄπτινα ἦταν ἡμέρα πνευματικῆς εὐφροσύνης. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων, ὅλοι οἱ μοναχοί τῆς Σκήτης, ὁ Προϊστάμενος, οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς - γύρω στούς τριακοσίους -, ὁ Ἡγούμενος καί πλήθη προσκυνητῶν θά περνοῦσαν ἀπό τό κελλί του. Θά τοῦ ἔλεγαν τά «χρόνια πολλά» καί θά ἔπαιρναν τό πλούσιο καί ἐκλεκτό κέρασμά τους. Αὐτή τήν ἡμέρα μποροῦσε ν᾿ ἀκούση κανείς καί θαυμαστές διηγήσεις ἀπό τόν βίο τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου:
--Λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τήν κοίμησί του συνεργαζόταν ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος μέ τόν γραφέα του, τόν Παυλῖνο, πάνω στήν ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου. Εἶχαν φθάσει στόν 43ο ψαλμό. Τί δυναμικοί στίχοι! «... Ὁ βραχίων αὐτῶν οὐκ ἔσωσεν αὐτούς, ἀλλ᾿ ἡ δεξιά σου καί ὁ βραχίων σου καί ὁ φωτισμός τοῦ προσώπου σου». Ξαφνικά - ὦ θέαμα ὑπερκόσμιο! -- μία πύρινη γλῶσσα ἐπεσκίασε τό κεφάλι τοῦ Ἁγίου. Σέ λίγο τό θεϊκό αὐτό πῦρ προχώρησε καί εἰσῆλθε στό στόμα του. Αὐτοστιγμεί τό πρόσωπό του γιά λίγη ὥρα μεταμορφώθηκε, ἔγινε ὁλόλευκο σάν τό χιόνι. Ἡ γλῶσσα του συνέχισε τότε μέ ἀσυνήθιστη εὐφράδεια νά ἀναλύη τίς ψαλμικές ἔννοιες. Ὁ γραφεύς ὅμως δέν μποροῦσε οὔτε λέξι νά γράψη. Εἶχε μείνει ἔκθαμβος καί κατάπληκτος ἀπό τά ὅσα εἶδε. Βιαστικός ἔτρεξε στόν ἐνάρετο Κάστο, τόν διάκονο, νά περιγράψη τό γεγονός. «Μεγάλο θέαμα, Παυλῖνε, ἀξιώθηκες ν᾿ ἀντικρύσης σήμερα», τοῦ εἶπε ἐκεῖνος. «Εὐτύχησαν τά μάτια σου νά ἰδοῦν ἐπάνω στόν Ἐπίσκοπό μας τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...».
Ἀλήθεια, τί νά πρωτοθαυμάση κανείς στήν ὑπέροχη ζωή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός! Ὁ στάρετς τό εἶχε κρυφό καμάρι πού ἔφερε τό ὄνομά του. Μία φορά μάλιστα δέν μποροῦσε νά συγκρατήση τήν χαρά του. Τί εἶχε συμβῆ; Ἀνοίγοντας κάποιο δέμα πού τοῦ ταχυδρόμησαν ἀντίκρυσε τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καί τμῆμα ἀπό τά λείψανά του. Ἐκλεκτότερο δῶρο δέν μποροῦσε νά φαντασθῆ. Ἐπί πλέον ἕνας Ἱερομόναχος τῆς Σκήτης μέ ποιητικό χάρισμα συνέθεσε τήν Ἀκολουθία καί τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου. Ἔτσι ὁ στάρετς εἶχε στήν διάθεσί του ὅλα τά μέσα, γιά νά προσεγγίζη περισσότερο τόν Ἅγιό του.
Αὐτές ὑπῆρξαν οἱ σχέσεις τοῦ π. Ἀμβροσίου μέ τόν Ἅγιο Ἀμβρόσιο. «Οἱ δικές μας σχέσεις μέ τόν Ἅγιό μας ποιές εἶναι»; Καί οἱ Χριστιανοί γονεῖς ἄς προσέξουν ἰδιαίτερα αὐτό τό θέμα. Στά παιδιά τους ἄς δίνουν μόνο ὀνόματα Ἁγίων. Τούς ἐξασφαλίζουν ἔτσι τούς πιό δυνατούς προστάτες.
-- Κάποιος εὐσεβῆς Χριστιανός εἶχε στό σπίτι του ἕναν κόρακα πού τόν ἐξασκοῦσε στό νά ὁμιλῆ. Τά λόγια, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», πού τά ἐπανελάμβανε τακτικά ἐκεῖνος, τά ἔμαθε καί ὁ κόρακας. Μιά καλοκαιρινή ἡμέρα βρῆκε τό παράθυρο ἀνοικτό καί πέταξε στόν δρόμο. Τόν εἶδε τότε ἕνα γεράκι καί ὥρμησε κατ᾿ ἐπάνω του. Αἰφνιδιασμένος αὐτός ἀπό τήν ἐπίθεσι ἀντί ἄλλης κραυγῆς ἐπρόφερε τήν εὐχή, καί τό γεράκι -- πρᾶγμα θαυμαστό! -- ἀμέσως ἀπομακρύνθηκε σάν κάποιος νά τό ἔδιωξε. Τί παρατηροῦμε ἐδῶ; -- κατέληγε ὁ στάρετς. Πώς καί ἀσυνείδητα καί ἀσυναίσθητα ἀκόμη ἐάν λέγεται ἡ εὐχή, ἔχει τά ἀποτελέσματά της καί τά ἀδύνατα τά κάνει δυνατά.
Κανείς δέν ἀμφιβάλλει γιά τήν ἐντύπωσι πού δημιουργοῦσαν οἱ ὡραῖες αὐτές δυηγήσεις στούς μοναχούς. Δέν παρέλειπε ὁ στάρετς νά ποικίλη τόν λόγο του καί μέ περιστατικά ἀπό τήν ζωή τῶν παλαιοτέρων Γερόντων τῆς Ὄπτινα. Ἄς τόν παρακολουθήσουμε σέ μερικά.
-- Ἦρθε κάποιος στόν Προϊστάμενο τῆς Σκήτης π. Ἀντώνιο καί του εἶπε περίλυπος: «Πάτερ μου, μέ πονοῦν πολύ τά πόδια μου. Δέν μπορῶ νά κάνω γονυκλισίες». Καί ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος ἀποκρίθηκε: Παιδί μου, ἡ Γραφή λέει «υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν» (Παροι. κγ΄: 26). Δέν λέει «δῶσε μου τά πόδια σου».
-- Ο Θεός εὐλογεῖ τούς ἁπλούς καί ταπεινούς μοναχούς. Τούς χαρίζει καί εἰρηνικό τέλος. Κάποτε ἕνας νέος ἦρθε νά μονάση στήν Ὄπτινα. Ὁ στάρετς Μακάριος εἶπε νά τόν βάλουν στήν διεκπεραίωσι τῶν ἐπιστολῶν. Ἐργαζόταν ἥσυχα καί ταπεινά στό διακόνημά του. Ὅλες του οἱ ἐνέργειες ἀνέπνεαν τήν χάρι τῆς πραότητος. Στόν Ναό στεκόταν μέ χαμηλωμένα τά μάτια. Δέν ἔκανε τίποτε, ἄν δέν ἐρωτοῦσε τόν Γέροντά του. Ὅταν λοιπόν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς κοιμήσεώς του, τό πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπό χαρά. Νόμιζες ὅτι χαμογελοῦσε. Ὁπωσδήποτε θά ἔβλεπε κάποιο εὐφρόσυνο ὅραμα. Ἔφυγε στεφανωμένος μέ τήν εἰρήνη.
-- Πῆγε κάποιος ἐπισκέπτης στόν Ἡγούμενο Μωϋσῆ, ἀλλά δέν τόν βρῆκε καί ζήτησε τόν ἀδελφό του, τόν π. Ἀντώνιο. «Πάτερ», τόν ἐρώτησε, «τί τυπικό κρατᾶτε»; «Ἐγνώρισα», ἀπήντησε ἐκεῖνος, «πολλά τυπικά στήν ζωή μου. Ἔζησα ὡς ἐρημίτης, ἔζησα ὡς κοινοβιάτης, ἔζησα στό Μοναστήρι, ἔζησα στήν Σκήτη. Πέρασα ἀπό πολλῶν εἰδῶν τυπικά. Τώρα ὅμως προσπαθῶ νά κρατῶ μόνο τό τυπικό τοῦ τελώνου». «Ποιό εἶναι αὐτό τό τυπικό»; ἐρώτησε ἐκεῖνος μέ ἀπορία. «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» ἦταν ἡ ἀπάντησις.
Οἱ μοναχοί ρουφοῦσαν, ὅπως οἱ μέλισσες τό νέκταρ, τίς ὑπέροχες αὐτές διδασκαλίες. Ἐν τῷ μεταξύ ὅμως ἡ ὥρα προχωροῦσε. Ὁ μικρότερος ἀπό τούς διακονητάς τοῦ στάρετς ἔρριχνε μιά ματιά στά δωμάτια καί στούς διαδρόμους καί ὑπελόγιζε τόν ἀγῶνα πού θά ἔκανε τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωΐ, γιά νά καθαρίση τόσα χώματα καί, ἄν ὁ καιρός ἦταν βροχερός, τόσες λάσπες πού θά εἶχαν μαζευθῆ. Κόπος καθούλου εὐκαταφρόνητος. Εἶχε νά προσφέρη κι᾿ αὐτός τό μερίδιό του στόν βωμό τῆς ἀγάπης.
Ὅταν ἔμεναν μόνοι τους, ὁ π. Ἀμβρόσιος μέ τούς διακονητάς του, ἄρχιζαν τίς βραδυνές προσευχές, τό Μικρό Ἀπόδειπνο καί τόν Κανόνα πρός τόν Φύλακα Ἄγγελο. Ἐκεῖνος ἀναγκαζόταν νά τίς παρακολουθῆ ἀπό τό κρεββάτι του. Ὁ ἀναγνώστης συχνά, ἀπό τήν κούρασι καί ἀπό τήν νύστα, ἔχανε τά λόγια του. Μετά τό «Δι᾿ εὐχῶν...»ζητοῦσε ὁ Γέροντας συγγνώμη ἀπό τούς ὑποτακτικούς του, ἔπαιρναν καί αὐτοί τήν εὐλογία του καί ἀποσύρονταν, Τύχαινε τότε νά ἀκουσθῆ καί τό ρολόΐ. «Δώδεκα ἡ ὥρα»! ἔλεγε ὁ στάρετς. «Ἀργήσαμε πολύ».
Συνήθιζε νά κοιμᾶται μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι καί χωρίς νά ἀφαιρέση τίποτε ἀπό τά ροῦχα του. Αὐτό ἄλλωστε ὥριζε καί τό μοναχικό τυπικό. Πῶς περνοῦσε τίς νυκτερινές ὧρες εἶναι γνωστό μόνο στόν Θεόν. Πάντως οἱ συχνές ἐφιδρώσεις δέν τοῦ ἐπέτρεπαν συνεχῆ ὕπνο, γιατί ἔπρεπε νά ἀλλάζη κάθε τόσο φανέλλες.
Ἄν ἕνας γιατρός κατορθώνη νά βλέπη πενῆντα ἀνθρώπους τήν ἡμέρα, θεωρεῖται σπουδαία ὑπόθεσις. Τί νά ποῦμε ὅμως γιά τόν στάρετς πού εἶχε νά ἀντιμετωπίση καθημερινά ἑκατοντάδες ἐπισκεπτῶν, χωρίς νά μπορῆ νά ἀγνοήση ἤ νά παραθεωρήση κανέναν, ἀφοῦ καθένας ἀπ᾿ αὐτούς εἶχε βαδίσει πενῆντα καί ἑκατό βέρστια γιά νά τόν συναντήση!
Τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες ἑορτές τό πρόγραμμα ἐποίκιλλε λίγο. Τό βράδυ τοῦ Σαββάτου στό κελλί τοῦ στάρετς ἐτελεῖτο μέ κάθε ἐπισημότητα ὁ Ἑσπερινός καί ὁ Ὄρθρος τῆς Κυριακῆς. Οἱ ψάλτες προσπαθοῦσαν νά ἀποδώσουν ὅσο τό δυνατόν καλύτερα τούς ὕμνους. Ποῦ καί ποῦ, ὅπως λ.χ. στά Μεγαλυνάρια ἀκουγόταν σιγανά καί ἡ γλυκειά φωνή τοῦ π. Ἀμβροσίου. Ὅταν ἦταν νεώτερος καί ὑγιής διακρινόταν στίς ἐκκλησιαστικές χορῳδίες ὡς τενόρος. Ἡ ὡραία αὐτή Ἀκολουθία πού κρατοῦσε τρεῖς ὧρες ἔδινε ἕνα διαφορετικό τόνο στόν συνηθισμένο καί ὁμοιόμορφο ρυθμό τῶν ἄλλων ἡμερων.
Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς, ἀπό τίς 5.30 ἕως τίς 6, τό περνοῦσε μαζί μέ τούς ὑποτακτικούς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ διάβαζαν τίς Ὧρες καί τά Μεσώρια. Ἐν συνεχείᾳ ἐκεῖνοι ἀναχωροῦσαν γιά τόν Ναό τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ συνήθως ἐκκλησιάζονταν. Αὐτός λόγῳ τῶν ἀσθενειῶν του ἀναγκαζόταν νά μένη στό δωμάτιό του. Ἡ μόνη περίπτωσις πού μποροῦσε νά αἰσθανθῆ τήν χαρά τῆς ἡσυχίας καί τῆς μονώσεως! Οἱ μαθηταί του πού ἐπέστρεφαν ἀπό τήν Θ. Λειτουργία τόν ἀντίκρυζαν πάντοτε στήν ἴδια στάσι· ἀνασηκωμένο στό κρεββάτι μέ κάποιο βιβλίο στό χέρι - τίς Πράξεις ἤ τό Ψαλτήριο ἤ τήν Φιλοκαλία. Ὅ,τι μάλιστα τοῦ μιλοῦσε ἰδιαίτερα στήν καρδιά του τό ὑπεγράμμιζε.
-- Ἐλᾶτε, τούς ἔλεγε, νά σᾶς διαβάσω κάτι ὡραῖο ἀπό τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ (αὐτόν τόν Ὅσιο καθώς καί τόν Ἄγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή πολύ τούς μελετοῦσε).
«Ἡ ἀγάπη ἀστίν ἡ βασιλεία, ἥν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος... Οὗτός ἐστιν ὁ οἶνος ὁ εὐφραίνων καρδίαν ἀνθρώπου. Μακάριος ὁ πιών ἐκ τοῦ οἴνου τούτου».
Πολύ τοῦ ἄρεσε νά προσφέρη στούς μαθητάς του τίς Κυριακές τέτοιου εἴδους γλυκίσματα. Τίς παραμονές των μεγάλων ἑορτῶν ὄχι μόνο σ᾿ αὐτούς, ἀλλά σ᾿ ὅλους τούς προσκυνητάς τῆς Ὄπτινα ἐτοίμαζε πνευματικά δῶρα· κείμενα μέ ἑορταστικό περιεχόμενο πού τά συνέτασσε ὁ ἴδιος. Τά Χριστουγεννιάτικα καί Πασχαλινά μηνύματά του τά περίμενε ὁ λαός μέ πολλή λαχτάρα. Εἴκοσι χρόνια διένειμε τά ἐκλεκτά αὐτά κείμενα καί πάντοτε εἶχε κάτι τό καινούργιο νά πῆ γιά τό νόημα τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν.
Ὅπως ξεχωρίζει ἡ διαμαντόπετρα ἀνάμεσα σέ ἄλλα πολύτιμα πετράδια, ἔτσι ξεχώριζε γιά τόν στάρετς ἀνάμεσα στίς ἑορτές τῶν ἄλλων ἁγίων ἡ 7η Δεκεμβρίου, ἡ ἀφιερωμένη στήν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων, τοῦ ἀγαπημένου του προστάτου. Ἡ ἡμέρα αὐτή ὄχι μόνο γιά τόν π. Ἀμβρόσιο, ἀλλά καί γιά ὁλόκληρη τήν Ὄπτινα ἦταν ἡμέρα πνευματικῆς εὐφροσύνης. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων, ὅλοι οἱ μοναχοί τῆς Σκήτης, ὁ Προϊστάμενος, οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς - γύρω στούς τριακοσίους -, ὁ Ἡγούμενος καί πλήθη προσκυνητῶν θά περνοῦσαν ἀπό τό κελλί του. Θά τοῦ ἔλεγαν τά «χρόνια πολλά» καί θά ἔπαιρναν τό πλούσιο καί ἐκλεκτό κέρασμά τους. Αὐτή τήν ἡμέρα μποροῦσε ν᾿ ἀκούση κανείς καί θαυμαστές διηγήσεις ἀπό τόν βίο τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου:
--Λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τήν κοίμησί του συνεργαζόταν ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος μέ τόν γραφέα του, τόν Παυλῖνο, πάνω στήν ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου. Εἶχαν φθάσει στόν 43ο ψαλμό. Τί δυναμικοί στίχοι! «... Ὁ βραχίων αὐτῶν οὐκ ἔσωσεν αὐτούς, ἀλλ᾿ ἡ δεξιά σου καί ὁ βραχίων σου καί ὁ φωτισμός τοῦ προσώπου σου». Ξαφνικά - ὦ θέαμα ὑπερκόσμιο! -- μία πύρινη γλῶσσα ἐπεσκίασε τό κεφάλι τοῦ Ἁγίου. Σέ λίγο τό θεϊκό αὐτό πῦρ προχώρησε καί εἰσῆλθε στό στόμα του. Αὐτοστιγμεί τό πρόσωπό του γιά λίγη ὥρα μεταμορφώθηκε, ἔγινε ὁλόλευκο σάν τό χιόνι. Ἡ γλῶσσα του συνέχισε τότε μέ ἀσυνήθιστη εὐφράδεια νά ἀναλύη τίς ψαλμικές ἔννοιες. Ὁ γραφεύς ὅμως δέν μποροῦσε οὔτε λέξι νά γράψη. Εἶχε μείνει ἔκθαμβος καί κατάπληκτος ἀπό τά ὅσα εἶδε. Βιαστικός ἔτρεξε στόν ἐνάρετο Κάστο, τόν διάκονο, νά περιγράψη τό γεγονός. «Μεγάλο θέαμα, Παυλῖνε, ἀξιώθηκες ν᾿ ἀντικρύσης σήμερα», τοῦ εἶπε ἐκεῖνος. «Εὐτύχησαν τά μάτια σου νά ἰδοῦν ἐπάνω στόν Ἐπίσκοπό μας τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...».
Ἀλήθεια, τί νά πρωτοθαυμάση κανείς στήν ὑπέροχη ζωή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός! Ὁ στάρετς τό εἶχε κρυφό καμάρι πού ἔφερε τό ὄνομά του. Μία φορά μάλιστα δέν μποροῦσε νά συγκρατήση τήν χαρά του. Τί εἶχε συμβῆ; Ἀνοίγοντας κάποιο δέμα πού τοῦ ταχυδρόμησαν ἀντίκρυσε τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καί τμῆμα ἀπό τά λείψανά του. Ἐκλεκτότερο δῶρο δέν μποροῦσε νά φαντασθῆ. Ἐπί πλέον ἕνας Ἱερομόναχος τῆς Σκήτης μέ ποιητικό χάρισμα συνέθεσε τήν Ἀκολουθία καί τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου. Ἔτσι ὁ στάρετς εἶχε στήν διάθεσί του ὅλα τά μέσα, γιά νά προσεγγίζη περισσότερο τόν Ἅγιό του.
Αὐτές ὑπῆρξαν οἱ σχέσεις τοῦ π. Ἀμβροσίου μέ τόν Ἅγιο Ἀμβρόσιο. «Οἱ δικές μας σχέσεις μέ τόν Ἅγιό μας ποιές εἶναι»; Καί οἱ Χριστιανοί γονεῖς ἄς προσέξουν ἰδιαίτερα αὐτό τό θέμα. Στά παιδιά τους ἄς δίνουν μόνο ὀνόματα Ἁγίων. Τούς ἐξασφαλίζουν ἔτσι τούς πιό δυνατούς προστάτες.
Σ’Αὐτόν,
τὸν Κύριον, ἀνήκουν ἡ Δόξα καὶ τὸ
Κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἀμήν.
Ἀμήν.
Συνεχίζεται...
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“Ο
ΟΣΙΟΣ
ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
ΤΗΣ
ΟΠΤΙΝΑ”
ΙΕΡΑ
ΜΟΝΗ
ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ
ΑΤΤΙΚΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου