Η κενοδοξία
του
Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου - συγγραφέα
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:
Σύμφωνα με τα λεξικά η λέξη “κενόδοξος” σημαίνει αυτόν που δεν έχει ουσιαστικά
στόχους στη ζωή του, αυτός που κυνηγά εφήμερα πράγματα και πρόσκαιρη δόξα
(Μπαμπινιώτης, 879), ενώ “ματαιόδοξος”, αυτός που επιδιώκει να γίνεται
αντικείμενο θαυμασμού, ο χαρακτηριζόμενος από έπαρση (Μπαμπινιώτης 1055).
Παρατηρούμε ότι οι λέξεις έχουν περίπου την ίδια σημασία.
Η ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ
ΩΣ ΠΑΘΟΣ: Η κενοδοξία ή ματαιοδοξία είναι ιδιαίτερα σημαντικό
πάθος και πηγή πολλών νόσων της ψυχής. Το πάθος εμφανίζεται με δύο μορφές, που
θεωρούνται δύο βαθμίδες. Το πρώτο είδος κενοδοξίας αναφέρεται στην επινόηση
τρόπων ανόδου του ατόμου με σκοπό την αποκόμιση προφανών οφελημάτων. Αποτελεί
την πιο κοινή μορφή κενοδοξίας, που προσβάλλει τον πεπτωκότα άνθρωπο
ευκολότερα. Είναι ουσιαστικά αλαζονική επίδειξη (καύχηση) για αγαθά που
πιστεύει ότι κατέχει. Εκδηλώνεται με την επιθυμία να θαυμάζεται, να εκτιμάται,
να επαινείται και να κολακεύεται από άλλους. Κοινή συνισταμένη των αγαθών για
τα οποία ο ματαιόδοξος καυχάται είναι η σαρκική και γήινη φύση τους.
Από
την κατοχή αυτών των αγαθών αναμένει μόνο την ανθρώπινη δόξα, όπως ένα μικρό
παιδί καμαρώνει για τα καινούρια του παπούτσια ή παιχνίδια, πράγμα που σε εκείνη
την ηλικία κρίνεται απολύτως φυσικό. Ο ματαιόδοξος καυχάται ακόμη για τις δωρεές
που η φύση του έχει χορηγήσει, όπως ομορφιά, φωνή, το παράστημα, μυώνες και
γενικά οτιδήποτε του προσδίδει καλή εμφάνιση (ρούχα, κοσμήματα κ.ά). Η κενοδοξία
οδηγεί τον άνθρωπο σε έπαρση και ναρκισσισμό για πλούτη ή υλικά αγαθά, που
κατέχει. Κατά τον Αγιο Μάξιμο, η φιλαργυρία γεννά την κενοδοξία και η κενοδοξία
μπορεί να οδηγήσει στην φιλαργυρία. Συχνά η κενοδοξία ωθεί τον άνθρωπο να
θέλει, ν' ανέλθει κοινωνική θέση. Το πάθος προσκολλά τον άνθρωπο σε όλες τις
μορφές της εξουσίας. Μάλιστα, όποιος έχει την εξουσία αγωνίζεται διαρκώς ν'
αρέσει, ώστε να αυξάνει το θαυμασμό και να διατηρεί την ισχύ και τα οφέλη που του
αποδίδει. Κενοδοξία δηλώνει ακόμη η αλαζονική επίδειξη νοητικών αρετών του πάσχοντα.
(ευφυία, μνήμη, γνώση, παιδεία, γλωσσική επάρκειά), ή ακόμη η
διαλεκτική
του ικανότητα. Το δεύτερο είδος-στάδιο της κενοδοξίας τροφοδοτείται από την
επιθυμία της μάταιης φήμης για πνευματικά και κρυμμένα αγαθά (Μάξιμος Ομολ.,
Ευάγριος). Ο ματαιόδοξος αυτοκαυχάται ή περιγράφει τις αρετές ή την άσκησή του
(αν είναι μοναχός) μπροστά στους άλλους, έχοντας σκοπό την αναζήτηση του
θαυμασμού ή του επαίνου των άλλων γι' αυτά (Ιωάννης Σιναϊτης, Κλίμαξ). Ακόμη και όταν ο άνθρωπος
μάχεται διάφορα πάθη και να εφαρμόζει τις αρετές, πολιορκείται από τη
δεύτερη βαθμίδα της κενοδοξίας. Σύμφωνα με τον Αγιο Ιωάννη της Κλίμακος: «πνεύμα
κενοδοξίας χαίρει, ορών πληθυνομένην αρετήν» και ακόμη· «αναμένει μύρμηξ τελεσθήναι
τον σίτον και κενοδοξία συναχθήναι τον πλούτον». Ο Αγιος Μάξιμος συμφωνεί:
«Όταν τι (σε κάτι) νικήσης των ατιμοτέρων παθών ευθύς εφίπταται επί σε ο
της κενοδοξίας λογισμός».
Στον άνθρωπο λοιπόν, η κενοδοξία έχει την ικανότητα να καταλαμβάνει μόνη της
τη θέση όλων των υπόλοιπων παθών συνολικά. Η κενοδοξία διαθέτει
ασυνήθιστη δύναμη, ενώ καθίστατναι ιδιαίτερα δύσκολες η εντόπιση και η
καταπολέμησή της. Πραγματικά, καθετί είναι δυνατόν ν' αποτελεί για τον άνθρωπο
αφορμή ματαιοδοξίας. Ο Ευάγριος γράφει: «χαλεπόν διαφυγείν τον της κενοδοξίας λογισμόν・
ο γαρ ποιείς εις καθαίρεσιν αυτού τούτο αρχή σοι κενοδοξίας ετέρας καθίσταται». Πρέπει να παρατηρήσουμε
ότι
κάτω από την επιρροή τής
κενοδοξίας, η άσκηση αποδεικνύεται ανωφελής, ενώ οι εμφανιζόμενες αρετές είναι
απατηλές και τα λαμβανόμενα χαρίσματα είναι μόνο φαινομενικά1. Έτσι, αγαθά,
που αποκτώνται έτσι, δεν έχουν καμιά αξία ενώπιον του Θεού, (Μακάριος Αιγύπτιος),
θυμίζοντας τον Ψαλμωδό: «Ο Θεός διεσκόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων» (Ψαλμ. μβ΄ 6).
Όπως συμβαίνει και με τα
υπόλοιπα πάθη, ο άνθρωπος εισπράττει ηδονή από την κενοδοξία και η
ηδονή τον προσκολλά ισχυρότερα στο πάθος του. Για να εξακολουθήσει να τη
λαμβάνει πράττει οτιδήποτε και υποφέρει οτιδήποτε. Εξαιτίας της ηδονής, που
συντηρεί τη φιλαυτία, ο άνθρωπος καταγίνεται με τη ματαιοδοξία
(Γρηγόριος Νύσσης, Περί παρθενίας). Οι Πατέρες θεωρούν την κενοδοξία νόσο
και μανία (Ποιμήν Ερμά, Χρυσόστομος, Μάξιμος Ομολογητής, Γρηγόριος
Θεολόγος, Συμεών Νέος Θεολόγος). Ο Απόστολος Παύλος διδάσκει ότι η αυτοκαύχηση
είναι αφροσύνη (Β' Κορ. ιβ΄ 11), ενώ σημειώνει ότι ο δαίμονας της κενοδοξίας
εξαπατά τη διάνοια και καταλαμβάνοντας την ψυχή, οδηγεί το νου σε σύγχυση μέχρι
παραφοράς. Η παθολογικότητα της κενοδοξίας, οφείλεται στη διαστροφή της
φυσιολογικής στάσης με την εκτροπή από το «κατά φύσιν» στο «παρά φύσιν». Η τάση της
φύσης του ανθρώπου προς τη δόξα δόθηκε από το Θεό, αλλά επρόκειτο για θεία
καύχηση την οποία προοριζόταν να λάβει μέσω της ένωσής του με το Θεό και όχι για
ανθρώπινη δόξα και καύχηση, την οποία επιζητεί το πάθος και η οποία ονομάζεται «καύχησιν
κατά σάρκα» (Β' Κορ. ια΄ 18). Παρόμοια διδάσκει και ο Αγιος Ιωάννης της
Κλίμακος: «Φύσει τη ψυχή το δόξης επιθυμείν, αλλά της άνω». Αυτή την έννοια έχει και
το εδάφιο: “ ηγάπησαν γαρ την δόξαν των ανθρώπων μάλλον ήπερ την δόξαν του Θεού.” (Ιωάν. ιβ΄43). Δύο φορές ο
Απόστολος Παύλος διδάσκει: «Ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω» (Α'
Κορ. α΄ 31. Β' Κορ. ι΄ 17). Η δόξα-καύχηση που ο άνθρωπος δέχεται από το Θεό με
μετοχή στη δόξα Του μέσω της ένωσης μαζί Του, είναι η μόνη που αληθινά αξίζει
το όνομα αυτό (Ωριγένης), καθώς είναι η μόνη πραγματική, αληθινη και αιώνια.
Άλλωστε είναι η μόνη, που αντιστοιχεί στο σκοπό της ανθρώπινης φύσης και στο
μέτρο τού μεγαλείου που ο Θεός θέλησε να μας προσφέρει. Με την απομάκρυνσή του
από το Θεό μέσω της αμαρτίας, ο άνθρωπος σταμάτησε να τείνει προς αυτή
την “εκ φύσεως” δόξα. «Εκ φύσεως» εξακολουθεί να επιθυμεί τη δόξα, διεστραμμένη
όμως πια: αναζητεί την ικανοποίηση της έμφυτης τάσης του στον αισθητό κόσμο,
μετατρέποντάς την σε “παρά φύσιν”. Βρίσκει υποκατάστατα
πνευματικής δόξας, που έχασε, στην κοσμική, «κατά σάρκα» δόξα. Γράφει ο Αγιος
Δωρόθεος Γάζης: «Οι
θέλοντες την δόξαν όμοιοι εισί τινι γυμνώ όστις αεί θέλει ευρείν μικρόν ράκος ή
ει τι δήποτε, ίνα σκεπάση την ασχημοσύνην αυτού・
ούτως και ο γυμνός από αρετών ζητεί την δόξαν των ανθρώπων».
Όμως
και με άλλη σημασία η κενοδοξία συνιστά διαστροφή της φύσης. Η «φύση» περιλαμβάνει
όλα τ' αγαθά, που ο άνθρωπος έλαβε από το Θεό: οι έμφυτες ή επίκτητες ιδιότητές
του ή οι αρετές του ή ακόμη τα υλικά αγαθά, που κατέχει.
Χρησιμοποιώντας
όλα αυτά για τη δική του δόξα, αντί να τα θέτει στη διακονία της δόξας του
Θεού, ο άνθρωπος, κατά τον Αγιο Μάξιμο, με την κενοδοξία «την τε φύσιν και αυτήν νόθον την αρετήν καθίστησι».
Η κενοδοξία βυθίζει τον άνθρωπο σε απάτη, ψευδαίσθηση και παραλήρημα. Γι' αυτό
οι Πατέρες την χαρακτηρίζουν «μανία». Ο Νικήτας Στηθάτος, (Κεφάλαια πρακτικά) διαπιστώνει
ότι αποκαλύπτει τη διακοπή πίστης του ανθρώπου στο Θεό, σύμφωνα με τη σχετική
διδασκαλία του ίδιου του Χριστού, που ερωτά: «Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την
παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε;» (Ιωάν. ε΄ 44).
Αντίθετα,
εκφράζει προσκόλληση στον κόσμο, διότι ο ματαιόδοξος αρχίζει να πιστεύει στους
ανθρώπους των οποίων επιζητεί την εκτίμηση και τους επαίνους. Να γιατί ο Αγιος
Μακάριος παρατηρεί: «Οι
γαρ δοξάζοντες αυτόν άνθρωποι ούτοι εισιν αυτού θεοί».
Ο κενόδοξος αγνοεί την αληθινή αξία των πραγμάτων, για τα οποία καυχάται,
αποδίδοντας σ' αυτά ουσία και σημασία, που δεν έχουν στην πραγματικότητα.
Ενεργεί σα να είχαν απόλυτη και μόνιμη αξία, ενώ είναι κατεξοχήν πρόσκαιρα. Το
ίδιο το όνομα της κενοδοξίας φανερώνει το χαρακτήρα της: μάταιος, άδειος,
άστατος, παροδικός, επιφανειακός, όπως ακριβώς και ο κόσμος, που η μορφή του
περνά και φεύγει (Β' Κορ. ζ΄ 31). Η ματαιοδοξία από τον κόσμο αντλεί την τροφή
της, ενώ οι Πατέρες μετά τον προφήτη Ησαΐα την παρομοιάζουν με άνθος του χόρτου
(Ησ. μ΄ 6-7) ή ακόμη με όνειρο και με κάθε είδους πραγματικότητα χωρίς διάρκεια
και σταθερότητα. Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερωτά: «Τί τρέχεις οπίσω της σκιάς, και ου καταλαμβάνεις
την αλήθειαν; Τί διώκεις τα απολλύμενα, και ου ζητείς τα μένοντα; Τί γαρ εστι
τα ανθρώπινα πράγματα; Τέφρα και κόνις, και ωσεί χνους κατά πρόσωπον ανέμου, καπνός
και σκιά, και φύλλον περιφερόμενον και άνθος, όναρ και διήγημα, και μύθος, άνεμος
και αήρ χαύνος απλώς διαρρέων, πτερόν ουχ ιστάμενον, ρεύμα παρατρέχον, και
ει τι τούτων ουδαμινέστερον». Φαίνεται ότι ο κενόδοξος έχει
αίσθηση για τον κόσμο αντίστροφη από την πραγματική, κάτι σαν τον κόσμο των
ειδώλων, που περιγράφει ο Πλάτων.
Ο
νους του περιπλανάται σε αόριστες εκτιμήσεις για τα πράγματα, δίνοντας την
εντύπωση ότι έχει προσβληθεί από μανία. Η ψευδαισθητική αντίληψη των πραγμάτων
συναντάται συχνά στην καθημερινότητα με μορφές αντιφατικές. Έτσι, ο κενόδοξος
εκδηλώνει ψευδαισθητική γνώση, ιδιαίτερα για τον εαυτό του, αποδίδοντας στον
εαυτό του αρετές, που δεν κατέχει, ενώ δε βλέπει σφάλματα και πάθη, που τον
έχουν καταλάβει. Και πάλι όμως αυταπατάται, όταν καυχιέται για αρετές που
πράγματι διαθέτει, θεωρώντας τον εαυτό του πηγή και ιδιοκτήτη των αρετών του,
ενώ πραγματικά είναι δωρεά του Θεού. Εξάλλου, μόλις ο άνθρωπος αρχίσει να
καυχιέται για τις αρετές του, παύει να είναι ενάρετος εξαιτίας της καύχησης
του, ενώ επαινεί τον εαυτό του για πνευματικό πλούτο που δεν κατέχει πλέον.
Όσοι ενεργούν για να δοξασθούν από τους ανθρώπους έχουν ήδη λάβει την αμοιβή
τους, λέγει ο Χριστός (Ματθ. στ΄ 2), προσθέττοντας: «Ουαί όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες
οι άνθρωποι» (Λουκ. στ΄ 26). Ο Αγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος παρατηρεί ότι η δοξομανία είναι η κορωνίδα των παθών και σημειώνει
αναφερόμενος σε όσους επιζητούν την πρωτοκαθεδρία εξαιτίας της κενοδοξίας, ότι:
«τυραννικόν το πάθος και συνεχώς ενοχλούν».
Ο Αγιος Μάρκος ο Ερημίτης παρατηρεί: «Όταν ίδης λογισμόν, ανθρωπίνην σοι δόξαν υπαγορεύοντα,
γίνωσκε σαφώς ότι αισχύνην σοι κατασκευάζει».
Η
μέριμνα, του κενόδοξου για απολαβή επαίνων, πολλαπλασιάζεται όταν η κενοδοξία
δεν ικανοποιείται. Συχνά τότε παρατηρείται το φαινόμενο, ο ματαιόδοξος όχι μόνο
να μην κινεί την προσοχή και να μην έλκει το θαυμασμό τού άλλου, αλλά να
οδηγείται στο αντίθετο αποτέλεσμα. «Κενοδοξία αντί τιμής πολλάκις ατιμίας εγένετο πρόξενος»,
λέγει ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Στη θέση των αναμενόμενων επαίνων, ο
κενόδοξος είτε εισπράττει αδιαφορία, είτε έλκει εναντίον του μίσος, φθόνο και
ζήλεια, γεννά κριτικές και σαρκασμούς, ιδιαίτερα όταν η ματαιοδοξία του
εκδηλώνεται με τα λόγια του. Τέτοια κατάσταση φέρνει στον άνθρωπο λύπη και
αγωνία, καθώς στερείται την αναμενόμενη ηδονή, ενώ οφείλει ν' αντιμετωπίσει το
θυμό και την επιθετικότητα του περιβάλλοντός του. Κάτω από την επιρροή της
κενοδοξίας, ο άνθρωπος απομονώνεται στο ίδιο του το πάθος, οδηγούμενως,
πιθανώς, σ' ένα κόσμο φαντασμάτων. Πράγματι, με την έμπνευσή της, ο άνθρωπος
φαντάζεται κάθε είδους ιδιότητες, αρετές, αξίες, αγαθά, και “οραματίζεται” τον
εαυτό του να συμμετέχει σε καταστάσεις που αξίζουν αναγνώριση και εγκώμια.
Παθολογική συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι η απόσπασή του πάσχοντα από την
πραγματικότητα, η διάσπαση της προσοχής του από το περιβάλλον, ο περιορισμός
της δράσης στα εντελώς απαραίτητα καθήκοντά και η παράλυση του ζωτικού δυναμισμού,
ωσότου φτάσει η ψυχή του σε κατάσταση νάρκωσης. Είναι δυνατό η διαδικασία της
φαντασίωσης να έχει τη ρίζα της, σε παραισθήσεις. Το ζήτημα τούτο πρέπει να
φοβίζει ιδιαίτερα τον πνευματικό άνθρωπο που παραδίνεται στο πάθος αυτό
προσφέροντας ευνοϊκό έδαφος στο δαίμονα της κενοδοξίας, που συνηθίζει να
επιτίθεται την ώρα της προσευχής. Ο Παλλάδιος στη Λαυσαϊκή Ιστορία αναφέρει το
παράδειγμα ενός μοναχού που έφθασε στη μανία κάτω από την επίδραση της
ματαιοδοξίας. Τα παθολογικά αποτελέσματα της κενοδοξίας είναι πολλά και στο
πνευματικό επίπεδο. Οδηγεί στον πνευματικό θάνατο, τυφλώνει το νου (Μάρκος
Ερημιτης), ταράσσει (Ισαάκ Συρος), καταστρέφει όλες τις αποκτηθείσες αρετές
(Ιωάννης Σιναϊτης, Ιωαννης Χρυσοστομος, Μακάριος Αιγυπτιος) καθιστώντας όλες
τις ασκητικές του προσπάθειες άχρηστες. Εξαιτίας της, παρατηρεί ο Αγιος
Μάξιμος: «Εισί πολλά
τινα φύσει καλά υπό των ανθρώπων γινόμενα, αλλ' ού καλά πάλιν όταν
δια κενοδοξίαν γίνονται». Μέσω της κενοδοξίας, ο άνθρωπος
διαστρέφει τις πνευματικές προσπάθειές του από το φυσιολογικό σκοπό και τις
κάνει υπηρέτες τής δικής του δόξας. Σκοπός του είναι να δοξασθεί από ανθρώπους
και όχι από το Θεό όπως οφείλει. Η απώλεια των καρπών τής άσκησης οδηγεί
αναπόφευκτα στη δημιουργία κατάστασης οδύνης, αντί ηδονής, στην ψυχή του. Αυτή,
στερούμενη τα πολυτιμότερα αγαθά και την πνευματική απόλαυση, που εισέπραττε,
βρίσκεται πάλι κενή, εγκαταλελειμμένη, γεμάτη ταραχή, ενώ βιώνει μόνιμα έλλειψη
ικανοποίησης, γιατί, η ηδονή που αποφέρει η κενοδοξία έχει παροδική δυνατότητα
να γεμίζει την ψυχή. Έτσι τελικά η ηδονή βυθίζει την ψυχή στην απογοήτευση και
την πικρία. Προπαντός η κενοδοξία γεννά την υπερηφανία της οποίας είναι
πρόδρομος και μητέρα, καθώς και όλων των παθών, που συνδέονται με την
υπερηφάνια: βλασφημίας, κατάκρισης, φιλαρχίας, σκληροκαρδίας, μνησικακίας και
ζήλειας. Γεννιούνται επιπλέον από αυτή: ψεύδος, υποκρισία, μωρολογία, φιλαργυρία,
πλεονεξία και λύπη. Σημειώνουμε ότι οι δαίμονες παίζουν ενεργό ρόλο στη γέννηση
και την ανάπτυξη της κενοδοξίας. «Τα μετά ταραχής και κενοδοξίας γινόμενα των δαιμόνων εστί»,
διδάσκει ο Αγιος Ιωάννης Γάζης. Εάν οι δαίμονες δεν την εισάγουν στην ψυχή,
επωφελούνται ωστόσο από τη γέννηση και την παρουσία της στην ψυχή, ώστε να την
υποδουλώσουν στην καταστροφική τους δράση. «Την γαρ φιλοδοξίαν μάλιστα εις πρόφασιν
της εαυτών κακίας λαμβάνοντες δι' εκείνης ώσπερ δια θυρίδος τινός σκοτεινής
εισπηδώντες τας ψυχάς διαρπάζουσιν», γράφει ο Αγιος
Διάδοχος Φωτικής. Όποιος δέχεται μέσα του το πάθος αυτό εκπληρώνει το θέλημα
του διαβόλου, για να καταλήξει τελικά να γίνει σκλάβος και παιχνίδι του.
1Jean Claude Larchet, Θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, Εκδόσεις "Αποστολική Διακονία Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΥΛΑΣ
http://aktines.blogspot.gr/2014/05/blog-post_570.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου