ΜΑΘΗΤΗΣ
ΣΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ
Όταν
άρχισα να διατρέχω το δέκατο τρίτο έτος από τη γέννησή μου, αναπαύθηκε εν Κυρίω
και ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Ιωάννης, ο όποιος ιεράτευσε ακριβώς πέντε
χρόνια. Τότε παρουσιάστηκε στη μητέρα μου η ανάγκη να μας πάρει μαζί της, τον αδελφό
της και θείο μου, τον Βασίλειο Μάντενκο, και εμένα, και να πάμε στον τότε
σεβασμιότατο μητροπολίτη Κιέβου, τον κύρ Ραφαήλ Ζαμπορόφσκι , και με αιτητικό
γράμμα του από τη βάπτιση πατέρα μου, του αναδόχου Βασιλείου Βασίλιεβιτς Κοτσουμπέη,
συνταγματάρχη της Πολτάβας , και όλων των προυχόντων και των ευυπόληπτων
πολιτών της, να ζητήσουμε γράμμα της σεβασμιότητάς του, το οποίο να επικυρώνει τη
διαδοχή για μένα στη θέση του πατέρα μου στον καθεδρικό ναό της Πολτάβας που ανέφερα.
Όταν λοιπόν στάθηκα μπροστά στο ιερό του πρόσωπο, και μόλις ασπάστηκα τη δεξιά
του, άρχισα με θάρρος, μεγαλόφωνα και με την πρέπουσα προφορά, να απαγγέλω τούς
στίχους που είχε συνθέσει κάποιος μορφωμένος άνθρωπος, και τούς οποίους
πρωτύτερα, παρόλη την πίεση της μητέρας μου και του θείου μου, δεν μπορούσα να
τούς απαγγείλω μπροστά τους. Τόσο χάρηκε ό σεβασμιότατος πού, ευλογώντας με,
είπε δυνατά τά λόγια: «Να είσαι ο διάδοχος!» και έδωσε στη μητέρα μου το βεβαιότερο
γράμμα για το κληρονομικό μου δικαίωμα στον ναό πού ανέφερα. Όταν πήραμε την ευλογία
του για να φύγουμε, έδωσε εντολή στη μητέρα μου να με στείλει στη σχολή του
Κιέβου για να λάβω τη θύραθεν παιδεία .
Όταν
γυρίσαμε στο σπίτι μας στην Πολτάβα, υστέρα από λίγο καιρό, χωρίς καθυστέρηση με
έστειλε στο Κίεβο χάρη τών σπουδών, στην τριετή διάρκεια τών όποιων με προθυμία
έμαθα τη γραμματική, και κάθε καλοκαίρι, σύμφωνα με τη σχολική συνήθεια, τον
μήνα Ιούλιο έφευγα στο σπίτι μας, στη μητέρα μου και έμενα εκεί για δύο
ολόκληρους μήνες. Έχοντας απόλυτη Ελευθερία, δεν ασχολούμουν με τίποτε άλλο
παρά με την ανάγνωση τών ιερών βιβλίων, από την οποία όλο και περισσότερο βεβαιωνόμουν
για την αμετάβλητη πρόθεσή μου να γίνω μοναχός. Επίσης κατανόησα τελείως ότι
χωρίς καλά έργα, δηλαδή χωρίς την ακριβή τήρηση τών εντολών του Χριστού, με
μόνη την ορθόδοξη πίστη, είναι αδύνατο να σωθεί κανείς. Και τότε έβαλα μέσα στην
ψυχή μου τέτοια υπόσχεση: με τη βοήθεια της χάριτος του Θεού, να μην κατακρίνω
τον πλησίον μου, και αν ακόμη με τά ίδια μου τά μάτια τον έβλεπα να αμαρτάνει,
γνωρίζοντας καλά oτι
ένας μόνο υπάρχει δίκαιος και αληθινός κριτής ζωντανών και νεκρών, ό αληθινός
Θεός ημών ο Χριστός, ο όποιος θα αποδώσει στον καθένα κατά τά έργα του.
Αυτός
πού κατακρίνει τον πλησίον του ιδιοποιείται για τον εαυτό του το θειο τούτο αξίωμα,
και γίνεται ο ίδιος κριτής ζωντανών και νεκρών τί υπάρχει τρομερότερο από αυτό;
Ακόμη υποσχέθηκα να μην έχω μίσος μέσα στην ψυχή μου, το όποιο, κατά τη μαρτυρία
τών Αγίων Γραφών, είναι το μεγαλύτερο από όλα τά αμαρτήματα. Επίσης, από όλη
μου την καρδιά και την ψυχή να συγχωρώ στον πλησίον μου τα αμαρτήματα του, με την
ελπίδα της άφεσης και τών δικών μου από τον Θεό. Διότι αυτός πού δεν χαρίζει
στον πλησίον τά αμαρτήματα του, δεν πρόκειται να έχει άφεση και τών δικών του αμαρτιών
από τον ουράνιο Πατέρα. Ακολούθησα λοιπόν αυτή την υπόσχεση μου ενώπιων τού
Θεού για την τήρηση αυτών τών εντολών, έστω και αν εξαιτίας της αμέλειας μου δεν
αξιώθηκα στην πράξη να την εφαρμόσω. Εντούτοις, με τη θεία βοήθεια, στο μέτρο της
δύναμής μου, άκολουθώ με σωστή γνώση αυτές τις εντολές τού Θεού, σύμφωνα με τη
διδασκαλία της Αγίας Γραφής, ως την ευθετότερη και ευκολότερη οδό για τη
σωτηρία- άλλος, σωστότερος δρόμος, προς τη σωτηρία δεν υπάρχει.
Όπως
λοιπόν έχω πει, όσο καιρό περνούσα στο σπίτι μου, παραδίδοντας τον εαυτό μου στην
ανάγνωση τών ιερών βιβλίων, διδασκόμουν τη φύλαξη τών θείων εντολών και την ορθή
γνώση και το φρόνημα της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Στον καθορισμένο χρόνο
ταξίδευα στο Κίεβο και με προθυμία πήγαινα στα μαθήματα της σχολής. Στα τρία αυτά
χρόνια ένιωθα όχι μικρό ζήλο και πόθο για τον μοναχικό βίο, ιδίως όταν αποκτούσα
φίλους πού είχαν τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο για τον μοναχισμό, προπαντός όμως
όταν αξιώθηκα σ’ αυτό να έχω οδηγό και χειραγωγό τον μεγαλόσχημο ιερομόναχο, τον
ευλαβέστατο πατέρα Παχώμιο. Αυτός έμενε στην Ιερά Μονή της Επιφανείας, η οποία
ήταν της Αδελφότητας , και έχοντας
ζήσει κάποιο χρονικό διάστημα στην ξενιτειά και στην έρημο, είχε μαζί του
μερικά πατερικά βιβλία. Άλλοτε λοιπόν από τά γεμάτα ωφέλεια λόγια του, και
άλλοτε από την ανάγνωση τών βιβλίων πού μου έδινε, άναβε αυτός ο ζήλος στην
ψυχή μου. Ωστόσο τη φοίτησή μου στη σχολή τη συνέχιζα έως τότε με προθυμία.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ –ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2014/07/1722-1794-2.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου