(άπομαγνητοφωνημένη ομιλία )
Δ εῖτε ἐδῶ:Μέρος Δ΄
Ἀπό ἐκεῖ καί μετά (ἰδίως ἀπό τήν ἐφηβεία καί καί κατόπιν), εἶναι δικό του θέμα, ἄν θά ἀκολουθήσει τίς συμβουλές σου (τίς ἐν Χριστῷ προδιαγραφές του) ἤ ὄχι.
Ὡς τότε ὅμως θά πρέπει νά τό βοηθήσεις.
Ἐδῶ εἶναι τό λάθος πολλῶν γονέων, πού δέν μιλᾶνε στά παιδιά. Σοῦ λένε:
-Ἄφησέ τα τά παιδιά, ὅταν μεγαλώσουν θά τό καταλάβουν.
-Δέν θά καταλάβουν τίποτα.
Τώρα (μέχρι τήν ἡλικία τῶν 10-11 ἐτῶν) πρέπει νά τούς πεῖς, ποιό εἶναι τό σωστό. Μή νομίζεις ὅτι δέν καταλαβαίνουνε. Τά παιδιά καταλαβαίνουν πολύ καλά. Εἴχαν ἔρθει κάτι παιδάκια στό Ἅγιο Ὅρος καί τούς εἶπα λίγα λόγια γιά τήν ταπείνωση. Ξέρετε τί καλά τό κατάλαβαν; Γιατί εἶναι μές στήν ψυχή μας, μές στό εἶναι μας ἡ ταπείνωση. Εἶναι τό φυσικό μας.
Ὁ ἐγωισμός εἶναι τό παρά φύσιν. Εἶναι τό διεστραμμένο. Καί πρέπει νά κάνεις προσπάθεια στήν ἀρχή, γιά νά κάνεις τό κακό. Μετά βέβαια, ὅταν θά τό συνηθήσεις, σοῦ βγαίνει σάν φυσικό καί λές:
-Ἐγώ πιά δέν μπορῶ νά ἀντισταθῶ, ἔτσι μοῦ «βγαίνει».
-Ναί, σοῦ «βγαίνει» τώρα, γιατί ἔχεις ἀρρωστήσει ἀπό μικρός. Ἀλλά στήν περίπτωση, πού θά εἶχες πάρει τήν σωστή γνώση, τήν σωστή διδαχή, τή σωστή ἀγωγή, τώρα δέν θά μποροῦσες εὔκολα, νά εἶσαι ἐγωιστής. Δέν θά σοῦ «ἔβγαινε» νά εἶσαι ὑπερήφανος, νά εἶσαι πεισματάρης, νά θέλεις νά λοιδορήσεις τόν ἄλλον, νά τόν εἰρωνευτῆς.
Βλέπεις κάτι μικρά παιδάκια καί ἔχουν μιά ἀσέβεια, μιά ἀναίδεια, μιά γλῶσσα, μιά αὐθάδεια καί λές:
-Πῶς ἔγινε αὐτό τό παιδάκι ἔτσι;
-Ἔγινε ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τῆς ἀφροντισιᾶς, τῆς ἀδιαφορίας τῶν γονέων. Τό παιδάκι δέχτηκε κάποια στιγμή μία δαιμονική πρόκληση, πῆρε ἕνα τέτοιο κακό μάθημα ἀπό τό περιβάλλον (νηπιαγωγεῖο,
τηλεόραση, οἰκογενειακός περίγυρος) καί τό μιμήθηκε. Εἶπε τήν κακιά λέξη, καί ἀμφότεροι, ὁ μπαμπάς καί ἡ μαμά δέν ἀντέδρασαν. Ἴσως καί νά γέλασαν κιόλας ἐπαινετικά, σκεπτόμενοι: «τό παιδί
μας πρόκοψε». Ἐνῶ ἔτσι τό παιδάκι διαστράφηκε καί θά τό ἐπαναλάβει.
Ἕνας ἀπό τούς πιό «ἀποτελεσματικούς τρόπους» γιά νά καταστρέψετε τά παιδιά σας, ἔλεγε κάποιος, εἶναι αὐτός: Ὅταν ἀρχίσουν νά λένε παλιοκουβέντες, ἐσύ ὁ γονιός νά τά ἐπαινέσεις, νά χαμογελάσεις, νά τά ἐπιβραβεύσεις δηλαδή. Εἶναι ἕνας πολύ «καλός τρόπος» γιά νά τό καταστρέψεις.
Οἱ γονεῖς μέ τήν ἁρμονική καί εἰρηνική ζωή τους, δημιουγοῦν τό ἀναντικατάστατο φυσικό περιβάλλον γιά τήν ἐπιτυχή ἄσκηση τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς τοῦ παιδιοῦ καί τήν ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς του συνείδησης. Προσέξτε, ἡ θρησκευτικότητα εἶναι ἔμφυτη στόν ἄνθρωπο. Ἡ ροπή πρός τόν Θεό, ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας, ἔμφυτη. Ἀλλά θά πρέπει νά καλλιεργηθεῖ κιόλας.
Ὅταν ἡ οἰκογένεια ἔχει αὐτό τό καλό περιβάλλον, μοιάζει μέ Ἐκκλησία. Ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι κατ΄ οἴκον Ἐκκλησία. Τότε τό παιδάκι πολύ εὔκολα ἀναπτύσει τό θρησκευτικό του συναίσθημα, τήν θρησκευτικότητά του καί τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πολύ βασικό , νά μάθει τό παιδάκι νά φοβᾶται τόν Θεό.
Δυστυχῶς, ἔχω τήν αἴσθηση, ὅτι πολλά παιδιά σήμερα δέν φοβοῦνται τόν Θεό. Καί φταῖνε οἱ γονεῖς, πού δέν ἔχουνε ἐμπνεύσει στά παιδιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ἔχει τεράστια σημασία τό πῶς θά μιλήσεις γιά τόν Θεό, στό παιδί, πῶς γενικότερα χρησιμοποιεῖς τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἄν λές γιά παράδειγμα ἀνέκδοτα γιά τόν Θεό, γιά τόν Ἀπόστολο Πέτρο, γιά τόν Παράδεισο κι ὅλα αὐτά πού κυκλοφοροῦν, γκρεμίζεις μέσα στό παιδί σου αὐτόν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.
Λέω ἕνα παράδειγμα: Θυμᾶμαι μιά μητέρα, πού μιλοῦσε στό μικρό της παιδάκι γιά τόν Χριστό, γιά τό ἀκάνθινο στεφάνι Του, τοῦ ἔδειχνε τήν εἰκόνα Του καί ἔκλαιγε. Ἐνέπνευσε ἔτσι στό παιδί της, αὐτό τό φόβο, αὐτήν τήν ἀγάπη στόν Θεό. Τό δίδαξε τόν σεβασμό στό Θεῖο Πάθος, τήν εὐγνωμοσύνη γιά τό τί ὑπέφερε ὁ Θεός γιά μᾶς. Δέν εἶναι ἑπομένως τόσο σημαντικό τό τί θά πεῖς στό παιδί, ἀλλά τό τί θά τοῦ μεταγγίσεις μέ τήν ὅλη σου παρουσία καί ζωή, τί βιώματα θά τοῦ ἐμπνεύσεις. Τόσο ἡ μητέρα ὅσο καί ὁ πατέρας.
Στό παιδί ὁ γονιός μεταγγίζει αὐτό πού ζεῖ.
Ἄν ἐσύ πατέρα-μητέρα, δέν ζεῖς τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, δέν ζεῖς τήν γνήσια θρησκευτική ζωή, δέν μπορεῖς νά τήν μεταγγίσεις...Δέν ἔχεις τί νά μεταγγίσεις...
Μπορεῖ νά τοῦ πεῖς:
-Πήγαινε στήν Ἐκκλησία...
Θά σοῦ κάνει ὑπακοή μέχρι τά δέκα- ἔντεκα καί μετά θά σοῦ πεῖ:
-Ἀφοῦ ἐσύ δέν πᾶς καί ἐγώ δέν πάω. Ἤ ἀφοῦ ἐσύ πᾶς, ἀλλά εἶσαι ἔτσι, ὅπως εἶσαι, (δηλαδή πηγαίνεις τυπικά, χωρίς νά ἀρνεῖσαι τήν κοσμική ζωή καί τό παλαιό ἄνθρωπο τῶν παθῶν), ἐγώ δέν θέλω νά γίνω ἔτσι, ὅπως εἶσαι ἐσύ, γιά αὐτό δέν μοῦ χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία.
Ὅταν τά παιδιά βλέπουνε αὐτή τήν ἀσυνέπεια, στή ζωή τῶν γονιῶν τους, δέν οἰκοδομοῦνται πνευματικά. Διαπιστώνουν ὅτι ἐσύ πού ἀποκαλεῖς τόν ἑαυτό σου «θρησκευόμενο», εἶσαι ἕνας ὑποκριτής: Ἀπ΄τή μιά λές ὅτι εἶσαι τοῦ Χριστοῦ καί ἀπ’ τήν ἄλλη, δέν μοιάζεις καθόλου στόν Χριστό. Δέν εἶσαι οὔτε πρᾶος, οὔτε ταπεινός, οὔτε ὑπάκουος στόν/στήν σύζυγό σου, οὔτε τίποτα...
Ἔ... τί κάνεις; Ἀπ΄τήν μιά χτίζεις ἐξωτερικά μία τυπική θρησκευτικότητα καί ἀπ΄ τήν ἄλλη ἡ ζωή σου καί ἡ ψυχή σου δέν ἀλλάζει καθόλου. Εἶσαι ἕνας ἀμετανόητος Φαρισαῖος.
Τό παιδί, πού τά βλέπει πολύ καλά ὅλα αὐτά, ἔχει τήν ἐπαναστατικότητα καί τήν εἰλικρίνεια, καί σοῦ τό λέει πολλές φορές κατάμουτρα:
-Δέν θέλω νά γίνω σάν ἐσένα. Ἡ Ἐκκλησία βλέπω ὅτι δέν σ’ ἄλλαξε, μᾶλλον σ΄ ἔμαθε νά ζεῖς μιά διπλῆ ζωή. Λοιπόν δέν μοῦ χρειάζεται αὐτή ἡ Ἐκκλησία.
Βεβαίως δέν φταίει ἡ Ἐκκλησία ἀλλά ἡ δική μας ραθυμία καί ἀπροθυμία νά μετανοήσουμε εἰλικρινά....
Βλέπετε πῶς, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ μεγάλοι, ἀπομακρύνουμε τά παιδιά ἀπ΄ τήν Ἐκκλησία. Οἱ γονεῖς, λοιπόν, πολλές φορές ἀπομακρύνουν τά παιδιά ἀπ’ τήν Ἐκκλησία γιατί οἱ ἴδιοι δέν ζοῦνε τόν Χριστό.
Οἱ γονεῖς ἀντίθετα θά πρέπει νά δημιουργοῦν αὐτό τό καλό, τό χριστιανικό, τό ὑγειές θρησκευτικό περιβάλλον, ὥστε νά ἀναπτυχθεῖ ἡ θρησκευτική συνείδηση τῶν παιδιῶν. Μέσα στό πλαίσιο τῆς ἀληθινά χριστιανικῆς οἰκογένειας, εὔκολα καί φυσιολογικά μεταφέρεται ἡ χριστιανική στάση ζωῆς τῶν γονέων, στά παιδιά τους.
Οἱ πρῶτοι πού ἀπολαμβάνουν τίς συνέπειες τῆς καλῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς τους. Μετά καί ὁ εὐρύτερος κοινωνικός περίγυρος.
Μοῦ ἔλεγαν γιά ἕνα παιδάκι- Τρίτη γυμνασίου πάει-τό ὁποῖο κάνει ἀκολουθίες στο σπίτι του, ὄρθρο, ἐσπερινό κ.λ.π.
-Πῶς ἐμπνεύσθηκε αὐτό τό παιδί;
-Ἀπό τούς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι φιλακόλουθοι, εἶναι φιλαγιορεῖτες, ἔχουνε πνευματικό, ἐξομολογοῦνται συνέχεια. Ἀποτέλεσμα: Μπῆκαν στό πνεῦμα αὐτό καί τά παιδιά, ἀπό μόνα τους, μέ τήν θέλησή τους.
-Γιά σκεφτεῖτε νά ἔχετε ἕνα τέτοιο παιδί; Νά κάνει ἀκολουθία μόνο του. Ὑπάρχουν τέτοια παιδιά σήμερα. Κι αὐτό διότι λειτουργοῦν σωστά οἱ γονεῖς, ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα. Τό παιδί δέν περιμένει τόν μπαμπά νά τοῦ πεῖ:
-Ἔλα νά κάνουμε προσευχή...
Πάει μόνο του καί κάνει. Κάνει προσευχή τήν ὥρα, πού ὁ πατέρας του κάνει ἄλλα πράγματα, διότι δέν προλαβαίνει ἐκείνη τήν ὥρα νά προσευχηθεῖ.
Ὡς τότε ὅμως θά πρέπει νά τό βοηθήσεις.
Ἐδῶ εἶναι τό λάθος πολλῶν γονέων, πού δέν μιλᾶνε στά παιδιά. Σοῦ λένε:
-Ἄφησέ τα τά παιδιά, ὅταν μεγαλώσουν θά τό καταλάβουν.
-Δέν θά καταλάβουν τίποτα.
Τώρα (μέχρι τήν ἡλικία τῶν 10-11 ἐτῶν) πρέπει νά τούς πεῖς, ποιό εἶναι τό σωστό. Μή νομίζεις ὅτι δέν καταλαβαίνουνε. Τά παιδιά καταλαβαίνουν πολύ καλά. Εἴχαν ἔρθει κάτι παιδάκια στό Ἅγιο Ὅρος καί τούς εἶπα λίγα λόγια γιά τήν ταπείνωση. Ξέρετε τί καλά τό κατάλαβαν; Γιατί εἶναι μές στήν ψυχή μας, μές στό εἶναι μας ἡ ταπείνωση. Εἶναι τό φυσικό μας.
Ὁ ἐγωισμός εἶναι τό παρά φύσιν. Εἶναι τό διεστραμμένο. Καί πρέπει νά κάνεις προσπάθεια στήν ἀρχή, γιά νά κάνεις τό κακό. Μετά βέβαια, ὅταν θά τό συνηθήσεις, σοῦ βγαίνει σάν φυσικό καί λές:
-Ἐγώ πιά δέν μπορῶ νά ἀντισταθῶ, ἔτσι μοῦ «βγαίνει».
-Ναί, σοῦ «βγαίνει» τώρα, γιατί ἔχεις ἀρρωστήσει ἀπό μικρός. Ἀλλά στήν περίπτωση, πού θά εἶχες πάρει τήν σωστή γνώση, τήν σωστή διδαχή, τή σωστή ἀγωγή, τώρα δέν θά μποροῦσες εὔκολα, νά εἶσαι ἐγωιστής. Δέν θά σοῦ «ἔβγαινε» νά εἶσαι ὑπερήφανος, νά εἶσαι πεισματάρης, νά θέλεις νά λοιδορήσεις τόν ἄλλον, νά τόν εἰρωνευτῆς.
Βλέπεις κάτι μικρά παιδάκια καί ἔχουν μιά ἀσέβεια, μιά ἀναίδεια, μιά γλῶσσα, μιά αὐθάδεια καί λές:
-Πῶς ἔγινε αὐτό τό παιδάκι ἔτσι;
-Ἔγινε ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τῆς ἀφροντισιᾶς, τῆς ἀδιαφορίας τῶν γονέων. Τό παιδάκι δέχτηκε κάποια στιγμή μία δαιμονική πρόκληση, πῆρε ἕνα τέτοιο κακό μάθημα ἀπό τό περιβάλλον (νηπιαγωγεῖο,
τηλεόραση, οἰκογενειακός περίγυρος) καί τό μιμήθηκε. Εἶπε τήν κακιά λέξη, καί ἀμφότεροι, ὁ μπαμπάς καί ἡ μαμά δέν ἀντέδρασαν. Ἴσως καί νά γέλασαν κιόλας ἐπαινετικά, σκεπτόμενοι: «τό παιδί
μας πρόκοψε». Ἐνῶ ἔτσι τό παιδάκι διαστράφηκε καί θά τό ἐπαναλάβει.
Ἕνας ἀπό τούς πιό «ἀποτελεσματικούς τρόπους» γιά νά καταστρέψετε τά παιδιά σας, ἔλεγε κάποιος, εἶναι αὐτός: Ὅταν ἀρχίσουν νά λένε παλιοκουβέντες, ἐσύ ὁ γονιός νά τά ἐπαινέσεις, νά χαμογελάσεις, νά τά ἐπιβραβεύσεις δηλαδή. Εἶναι ἕνας πολύ «καλός τρόπος» γιά νά τό καταστρέψεις.
Οἱ γονεῖς μέ τήν ἁρμονική καί εἰρηνική ζωή τους, δημιουγοῦν τό ἀναντικατάστατο φυσικό περιβάλλον γιά τήν ἐπιτυχή ἄσκηση τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς τοῦ παιδιοῦ καί τήν ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς του συνείδησης. Προσέξτε, ἡ θρησκευτικότητα εἶναι ἔμφυτη στόν ἄνθρωπο. Ἡ ροπή πρός τόν Θεό, ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας, ἔμφυτη. Ἀλλά θά πρέπει νά καλλιεργηθεῖ κιόλας.
Ὅταν ἡ οἰκογένεια ἔχει αὐτό τό καλό περιβάλλον, μοιάζει μέ Ἐκκλησία. Ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι κατ΄ οἴκον Ἐκκλησία. Τότε τό παιδάκι πολύ εὔκολα ἀναπτύσει τό θρησκευτικό του συναίσθημα, τήν θρησκευτικότητά του καί τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πολύ βασικό , νά μάθει τό παιδάκι νά φοβᾶται τόν Θεό.
Δυστυχῶς, ἔχω τήν αἴσθηση, ὅτι πολλά παιδιά σήμερα δέν φοβοῦνται τόν Θεό. Καί φταῖνε οἱ γονεῖς, πού δέν ἔχουνε ἐμπνεύσει στά παιδιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ἔχει τεράστια σημασία τό πῶς θά μιλήσεις γιά τόν Θεό, στό παιδί, πῶς γενικότερα χρησιμοποιεῖς τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἄν λές γιά παράδειγμα ἀνέκδοτα γιά τόν Θεό, γιά τόν Ἀπόστολο Πέτρο, γιά τόν Παράδεισο κι ὅλα αὐτά πού κυκλοφοροῦν, γκρεμίζεις μέσα στό παιδί σου αὐτόν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.
Λέω ἕνα παράδειγμα: Θυμᾶμαι μιά μητέρα, πού μιλοῦσε στό μικρό της παιδάκι γιά τόν Χριστό, γιά τό ἀκάνθινο στεφάνι Του, τοῦ ἔδειχνε τήν εἰκόνα Του καί ἔκλαιγε. Ἐνέπνευσε ἔτσι στό παιδί της, αὐτό τό φόβο, αὐτήν τήν ἀγάπη στόν Θεό. Τό δίδαξε τόν σεβασμό στό Θεῖο Πάθος, τήν εὐγνωμοσύνη γιά τό τί ὑπέφερε ὁ Θεός γιά μᾶς. Δέν εἶναι ἑπομένως τόσο σημαντικό τό τί θά πεῖς στό παιδί, ἀλλά τό τί θά τοῦ μεταγγίσεις μέ τήν ὅλη σου παρουσία καί ζωή, τί βιώματα θά τοῦ ἐμπνεύσεις. Τόσο ἡ μητέρα ὅσο καί ὁ πατέρας.
Στό παιδί ὁ γονιός μεταγγίζει αὐτό πού ζεῖ.
Ἄν ἐσύ πατέρα-μητέρα, δέν ζεῖς τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, δέν ζεῖς τήν γνήσια θρησκευτική ζωή, δέν μπορεῖς νά τήν μεταγγίσεις...Δέν ἔχεις τί νά μεταγγίσεις...
Μπορεῖ νά τοῦ πεῖς:
-Πήγαινε στήν Ἐκκλησία...
Θά σοῦ κάνει ὑπακοή μέχρι τά δέκα- ἔντεκα καί μετά θά σοῦ πεῖ:
-Ἀφοῦ ἐσύ δέν πᾶς καί ἐγώ δέν πάω. Ἤ ἀφοῦ ἐσύ πᾶς, ἀλλά εἶσαι ἔτσι, ὅπως εἶσαι, (δηλαδή πηγαίνεις τυπικά, χωρίς νά ἀρνεῖσαι τήν κοσμική ζωή καί τό παλαιό ἄνθρωπο τῶν παθῶν), ἐγώ δέν θέλω νά γίνω ἔτσι, ὅπως εἶσαι ἐσύ, γιά αὐτό δέν μοῦ χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία.
Ὅταν τά παιδιά βλέπουνε αὐτή τήν ἀσυνέπεια, στή ζωή τῶν γονιῶν τους, δέν οἰκοδομοῦνται πνευματικά. Διαπιστώνουν ὅτι ἐσύ πού ἀποκαλεῖς τόν ἑαυτό σου «θρησκευόμενο», εἶσαι ἕνας ὑποκριτής: Ἀπ΄τή μιά λές ὅτι εἶσαι τοῦ Χριστοῦ καί ἀπ’ τήν ἄλλη, δέν μοιάζεις καθόλου στόν Χριστό. Δέν εἶσαι οὔτε πρᾶος, οὔτε ταπεινός, οὔτε ὑπάκουος στόν/στήν σύζυγό σου, οὔτε τίποτα...
Ἔ... τί κάνεις; Ἀπ΄τήν μιά χτίζεις ἐξωτερικά μία τυπική θρησκευτικότητα καί ἀπ΄ τήν ἄλλη ἡ ζωή σου καί ἡ ψυχή σου δέν ἀλλάζει καθόλου. Εἶσαι ἕνας ἀμετανόητος Φαρισαῖος.
Τό παιδί, πού τά βλέπει πολύ καλά ὅλα αὐτά, ἔχει τήν ἐπαναστατικότητα καί τήν εἰλικρίνεια, καί σοῦ τό λέει πολλές φορές κατάμουτρα:
-Δέν θέλω νά γίνω σάν ἐσένα. Ἡ Ἐκκλησία βλέπω ὅτι δέν σ’ ἄλλαξε, μᾶλλον σ΄ ἔμαθε νά ζεῖς μιά διπλῆ ζωή. Λοιπόν δέν μοῦ χρειάζεται αὐτή ἡ Ἐκκλησία.
Βεβαίως δέν φταίει ἡ Ἐκκλησία ἀλλά ἡ δική μας ραθυμία καί ἀπροθυμία νά μετανοήσουμε εἰλικρινά....
Βλέπετε πῶς, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ μεγάλοι, ἀπομακρύνουμε τά παιδιά ἀπ΄ τήν Ἐκκλησία. Οἱ γονεῖς, λοιπόν, πολλές φορές ἀπομακρύνουν τά παιδιά ἀπ’ τήν Ἐκκλησία γιατί οἱ ἴδιοι δέν ζοῦνε τόν Χριστό.
Οἱ γονεῖς ἀντίθετα θά πρέπει νά δημιουργοῦν αὐτό τό καλό, τό χριστιανικό, τό ὑγειές θρησκευτικό περιβάλλον, ὥστε νά ἀναπτυχθεῖ ἡ θρησκευτική συνείδηση τῶν παιδιῶν. Μέσα στό πλαίσιο τῆς ἀληθινά χριστιανικῆς οἰκογένειας, εὔκολα καί φυσιολογικά μεταφέρεται ἡ χριστιανική στάση ζωῆς τῶν γονέων, στά παιδιά τους.
Οἱ πρῶτοι πού ἀπολαμβάνουν τίς συνέπειες τῆς καλῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς τους. Μετά καί ὁ εὐρύτερος κοινωνικός περίγυρος.
Μοῦ ἔλεγαν γιά ἕνα παιδάκι- Τρίτη γυμνασίου πάει-τό ὁποῖο κάνει ἀκολουθίες στο σπίτι του, ὄρθρο, ἐσπερινό κ.λ.π.
-Πῶς ἐμπνεύσθηκε αὐτό τό παιδί;
-Ἀπό τούς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι φιλακόλουθοι, εἶναι φιλαγιορεῖτες, ἔχουνε πνευματικό, ἐξομολογοῦνται συνέχεια. Ἀποτέλεσμα: Μπῆκαν στό πνεῦμα αὐτό καί τά παιδιά, ἀπό μόνα τους, μέ τήν θέλησή τους.
-Γιά σκεφτεῖτε νά ἔχετε ἕνα τέτοιο παιδί; Νά κάνει ἀκολουθία μόνο του. Ὑπάρχουν τέτοια παιδιά σήμερα. Κι αὐτό διότι λειτουργοῦν σωστά οἱ γονεῖς, ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα. Τό παιδί δέν περιμένει τόν μπαμπά νά τοῦ πεῖ:
-Ἔλα νά κάνουμε προσευχή...
Πάει μόνο του καί κάνει. Κάνει προσευχή τήν ὥρα, πού ὁ πατέρας του κάνει ἄλλα πράγματα, διότι δέν προλαβαίνει ἐκείνη τήν ὥρα νά προσευχηθεῖ.
συνεχίζεται ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου