Τώρα
πιά, ἀδελφοί μου, ἀφοῦ σᾶς διηγήθηκα μέχρις ἐδῶ ὅ,τι θεώρησα καλό γιά τόν
μακάριο πατέρα μας Νήφωνα, θά προσθέσω ἀκόμα λίγες σελίδες γιά τά τελευταῖα
χρόνια τῆς ζωῆς του. Γιατί εἶμαι βέβαιος ὅτι κι ἀπ’ αὐτά μεγάλη θά εἶναι ἡ
ψυχική σας ὠφέλεια.
Ἕνα βράδυ, ἀφοῦ
τέλειωσε τή συνηθισμένη του προσευχή, ἔπεσε νά κοιμηθεί. Τόν εἶχε μόλις πάρει ὁ
ὕπνος, ὅταν εἶδε ἕνα ὄνειρο ὀλοζώντανο.
Ἤτανε, λέει, ἕνα
καταπράισνο λιβάδι, ὅπου ἔβοσκαν ἀμέτρητα ἄσπρα πρόβατα. Λιγό πιό πέρα ἦταν τό
μαντρί τους. Τσοπάνος ὅμως πουθενά!
Ὁ ὅσιος τά ἔβλεπε μέσα
στόν ὕπνο του καί ἀποροῦσε, πῶς ἄφησαν ἀφύλαχτα τόσα πρόβατα. Ἄν ἔπεφταν πάνω
τους λύκοι;....
Ἔξαφνα παρουσιάστηκε ἕνας
μεσόκοπος ἄνδρας μέ ὄψη ἐπιβλητική. Ἦταν ἴσαμε τρεῖς πῆχες ψηλός, λίγο
φαλακρός, μέ μύτη ἐλαφριά γαμψή, καί φοροῦσε ροῦχα ἀποστολικά.
-Τί στέκεσαι καί
κοιτάζεις τά πρόβατα τοῦ βασιλιᾶ; ρώτησε τόν ὅσιο.
-Τά κοιτάζω, πάτερ,
γιατί εἶναι τόσο ὡραῖα! Ἀλλά παραξενεύομαι, πῶς βόσκουν μόνα τους, χωρίς
τσοπάνο.
-Ὅπως σοῦ εἶπα, εἶναι
πρόβατα τοῦ βασιλιᾶ. Ἐκεῖνος μ’ ἔστειλε γιά νά βάλω ἐσένα γιά βοσκό τους.
-Μήν εἶμαι τάχα δοῦλος
τοῦ βασιλιᾶ, γιά νά τοῦ βόσκω τά πρόβατα; Τόλμησε καί εἶπε ὁ ὅσιος. Ἰδέα δέν ἔχω
ἀπό τέτοια δουλειά. Ἄλλωστε, ὅπως βλέπεις, εἶμαι πολύ ἀδύναμος. Ὅπου νά’ ναι
φεύγω ἀπ’ αὐτή τή ζωή.
-Ἐγώ αὐτή τήν προσταγή ἔχω:
Νά παραδώσω στά χέρια σου τό κοπάδι πού βλέπεις, εἶπε ὁ ἄνδρας. Ἄφησε λοιπόν
τίς προφάσεις. Ὁ βασιλιάς ἀποφάσισε ν’ ἀναθέσει γιά λίγο τά πρόβατά του σ’ ἐσένα.
Κι ἔπειτα θά σέ πάρει κοντά του καί θά σέ δοξάσει. Θά σέ κάνει ἄρχοντα τοῦ
παλατιοῦ του. Θά σοῦ δώσει μάλιστα καί μεγάλη ἀμοιβή, ἄν τοῦ βοσκήσεις καλά τό
κοπάδι.
Μ’ αὐτά τά λόγια ἔβαλε
στό χέρι τοῦ ὁσίου ἕνα ποιμενικό ραβδί καί, παραδίνοντάς του τά πρόβατα καί τό
μαντρί, ἔγινε ἄφαντος.
Ὁ μακάριος Νήφων
ξύπνησε ἀπορημένος καί ἀνήσυχος. Τί νά σήμαιναν ὅσα εἶδε; ..... Ἐκεῖ πού
προσπαθοῦσε νά δώσει κάποιαν ἐξήγηση, ξαφνικά ὁ νοῦς του φωτίστηκε. Ναί! Ἐκεῖνος πού παρουσιάστηκε στὸ ὄνειρό του, ἦταν
ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος! Τά πρόβατα
πρέπει νά συμβόλιζαν τό λαό τοῦ Θεοῦ. Τό μαντρί, τήν Ἐκκλησία. Καί τό ραβδί πού τοῦ ἔδωσε, τήν ποιμαντική
τέχνη.
Φόβος καί τρόμος τόν ἔπιασε.
῾῾ Λές νά μέ κάνουν ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως;’’, συλλογίστηκε.
Κρύος ἱδρώτας τόν ἔλουσε.
Ἐκεῖνο τόν καιρό λάμπρυνε τό θρόνο τῆς Βασιλεύουσας ὁ ἁγιώτατος Ἀλέξανδρος,
διάδοχος τοῦ Μητροφάνη*, ἦταν ὅμως πολύ ἡλικιωμένος. Μήπως πλησίαζε ἡ κοίμησή
του, καί ὁ Θεός προόριζε τό Νήφωνα γιά διάδοχό του;....
Μέ πολλή δυσφορία καί
παράπονο συλλογίστηκε: ῾῾Καί ὅσο παρακαλοῦσα καί ξαναπαρακαλοῦσα τόν Κύριο νά
μή μέ δοξάσει, νά μή μοῦ δώσει καμιάν ἐξουσία.... Φαίνεται ὅμως πώς αὐτό ἀκριβῶς
θά μοῦ συμβεῖ.... Μά δέν εἶμαι καλύτερος ἀπό τόν προφήτη Ἰωνᾶ! Θά σηκωθῶ νά
φύγω ἀπό τούτη τήν πόλη!’’.
Στή στιγμή βγῆκε ἀπό τό
κελλί του καί μέ φώναξε. Κατεβήκαμε στό λιμάνι. Μπήκαμε σ’ ἕνα πλοῖο, πού ἔφευγε
γιά τήν Αἴγυπτο. Ὁ ἄνεμος ἦταν εὐνοϊκός, κι ἔτσι σέ λίγες μέρες πιάσαμε στό
λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Τή μέρα ἀκριβῶς πού
φτάσαμε ἐκεῖ, παρουσιάζονταν στόν ἀρχιεπίσκοπο Ἀλέξανδρο* ἐκπρόσωποι τῶν
κατοίκων τῆς πόλης Κωνσταντιανῆς, καί τόν παρακαλοῦσαν νά τούς χειροτονήσει ἐπίσκοπο
ὅποιον θά τοῦ φανέρωνε ὁ Θεός. Ὁ μέχρι τότε ποιμενάρχης τους Χριστόφορος, ἄνθρωπος
μεγάλης ἀρετῆς, εἶχε μόλις κοιμηθεῖ.
Ὁ μακάριος Ἀλέξανδρος τούς
ζήτησε μιά μικρή διορία, καί ἄρχισε νά προσεύχεται στό Θεός γιά νά τοῦ ἀποκαλύψει
τόν ἄξιο.
Τήν ἴδια κιόλας νύχτα
βλέπει στόν ὕπνο του ἕναν σεβάσμιο ἄνδρα νά τοῦ λέει:
-Ποιόν σκέφτεσαι νά
κάνεις ἐπίσκοπο στήν Κωνσταντιανή;
-Δέν ξέρω... Παρακαλῶ
τό Θεό νά μοῦ φανερώσει τό θέλημά Του.
-Ὁ Θεός λοιπόν θά σοῦ
δείξει ποιόν διάλεξε. Μόνο νά ἔχεις τό νοῦ σου αὔριο στήν ἐκκλησία. Θά δεῖς
κάποιον, πού θά μοῦ μοιάζει στή μορφή, ἀλλά δέν θά εἶναι φαλακρός, ὅπως ἐγώ. Αὐτόν
νά χειροτονήσεις ἐπίσκοπο, θέλει δέ θέλει.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ ἀρχιεπίσκοπος
πῆγε νωρίς-νωρίς στήν ἐκκλησία. Τό βλέμμα του ἔπεφτε μιά πάνω στούς χριστιανούς
πού ἔμπαιναν, μία στήν εἰκόνα τοῦ ἀποστόλου Παύλου-γιατί αὐτός ἦταν πού εἶδε
στόν ὕπνο του. Καί προσπαθοῦσε νά δεῖ κανέναν πού νά τοῦ μοιάζει....
Στό μεταξύ ὁ δίκαιος
Νήφων, ἀνύποπτος –γιατί δέν τοῦ ἀποκάλυψε τίποτα ὁ Θεός- μοῦ λέει:
-Ἄς πᾶμε, παιδί μου,
στό ναό τοῦ Θεοῦ νά προσευχηθοῦμε, μιά κι ἐδῶ τουλάχιστον εἴμαστε ἄγνωστοι.
Ὅταν φτάσαμε,
κοντοστάθηκε στήν πύλη τῆς ἐκκλησίας καί μοῦ εἶπε χαμηλόφωνα:
-Παράξενο πράγμα... Ἡ
καρδιά μου ξαφνικά γέμισε λύπη. Ἀλλά καί πάλι στή στιγμή πλημμύρισε μ’ εὐφροσύνη
ἀνέκφραστη... Τί θά μοῦ συμβεῖ ἄραγε σήμερα;
Προχώρησε ὡστόσο
σταθερά μέσα, ὅπου ἦταν ἤδη μαζεμένοι πολλοί χριστιανοί.
Ὁ ἀσχιεπίσκοπος, ὅταν ἀντίκρυσε
τό Νήφωνα, κάρφωσε ἐπίμονα πάνω του τό βλέμμα. Ἔπειτα, μιά παρατηροῦσε τήν εἰκόνα
τοῦ ἀποστόλου Παύλου μιά τόν ὅσιο. Καί ὅσο
ἔκανε τή σύγκριση, τόσο ἔμενε κατάπληκτος ἀπό τήν ὁμοιότητα!
Γύριζε τότε καί
ψιθύριζε στό αὐτί τοῦ ἀρχιδιακόνου του:
-Βλέπεις, Ἀθανάσιε,
πόσο καταπληκτικά μοιάζει μέ τόν ἅγιο Παῦλο ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος;
-Πράγματι, δέσποτα, τοῦ
μοιάζει! συμφώνησε κι αὐτός μέ ὄχι μικρότερη ἔκπληξη. Τί βλέπω, ὅμως! Ἄγγελοι
τοῦ Θεοῦ τόν συνοδεύουν! Καί στό κεφάλι του ἔχει στεφάνι μέ πολύτιμα πετράδια!
..... Ἄ, καθώς μοῦ φαίνεται, εἶναι ἐκλεκτός τοῦ Κυρίου, σάν τόν μακάριο Παῦλο, ἄξιος
νά ποιμαίνει τά προβατά Του...
Τότε ὁ ἀρχιεπίσκοπος
κάλεσε τόν ὅσιο, τόν ἀσπάσθηκε μ’ ἀγάπη καί τιμή καί, χωρίς νά τοῦ δώσει καμιάν
ἐξήγησε, τοῦ εἶπε:
-Εὐλόγησον, πάτερ, νά
καθήσουμε.
Ὁ ὅσιος τά ἔχασε: ῾῾
Καλά, πῶς μ’ ἔμαθαν κι ἐδῶ τόσο γρήγορα; Ἀπορῶ....’’, συλλογίστηκε.
Κάθησαν, καί ὁ ἀρχιδιάκονος
Ἀθανάσιος τοῦ λέει χαμογελαστός:
-Χωρίς νά τό ξέρεις,
πάτερ Νήφων, ἦρθες κι ἔπεσες μέσα στήν παγίδα! Ὅ,τι θέλησες ν’ ἀποφύγεις, αὐτό
βρῆκες! Ἔτσι οἰκονόμησε ὁ Κύριος, ἐπειδή ἀπό τήν πολλή σου ταπείνωση μισεῖς τ’ ἀξιώματα.
Τώρα ὅμως δέν πρέπει νά περιφρονήσεις τήν ἀπόφασή Του. Δοῦλοι Του εἴμαστε, καί
δέν ἔχουμε δικαίωμα ν’ ἀπειθοῦμε στά προστάγματά Του.
-Ἄχ, τώρα καταλαβαίνω πώς
τά γραμμένα δέν ξεγράφονται! μουρμούρισε ἀναστενάζοντας ὁ ὅσιος. Ἔφευγα μακριά ἀπό
τήν τιμή, καί νά πού στήν τιμή ἔπεσα! Αὐτό
πού πρόσεχα νά μή μοῦ λάχει ἀλλοῦ, μοῦ ἔλαχε ἐδῶ πέρα...
Σώπασε λιγάκι, κι ἔπειτα
κοίταμε μέ συστολή τόν ἀρχιεπίσκοπο.
-Ὡστόσο, εἶπε σά νά
μονολογοῦσε, εἶμαι ἀνάξιος! Τί νά κάνω δέν ξέρω.... Γιά ν’ ἀναλάβει κανείς τήν
εὐθύνη τῶν ψυχῶν, πρέπει νά εἶναι, νομίζω, σάν τόν Μωυσῆ καί τόν Ἠλία, τούς
μεγάλους προφῆτες, ἤ σάν τόν Πέτρο καί τόν Παῦλο ἤ σάν ἐσᾶς, τούς ἄξιους...
-Πάτερ, τόν διέκοψε ὁ
μακάριος Ἀλέξανδρος, τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ διάλεξε γιά νά ποιμάνεις τά πρόβατα τοῦτα
τοῦ Χριστοῦ, πού βλέπεις τώρα νά μᾶς τριγυρίζουν ζητώντας ποιμένα.
-Τίμιε δέσποτα, εἶπε
τότε ὁ ὅσιος, ἐγώ βέβαια δέν εἶμαι ἄξιος γι’ αὐτό πού λές. Ἀλλά καί δέν τολμῶ
νά ἐναντιωθῶ στό Θεό. Κάνε ὅ,τι σέ πρόσταξε Ἐκεῖνος.
-Μακάρι νά ἤμουν κι ἐγώ
ἄξιος ὅσο ἐσύ, μονολόγησε σιγανά ὁ ἀρχιεπίσκοπος.
Σηκώθηκαν ἀμέσως καί ἑτοίμασαν
ὅ,τι χρειαζόταν. Ποτάμι ἔτρεψαν τά δάκρυα ἀπό τά μάτια τοῦ ὁσίου.
Τόν χειροτόνησαν ἀμέσως
διάκονο. Τήν ἄλλη μέρα τόν ἔκαναν πρεσβύτερο καί τήν ἑπόμενη ἐπίσκοπο.
Τί οὐράνια χαρά ἦταν αὐτή,
πού εἶχε ἁπλωθεῖ μέσα στήν ἐκκλησία! Ὁ μακάριος Ἀθανάσιος ἔβλεπε τό Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ νά κατεβαίνει σάν φωτιά πάνω στούς δύο ἱεράρχες, τόν Ἀλέξανδρο καί τό
Νήφωνα. Σκιρτοῦσαν ὅλων οἱ καρδιές ἀπό ἀπέραντη εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση.
Μετά τή θεία λειτουργία
καί τή χειροτονία, ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἔκανε τό τραπέζι στό νέο ἐπίσκοπο καί στούς ἐκπροσώπους
τῆς Κωνσταντιανῆς. Ὅλοι πέρασαν κι ἀσπάσθηκαν εὐλαβικά τόν ποιμενάρχη τους σάν ἄγγελο
Θεοῦ.
167.Ματθ. 5:29.
168.Α΄Κορ. 2:9.
169.Ἰακ. 4:6. Α΄
Πετρ.5:5.
170.Ψαλμ. 52:6.
171.Ἡσ.3:12.
172.Ψαλμ. 118:92.
173:Ἡσ. 26:14.
174.Ἡσ.26:19.
*Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως (314-336), διαδέχθηκε τόν ἅγιο Μητροφάνη σέ μεγάλη ἡλικία. Ἀγωνίστηκε
ἐναντίον τοῦ ἀρειανισμοῦ. Ὁ Ἄρειος πέθανε ξαφνικά τό 336-λίγο πρίν γίνει δεκτός
σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία, μετά ἀπό αὐτοκρατορική πίεση-χάρη στήν προσευχή τοῦ ἁγίου
Ἀλεξάνδρου, πού ζήτησε ἀπό τό Θεό νά μήν ἐπιτρέψει τέτοιο κακό. Μετά ἀπό λίγο
κοιμήθηκε ὁ ἅγιος. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 30 Αὐγούστου.
*Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
(313-328), ἦταν φημισμένος σ’ ὅλη τή χριστιανοσύνη γιά τήν πολύπλευρη
πνευματική του δραστηριότητα. Ἀπό τόν Γελάσιο Κυζίκου ὑμνεῖται ὡς «ἀνὴρ τίμιος ἐν πᾶσι, παντὶ τῷ τῆς Ἐκκλησίας
κλήρῳ καὶ λαῷ, μεγαλοπρεπής..., φιλόθεος, φιλάνθρωπος» (Σύνταγμα 2,1). Γιά
τούς ἀγῶνες του ἐντανίον τοῦ ἀρειανισμοῦ χαρακτηρίστηκε ἀπό τόν Θεοδώρητο «γενναῖος τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων
πρόμαχος» (Ἐκκλη. Ἱστορία 1,1). Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 29 Μαΐου. Τόν
διαδέχθηκε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (328-373), τότε ἀρχιδιάκονός του.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.259-263)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου