Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Θαυμαστά περιστατικά...

ΘΑΥΜΑΣΤΑ  ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ...
1) Μού τηλεφώνησε προχθές μιά κοπέλα και μου λέει ότι πέρσι ήταν κατάκοιτη. Ούτε από δω γυρνούσε ούτε από κει, είχε πάθει εγκεφαλικό. Αλλά την ευχούλα δεν την άφηνε,
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», στο κεφάλι δεν είχε πάθει τίποτε.
Και λοιπόν μετά παρουσιάστηκε η Παναγία τόσο λαμπρή, τόσο όμορφη, τόσο ωραία, πού ήταν ένα ανάστημα που δεν μπορεί να το φανταστεί κανείς και πίσω της ήταν τάγμα αγγέλων. Είχε μία σκέπη και σκέπαζε όλο τον κόσμο και της λέει:
--«Τι θέλεις να σου κάνω;», καί τής λέει:
--«Θέλω να γυρίσω από το ένα πλευρό και από το άλλο, γιατί είμαι παράλυτη. Η πλάτη μου κουράστηκε! Και να σωθώ, τη σωτηρία μου θέλω..».
--«Αυτά θα σ' τα δώσω, αλλά όμως αυτό που θα σου πω να τό κάνεις. Θέλω να με φωνάζεις, γιατί εγώ θέλω να με φωνάζετε..».
Λοιπόν, της Παναγία μας να της λέμε λογάκια, να της λέμε το ένα, το άλλο. "Θέλω να μέ φωνάζεις" της λέει. Αυτά θα σ' τα κάνω.
Πλημμύρισε το δωμάτιο όλο άρωμα και τέτοιο φως μέσα στο σπίτι της, πού έλαμπε το προσωπάκι της, τόσο πολύ χάρη είχε, και κατόπιν άρχισε και σηκωνότανε από το ένα πλευρό, από το άλλο και γύριζε από το ένα μέρος και το άλλο...

2) Μια φορά, μεγάλη πείνα ήταν. Τότε στην πείνα, 1946 στην Κατοχή, κι όλη την εβδομάδα είχα μια πολλή μεγάλη στέρηση.
Είχα ένα χρέος, πού έπρεπε να το δώσω μέχρι το Πάσχα, εντολή να το έδινα. Και τώρα εγώ έκανα μεγάλη οικονομία για να το δώσω και έτρωγα όλη την Μ. Εβδομάδα λίγο ψωμάκι 50 δράμια ψωμί, γιατί κι αυτό δεν μπορούσα να το αγοράσω, κι έβρεχα το ψωμί μου μέσα στο νερό και το έτρωγα, δεν είχα τίποτε άλλο...
Ε! όταν πήγαμε στην εκκλησία, τότε το Μ. Σάββατο, γιατί ο πνευματικός μας διάβαζε από ώρα 8 τους Αγίους Αποστόλους, όπως κάνουν στο Άγιο Όρος... Και θέλω να σας πω για τη στέρηση, τι κάνει ο Θεός, για την ανέχεια τη μεγάλη, πώς βοηθάει ο Θεός, όχι ότι είχα αξία, αλλά για να μου δείξει πόσο Δυνατός είναι και πόσο πρέπει να τον λατρεύουμε.
Ήρθε και το Μ. Σάββατο πήγα στις 8 στην εκκλησία, ε! κάθησα σε μια γωνιά, τραβούσα κομποσχοινάκι, όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δεν είχα τίποτα, ούτε ένα κεράκι, τίποτα. Τώρα, πώς να πάω, στο «Δεύτε λάβετε φως» δεν είχα κερί. Λέω με το νου μου,
«Χριστέ μου, αν Εσύ θέλεις να κρατήσω και την λαμπάδα Σου, αν Εσύ δεν θέλεις να ‘ναι ευλογημένο, αφού δεν θέλεις ούτε κερί να ‘χω».
Ε! εκεί πού έλεγα λόγια στον Χριστό, παράπονα έλεγα, τον πόνο μου έλεγα, αφού άρχισε η ακολουθία, δεν κατάλαβα καλά-καλά γιατί εγώ είχα λιποθυμήσει, μόνο κατάλαβα σαν κάποιος να είχε ανοίξει όλα τα ράδια του κόσμου κι' έλεγε:
«Εν αρχή ην ό Λόγος και ό Λόγος ην ό Θεός, και Θεός ην ό Λόγος» και το πασχαλινό το Ευαγγέλιο κι αυτού λοιπόν, μ' αυτό το Ευαγγέλιο τώρα πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη δεν ξέρω...
Πήγαν να με συνεφέρουν, αλλά εμένα αυτά τα λόγια είχανε τυπωθεί μέσα στην ψυχή μου. Άκουγα αυτή τη φωνή την ωραία σ' όλη την ακολουθία την Πασχαλινή, κι αυτά τα λόγια μου φέρνανε έναν χορτασμό, πώς τρως δηλ. κατά κόρον και δεν μπορείς να σταθείς, έτσι ακριβώς αισθανόμουν κι ύστερα μου ήρθε ο λογισμός:
να και οι Πατέρες στην έρημο που δεν τρώνε που δε γεύονται τίποτε, αυτόν τον χορτασμό αισθάνονται, έτσι μια φωνή μου το ‘λεγε αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να σας πω, και άρρητα ρήματα μέσα στην ψυχή μου και άρρητη ευωδία και άρρητη γεύση, σα να είχα φάει του κόσμου τα μέλια, του κόσμου τα γλυκά και μετά έλαβα δυνάμεις.
Ενώ την Μ. Εβδομάδα είχα εξαντληθεί από την αφαγιά και τη στέρηση, ύστερα έλαβα ισχυρές δυνάμεις, και την ώρα που πήγαινα να ασπαστώ την Ανάσταση και το Ευαγγέλιο, ο πνευματικός μέ κατάλαβε και μου λέει: «Χριστός Ανέστη» και με το Χριστός Ανέστη εμένα πιο πολύ μ' ανέβηκε αυτό το πράγμα στην ψυχή μου, ήρθε κι απλώθηκε πιο πολύ αυτός ο πλούτος μέσα στην ψυχή μου.
Και παίρνω έναν δρόμο λοιπόν, τους αφήνω προτού τελειώσει η εκκλησία και πηγαίνω στο σπίτι για να μην χάσω αυτό το μεγαλείο. Πήγα στο σπίτι. Δεν ήθελα να φάω, μα τίποτα - τίποτα. Ούτε νεράκι, ούτε ψωμί, μα τίποτα, τίποτα δεν ήθελα.
Μου λέει η ξαδέλφη μου - ήταν απέναντι τα σπίτια μας. "Έλα να φας, τίποτε δεν πήρες". Εγώ που να πω ότι είχα φάει; κτλ. δεν είπα τίποτα. Πήγα να φάω μια κουταλιά δεν κατέβαινε και το μεσημέρι με είχε κάνει τραπέζι η κουμπάρα μου, πού τους είχα βαφτίσει 2 παιδάκια. Ήταν πολύ πλούσια αυτή...
Και μέχρι το μεσημέρι δεν είχα φάει τίποτα. Έλεγα πώς θα πάω σ' αυτό το σπίτι τώρα; Ήταν πνευματικός κόσμος. Λέω, θα με ρωτούν το ένα, το άλλο. Εγώ τώρα ήθελα να βρω άνθρωπο να πω αυτό το μεγαλείο, πού αισθάνθηκα μέσα μου. Λέω, τι κάνει ο Θεός, να βλέπω το Θεό, δηλαδή, τόσο μεγάλο που να λέω: μα τι κάνει ο Θεός! Πόσο πλουτίζει τον άνθρωπο!
Αυτό είναι που λένε μερικοί, ότι δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά και με τη χάρη του Θεού.
Ε! εγώ αυτό το πράγμα, τη χάρη του Χρίστου, το αισθάνθηκα λόγω της πείνας και της κακομοιριάς που είχα και της στερήσεως, ο Θεός μου το ‘δωσε για να καταλάβω τι δίνει ο Θεός στη στέρηση επάνω. Και λέω η εγκράτεια πόσο καλό κάνει στον άνθρωπο, και η προσευχή, και όταν αφήσει κανείς τον εαυτό του στο Θεό εξ ολοκλήρου, ο Θεός τον ταΐζει, ο Θεός τον ποτίζει, από τον Θεό γεύεται κι' όλα αυτά τα ουράνια μεγαλεία τα αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου, που τα δίνει δωρεάν ο Θεός. Δεν μας υστερεί εμάς τίποτα.
Εμείς τώρα δε θέλουμε να πλησιάσουμε το Χριστό μας για να μας δώσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο, να το γευόμαστε, να το σκεφτόμαστε, να Τον αγαπάμε. Εμείς απομακρυνόμαστε...
Εκείνος μας καλεί συνέχεια, να μας δώσει εκείνο, να μας δώσει το άλλο, δηλαδή όλα, χαρά, αγαλλίαση, ότι έχει Εκείνος να μας τα χαρίσει.
Άμα σκεφθούμε τι μας έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θα φρίξουμε. Δεν μπορεί να το συλλάβει η διάνοια του ανθρώπου, το να δει τα κάλλη του Παραδείσου, δεν μπορεί να ζήσει άμα τα δει κανείς.
Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι και τόση αγαλλίαση αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου.
Θέλει αγάπη, να Τον αγαπήσουμε. Αν τον αγαπήσουμε θα μας τα δώσει όλα δωρεάν. Μόνο να δώσουμε την καρδιά μας σ' Εκείνον. «Να ‘ναι ευλογημένο» και «ευλόγησαν». Αυτό είναι, να βρει κανείς στην ψυχή του το Θεό. Γιατί  η στέρηση τού Θεού είναι πολύ μεγάλο πράγμα...
3) Μέναμε σ' ένα σπιτάκι τότε στην Αθήνα, μας είχε ένας Δεσπότης  Πολύκαρπος, και μας είχε δώσει ένα σπιτάκι. Παιδιά εγκαταλελειμμένα είμαστε, πήγαμε εκεί πέρα στενοχωρημένοι, μας πήγε ο Δεσπότης και μας νοίκιασε ένα σπίτι κι αυτό ήταν καλοκαιρινό, ήταν μέ τα κεραμίδια μόνο.
Και να πέφτει το χιόνι και να κοιμάμαι πάνω σε δυο σανιδάκια, ακόμα λίγο και θα κοκκαλιάζαμε εκεί μέσα...
Τρέξαν οι άνθρωποι και μας γλύτωσαν, Θεοφάνεια. Και θέλω να πω ότι αυτά ήταν της στερήσεως που πέρασα. Αυτά κάνει η Χάρις του Θεού...
4) Σ' ένα παρεκκλήσι στην πείνα, στην Κατοχή, πήγα ν' ανάψω το καντηλάκι. Κι εκεί λοιπόν είχε συκιές απέξω από τον φράχτη. Και λέω «Βοήθησε Χριστέ μου να κόψω ένα συκάκι, μόνο ένα συκάκι», κι η πείνα να σε δουλεύει ε! να σε θερίζει.
Και πάω και κόβω ένα συκαλάκι και τρώω να δυναμώσω και να ‘χω τύψεις μετά, "γιατί να κόψω το σύκο αυτό". Πάω, λοιπόν, και το λέω στον πνευματικό.
--Έκοψα ένα σύκο, τού λέω, αλλά η πείνα τόσο πολύ μ' ανάγκασε. Μου λέει "όταν θα γίνεις σε καλή κατάσταση, θα πάρεις 3 οκάδες σύκα και θα τα μοιράσεις γι' αυτό που έκλεψες..."  Ήταν βλέπετε ο απαγορευμένος καρπός!
5) Ήμασταν  τρείς, και σηκωθήκαμε τώρα να πάμε στη Ζαγορά. Στο πίσω μέρος, στο ανατολικό Πήλιο. Λοιπόν, γνώριζα κάποια δική μου εκεί πέρα, και λέω ας πάω μήπως μου δώσει λίγο ψωμάκι και λίγο λαδάκι. Μόλις πήγα εκεί πέρα και με είδανε άρχισαν να κλαίνε. Πάει το Μαρικάκι...( γιά μένα δηλαδή κλαίγανε )
Είχε βγει το χνούδι από την αδυναμία, σκελετός ήμουνα. Αυτοί, λοιπόν, οι καημένοι μάζεψαν πατάτες από δω, μάζεψαν λίγο λαδάκι από εκεί, εν τω μεταξύ κόβουν ψωμί (είχαν ψωμί ζυμωτό) κι έφαγα 1 καρβέλι εκείνο το βράδυ. Πώς το ‘φαγα; που πήγε; Φάε μου λέει πατάτες βραστές.
Μου έδιναν από όλα, κι όλα τα έτρωγα. Δεν χόρταινα. Τώρα, το πρωί; πώς σηκώνω εγώ τις πατάτες, πού μου δώσανε; σηκώνονται 18 οκάδες πατάτες και μου δίνουν ένα τενεκεδάκι λάδι. Μου τ' ανέβασαν στον ανήφορο τα παιδιά -είχαν ζώα- μετά από κει είχαν φυλάκια οι Ιταλοί και νυχτώσαμε. Ήταν 12 η ώρα νύχτα.
Που να πάω με το βάρος; Μόλις έβλεπα τους Ιταλούς, ώχ! ακουμπούσα στα βραχάκια και καθόμασταν εκεί πέρα και κοιτούσαν αυτοί και κλαίγαμε εμείς και λέγαμε: «Τείχος ει των παρθένων Θεοτόκε Παρθένε» κι αυτοί τα έβλεπαν τώρα αυτά πού προσευχόμασταν και παρακαλούσαμε...Και έκλαιγαν ( κι΄αυτοί ) και μας σήκωναν το βάρος, που είχαμε πίσω, για να μπορέσουμε να βαδίσουμε...
Μόλις φτάνουμε πρωί στο σπίτι, σιγά - σιγά, 6 ώρες δρόμο. Είχα τις πατάτες στον ώμο, ετοιμοθάνατη ήμουν. Αμέσως λιποθύμησα, έπεσα κάτω γιατί δεν είχα άλλη αντοχή. Μου κλέβουν τις πατάτες οι γειτόνοι όλοι, μου κλέβουν το λάδι, και δεν μ' άφησαν τίποτε...
Κι εμένα, λοιπόν, μ' έπιασε ένας πόνος στο πλευρό, ένα επανωφόρι φορούσα τότε, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Λέω άσχημα την έχω. Που να βρω γιατρό; Η γειτονιά έρημη, δηλαδή λίγα πρόσωπα, αλλά αυτά τα λίγα μου κλέψαν τις πατάτες.
Πάω στο γιατρό σιγά - σιγά, μου λέει: έχεις πλευρίτιδα και πρέπει να βρεις πίτουρα να βάλεις. Που να βρω; Εγώ λέω: Θα καθίσω Παναγία μου μέσ' το δωμάτιο κι ότι είναι ευλογημένο. Θες να με πάρεις; πάρε με, δε θέλεις, όποτε εσύ θέλεις. Κάθισα μόνη μου τώρα, σκοτεινά, χωρίς καντήλι, χωρίς τίποτα...
Όπως ήμουν ξαπλωμένη, κουκουλωμένη, είχε θαμπώσει, είχε σκοτεινιάσει βλέπω μια μοναχή με το σχήμα της καί μού λέει:
--«Δεν μπορείς ; »,
Καί με πλησιάζει, αλλά το δωμάτιο έλαμψε όλο φως.
--«Ναι δεν μπορώ" τής λέω "Πήγα στη Ζαγορά, κάθισα, είπα τα παράπονα μου εγώ, και μου δώσανε λίγες πατάτες και μου τις κλέψαν, και τώρα δεν έχω τίποτα, ούτε καντηλάκι έχω, τίποτα δεν έχω, κι είπα θα καθίσω εδώ και ας πεθάνω ποιος θα με ανοίξει την πόρτα; Δεν έχω κανέναν.» Λέει:
--«Μη στεναχωριέσαι, θα γίνεις καλά, εγώ θα σε κάνω καλά» κι' ούτε να φαντασθώ ποιά είναι, να τη ρωτήσω...
Παίρνει, λοιπόν, και βάζει το πάπλωμα μου, είχα ένα παπλωματάκι μικρό και μου το ‘βαλε έτσι όπως κάνεις το χωνί, έτσι ακριβώς, και μου λέει:
--«Άντε δεν έχεις τίποτε, θα γίνεις καλά.»
Αμέσως μου πέρασε το πλευρό μου, έλαβα τον χορτασμό, είχα πείνα, εξάντληση, που να βρω φαγητό, που να βρω τίποτα, και χόρτασα σαν να είχα σφάξει ένα ζώο μπροστά μου και το ‘ψησα και το ‘φαγα ! Τέτοιο χορτασμό αισθανόμουν.
Το πρωί πήγα στο γιατρό, καί μού λέει:
--Τι ήρθες;
--Να με ακροαστείτε λιγάκι.
 Μου κάνει εξέταση, καί μου λέει
--Δέν έχεις τίποτε τώρα! Τι έγινε, πώς έγινες καλά;
Λέω, αυτό κι' αυτό, καί μού λέει ο γιατρός:
--Επέτρεψε ο Θεός για τις ανέχειες, λόγω της πείνας, για να σε κάνει η Αγία καλά...
Και τότε, μού λέει κάτι από μέσα μου:
"Ποιά νά ήταν αυτή πού είδα; ποιά νά ήταν; ". Και μου λέει μια φωνή στ΄ αυτί μου:
"Ήταν η Αγία Παρασκευή ! "
Και γι' αυτό κι΄ εγώ, την αγαπούσα την Αγία Παρασκευή !  Μου το ‘πε η ίδια στ' αυτί, πληροφορία, ότι ήταν ή Αγια Παρασκευή!
Είναι της πείνας αυτά, της κατοχής. Πήγα μάζευα χόρτα. Στο μέρος που τα μάζευα ξαναφύτρωναν την άλλη μέρα πάλι. Κάθε μέρα στο ίδιο μέρος φυτρώνανε όλα. Και μετά σιγά - σιγά τα ‘πλενα και τους τα πήγαινα πολλές φορές ωμά, σ' αυτό το κοριτσάκι πού ήταν άρρωστο. Είχε φυματίωση το καημένο...
Μ' είδε κι εμένα ο π. Εφραίμ ο παλιός μου πνευματικός.
--Κοίταξε παιδί μου, μου λέει. Κοίταξε παιδάκι μου, όλους τους θάψαμε. Κοίταξε Μαρικάκι μου, χρυσό μου παιδί, κοίταξε, άμα πας στο Χριστό και έχεις παρρησία πολλή, εύχου και για μένα τον αμαρτωλό.
--Ό,τι είναι θέλημα Θεού, έλεγα. Άμα θέλει να με πάρει ό Χριστός, ας πεθάνω. Ό,τι είναι θέλημα Θεού. Ύστερα, λοιπόν, βγάζει κήρυγμα και λέει:
--" Όσο θα έχετε ψωμί, από μια μπουκιά θα ρίχνετε, θα κόβετε, το Μαρικάκι θ' ανοίξει το παράθυρο, να πετάτε την μπουκιά μέσα στο σπίτι, να βρίσκει να τρώει...
Και τότε λοιπόν είχαν εξαφανίσει οι Ιταλοί τις γάτες, και άνοιγα το παράθυρο και ‘ρίχναν μπουκιές - μπουκιές μέσα κι έπαιρνα λοιπόν κι έτρωγα και συνήλθα. Έκανα υπακοή...
Λοιπόν, όταν συναντιόμασταν με τις αδελφές δεν μιλούσαμε. Μας έλεγε ο πνευματικός:
--"Μη μιλάτε. Θα πάρετε το αντίδωρο και θα πάτε στο σπίτι, και στη διαδρομή όλη θα λέτε την ευχή και μόλις φτάσετε στο σπίτι, θα λέτε" Δόξα σοι ο Θεός ημών δόξα σοι, και μέσα θα αισθάνεστε στο σπίτι μεγάλη ευωδία, μεγάλη χάρη..."
Δεν κοινωνούσαμε, μόνο το αντίδωρο παίρναμε, αυτό λέγαμε και νομίζαμε ότι λιβανίζανε εκείνη την ώρα. Στο δρόμο που βαδίζαμε υπήρχε ευωδία σαν κάποιος να λιβάνιζε...
Λέμε: τι ευωδέστατα λουλούδια είναι αυτά; και δεν είχε τίποτε, ούτε περιβόλι, ούτε τίποτε, ήταν δηλαδή η χάρις του Θεού πολλή... 
http://anazhthseis-elena.blogspot.gr/2013/04/blog-post_9097.html 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible