ΥΠΟΘΕΣΗ
ΙΒ΄
(12)
Ἀπό
τόν
βίο
τοῦ
ἁγίου
Ἰωάννου
τοῦ
ἐλεήμονος
Ὁ
μέγας
Ἰωάννης
φρόντιζε
ὅσο
μποροῦσε
νά
διορθώνει
αὐτούς
πού
χωρίς
κανέναν
λόγο
συζητοῦσαν
μέσα
στήν
ἐκκλησία.
Ἄν
ἔβλεπε
κάποιον,
τόν
ὁποῖο
συμβούλεψε
καί
μιά
καί
δυό
φορές,
νά
μή
διορθώνεται,
ἀμέσως
τόν
ἔβγαζε
ἔξω,
λέγοντάς
του
τόν
λόγο
τοῦ
Κυρίου:
«Ὁ
οἶκος
τοῦ
Θεοῦ
πρέπει
νά
εἶναι
οἶκος
προσευχῆς»1.
Ἀντίθετα,
ἐκείνους
πού
ἔδειχναν
πολλή
ἐπιμέλεια
γιά
τίς
ἱερές
συνάξεις,
τούς
ἐκτιμοῦσε
γιά
τήν
ἀγάπη
τους
πρός
τόν
Θεό
καί
τούς
ἐπαινοῦσε,
καί
ἐπιπλέον
τούς
ἐπιβράβευε
μέ
τιμητικά
ἀξιώματα.
Ἀντιόχου
τοῦ
Πανδέκτου
Ἡ
ψαλμωδία
εἶναι
ἔργο
τῶν
ἀσωμάτων
δυνάμεων,
οἱ
ὁποῖες
στέκονται
μπροστά
στόν
Θεό
καί
τόν
λατρεύουν
ἀδιάκοπα,
σύμφωνα
μέ
τόν
λόγο
τῆς
Γραφῆς:
«Ὑμνεῖτε
τόν
Κύριο
ἀπό
τούς
οὐρανούς
ὅλοι
οἱ
ἄγγελοί
του
καί
ὅλες
οἱ
δυνάμεις
του»2.
Τό
ἔργο
αὐτό
ταιριάζει
καί
σέ
ὅλους
τούς
ἀνθρώπους:
«Καθετί
πού
ἀναπνέει»,
λέει,
«ἄς
ὑμνήσει
τόν
Κύριο»3.
Κυρίως
ὅμως
ταιριάζει
στούς
μοναχούς
πού
διάλεξαν
τήν
ἀγγελική
ζωή·
γιατί
λέει
ὁ
ψαλμωδός:
«Ἐσεῖς
πού
σέβεστε
τόν
Κύριο,
ὑμνῆστε
τον·
ὅλοι
οἱ
ἀπόγονοι
τοῦ
Ἰακώβ,
δοξάστε
τον»4.
Ἡ
ψαλμωδία
λοιπόν
εἶναι
θυσία
διαρκής5
καί
θυσία
εὐχαριστήρια,
σύμφωνα
μέ
τόν
λόγο
τῆς
Γραφῆς:
«Ἡ
εὐχαριστία,
αὐτή
εἶναι
ἡ
θυσία
πού
θά
μέ
δοξάσει»6.
Γι᾿
αὐτό
οἱ
μοναχοί
ὀφείλουμε
διαρκῶς
καί
ἀσταμάτητα
νά
προσφέρουμε
στόν
Θεό
τίς
κανονισμένες
δοξολογίες,
ἀκούγοντας
τόν
Δαβίδ
πού
μᾶς
προστάζει
καί
λέει:
«Ψάλατε·
ψάλατε
στόν
Θεό
μας·
ψάλατε
στόν
Βασιλιά
μας,
ψάλατε·
ψάλατε
συνειδητά7.
Ψάλατε
σέ
αὐτόν
μέ
ὡραία καί
δυνατή
φωνή8.
Ὅλο
χαρά
θά
εἶναι
τά
χείλη
μου
καθώς
θά
σοῦ
ψαλλω,
καί
ψυχή
μου,
τήν
ὁποία
λύτρωσες9».
Λέει
ἐπίσης:
«Ψάλτε
στόν
Κύριο
οἱ
ἀφοσιωμένοι
σέ
αὐτόν10.
Ὑπηρετῆστε μέ φόβο τόν Κύριο καί μέ
τρόμο γιορτάστε γι᾿ αὐτόν11.
Γιατί ὁ Κύριος πρέπει νά ὑμνεῖτε μέσα
στή συνάθροιση τῶν ἀφοσιωμένων σέ
αὐτόν12.
Οἱ κάτοικοι τῆς Σιών ἄς νιώθουν
ἀγαλλίαση γιά τόν Βασιλιά τους13.
Καί ἐγώ θά ὑμνήσω καί θά ψάλω μέ τήν
ψυχή μου14.
Γιατί φλογίστηκε μέσα μου ἡ καρδιά μου,
καί ἀπό τή μελέτη μου φούντωσε φωτιά15.
Ἔτσι θά σέ εὐλογῶ σέ ὅλη μου τή ζωή,
Κύριε, καί θά προσεύχομαι στό ὄνομά
σου. Θά χορτάσει ἡ ψυχή μου σάν ἀπό
ἐκλεκτό συμπόσιο, καί μέ χείλη χαρούμενα
θά σέ ὑμνήσει τό στόμα μου16.
Γιατί ἐσύ ποτίζεις μέ τόν χείμαρρο τῆς
τρυφῆς σου ἐκείνους πού σοῦ ψάλλουν17».
Τί
χρειάζεται ὅμως νά παραθέσουμε ὅλες
τίς μαρτυρίες τοῦ Δαβίδ σχετικά μέ τήν
ψαλμωδία ἤ μέ τή χαρά καί τήν εὐφροσύνη
πού γεννιοῦνται στήν καρδιά ἐκείνου
πού ψάλλει μέ κατάνυξη καί προσοχή;
Αὐτό, ὅσοι τό ἔχουν δοκιμάσει, τό
γνωρίζουν πολύ καλά.
Ἄς
σταθοῦμε λοιπόν μέ ζωντάνια στήν
ψαλμωδία καί τήν προσευχή, ἀγαπητοί,
διώχνοντας τίς ἐφόδους τῶν λογισμῶν
καί τῶν φροντίδων. Γιατί οἱ δαίμονες,
μέ προθυμία, συνηθίζουν νά τοῦ βάζουν
σκέψεις μερικῶν πραγμάτων δῆθεν
ἀναγκαίων καί νά παρακινοῦν τόν νοῦ
του νά ἀσχοληθεῖ μέ αὐτά, ἔτσι ὥστε
νά πιαστεῖ ὁ νοῦς μέσα στίς σκέψεις
αὐτές καί νά χάσει τή γλυκύτητα τῆς
ψαλμωδίας. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Χριστός ἀπό
τό στόμα τῶν νηπίων, δηλαδή αὐτῶν πού
εἶναι ἄκακοι σάν τά νήπια, κάνει νά
βγεῖ τέλειος ὁ ὕμνος18,
ὥστε μέ τήν ψαλμωδία νά κατατροπώσει
τόν διάβολο πού μᾶς τυραννᾶ, ὁ ὁποῖος
εἶναι ἐχθρός τῶν ἀρετῶν καί ὑπερασπιστής
τῆς κακίας. Καί ἐμεῖς λοιπόν, ὅταν
ὑμνοῦμε τόν Κύριο μέ ἁπλότητα,
συντρίβουμε καί καταστρέφουμε τά
τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Ἄς εἶναι
λοιπόν ἡ ψαλμωδία ἀδιάκοπη· γιατί καί
μόνο πού ἀναφέρουμε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ,
φεύγουν οἱ δαίμονες.
Εἶναι
ἀνάγκη νά σᾶς θυμίσω καί τοῦτο: ἡ
ψαλμωδία μας λέγεται κανόνας, ὅπως καί
ἐσεῖς γνωρίζεται. Ὁ γεωργός, ἄν δέν
ἀποδώσει πλήρη καί καλό τόν “κανόνα”
του19,
ὑποφέρει τά πάνδεινα: τόν κλείνουν στή
φυλακή, τόν δένουν ψηλά καί τόν δέρνουν,
ὥστε νά ἀποδώσει ὅλο τό χρέος του. Ἔτσι
καί ὁ μοναχός· ὅταν ἀμελήσει τόν κανόνα
του, ἀμέσως ἐγκαταλείπεται ἀπό τή χάρη
τοῦ Θεοῦ, παραδίνεται στούς ἐχθρούς
του καί πέφτει κάτω ἀπό τά πόδια τους.
Ἀμήν.
«ΛΟΓΟΙ
ΚΑΙ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ
ΑΓΙΩΝ
ΠΑΤΕΡΩΝ»
Εὐεργετινός
τόμος
β΄
Ἐκδόσεις:
«
ΤΟ
ΠΕΡΙΒΟΛΙ
ΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ
»
Εὐχαριστοῦμε
θερμά τίς ἐκδόσεις «
ΤΟ
ΠΕΡΙΒΟΛΙ
ΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ
»
γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων
ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
1Πρβλ.
Ματθ. Κι΄: 13· Μάρκ. Ια΄: 17· Λουκ. Ιθ΄: 46.
2Ψαλμ.
148 : 1-2.
3Ψαλμ.
150 : 6.
4Ψαλμ.
21 : 24.
5Ἐξ.
29, 42 (θυσία ἐνδελεχισμοῦ).
6Ψαλμ.
49 : 23.
7Ψαλμ.
46 :7- 8.
8Ψαλμ.
32 : 3.
9Ψαλμ.
70 : 23.
10Ψαλμ.
29 : 5.
11Ψαλμ.
2 : 11.
12Ψαλμ.
149 : 1.
13Ψαλμ.
149 : 2.
14Ψαλμ.
56 : 8· 107 : 2.
15Ψαλμ.
38 : 4.
16Ψαλμ.
62 : 5-6.
17Ψαλμ.
35 : 9.
18Πρβλ.
Ψαλμ. 8 : 3· Ματθ. Κα΄: 16.
19Δηλαδή
τό μέρος τῆς σοδιᾶς πού ὀφείλει στόν
γαιοκτήμονα, ἤ στό κράτος Ὡς φόρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου