Τά
πνευματικά του παιδιά διέσωσαν πολλά περιστατικά, πού το αποδεικνύουν. Ο Ν.
Σοκολοβόι, για παράδειγμα, διηγήθηκε:
«Ο
γέροντας με πολλή ταπείνωση μου έλεγε πώς η προόραση, την οποία του απέδιδαν οι
άνθρωποι, δεν ήταν παρά η ενέργεια της χάριτος της ιεροσύνης. Και μου φανέρωσε
ότι το καλοκαίρι τού 1946 τον επισκέφτηκε ένας νεαρός βοσκός, πού έκλαιγε και
χτυπιόταν.
»-
Χάθηκαν τρεις αγελάδες από το κοπάδι πού μου έχουν εμπιστευτεί οι αρχές, εξήγησε
ανάμεσα στ αναφιλητά του. Θα μέ καταδικάσουν σε φυλάκιση. Κι έχω οικογένεια να
θρέψω!
»—
Τις έψαξες; τον ρώτησε ο γέροντας.
»—
Δυο εικοσιτετράωρα τις ψάχναμε σ’ όλη την περιοχή εγώ, η οικογένεια μου και οι
φίλοι μου. αλλά μάταια. Αλίμονο μου! Χάθηκα!...
»Ο
π. Σέργιος τον οδήγησε στα χαλάσματα μιας γκρεμισμένης εκκλησίας, πού βρισκόταν
διακόσια μέτρα μακριά από το σπίτι του. Γονάτισαν μπροστά στη σπασμένη αγία
Τράπεζα, όπου κάποτε τελούνταν το υπέρτατο Μυστήριο της Εκκλησίας μέ τη δύναμη και
την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Προσευχήθηκαν μαζί στον Σωτήρα Κύριο και
ζήτησαν τη βοήθεια Του για την εύρεση των χαμένων αγελάδων. Όταν σηκώθηκαν, ο
π. Σέργιος είπε στον βοσκό:
»—
Πήγαινε στον τάδε λόφο. Κάθισε εκεί και παίξε τη φλογέρα σου. Οι αγελάδες, ακούγοντας
την, θα έρθουν κοντά σου.
»-
Άχ, παππούλη! Μα σ’ εκείνον τον λόφο ψάξαμε έναν-έναν όλους τούς θάμνους!
»—
Πήγαινε πάλι και κάνε όπως σού είπα.
»Υπακούοντας ο βοσκός, πήγε στον λόφο και άρχισε να παίζει τη φλογέρα του. Σε λίγο μέσ’ από
τούς θάμνους πρόβαλε η κοκκινότριχη αγελάδα. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε η άσπρη. Και
πριν συμπληρωθεί μισή ώρα, εμφανίστηκε η μαύρη. Λες και είχαν βγει μες από τη γη!...».
Ο π. Κυντιλλιανός Βερσίνσκι, πνευματικός του π. Σέργιου από το 1945, διηγιόταν για
τον γέροντα:
«Μπροστά
στα διορατικά μάτια της ψυχής του ανοιγόταν ο μυστικός κόσμος του Πνεύματος μέ την
ανέκφραστη ομορφιά και την κατάνυξή του... Αναμφισβήτητα, ζώντας ανάμεσα στούς ανθρώπους
σαν αναχωρητής, είχε φτάσει στη θεωρία λόγω της καρδιακής του καθαρότητας. Ιερή
φρίκη μου προκάλεσε η τελευταία εξομολόγησή του, λίγο πριν αποβιώσει, κατά την
οποία διαπίστωσα την αγγελική του απάθεια. Τότε κατάλαβα σε ποιά ψυχική κατάσταση
βρισκόταν ο απόστολος Πέτρος, όταν αναφώνησε: “Έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός
ειμί, Κύριε”. Στον π. Σέργιο όλα ήταν ασυνήθιστα, όλα μου προκαλούσαν τον θαυμασμό.
Ξεχωριστά με εντυπωσίαζε η απέραντη ακακία του. Κάποια φορά παρατήρησε:
»—
Κακοί άνθρωποι δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι για τούς όποιους πρέπει
ιδιαίτερα να προσευχόμαστε.
»Στις
συνομιλίες μας δεν εκδήλωσε ποτέ την παραμικρή πικρία ή έχθρα προς τούς ανθρώπους
από τούς οποίους υπέφερε πολλά.
»Η
ταπείνωσή του δεν ήταν λιγότερο εκπληκτική. Κάποτε μου είπε:
»—
Είστε ευτυχής. πολύ ευτυχής πού στέκεστε μπροστά στο άγιο Θυσιαστήριο του Θεού.
Εγώ
στερούμαι αυτή τη θεία ευλογία, για τις αμαρτίες μου και την αναξιότητα μου.
»Η
πραότητα και η προσήνειά του ήταν μοναδικές, όπως διαπίστωνε κάθε άνθρωπος πού τον
πλησίαζε. Αξιοθαύμαστη ήταν η χαρισματική ικανότητά του να θεραπεύει τις
πονεμένες ψυχές και να παρηγορεί τις θλιμμένες. ’Έχω προσωπική πείρα αυτής της
ικανότητάς του. Κάποτε τον επισκέφτηκα μέ την ψυχή βαρύθυμη και τον νου
ζαλισμένο από βασανιστικά ερωτήματα. Μόλις πέρασα το κατώφλι τού φτωχικού του,
σηκώθηκε μέ δυσκολία από το σκαμνί, όπου καθόταν, καθώς τά πόδια του δεν τον βαστούσαν
πια. Σταύρωσε τά χέρια του στο στήθος, σήκωσε τά μάτια του ψηλά και, αντί για τον
συνηθισμένο χαιρετισμό, μου είπε:
»-
Υποφέρω και προσεύχομαι για σάς.
»Σώπασε
για λίγο και μετά πρόσθεσε:
»-
’Αν ξέρατε πόσο μακάριος είστε, πόσο σάς περιτειχίζει το έλεος τού Θεού!
»Δεν
είπε τίποτα’ άλλο. ’Έφυγα, χωρίς να τού υποβάλω ούτε ένα από τά ερωτήματα μου.
Μού φάνηκε πώς άφησα μπροστά στα
πόδια του όλο το βάρος της ψυχής μου. Οι θλίψεις συνέβησαν να πέφτουν επάνω μου
για πολύν καιρό ακόμα. Ωστόσο τις σήκωνα πια μέ θαυμαστή ψυχική ηρεμία.
»Ο
γέροντας είχε και το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχή: Πολλές φορές, μάλιστα,
έπεφτε σε προσευχητική έκσταση. Η αδελφή Ελισάβετ μου έλεγε:
»-
Συμβαίνει συχνά να πηγαίνω κοντά του, προκειμένου να του πω κάτι, και να τον βρίσκω
γονατιστό και μέ τά χέρια σηκωμένα ψηλά, ακίνητο σαν νεκρό. Στέκομαι και
περιμένω για ώρα πολλή, αλλά μάταια. Τελικά απογοητευμένη, φεύγω...
Ο π. Σέργιος κοιμήθηκε οσιακά στις 23 Μαρτίου του 1948 Ο π. Κυντιλλιανός θυμόταν:
«Αξέχαστο
θα μου μείνει εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό. Δεν είχε ακόμα χαράξει, αλλά στο
σπιτάκι, όπου ο π. Σέργιος είχε ζήσει τά τελευταία του χρόνια και αφήσει την
τελευταία του πνοή, ήταν ήδη συγκεντρωμένοι πάρα πολλοί άνθρωποι. Είχαν, έρθει,
μολονότι τότε έλιωναν τά χιόνια και οι μετακινήσεις ήταν, πολύ δύσκολες,
προκειμένου να φιλήσουν για τελευταία φορά το χέρι του νεκρού πια γέροντα...
»Όσο
τελούνταν η εξόδιος ακολουθία, ο θρήνος δεν σταμάτησε. ’Έκλαιγαν όλοι, γυναίκες
και άνδρες...
»Μέ
πολύ κόπο έβγαλαν το σεπτό σκήνωμα από τον μικρό προθάλαμο του σπιτιού στην αυλή.
Θέλησαν να το τοποθετήσουν σ’ ένα έλκηθρο, προκειμένου να το μεταφέρουν στο κοιμητήριο.
Διαπίστωσαν, όμως, πώς η μεταφορά του μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν αδύνατη, επειδή ο
δρόμος σε άλλα σημεία είχε παχιά λάσπη και σε άλλα βαθιές λακκούβες μέ νερά.
Τότε μερικοί άνδρες βγήκαν μπροστά, σήκωσαν το φέρετρο και το έβαλαν στούς
ώμους τους. Τη στιγμή εκείνη εκατοντάδες χέρια απλώθηκαν για ν’ ακουμπήσουν το
λείψανο.
»Η
πένθιμη πομπή, ψάλλοντας αργά το “!Άγιος ό Θεός...”, κίνησε για τον τόπο της
τελευταίας επίγειας κατοικίας του γέροντα. Φτάνοντας στο κοιμητήριο, οι άνδρες
πού κουβαλούσαν το φέρετρο το κατέβασαν από τούς ώμους τους και το άφησαν
καταγής. Αμέσως το πλήθος όρμησε στη σορό και, αποχαιρετώντας τον π. Σέργιο, του
φιλούσε τά χέρια. Πολλοί, βγάζοντας από
τις τσέπες τους μαντήλια και εικονάκια, τά ακουμπούσαν στο λείψανο και τά
έπαιρναν πάλι.
»Όταν
κατέβαζαν το φέρετρο στον τάφο, ψάλλαμε το “ Φως ιλαρόν...”.
Ξάφνου ακούστηκε μια
φωνή:
»—
Κοιτάξτε! Κοιτάξτε!
»Μέ
θαυμασμό και συγκίνηση είδαμε έναν κορυδαλλό να κατεβαίνει από τον γαλανό
ουρανό και να φτερουγίζει κυκλικά ακριβώς πάνω από τον τάφο. Όσην ώρα ψάλλαμε,
συνέχισε να φτερουγίζει, κελαηδώντας θεσπέσια και αινώντας μαζί μας τον Θεό, τον
“θαυμαστόν έν τοις άγίοις αυτού”.
»Πολύ
σύντομα στο σημείο της ταφής του γέροντα ,υψώθηκε ένας λοφίσκος και μπήχτηκε
ένας μεγάλος άσπρος σταυρός μέ την επιγραφή: “Έδώ αναπαύεται το σώμα του αρχιμανδρίτου
Σέργιου. Κοιμήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1948. Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισται, τον
δρόμον τετέλεκε”».
Όσο
ζούσε ο γέροντας, έλεγε στα πνευματικά του παιδιά:
-
Να μην κλαίτε, όταν πεθάνω. Θα έρχεστε στον τάφο μου, θα μου λέτε τί
χρειάζεστε, κι εγώ, αν έχω παρρησία προς τον Θεό, θα σας βοηθώ.
Πράγματι,
μέχρι σήμερα πολλοί πιστοί πηγαίνουν στον τάφο του για να συνομιλήσουν νοερά
μαζί του, να του φανερώσουν τις θλίψεις και τις ανάγκες τους, να του ζητήσουν
παρηγοριά και συμπαράσταση. Και συχνά, μέ εκπληκτικά σημεία και εξαίσια
θαύματα, ο γέροντας δείχνει ότι δοξάστηκε από τον Θεό και ότι μεσιτεύει αποτελεσματικά
σ’ Εκείνον για όσους τον επικαλούνται μέ πίστη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/03/1870-1948_5.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου