Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Νέου Κόσμου τό φέγγος καί τῆς Ἄνδρου τό βλάστημα,
Ἱερομαρτύρων τήν δόξαν, Ἰωάννην τιμήσωμεν.
Σφαγείς γάρ τῷ Ναῷ ὑπέρ Χριστοῦ, ἀρτίως καταυγάζει Σάντα Κρούζ,
καί συνάγει Ὀρθοδόξους, ἁπανταχόθεν ἀνακράζοντας:
δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι,
δόξα τῷ σέ προστάτην θαυμαστόν, τοῖς ἔθνεσιν δείξαντι.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
Ὁ
μακάριος αὐτός ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας Ἰωάννης Καρασταμάτης (στό ἐπώνυμο)
καταγόταν ἀπό τό νησί τῶν Κυκλάδων Ἄνδρο. Γεννήθηκε στό χωριό Ἀποίκια τό
ἔτος 1937. Ἐκεῖ ἔμαθε τά πρῶτα του γράμματα καί σάν ἔφτασε στήν ἡλικία
τῶν εἴκοσι ἐτῶν πῆγε στή μακρινή Ἀμερική, ὅπου δημιούργησε οἰκογένεια
καί χειροτονήθηκε Ἱερέας.
Γιά
δέκα χρόνια ἐργάσθηκε μέ πολύ ζῆλο σέ διάφορους Ναούς στήν παγωμένη
Ἀλάσκα, γιά νά καταλήξει στή Σάντα Κρούζ. Ἱερουργοῦσε στόν Ἱερό Ναό τοῦ
Προφήτη Ἠλία, τόν ὁποῖο ἐπισκεύασε, τελειοποίησε καί ἐγκαινίασε τό 1981.
Στό Ναό αὐτό ἐργάσθηκε μέ ἀξιοθαύμαστο ζῆλο, μιμούμενος τόν ἅγιο τῆς
Ἐνορίας του τόν ζηλωτή καί πυρφόρο Ἠλία, τόν ἀποκαλούμενο τό
πρωτοπαλίκαρο τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε τό κέντρο τῆς ὀρθόδοξης ὁμολογίας σέ ὅλη
ἐκείνη τήν περιοχή, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μακρυά ἀπό τήν ἀλήθεια, τόν
Θεό καί τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δέν μποροῦσε νά ἀναπαυθεῖ, νά
ἡσυχάσει, ὅταν σκεπτόταν, ὅτι τόσοι πολλοί ἄνθρωποι ζοῦσαν μέσα στό
σκοτάδι καί στήν πλάνη. Ἔκαμνε αὐτό πού λέει ὁ ψαλμωδός: Εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καί τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμόν καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου (ψαλμ. 131, 4).
Ὁ εὐλογημένος
Ἰωάννης ἦταν ἁπλός στήν συμπεριφορά του, σάν τόν Ἅγιο Σπυρίδωνα.
Ἀγαποῦσε πολύ τούς ἐνορίτες του, χωρίς νά κάνει διακρίσεις. Τούς
θεωροῦσε ὅλους πραγματικά παιδιά του. Ποτέ δέν ἦταν κλειστή ἡ πόρτα τοῦ
σπιτιοῦ του γιά κανένα. Τήν εἶχε πάντοτε ἀνοιχτή ἀκόμη καί τίς πιό
ἀκατάλληλες ὧρες, τίς μεταμεσονύχτιες, παρά τίς διαμαρτυρίες τῶν δικῶν
του γιά τόν φόβο τῶν ἀνθρώπων τῆς νύχτας, πού συνήθως εἶναι στοιχεῖα
κακοποιά.
Τά
κηρύγματά του ἦταν φλογερά καί πύρινα, εἴπαμε σάν τοῦ Προφήτη Ἠλία,
ἀφοῦ στό Ναό του ὑπηρετοῦσε. Ἀγαποῦσε τόν Θεό, ὅπως διαβάζουμε στό Ἱερό
Εὐαγγέλιο, μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του (Ματθ. ΚΒ, 37), καί ἔτσι ἤθελε
ὅλοι νά Τόν ἀγαποῦν. Δέν περίμενε τούς ἀνθρώπους μόνο στήν ἐκκλησία
του. Συχνά ἔβγαινε στούς δρόμους καί στίς πλατεῖες, γιά νά συναντήσει
τούς τυφλούς καί χωλούς στήν ψυχή, ὅπως παρήγγειλε ὁ οἰκοδεσπότης στόν
ὑπηρέτη του μέσα στό Εὐαγγέλιο (Λουκ. ΙΔ, 21). Συζητοῦσε μέ νέους
ἀνθρώπους, πού δέν γνώριζαν γιά τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία, ἀκόμη μέ
πολλούς ἄλλους πού δέν ἦταν ὀρθόδοξοι, ἀλλά ἀνῆκαν σέ ἄλλα δόγματα ἤ
ἦσαν ἀλλόθρησκοι, ὅπως Ἑβραῖοι κλπ. Τούς μιλοῦσε γιά τούς Ἁγίους μας,
γιά τήν Παναγία καί τά ἀμέτρητα θαύματά της. Ὅλα αὐτά τούς συγκινοῦσαν
βαθύτατα καί πολλοί προσερχόντουσαν στήν Ὀρθοδοξία. Μετά ἀπό ἀρκετή καί
συστηματική κατήχηση τούς βάπτιζε.
Αὐτό
ὅμως ἔκανε κάποιους νά δυσαρεστοῦνται καί νά ἔχουν ἄγριες διαθέσεις
ἀπέναντί του. Ἄρχισαν νά τόν ἀπειλοῦν καί γιά τήν ζωή του μέ τό τηλέφωνο
ἤ ἐπιστολές. Τότε ἦταν πού ὁ π. Ἰωάννης ἔγινε πιό φλογερός. Τίποτε δέν
τόν σταματοῦσε. Εἶχε κατά νοῦν πάντοτε τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού
ἔλεγε, ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται, οὐαί δέ μοί ἐστιν ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι. Ὁ
ἥσυχος καί πρᾶος στή ζωή του ἄνθρωπος ἦταν χείμαρρος ὁρμητικός γιά τήν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πάνω στό καθῆκον του. Ποτέ δέν φοβήθηκε τίς ἀπειλές τῶν
δυσσεβῶν καί ἀπίστων. Ὅσο τά μάτια μου ἔχουν νερό, ἔλεγε, ἐγώ θά κηρύττω ἀσταμάτητα τήν Ὀρθοδοξία.
Ἀγαποῦσε
τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί δέν ἀκολουθοῦσε τόν μοντέρνο τρόπο ζωῆς πού
ἀκολουθοῦσαν πολλοί ἱερεῖς τῆς Ἀμερικῆς, γι᾿ αὐτό καί οἱ χριστιανοί τόν
ἐκτιμοῦσαν. Κήρυττε γιά τόν ἀντίχριστο καί συνιστοῦσε στούς χριστιανούς
νά προφυλάσσωνται ἀπό τίς παγίδες του, νά ἀποφεύγουν τό σφράγισμα καί
τόν ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς.
Στήν
Ἄνδρο γίνεται κάθε χρόνο τό θαῦμα μέ τούς κρίνους τῆς Παναγίας. Ὅταν
τήν ἄνοιξη ἀνθίζουν οἱ κρίνοι, τούς πηγαίνουν στή χάρη της καί τούς
ἐναποθέτουν στήν εἰκόνα της, πού βρίσκεται στήν Ἱερά Μονή τοῦ ἁγίου
Νικολόυ. Μέ τόν καιρό φυσικά ξεραίνονται καί πέφτουν ἄνθη καί φύλλα.
Μένουν ξερά κοτσάνια. Ὅμως, ὅταν πλησιάζει ἡ γιορτή τῆς Παναγίας, οἱ
κρίνοι καί πάλι ἀνθίζουν. Ἀπό αὐτά τά ξερά κλαδιά πῆρε ὁ π. Ἰωάννης, σάν
ἦρθε στό νησί του, καί τά μετέφερε στήν Ἐκκλησία του. Τά τοποθέτησε
στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ἐκεῖνα ξανάνθισαν.
Κάποτε
ἦρθε καί ἡ πρεσβυτέρα του στήν Ἑλλάδα. Πῆρε ρίζες ἀπό αὐτούς τούς
κρίνους καί τούς φύτεψαν στήν Ἀμερική. Ἔβαζαν τούς κρίνους στήν Παναγία
καί ἐκεῖνοι πάλι ἄνθιζαν, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχαν ξεραθεῖ. Αὐτό ἔκανε νά
ἀναθερμανθεῖ ἀκόμη περισσότερο ὁ ζῆλος τοῦ ταπεινοῦ Λευΐτη. Ζητοῦσε ἀπό
τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Γέροντα Δωρόθεο βιβλία καί
ἄλλο ὀρθόδοξο ὑλικό γιά τά κηρύγματά του. Μάλιστα ἔγραφε ὁ ἴδιος καί
θρησκευτικά ποιήματα.
Κάποια
νύχτα, ἦταν 18 πρός 19 Μαΐου τοῦ 1985, ὁ π. Ἰωάννης πού ἦταν στό Ναό,
ἄργησε νά πάει στό σπίτι του. Οἱ δικοί του ἀνησύχησαν καί τόν
ἀναζήτησαν. Ὁ γυιός πῆγε στήν Ἐκκλησία μήπως καί συναντήσει ἐκεῖ τόν
πατέρα του. Τοτε ἦταν πού βρέφηκε μπροστά σ᾿ ἕνα φοβερό θέαμα: Ὁ πατέρας
του ἦταν πεσμένος κάτω κατακρεουργημένος καί ἀγνώριστος. Οἱ σατανισταί
τόν βρῆκαν μόνο του, τόν ἔπιασαν καί τόν βασάνισαν φοβερά. Διέλυσαν τό
κρανίο του χτυπώντας τον μέ σφυριά καί κατέκοψαν τό σῶμα του μέ
μαχαίρια. Καί ὅπως διαπίστωσε ἡ ἀστυνομία, ἐπειδή ὁ ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ
σπαρταροῦσε, πῆραν τό σταυρό πού φοροῦσε καί τόν ἔπνιξαν μέ τήν ἁλυσίδα
του. Τό μαρτυρικό του αἷμα πλημμύρισε τό δάπεδο τοῦ Ναοῦ καί μέ αὐτό
ἔγραψαν στούς τοίχους τοῦ Ναοῦ συνθήματα σατανικά καί τόν ἀριθμό τοῦ
ἀντιχρίστου, τό 666. Ἦταν τότε μόλις σαράντα ὀκτώ ἐτῶν.
Στόν ἅγιο αὐτό τῶν ἡμερῶν μας ἐπαληθεύεται ὁ λόγος τῆς σοφίας Σολομῶντος: Τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. Λίγα
σέ ἀριθμό τά ἔτη του, γεμάτα ὅμως ἀπό ἀρετή... καθόσον ἀξία δέν ἔχουν
τά πολλά χρόνια, πού θά ζήσει κάποιος, ἀλλά ἡ ἁγία ζωή... Ἔτσι ἔγινε
εὐάρεστος στόν Κύριο, τόν ἀγάπησε ὁ Θεός, (ὅπως πιό ἁπλᾶ λέμε) καί
γιαὐτό ἔσπευσε νά φύγει ἀνάμεσα ἀπό τούς πονηρούς ἀνθρώπους. Οἱ ἀσεβεῖς
ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά ἐννοήσουν τέτοια πράγματα, ὅτι ἕνας πρόωρος
θάνατος εἶναι χάρη Θεοῦ γιά τούς ἐκλεκτούς Του καί ἐπίσκεψη γιά τούς
ἀφοσιωμένους σ᾿ Αὐτόν.
Παλαιότερα ὁ Ἅγιος φωτογραφήθηκε μέ τό Σταυρό στό χέρι στό σημεῖο πού μαρτύρησε. Ἴσως ἦταν ἕνα σημάδι γιά τό τί θά ἀκολουθοῦσε.
Ἡ
ἀστυνομία ἐρεύνησε γιά τούς δολοφόνους τοῦ ἁγίου καί βρῆκαν τρία ἄτομα,
ἕνα ἀνδρόγυνο καί τόν γυιό τοῦ ἄνδρα ἀπό ἄλλη γυναίκα. Ἦταν ἱερεῖς τοῦ
σατανᾶ οἱ ὁποῖοι, ὅταν τούς συνέλαβαν, πῆραν δηλητήριο φιδιοῦ (κόμπρας)
καί πέθαναν. Ὁ τρίτος ἔχασε τά λογικά του καί δέν μπορεῖ κανείς νά
συνεννοηθεῖ μαζί του.
Πρίν ἀπό τόν θάνατό του συνέβησαν τρία θαυμαστά γεγονότα.
α)
Μιά ἑβδομάδα πρίν ἀπό τό μαρτυρικό του τέλος οἱ κρίνοι τῆς Παναγίας
ξεράθηκαν ξαφνικά καί ἐντελῶς ἀναίτια καί ἔπεσαν ὅλοι. Ἀπό τότε δέν
ξανάνθισαν.
β) Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας δάκρυσε καί τό δάκρυ μένει ἀκόμη ἐπάνω στήν εἰκόνα καί
γ)
Ἐπί τρεῖς συνεχεῖς Κυριακές πρίν ἀπό τό μαρτύριό του, κατά τήν διάρκεια
τῆς θείας Λειτουργίας, ὁ π. Ἰωάννης, ὁ ἅγιος αὐτός ἄνθρωπος ἔλαμπε μέ
ἕνα οὐράνιο φῶς καί τό πρόσωπό του σκόρπιζε ἀκτίνες σάν τόν ἥλιο.
Οἱ
ἐμφανίσεις τοῦ Ἁγίου μετά τό μαρτυρικό του τέλος εἶναι πάμπολλες.
Παραμονές τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού θά γιόρταζε τό Μοναστήρι στήν Ἄνδρο,
πῆγαν γυναῖκες ἀπό τό χωριό νά βοηθήσουν. Κάποια στιγμή εἶδαν τόν Ἅγιο
Ἰωάννη νά ἔρχεται πρός τό μέρος τους ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα στήν τράπεζα.
Ἔβαλαν ὅλοι τίς φωνές, τόν γνώρισαν, τόν φώναξαν παπα-Γιάννη, ἀλλ᾿
ἐκεῖνος χάθηκε ἀπό μπροστά τους. Σέ ἄλλη περίπτωση μιλώντας ὁ Γέροντας
τῆς Μονῆς σέ χριστιανούς γιά τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου, τόν εἶδαν μπροστά
τους νά τούς εὐλογεῖ καί νά χάνεται. Στίς 4 Ἰουλίου τοῦ 1986 ἡ κόρη του
Μαρία πῆγε στήν Ἄνδρο, γιά νά δωρίσει τά ἄμφια τοῦ μάρτυρα πατέρα της
στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Τήν ὥρα πού τό καράβι ἔμπαινε στό
λιμάνι οἱ καμπάνες καί τά σήμαντρα τῆς μονῆς χτυποῦσαν πανηγυρικά καί
πολύ ἁρμονικά ἀπό μόνα τους. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 19 Μαΐου, δηλαδή μιά μέρα πρίν ἀπό τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Νικολάου, πού τόσο πολύ τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε.
Ὁ
Ἅγιος ζήτησε νά μοιρασθεῖ παντοῦ ἡ εἰκόνα του καί νά γίνει γνωστό τό
μαρτύριό του καί ἡ ὀρθόδοξη ὁμολογία του. Γι᾿ αὐτό καί ἐμεῖς κάνοντες
ὑπακοή προβαίνουμε σ᾿ αὐτήν τήν μικρή προσπάθεια καί ταπεινά ζητοῦμε τήν
εὐλογία καί τίς πρεσβεῖες του γιά μᾶς καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἀμήν.-
Ἕτερον Απολυτίκιο. Ἦχος πλ. α΄
Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων
τήν φλόγα ψυχῇ δεξάμενος, τόν Νέον Κόσμον φωτίζεις ἐν ἡμετέροις
καιροῖς, ἀφανίζεις τε σατᾶν τά μηχανήματα, ὅτι σ᾿ αὐτόν ὑπέρ Χριστοῦ
ἱερούργησας πιστῶς, τῆς Σάντα Κρούζ, Ἰωάννη. Τῆς νήσου Ἄνδρου ὁ γόνος,
ἡμῶν δέ σκέπη καί καταφύγιον.
Ἀκουλουθία Αγίου Ιωάννη της Σάντα Κρούζ.
Ἐν τῷ Ἑσπερινῷ
ἱστῶμεν στίχ.4
Ἦχος α΄.
Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.
Ἐν μέσῳ ἔαρος ὤφθη, ἡ σή πανήγυρις,
ἱερομάρτυς
μύροις, συγκαλοῦσα πρός ὕμνον, ἔθνη ὀρθοδόξων πάσης τῆς γῆς, Ἰωάννη
ἀπόστολε. Καί γάρ ἐσφάγης ἐσχάτοις ἐν τοῖς καιροῖς, κατασφάττων τόν
ἀλάστορα.
Νυμφοστολίσας
σοῖς πόνοις, τήν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐν τῇ μονῇ Ἁγίου Νικολάου ἐφάνης,
θερμός σύ ἀντιλήπτωρ, ὡς νεωστί, ἐναθλήσας στερρότατα, ὦ Ἰωάννη τῆς
Ἄνδρου γόνε λαμπρέ, καί ἐν θαύμασι περίδοξε.
Ἀκούτισόν
μοι φωνήν σου, τήν ἐξελαύνουσαν, λαούς ἐξ ἀπιστίας, πολυθέου τε πλάνης,
δεῖξόν μοι σήν ὄψιν ἐν σταλαγμοῖς, καλλυνθεῖσαν αἱμάτων σου, ὦ Ἰωάννη,
τῆς Ἄνδρου ὁ γλυκασμός, ὀρθοδόξων σφῦρα ἔνθεος.
Πρό
τῆς θυσίας σου ἄφνω, τῆς Θεομήτορος, ἀνθοφοροῦντες κρίνοι, ἐμαάνθησαν,
πάτερ, ὡς μέλλοντες ἀνθίζειν στέφει τῷ σᾦ, εἰς μαρτύρων ὁμήγυριν. Ὅθεν
μή παύσῃ πρεσβεύων ὑπέρ ἡμῶν, Ἰωάννη θεοδόξαστε.
Δόξα.Ἦχος ΄ β.
Τά
τῶν ἀρετῶν σου ὑψώματα, ἱερομάρτυς Ἰωάννη τοῦ Σάντα Κρούζ, πρός τό ὕψος
τῶν ἀγγέλων ἀναδεδρούμενα, ἡμᾶς εὐφραίνουσι. Τῶν μαρτυρικῶν δέ ἄθλων
σου ὁ κόσμος, ὡς υεθηλότα ἄνθη, τῷ ἡρεμαίῳ πνεύματι τῆς θυσίας, γλαφυρῶς
τοῖς κλάδοις ἐπισειόμενα, μυρίζει τά πέρατα. Τῇ τοῦ ἀρχετύπου οὖν
κάλλους, ὁμοιότητι στίλβων, ἱκέτευε Χριστόν τόν Θεόν, δωρήσασθαι ἡμῖν τό
μέγα ἔλεος.
Καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.
Ἀπόστιχα.
Ἦχος πλ.α΄ . Χαίροις ἀσκητικῶν.
Χαίροις
ὁ ἐν τοῖς πλάνοις λαοῖς, ἱερουργήσας τῷ Χριστοῦ Εὐαγγέλιον, ὁμόζηλος
ἀποστόλων, ὦ Ἰωάννη φανείς, Βαβυλῶνος μέσῳ, νέοις ἔτεσι. Σατάν γάρ
ἐστόμωσας πλημμυρίδα πανώλεθρον, τῶν σῶν ρευμάτων, ἐν τοῖς αἵμασι Ἅγιε,
σφυρηλάτησιν διά πίστιν δεξάμενος. Φάνηθι οὖν χριστόθυμε, προστάτης
θερμότατος, ἐν εὐμενεῖ σου προσώπῳ καί ἱλαρότητι τρόπων σου, παρέχων
γλυκεῖαν, τήν ὀδύνην μετανοίας καί μέγα ἔλεος.
Στίχ. Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ.
Χαίροις
ὁ λαοξόος ψυχῶν, ὁ ἐγχαράξας ἐν αὐταῖς θεῖα λόγια, ἐν χρόνοις τοῖς
ἡμετέροις, ἀπονευρώσας ἰσχύν, πᾶσαν ἀντιθέων ρείθροις αἵματος. Χριστοῦ
γάς ἀπόλαυσις, ἐν σοί πόθου ἐγένετο, αἰτία Πάτερ, ὁλοκλήρου μεθέξεως,
ἀντιδόντος σοι, ἀγαπῶντι ἀγάπησιν. Ὅθεν ἐν σοί τόν λάμποντα, μιμούμενος
ἔλαμψας, ὦ Ἰωάννη τῆς Ἄνδρου, πολυτελές νεοδώρημα, πιστοῖς ὀρθοδόξοις, ὁ
παρέχων κοινωνίαν, Χριστοῦ τήν ἄληκτον.
Στίχ. Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην καί οἱ ὅσιοί σου ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται.
Χαίροις
ὁ ἡμετέροις καιροῖς, συγκαλεσάμενος ὀρθόδοξον σύνταγμα, πρός ὕμνησιν
τῶν σῶν ἄθλων, ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς, Θεοτόκου μύστα ἱερώτατε. Τοῦ
Πνεύματος μάχαιραν, ἐζωσμένος γάρ ἔτεμες, σατάν τήν πλάνην, φαρμαχθεῖσαν
δι᾿ ὄφεως, τῷ σῷ αἵματι, ἐπιγράψας ἀνάστασιν. Ὅθεν πρό τῆς θυσίας σου,
ἐξαίφνης ἐξήρανται, τῆς Ὑπεράγνου οἱ κρίνοι, ὡς ἐν τῷ στέφει σου
μέλλοντες, ἀνθίζειν ἀξίως, Ἰωάννη διό αἴτει, ἡμῖν τό ἔλεος.
Δόξα. Ἦχος πλ.δ΄.
Ὦ
καλῶν τραυμάτων καί γλυκυτάτων πληγῶν, δι᾿ ὧν ἡ χωή ἐπί τά ἐντός
διαδύεται, ὥσπερ τινά θύραν ὑπανοίξασα, τήν ἐκ τοῦ βέλους τῆς θείας
ἀγάπης διαίρεσιν. Καί γάρ δεχθείς, ἱερομάρτυς ἰωάννη, τριπλήν τῆς ἀκίδος
ἀκμήν, τοῦ ἐκλεκτοῦ βέλους, τοῦ μονογενοῦς Θεοῦ, καί περιχρώσας σῷ
αἵματι, συνεδέξω μετά τοῦ βέλους καί τόν τοξότην. Ὅτι ἐγώ καί ὁ Πατήρ
ἐλευσόμεθα, φησίν, καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιησώμεθα. Ὅθεν ὁ πρό ὀλίγου
στόχος γενόμενος τοῦ βέλους, νῦν ἑαυτόν ἀντί βέλους ἐν ταῖς χερσί τοῦ
τοξότου παρέχει, ἡμῶν τάς καρδίας καταπλήττων καί αἰτούμενος ἡμῖν τό
μέγα ἔλεος.
Και νῦν. Τῆς ἑορτῆς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Νέου
Κόσμου τό φέγγος καί τῆς Ἄνδρου τό βλάστημα, Ἱερομαρτύρων τήν δόξαν,
Ἰωάννην τιμήσωμεν. Σφαγείς γάρ τῷ Ναῷ ὑπέρ Χριστοῦ, ἀρτίως καταυγάζει
Σάντα Κρούζ, καί συνάγει ὀρθοδόξους, ἁπανταχόθεν ἀνακράζοντας: Δόδα τῷ
σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ σέ προστάτην
θαυμαστόν, τοῖς ἔθνεσι δείξαντι.
Καί νῦν Ἑορτῆς.
Ο Ρ Θ Ρ Ο Σ
Καθίσμα. Ἦχος α΄. Τόν τάφον σου Σωτήρ.
Ἐν
κόσμῳ νυμφικῷ, ἀνελήλυθας Πάτερ, σκηνῶν μαρτυρικῶν τῆς νυκτός ἐν εκάσι,
λαμπρύνας σόν μέτωπον, ἐν στεφάνῳ ὦ ἔστεψε, τοῦ Νυμφίου σου, ὁ
ὑπερέξοχος ἔρως, ὅν ἱκέτευε, ὦ ἰωάννη θεόφρον, ὑπέρ τῶν τιμώντων σε.
Δόξα, καί νῦν τῆς ἑορτῆς.
Β΄. στιχολογία. Κάθισμα.
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Εἰς
ὀσμήν τῶν ἰχνῶν σου Πάτερ προσέδραμον, πρός ζωηφόρους κοιλάδας τῶν
ἀφωτίστων φυλαί, καί γάρ ἔσταξεν ἐκ σῶν, πόνων πανθαύμαστε, μελιτώδης
γλυκασμός, ὡς ἐκ πέτρας ζωηρᾶς, ὦ ἰωάννη θεόφρον, τοῦ Νέου Κόσμου
προστάτης, καί τῆς Ἑλλάδος πλοῦτος ἄφθορος.
Δόξα καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.
Μετά τόν Πολυέλεον. Κάθισμα.
Ἦχος πλ.δ΄. Τήν σοφίαν καί λόγον.
Ἀφανίσας
τῆς πλάνης τόν συρφετόν, ὡς νεβρός τῶν ἐλάφων θηρομαχῶν, τό γένος τοῦ
ὄφεως, τῇ σφαγῇ ἐξηνάλωσας, ἀποστόλων τῇ ζήλῳ, ὦ Πάτερ κοσμούμενος, καί
πληθύν ἀπιστούντων, συνάπτων τῷ κτίσαντι. Ὅθεν τῆς Παρθένου δεδεγμένος
τά μῦρα, Νυμφίον ἠγάπησας, ὑπέρ πᾶσαν ἀπόλαυσιν, Ἰωάννη ὑπέρφωτε.
Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς
ἑορτάζουσι πόθῳ, τήν ἁγίαν μνήμην σου.
Δόξα, Καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.
Οἱ Ἀναβαθμοί. Τό α΄. ἀντίφωνο τοῦ δ΄. ἤχου καί τό προκείμενον. Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην...
Εὐαγγέλιον. Ὁ Ν΄. ψαλμός.
Δόξα: Ταῖς τοῦ ἀθλοφόρου πρεσβείαις....
Καί νῦν: Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις...
Στίχ. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός... Ἦχος πλ. β΄.
Χριστοῦ
τῆς ἐγέρσεως τῷ φωτί, ἡ μνήμη σου συνεξέλαμψεν Ἰωάννη παμμακάριστε.
Πυρωθείς γάρ τήν ψυχήν, τῷ πυρί , ὅ ἦλθε βαλεῖν ὁ Χριστός ἐπί τῆς γῆς,
ἐπιπαφλάζουσαν κάμινον τῶν θηριογνώμων ἀντιθέων κατέσβεσας. Ἑλκύσας
τοίνυν ὄμμα Τριάδος ἀγαπητικόν, μαρτυρίῳ σου χρώμενος, ὧσπερ ἅρματι
πυρίνῳ Ἠλιοῦ τοῦ Προφήτου ἀνέπτης εἰς παγχαρμόσυνον ἡμέραν, πρεσβεύων
ἀπαύστως ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κανόνες: Τῆς ἑορτῆς
καί τοῦ Ἁγίου.
Ὠδή α΄. Ἦχος α΄. Ἀναστάσεως ἡμέρα.
Ἰωάννη
μυστιπόλε, δωρεῶν τοῦ Χριστοῦ, Ἄνδρου τό νέον θαῦμα, δίδου μοι φῶς ἐν
τῷ νοΐ, ἐκ πηγῆς τῶν ἀγαθῶν, ἐν πόθῳ ψυχῆς, ὡς ἄσω τά θεῖα σου, ἀθλοφόρε
παλαίσματα.
Ὡς
ὀφθείς τοῦ Νέου Κόσμου, σελασφόρος ποιμήν, ἔφανας τοῖς ἐν σκότει,
πεπλανημένοις καί φλογμόν, ἰνδαλμάτων τοῦ Σατάν, αἱμάτων βαφαῖς,
ἠφάνισας τέλεον, Ἰωάννη ἀρτίθυτε.
Ἀναστάσεως
τῷ φέγγει, καταυγάζεις ἡμᾶς, θείῳ σου μαρτυρίῳ, ὅθεν ἐν κρίνοις τῶν
ὠδῶν, στέφομέν σε εὐλαβῶς, τόν πάντας εἰς ἕν, συνάξαντα χάριτι,
ὀρθοδόξους πρός ὕμνησιν.
Θεοτοκίον
Ναρδοπνόοις
σου ρανίσι, ἑλκυσθείς ὁ Χριστός, ἥνωσε τῇ γαστρί σου, φύσεις τάς δύο
ὑπέρ νοῦν, ἀπορήτων σαρκωθείς, Παρθένε Ἁγνή, διό σέ δοξάζομεν, ὡσεί
κρίνον χριστόμυρον.
Ὠδή γ΄. Δεῦτε πόμα πίωμεν.
Νέκρωσιν
τυπῶν τήν τοῦ Χριστοῦ, δι᾿ ἁλύσσου σόν τράχηλον τέμνει πάγχρηστε, τοῦ
σοῦ σταυροῦ κοσμηθείς, ὁρμίσκοις ἐναίμου χαρμονῆς, δι᾿ ἧς ἡμᾶς λεύκανον.
Ἤνεσας Παρθένου μυρισμούς, Ἰωάννη καί θαύματα ἀνεκύρηξας, διό Υἱοῦ σε αὐτῆς, τοῦ πάθους παρέσχε κοινωνόν, ἀκάνθαις στεφόμενον.
Νέμεις δωρεῶν μαρμαρυγάς, ἐμφανείας σου ξέναις παρέχων ἴασιν, ὦ Ἰωάννη κλεινέ, ὡς κρούεις τούς κώδωνας μηνῶν, χαράν ἀναστάσιμον.
Θεοτοκίον.
Μῦρον
ὡς γεννήσασα ζωῆς, ἐν τοῖς μύροις σου Μῆτερ τῶν κρίνων ἔπνευσας, τῶν
σῶν θαυμάτων ὀσμάς, δι᾿ ὧν Ἰωάννης Σάντα Κρούζ, ἐνθέως ἐμέθυσε.
Κάθισμα. Ἦχος δ΄.
Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Ἀκαθέκτῳ
τῇ ὁρμῇ, θείας ἀγάπης ἐν σιγῇ, ἀμερίστως μερισθείς, ὤφθης θυσία λογική,
ὦ Ἰωάννη θεράπον τῆς Θεοτόκου. Ὅθεν καί στεφθείς, κρίνοις αἰνέσεως,
σφύραις ὡς τμηθείς, τήν κάραν πάνσεπτον, σφυρηλατεῖς τήν πίστιν τήν
ὀρθόδοξον, εἰς Βαβυλῶνα ἀντίθεον. Καί νῦν δυσώπει Ἱερομάρτυς, σωθῆναι
τάς ψυχάς ἡμῶν.
Καί τό τῆς ἑορτῆς.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄.
Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἱερουργήσας
τήν θυσίαν χριστομίμητον, ὦ Ἰωάννη ὤφθης Ἄνδρου ἐγκαλλώπισμα, τῆς
Ἀλάσκας τε ἀπόστολος θεηγόρος. Ἀλλ᾿ ὡς ἔθυσας ψυχήν ὑπέρ προβάτων σου,
νῦν παρέχεις σῶν θαυμάτων τά δωρήματα, τοῖς κραυγάζουσι, χαίροις μάρτυς
πανόλβιε.
Οἶκος.
Ἀϋλων
χοροστασίαι ἀνυμνοῦσιν ἐν πόθῳ, τόν μύστην Ἰωάννη τῆς Ἄνδρου. Καί γάρ
διά Χριστόν σφαγιασθείς, τήν Ἐκκλησίαν λαμπρύνει ἐν θαύμασι, περέχων
ταῖς λιταῖς αὐτοῦ χαρίσματα τοῖς βοῶσι:
Χαῖρε, φανέρωσις συγκράσεως θείας
Χαῖρε, ἐνστάλαξις μυστικῆς καινουργίας
Χαῖρε, τῶν σῶν φίλων ἐπακούων ἐν τάχει
Χαῖρε, σούς ἱκέτας ἐνισχύων ἐν θάλπει
Χαῖρε ἡ μυρίπνοος συστάς κρινανθέων
Χαῖρε, αἰθροβάτα ἀναβάσεων νέων
Χαῖρε, σκεῦος χρυσόνουν εὐχαριστίας
Χαῖρε, στέφος νεόπλοκον μαρτυρίας
Χαῖρε, παμποίκιλε ὠτειλαῖς θεουργίας
Χαῖρε, κατάρρυτε ραντισμοῖς εὐστοργίας
Χαῖρε, νεαφόρε καρδία εὐθεῖα
Χαῖρε, ἐξεικόνισμα θείας θυσίας
Χαῖρε, Μάρτυς νεόθυτε.
Συναξάριον.
Τῇ
19ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου νέου ἱερομάρτυρος Ἰωάννου,
τοῦ θαυματουργοῦ, μαρτυρήσαντος εἰς τήν πόλιν Σάντα Κρούζ τοῦ Νέου
Κόσμου, ἐν ἔτει 1985.
Καί τό λοιπόν συναξάριον ἐκ τοῦ μηναίου.
Ἐξαποστειλάριον.
Ἦχος β΄. Σαρκί ὑπνώσας.
Ἀλάσκας
θεῖον φωτιστήν, ἐσχάτως ἐναθλήσαντα, τῆς Σάντα Κρούζ Ἰωάννην, νῦν
ἀνυμνήσωμεν πιστοί. Καί γάρ τῆς ἀναστάσεως, τῷ φέγγει συνεξαστράπτει,
τῆς Ἄνδρου τό καύχημα.
Καί τῆς τυχούσης ἑορτῆς.
Αἶνοι
Ἱστῶμεν στίχους δ΄. καί ψάλλομεν τά προσόμοια:
Ἦχος α΄. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.
Ἡ
νῆσος Ἄνδρος ἀπόδος, Χριστῷ τήν αἴνεσιν, ὡς τεθηλός γάρ κρίνον, ἐν σοί
ἐκχεῖται τά μῦρα. Θεῖος Ἰωάννης τῆς Σάντα Κρούζ, ἀναστάσεως ἔαρι, εἰς
νέαν γῆν χρηματίσας ἐγκαινισμός, ὀρθοδόξου ἐναθλήσεως.
Ὁ
τῆς καρδίας σου οἶνος σβενύων δίψησιν, τῶν ἀλλοπίστων, Πάτερ, δι᾿
ὀρθοδοξον πίστιν. Ἐκκέχυται ὡς αἷμα ἐκ σταφυλῆς, Ἐκκλησίας τήν ἄμπελον.
Ἑλισσομένης ἐν ἕλιξι θεουργοῖς, Ἰωάννη Ἄνδρου γέννημα.
Τῆς
ἀληθείας τόν λόγον, σφραγίσας αἵματι, ὡς πορφυρᾷ μελάνῃ, ἐναπέγραψας
Πάτερ, ἀνάστασιν Κυρίου ἐν ταῖς ψυχαῖς, καί Σταυροῦ ὡραιότητα. Ὅθεν
ἀξίως ἐκλάμπεις τῆς Σάντα Κρούς, ὡς ποιμήν θεοειδέστατος.
Κατατρυφήσας
τοῦ θείου, Πάτερ φιλήματος, ὑπερνεφής ἐγένου, εἰς μετέωρον δόξαν, ἐν
κρίνοις τῆς Παρθένου δρέπων ὀσμάς, χαρισμάτων τοῦ Πνεύνατος. Διό ἀχύμων
ἐκ κλάδων ἀνθοφορεῖς, Ἰωάννη τοῖς ὑμνοῦσί σε.
Δόξα. Ἦχος πλ΄.α.
Ἀγαλλιασώμεθα
καί εὐφρανθῶμεν νῦν ἐν σοί, τῇ ἀναστασίμῳ χαρᾷ, ἱερομάρτυς Ἰωάννη τῆς
Σάντα Κρούζ. Κοινή γάρ ἡμῶν, τῶν ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξων, ἐστί χαρά, τό σόν
ἀγαλλίαμα. Τίς τοίνυν ἡ γινομένη διά τῆς νυκτός ταύτης μυσταγωγία;
Εἵλκυσας γάρ πρός σεαυτόν, τοῦ ἀφθάρτου Νυμφίου τόν πόθον, τοῦ
εἰπόνοτος, ὅτι ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ. Ἀνάγκη δέ τῷ ἀγαπωμένῳ
ἀποκαλύπτειν τό ἑαυτοῦ μυστήριον τῷ ἀγαπῶντι.Ὅθεν ὁμοιωθείς τῷ Δεσπότῃ
ἐν τῷ πάθει, ὡμοιώθης καί τῇ δόξῃ. Πρέσβευε οὖν, ὡς ἐπιστηθίοις πτυχαῖς
τοῦ Χριστοῦ ἡμᾶς ἑστιῶν, εὑρεῖν πάντας ἔλεος.
Καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.
Δοξολογία μεγάλη.
Εἰς τήν Λειτουργίαν κοινωνικόν:
Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος.
Δείτε επίσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου