Ἔχω νά σᾶς εἰπῶ, ἀγαπητά μου παιδιά, μία ἱστορία γιά τήν δύναμη τῆς προσευχῆς.
~ Κάποτε ἐπῆγε ἕνα καράβι στά
Ἱεροσόλυμα. Εἶχε ἀναχωρήσει μέ μερικές ἑκατοντάδες ἀνθρώπους γιά τούς
Ἁγίους Τόπους καί γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Κατά τήν πορείαν, κάποιος ἄνθρωπος
τοῦ καραβιοῦ ἐκραύγαζε μέσα στό καράβι:
-Ποῦ θά ἀγκυροβολήσουμε, διότι πρέπει νά ἐπισκευάσουμε τό καράβι;
Καί ὅταν ἀμέριμνοι ἀνοίχτηκαν στό πέλαγος, εἶδαν ἕνα ἔρημο νησί.
-Ἐκεῖ στό νησί ἀγκυροβολοῦμε, εἶπε ὁ καπετάνιος.
Καί ἐπλησίασαν τό νησί. Τό βάθος τότε τῆς θαλάσσης ἦταν 20 μέτρα.
Ἐκρέμασαν τίς ἄγκυρες, ἐσταμάτησαν καί ἐπέρασν μέ τίς βάρκες στό νησάκι.
Ἦταν ἕνα νησάκι μέ δάσος καί μέ μικρές πεδιάδες. Οἱ ἄνθρωποι βγῆκαν
ἀπό τό καράβι, μέχρι νά ἐπισκευάσουν τό πλοῖο, διότι τήν δεύτερη ἡμέρα
τό πρωΐ ἔπρεπε νά πλεύσουν ἀκόμη πιό μακριά. Καί ἄρχισαν νά περπατοῦν τό
νησί γιά νά ἰδοῦν τί εἴδους ἔδαφος ἔχει. Εἶχε διάφορα λουλούδια,
διαφόρων εἰδῶν πουλιά, τά ὁποῖα δέν εἶχαν ἰδεῖ ποτέ στήν χώρα τους. Οἱ
ἄνθρωποι ἐκάθισαν κάτω, ἑτοίμασαν κάτι γιά τό φαγητό τους, ἔφαγαν καί
μετά σηκώθηκαν.
Ὅταν ἐσηκώθηκαν, εἶδαν ξαφνικά τρεῖς γυμνούς ἄνδρες. Ἔτρεχαν ὁ ἕνας πίσω ἀπό τόν ἄλλον καί ἔλεγαν:
-Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, ἐλεήσατε κι ἐμᾶς!
Αὐτά μόνο ἤξεραν νά λέγουν. Τά λόγια αὐτά τά ἔλεγαν στήν γλῶσσα τῶν καραβιῶν καί ἦταν κατανοητά.
-Τί νά εἶναι αὐτοί ἄραγε;
-Ἴσως νά εἶναι μερικοί ἄγριοι ἄνθρωποι τοῦ νησιοῦ.
-Ἄϊντε νά τούς πιάσουμε.
Καί ἐπῆγαν πολλοί ἄνθρωποι μέ σχοινιά καί μέ ὅ,τι ἠμποροῦσαν.
-Ἄϊντε νά τούς πιάσουμε. Τί εἴδους ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί ἐδῶ;
Δέν εἶδαν γυναῖκες, μόνο εἶδαν τρεῖς ἄνδρες πού ἔτρεχαν ὁ ἕνας πίσω
ἀπό τόν ἄλλον καί ἔλεγαν αὐτά τά λόγια. Μετά μπῆκαν στό δάσος καί
περιεφέροντο ἐδῶ κι ἐκεῖ. Καί οί ναυτικοί τούς ἔπιασαν αὐτούς τούς τρεῖς
καί τούς παρέδωσαν στόν καπετάνιο τοῦ καραβιοῦ. Τοῦ εἶπαν: «Ἐπιάσαμε
αὐτούς τούς ἀγρίους ἀνθρώπους». Καί ἐκεῖνος τούς ἐρώτησε:
-Ἀπό ποῦ εἶσθε ἐσεῖς; Ἀπό πότε μένετε ἐδῶ;
Ἀλλά κι αὐτοί πού τούς ἔπιασαν, εἶδαν μέ τά μάτια τους ὅτι αὐτοί οἱ
τρεῖς ἄγριοι ἄνθρωποι ἔκλαιγαν μέ στεναγμούς κι ἔλεγαν μόνο αὐτή τήν
φράσι. Ἴσως νά εἶχαν ξεχάσει τήν γλῶσσα τους καί ἐνεθυμοῦντο μόνο αὐτές
τίς λέξεις:
-Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, ἐλεήσατε κι ἐμᾶς! Ἀλλά ἠμποροῦσαν νά ὁμιλήσουν μέ δυσκολία. Ὁπότε τούς εἶπαν:
-Ἐναυάγησε ἕνα καράβι κοντά σ᾿ αὐτό τό νησάκι πρίν ἀπό 30
χρόνια. Ἐμεῖς τότε εἴμασταν παιδιά καί λυτρωθήκαμε μέ κάποιες σανίδες.
Ἦταν καί οἱ γονεῖς μας στό πλοῖο, ἀλλά τώρα ἔχουν πεθάνει. Ζοῦμε ἐδῶ γιά
τόσα χρόνια!
-Καί τί εὑρίσκετε νά φᾶτε;
-Εὑρήκαμε ἐδῶ φαγητό. Εἶναι μερικά δένδρα τοῦ νησιοῦ πού δίνουν σπόρους, καλλιεργοῦμε κι ἐμεῖς κάτι καί ζοῦμε.
Τότε οἱ ναυτικοί τούς ἄφησαν ἀπό τά δικά τους φαγητά πού εἶχαν μαζί
τους. Μετά τούς ἐρώτησαν γιά τήν ζωή τους. Ὅταν εἶδαν αὐτοί ὅτι δέν
πρόκειται νά τούς κάνουν κάτι κακό, ἐκάθοντο ἥσυχοι. Καί ὁ καπετάνιος
τούς ἐρώτησε:
-Ἐμεῖς αὔριο ἀναχωροῦμε. Δέν θέλετε νά ἔλθετε μαζί μας;
-Ἐμεῖς δέν πᾶμε πουθενά, ἀλλά θέλουμε νά μείνουμε ἐδῶ. Ἔχουμε ἐδῶ ὅ,τι χερειαζόμεθα καί εἴμεθα εὐτυχεῖς.
Ἤθελαν νά μείνουν ἐκεῖ μέχρι τόν θάνατό τους.
-Ἀλλά τί λόγια εἶναι αὐτά τά ὁποῖα ἐπαναλαμβάνετε πάντοτε;
-Ἐμεῖς ἀκούσαμε ἀπό τούς γονεῖς μας, ὅταν εἴμασταν μικρά
παιδιά ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι τρεῖς. Ὁ Ἕνας καλεῖται Πατήρ, ὁ Ἄλλος Υἱός
καί ὁ Τρίτος Ἅγιο Πνεῦμα.
Αὐτοί δέν ἤξεραν ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά σέ τρία Πρόσωπα.
-Καί σκεφθήκαμε ὅτι ἐάν αὐτοί εἶναι στόν οὐρανό καί ἐμεῖς
εἴμεθα στήν γῆ, τότε ἐμεῖς εἴπαμε ὅτι ἔτσι πρέπει νά προσευχώμεθα:
«Αὐτοί οἱ Τρεῖς πού εἶναι στόν οὐρανό νά ἐλεήσουν κι ἐμᾶς πού εἴμαστε
ἐδῶ κάτω στήν γῆ». Ὁπότε μόνο αὐτή τήν προσευχή ξέρουμε: «Τρεῖς ἐσεῖς,
τρεῖς ἐμεῖς, ἐλεήσατε κι ἐμᾶς!».
Στό καράβι ἐταξίδευε γιά τούς Ἁγίους Τόπους κι ἕνας ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος τούς εἶπε:
-Καημένοι μου, οὔτε τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ, τό «Πάτερ ἡμῶν δέν γνωρίζετε…»;
Καί εἶπε ὁ Ἐπίσκοπος στούς δέκα ἱερεῖς του πού εἶχε στό καράβι:
-Ἀϊντε, ἀφοῦ θά μείνουμε μία νύκτα ἐδῶ, ἄς διδάξουμε αὐτούς τήν Κυριακή Προσευχή: «Πάτερ ἡμῶν…».
Καί ἄρχισαν οἱ ἱερεῖς τό ἔργο τους.
-Προσέχετε νά προσεύχεσθε ὅπως ἐμεῖς.
-Πῶς νά προσευχώμεθα;
-Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…καί τά ὑπόλοιπα.
Τούς ἐδίδαξαν οἱ ἱερεῖς, ἐνῶ τό πρωΐ τό πλοῖο ἀφοῦ ἐπεσκευάσθηκε,
ἀνεχώρησαν. Ἐκεῖνοι οἱ ἀσκητές εἶχαν μάθει λίγο ἀπό τό «Πάτερ ἡμῶν…». Τό
καράβι εἶχε ἀπομακρυνθῆ κι ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς εἶπε στόν ἄλλον:
-Ἐγώ τό ἐξέχασα. Τό ἐξέχασες καί σύ;
-Ναί τό ἐξέχασα. «Πάτερ ἡμῶν…», καί πῶς λέμε παρακάτω;
-Ἄϊντε πᾶμε πίσω ἀπό τό καράβι, διότι δέν ἔχει φύγει πολύ
μακριά. Νά μᾶς διδάξουν πάλι οἱ ἱερεῖς τό «Πάτερ ἡμῶν…», διότι τό
έξεχάσαμε.
Καί ἄρχισαν νά τρέχουν ἐπάνω στά θαλάσσια νερά σάν νά περπατοῦν στήν
ξηρά καί μέ τό χέρι τους ἔκαναν νοήματα στό πλοῖο νά σταματήση.
-Στάσου, στάσου πιά!
Ὅταν τούς εἶδαν ἐκεῖνοι ἀπό τό πλοῖο ὅτι οἱ τρεῖς γυμνοί περπατοῦσαν ἐπάνω στό νερό, ἐξεπλάγησαν.
-Τί εἶναι αὐτοί; Φαντάσματα; Ἄγγελοι; Δαίμονες; Τί εἶναι αὐτοί, τέλος πάντων; Κυττᾶξτε, περπατοῦν ἐπάνω στό νερό. Κύριε ἐλέησον!
Τό καράβι ἐλάττωσε τήν ταχύτητα καί ἐκεῖνοι τό πλησίασαν. Βγῆκε ὁ ἱερεύς καί τούς ἐρώτησε:
-Τί γίνεται μέ ἐσᾶς;
-Ἐξεχάσαμε τό «Πάτερ ἡμῶν…». Πῶς νά τό λέμε; «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…». Μετά τί λέμε;
Ὅταν ὁ ἱερεύς καί ὅλος ὁ κόσμος εἶδε ὅτι αὐτοί περπατοῦν ἐπάνω στά
νερά σάν ἄγγελοι, ὅπως περπατοῦσε καί ὁ Χριστός ἐπάνω στά νερά τῆς
λίμνης τῆς Τιβεριάδος, τούς εἶπε:
-Νά μή λέτε οὔτε τό «Πάτερ ἡμῶν…».
-Τότε τί νά λέγωμεν. Πῶς νά προσευχώμεθα.
-Ὅπως ἐλέγατε μέχρι τώρα. Γυρίστε πίσω καί νά λέτε τήν
εὐχή πού ἠξέρατε: «Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, ἐλεήσατε κι ἐμᾶς!». Ἐάν
περπατᾶτε ἐπάνω στά νερά, μή ἐρωτᾶτε νά μάθετε ἄλλη προσευχή, παρά μόνο
αὐτή πού σᾶς ἁγίασε μέχρι τώρα!
Τότε πιάσθηκαν ἀπό τά χέρια καί οἱ τρεῖς καί περπατῶντας ἐπάνω στά
νερά ἔλεγαν τήν δική τους εὐχή μέ πολλή χαρά, μέχρι πού ἔφθασαν στό νησί
τους. Τόσο μεγάλοι ἅγιοι ἦσαν. Αὐτοί δέν ἤξεραν τά δόγματα τῆς
Ἐκκλησίας μας. Ἤξεραν μόνο γιά Ἕνα Θεό σέ τρία Πρόσωπα. Τόσα ἠμποροῦσαν
νά μάθουν. Ἀλλά, ὅταν ἔλεγαν αὐτή τήν εὐχή τήν ἔλεγαν μέ τήν καρδιά
τους.
Βλέπετε τί θαύματα συμβαίνουν στόν κόσμο; Μερικοί ἅγιοι μετεκίνησαν
ἀκόμη καί βουνά μέ τήν προσευχή τους, ἄλλοι ἀνέστησαν νεκρούς καί ἄλλοι
πολλοί ἔκαμαν θαύματα μέ τήν προσευχή τους.
Ἐμεῖς ξέρουμε τό «Πάτερ ἡμῶν…», τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό
«Παναγία Τριάς…», ἔχουμε ἱερεῖς, ἐκκλησίες, ἀλλά δέν ἔχουμε πίστι καί
τήν καθαρότητα τῶν Ἁγίων μας.
Ἡ πίστις μας εἶναι ἀληθινή καί ἀναμφίβολη, ἀλλά ὁ νοῦς μας εἶναι
μολυσμένος ἀπό τήν ἁμαρτία, τούς κακούς λογισμούς καί τά κακά ἔργα.
Ἐμεῖς δέν μποροῦμε οὔτε νά προσευχηθοῦμε, οὔτε ἔχουμε τόν νοῦ μας στόν
Θεό, δέν ἠμποροῦμε νά κάνουμε τίποτε καλό, ὠφέλιμο πού νά εἶνα μόνιμο,
διότι ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας εἶναι αἰχμαλωτισμένα ἀπό τό μῖσος τήν
ἀπιστία, τήν πονηρία καί τήν ὑπερηφάνεια.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶχαν μία δυνατή πίστι στόν Θεό. Μία πίστι εἰλικρινῆ,
καθαρή, ἁπλοϊκή, προερχομένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ταπείνωσι
καί τήν προσευχή καί ἐνίοτε χωρίς πολλές γνώσεις, οἱ ὁποῖες ρίχνουν
συχνά τόν ἄνθρωπο στό ἁμάρτημα τῆς ὑπερηφανείας.
Αὐτοί εἶχαν νοῦν καί καρδίαν καθαράν. Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, στούς
ὁποίους ἀναπαυόταν ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι᾿ αὐτό καί ἔκαναν καί
θαύματα. Εἶναι μεγάλη ἀρετή ἡ καθαρότης τῆς καρδίας! Αὐτήν τήν
καθαρότητα καί ὁ Χριστός ἐπήνεσε καί τήν ἐπρόσταξε καί σ᾿ἐμᾶς ὅταν μᾶς
εἶπε: «Μακάριοι οἱ καθαροί στήν καρδιά, διότι αὐτοί θά ἰδοῦν τόν
Θεόν». Ἄς καθαρίσουμε λοιπόν κι ἐμεῖς τίς καρδιές μας ἀπό κάθε
ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας. Μόνον ἔτσι, θ᾿ ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε τά χαρίσματα
τῶν Ἁγίων καί τήν αἰώνια ζωή.
από το βιβλίο: «ΕΚΛΕΚΤΕΣ
ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ» – ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ
ΗΛΙΕ ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (+1998)
Μετάφραση: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης (2010)
https://simeiakairwn.wordpress.com/2016/09/04/%cf%84%cf%81%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%b5%cf%83%ce%b5%ce%af%cf%82-%cf%84%cf%81%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%b5%ce%bc%ce%b5%ce%af%cf%82-%ce%b5%ce%bb%ce%b5%ce%ae%cf%83%ce%b1%cf%84%ce%b5-%ce%ba%ce%b9-%ce%b5/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου