π.
Δημητρίου Μπόκου
Πολ λοὶ
ἄν θρω ποι σή με ρα θὰ δι α φω νοῦ σαν
μὲ τὴ στά ση τοῦ Ἰὼβ ἔ ναν τι τοῦ
Θε οῦ κατὰ τὴν ὥρα τῆς φοβερῆς
δοκιμασίας του (βλ.
ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 383, Ἰ ούν. 2015).
Καὶ αὐ τό, για τὶ σή με ρα ὅ λο καὶ
λι γό τε ρο οἱ ἄν θρω ποι ἔ χουν τὴ
δι ά θε ση νὰ ἐκ χω ρή σουν στὸν Θε ὸ
δι και ώ μα τα ἐ πὶ τῶν κε κτη μέ νων
τους. Δὲν τὸν ἀ να γνω ρί ζουν Κύ ριό
τους.
Ἰ δι αί τε ρα
ἰ σχύ ει αὐ τὸ προ κει μέ νου γιὰ τὰ
παι διά τους. Οἱ γο νεῖς τὰ θε ω ροῦν
ἀ πο κλει στι κὸ κτῆ μα τους. Δὲν
ἐν νο οῦν νὰ ἀ φή σουν κα νέ να, οὔ τε
τὸν Θε ό, νὰ πα ρεμ βλη θεῖ στὴ σχέ ση
τους μα ζί τους. Τὰ θέ λουν ὁ λωσ δι ό λου
δι κά τους. Ἰ δί ως ἂν τὰ ἀ πέ κτη σαν
μὲ δυ σκο λί α, σύ νη θες πράγ μα σή με ρα.
Γι’ αὐ τὸ καὶ τοὺς εἶ ναι ἀ δι α νό η το
νὰ χαθεῖ κά ποι ο παι δί τους, νὰ τὸ
πά ρει ὁ Θε ὸς πρὶν τὴν ὥ ρα του. Ἀ κό μα
καὶ συ νει δη τοὶ Χρι στια νοὶ δείχνουν
ἐ ξαι ρε τι κὴ δυ σκαμ ψί α στὸ ζή τη μα
αὐ τό. Ἐ ξε γεί ρον ται καὶ δυ σα να σχε τοῦν
ἐ ναν τίον τοῦ Θε οῦ, ὅ ταν ἐ πι συμ βεῖ
κάτι τέτοιο. Ἡ λο γι κὴ τοῦ Ἰ ὼβ τοὺς
φαί νε ται ἀ κα τα νό η τη.
Ἔ χου με
δη λα δὴ τὴν αἴ σθη ση ὅ τι τὰ παι διὰ
μᾶς ἀ νή κουν ἀ πο κλει στι κά. Ἐ μεῖς
τὰ γεν νᾶ με, ἐ μεῖς τὰ με γα λώ νου με,
ἐ μεῖς ὑ πο φέ ρου με νύ χτα-μέ ρα γι’
αὐ τά. Αὐ τὰ εἶ ναι ὁ λό κλη ρη ἡ ζω ή
μας. Ξε χνᾶ με ὅ μως ὅ τι δὲν τὰ
δη μι ουρ γοῦ με μό νοι μας. Μᾶς
δι α φεύ γει ὅ τι ἀ πό λυ τος Δη μι ουρ γὸς
εἶ ναι μό νο ὁ Θε ός. Πη γὴ τῆς ζω ῆς,
τοῦ καλοῦ, τῆς κά θε ὕ παρ ξης, εἶ ναι
μό νο ὁ Θε ός. Μό νο τὸ κα κὸ δὲν πη γά ζει
ἀ πὸ τὸν Θε ό. Ὅ λα τὰ ὑ πό λοι πα, τὰ
«κα λὰ
λί αν»
τῆς δη μι ουρ γί ας, τὰ γεννᾶ ἡ ἀ γά πη
τοῦ Θε οῦ.
Ὁ
Θε ὸς ὅ μως στὸ θέ μα τῆς γεν νή σε ως
τῶν παι δι ῶν θέ λη σε νὰ μᾶς κά νει
βο η θούς του. Ἀ πὸ συγ κα τά βα ση. Ὄ χι
για τὶ ἀδυνατοῦσε ὁ ἴδιος. Ἀλ λὰ γιὰ
νὰ τι μή σει ἐ μᾶς. Νὰ δώ σει ἀ ξί α στὰ
πλά σμα τά του. Νὰ νοι ώ θου με ὅ τι
εἴ μα στε ἀ πό λυ τα ση μαν τι κοὶ γι’
αὐ τόν. Ὅτι κάτι κάνουμε κι ἐμεῖς. Γι’
αὐ τὸ μᾶς ἔ κα με τὴν τι μὴ νὰ εἴ μα στε
συν δη μι ουρ γοί του. Νὰ ἔ χου με τὴν
ἀ προ σμέ τρη τη χα ρὰ καὶ ἱ κα νο ποί η ση
νὰ φτι ά χνου με μα ζί του τὸν νέ ο
ἄν θρω πο. Νὰ γινόμαστε κι ἐμεῖς γονεῖς.
Ἀ να θέ τει λοιπὸν σὲ μᾶς νὰ δί νου με
σάρ κα καὶ ὀ στᾶ, τὸ σῶ μα. Κι Ἐ κεῖ νος
χτί ζει τὴν ψυ χὴ μὲ τὸ ἐμ φύ ση μα τοῦ
Ἁ γί ου Πνεύ μα τος, ὅ πως ἔ κα με καὶ
μὲ τὸν πρῶ το ἄν θρω πο, τὸν Ἀ δάμ. Καὶ
ἔ τσι γί νε ται «ψυ χὴ
ζῶ σα»
ὁ νέ ος ἄν θρω πος, τὸ παι δί μας.
Ὁ
Θε ὸς δὲν δη μι ουρ γεῖ τὴν ψυ χὴ πρὶν
πλά σου με ἐ μεῖς, μὲ τὴ δι κή Του
βέ βαι α συ ναί νε ση, τὸ σῶ μα. Καὶ τὰ
δυ ὸ μα ζί, ψυ χὴ καὶ σῶ μα, χτί ζον ται
ταυ τό χρο να, ὅ ταν θε λή σει ὁ Θε ός, ὁ
μό νος κα τ’ οὐ σί αν Δη μι ουρ γός. Ἡ
ζω ὴ τοῦ νέ ου ἀν θρώ που ξε κι νά ει μὲ
τὴν ἕ νω ση αὐ τὴ τῆς ψυ χῆς καὶ τοῦ
σώ μα τος καὶ τε λει ώ νει, ὅ ταν πά λι
ἡ ψυ χὴ χω ρι σθεῖ ἀ πὸ τὸ σῶ μα. Ὁ
Θε ὸς καὶ ὄ χι ἐ μεῖς ὁ ρί ζει τὴν
εἴ σο δό μας καὶ τὴν ἔ ξο δό μας ἀ πὸ
τὸν κό σμο αὐ τόν.
Πρῶ τα
λοι πὸν εἶ ναι τοῦ Θε οῦ τὰ παι διά
μας καὶ με τὰ δι κά μας. Ὅ λοι ἔ χου με
τὸν Θε ὸ πα τέ ρα
μας,
πλά στη μας, δη μι ουρ γό μας. Αὐ τὸς μᾶς
ἔ δω σε τὸ δι καί ω μα νὰ τὸν προ σφω νοῦ με:
«Πά τερ
ἡ μῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐ ρα νοῖς».
Αὐ τὸς εἶ ναι ὁ
Κύ ριος τῆς ζω ῆς μας,
«θα να τοῖ
καὶ ζω ο γο νεῖ»
(Α΄
Βασ. 2,
7),
σ’ αὐ τὸν ἀ πο κλει στι κὰ ἀ νή κου με.
Ὅ ποι ος δὲν τὸ ἀ να γνω ρί ζει αὐ τό,
δεί χνει ἁ πλῶς τὴ μι κρό νοι ά του.
Ἐ μεῖς
ἂς τὸν εὐ χα ρι στοῦ με πάν το τε. «Ἐ πὶ
ταῖς εἰ σό δοις ἡ μῶν ταῖς εἰς τὸν
κό σμον τοῦ τον, καὶ ταῖς ἐ ξό δοις».
Καὶ γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴν παροῦσα
ζωὴ καὶ γιὰ τὴν ἔξοδό μας.
(ΛΥΧΝΙΑ
ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 384, Ἰούλιος 2015)
(Συνεχίζεται)
Ἀ
ν τ ι ύ λ η
Ἱ.
Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ.
26820-25861/23075/6980.898.504
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου