“ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ”
Ἀρχιμ. Σεραφείμ Δημόπουλος
μέρος ε΄ «Ἡ κόλασις»
Λάρισα 2001
Ἀρχιμ. Σεραφείμ Δημόπουλος
μέρος ε΄ «Ἡ κόλασις»
Ἐδιηγήθη στούς ἐπισκέπτες της μία μοναχή.
Οἱ γονεῖς μου ἦσαν δύο πολύ ἀντίθετοι χαρακτῆρες καί ἔζησαν τήν ζωή τους πολύ διαφορετικά. Ὁ πατέρας μου ἦταν ὁλιγομίλητος, ἐσωστρεφής, καί πάντοτε ἄρρωστος. Τόν θυμᾶμαι πολύ καλά. Πάντοτε ξαπλωμένος στό κρεββάτι, ἄρρωστος. Ὅταν ἦταν καλά ἐπέβλεπε στήν καλλιέργεια τῶν κτημάτων μας καί πάλι ξαπλωνόταν στό κρεββάτι. Ἡ τύχητοῦ πῆγε κόντρα καί στόν θάνατο. Ὅταν πέθανε ἔπιασε μιά καταρρακτώδης βροχή. Τρεῖς μέρες καί τρεῖς νύχτες ἦταν τό λείψανο στό σπίτι μας. Τέλος μέ πολύ δυσκολία τό θάψαμε. Ἡ μητέρα μου ἦταν ἕνας πολύ διαφορετικός ἄνθρωπος. Εὔσαρκη, ζωηρή, ὑγιής, κοινωνική, χαρούμενη. Γύριζε ἀργά τή νύχτα στό σπίτι, ἀπό τά γλέντια καί τίς διασκεδάσεις. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας μου, τότε τό κακό παραέγινε. Ἡ ἁμαρτωλή της ζωή δέν εἶχε ὅριο. Θυμᾶμαι πολύ καλά καί τό θάνατό της. Ἦταν μιά ἡλιόλουστη ἀνοιξιάτικη ἡμέρα. Οἱ φίλοι της τῆς ἔκαμαν μιά πολυτελῆ κηδεία. Ὅταν γύρισα ἀπό τό κοιμητήριο σκέφθηκα. Ποίου τήν ζωή νά μιμηθῶ; Σέ ποίου τά ἴχνη νά βαδίσω;
Τοῦ πατέρα ἤ τῆς μητέρας;
Ἔτσι ὅπως ἤμουν ξαπλωμένη στό κρεββάτι καί σκεφτόμουνα, μέ πῆρε ἐλαφρός ὕπνος. Ἦλθε ὁ ἄγγελλος μου μέ χτύπησε στόν ὦμο, καί μοῦ εἶπε. Θέλεις νά δῆς τόν πατέρα σου, καί τή μητέρα σου; Ἀκολούθησέ με.
Τόν ἀκολούθησα. Ἀνεβαίναμε, ἀνεβαίναμε. Τέλος φθάσαμε σ᾿ ἕνα κῆπο πού ἡ ὀμορφιά του δέν περιγράφεται. Ἔμεινα ἐκστατική καί κοίταζα. Δέν μποροῦσα νά φαντασθῶ τέτοια ὀμορφιά. Ἀνθρώπινη γλῶσσα δέν μπορεῖ νά διηγηθῆ. Καί γραφίδα ἀνθρώπου νά περιγράψη. Παντοῦ λουλούδια καί δένδρα ἀνθισμένα. Τί χρώματα ἦταν ἐκεῖνα! Ὅλες οἱ ὀμορφιές τοῦ κόσμου δέν μποροῦν νά συγκριθοῦν μέ τό πιό πτωχό λουλούδι αὐτοῦ τοῦ κήπου. Ἔπειτα οἱ εὐωδίες, τά ἀρώματα! Τί εὐωδίες ἦταν αὐτές! Ἕνα γλυκό χρυσογάλαζο φῶς φώτιζε τόν κήπο. Πουλιά μέ ὑπέροχα χρώματα πετοῦσαν ἀπό δένδρο σέ δένδρο! Οἱ ἄνθρωποι πού ἔμεναν σ᾿ αὐτόν τόν κήπο, ἔλαμπαν ἀπό μακαριότητα! Κοιτάζω ἐδῶ καί ἐκεῖ καί τέλος διέκρινα τόν πατέρα μου! Τό χλωμό του πρόσωπο τώρα ἔλαμπε ἀπό μακαριότητα! Ὦ Θεέ μου τί χαρά, νά δῶ τόν πολυαγαπημένο μου πατέρα! ...Πατέρα ἐσύ εἶσαι; Εἶπα καί τόν φιλοῦσα ἀχόρταγα! Τί χαρά, τί ὀμορφιά! Κράτησέ με γιά πάντα κοντά σου.
Δέν θέλω νά σέ ἀποχωρισθῶ! Καί αὐτός μέ φίλησε, μοῦ σπόγγιξε τά δακρυσμένα μου μάτια καί μοῦ εἶπε:
«Ὄχι παιδί μου. Δέν ἦλθε ἡ ὥρα σου. Θά πᾶς στή γῆ, θά ζήσης ὅπως θέλει ὁ Θεός, καί τότε θά ἔλθης ἐδῶ!»
Τότε ὁ ἄγγελος μου, μέ χτύπησε ἐλαφρά στόν ὦμο, καί μοῦ εἶπε:
«Ἔλα τώρα, νά δῆς καί τή μητέρα σου».
Κατεβαίναμε, κατεβαίναμε! Σ᾿ ἕνα χῶρο σκοτεινό, καταθλιπτικό! Μυρωδιές ἀπό πίσσα καί θειάφι ὀσφραινόμουνα. Ἄκουγα βογγητά, θρήνους, κλάματα. Χίλιες βασανισμένες ὑπάρξεις, βογγοῦσαν καί φώναζαν. Τέλος φθάσαμε σέ μιά λίμνη. Ἦταν ἀπό φωτιά καί θειάφι. Ἐδῶ ἦταν καταδικασμένοι ὅσοι εἶχαν ζήσει σαρκική ζωή. Ἡ θλῖψι τους καί ὁ πόνος τους δέν περιγράφεται. Κοιτάζοντας ἀνεγνώρισα τήν μητέρα μου. Μέ ἀνεγνώρισε καί αὐτή:
«Ἄχ παιδάκι μου, λυπήσου αὐτή πού σέ ἔφερε στή ζωή, καί παρακάλεσαι τόν Θεό νά φανῆ σπλαχνικός καί νά μοῦ δώση μιά ἀνακούφισι».
Πονᾶς πολύ μάνα; πονᾶς πολύ».
«Ἄχ παιδάκι μου, δέν περιγράφεται ὁ πόνος μου».
«Ρῖξε μου μιά χούφτα ἀπό τό ὑγρό αὐτό γιά νά δῶ».
Τότε μέ τήν χούφτα της ἔρριξε ἀπό τήν φωτιά ἐκείνη, καί μιά σταγόνα ἄγγιξε τό χέρι μου. Ὁ πόνος ἦταν τόσο μεγάλος πού ἔβαλα τίς φωνές, τότο δυνατές, πού ξύπνησαν οἱ γείτονες, καί ἦλθαν καί μέ ρωτοῦσαν «τί εἶχα, τί ἔπαθα, καί φώναζα ἔτσι;».
«Καί ἐγώ ἀπό τό ὅραμα αὐτό τοῦ ἀγγέλου, ἀποφάσισα νά ζήσω ὅπως θέλει ὁ Θεός γιά νά πάω κοντά στόν πατέρα μου, καί ἔγινα μοναχή, καί βασανίζομαι ἐδῶ νύχτα μέρα καί ξεροτηγανίζω τό σῶμα μου ὅπως ξεροτηγανίζεται τό ψάρι, καί κάμω κανόνα σκληρό, μήπως καί μέ ἐλεήση ὁ Θεός».
Αὐτή ἡ πολύ διδακτική ἱστορία μᾶς ὁμιλεῖ διά τήν αἰώνια κόλασι καί τόν παράδεισο.
Πολλοί λέγουν καί διακηρύσσουν ὅτι δέν ὑπάρχει κόλασις καί παράδεισος. Ὅτι ὅταν ἡ πλάκα τοῦ τάφου μᾶς καλύψει ὅλα τελειώνουν.
Ποῖος εἶδε τήν κόλασι;
Ποῖος εἶδε τόν παράδεισο;
Ποῖος πῆγε καί γύρισε καί μᾶς διηγήθηκε τί εἶδε;
Ὅμως ὁ Κύριος μᾶς ὡμίλησε καί μᾶς διεβεβαίωσε ὅτι ὑπάρχει κόλασι καί παράδεισος. Εἰς τήν ὁμιλία του τῆς δευτέρας παρουσίας εἶπε διά τούς ἁμαρτωλούς «πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό ἐξώτερον, τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ».
Ὅταν ἐθεράπευσε τόν παράλυτο δοῦλο τοῦ ἑκατοντάρχου εἶπε.
«Ἀμήν λέγων ὑμῖν, ὅτι πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν ἥξουσι καί ἀνακλιθήσονται μετά Ἀβραάμ Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, οἱ δέ υἱοί τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον. Ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων».
Εἰς τήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία μᾶς εἶπεν:
«Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις οὐ μοιχεύσεις. Ἐγώ δέ λέγω ὑμίν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρός τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν, ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐκ τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. Καί ἐάν ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιός σκανδαλίζει σε ἔξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ. Συμφέρει γάρ σοι ἵνα τούς δύο ὁφθαλμούς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τό πῦρ τό ἐξώτερον, ὅπου ὁ σκώληξ οὐ τελευτᾶ καί τό πῦρ οὐ σβένυται».
Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποίησεν διά τήν αἰώνια κόλασι, οὕτως ὥστε νά φεύγωμε τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία φέρνει τήν αἰώνια κόλασι, καί νά ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ φωτός διά τῶν ὁποίων κληρονομοῦμεν τόν παράδεισον.
Ὅπως προειδοποίησεν τούς πρωτοπλάστους διά τάς κυρώσεις τῆς παραβάσεωςς τῆς ἐντολῆς.
«Ἀπό παντός δένρρου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ φάγεσθε. Ἀπό δέ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ ἤ τοῦ κακοῦ, οὐ μή φάγεσθε οὐδέ μή ἅψησθε. Ἐν ᾗ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».
Ὁ δέ Θεός εἶναι πιστός εἰς τούς λόγους του.
Εἶναι δέ οἱ πόνοι τῆς αἰωνίου κολάσεως ἀνώτεροι κάθε φαντασίας ἤ ὑποθέσεως. Δέν τελειώνουν ποτέ εἶναι αἰώνιοι. Περνοῦν οἱ χιλιετηρίδες, τά ἑκατομμύρια χρόνια, τά δισεκατομμύρια χρόνια, τά τρισεκατομμύρια χρόνια καί ἡ κόλασις, οἱ ὠδῖνες τῆς κολάσεως δέν τελειώνουν. Οὔτε ὑπάρχει ἕνα διάλειμα ἀναπαύσεως. Ἀλλά ὅλο πόνοι, κλαυθμοί, ἀσταμάτητοι ἀτέλειωτοι!
Πόσο ταλαίπωροι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔκαμαν τήν τόσο ἐπιζήμια ἀνταλλαγή, τήν τόσο ἐπιζήμια ἀντιπαροχή. Ἐθυσίασαν τά αἰώνια ἀγαθά, τά μένοντα εἰς αἰῶνας αἰώνων, ἀντί τῶν προσκαίρων, καί παρερχομένων, τά ὁποῖα διαρκοῦν ὁλίγας δεκαετηρίδας καί ἔπειτα μᾶς ἐγκαταλείπουν παντελῶς. Σύ δέ ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ μένε σταθερός εἰς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. Ἔσο ἐργάτης τοῦ καλοῦ, ἐργάτης κάθε ἀρετῆς, σταθερός καί ἀκλόνητος.
Μήν δυσφορεῖς ἤ ἀγανακτεῖς ἤ λιποψυχεῖς διά τό βάρος τοῦ σταυροῦ, διά τήν ὀδύνην πού φέρει ὁ ἀγώνας τοῦ καλοῦ.
Ἀγάπησε τήν πτωχεία διά νά κερδίσης τούς θησαυρούς τοῦ οὐρανοῦ,
ἀγάπησε τήν ἁγνότητα διά ν᾿ ἀπολαύσης τήν γλυκύτητα τοῦ παραδείσου,
ἀγάπησε τήν ταπεινή καί ἀφανή ζωή διά νά κερδίσης τήν δόξα τήν εἰς οὐρανούς «καί ἀγαθά ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἰδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη».
Εἴθε ὁ Κύριος νά μᾶς ἀξιώση ν᾿ ἀπολαύσωμεν τόν γλυκύτατον παράδεισον. ΑΜΗΝ.
Συνεχίζεται.....
Τέλος καί τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων
ἀφθάρτῳ ἀοράτῳ μόνῳ σοφῷ Θεῷ
τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου