Κάποια γυναίκα που καταγόταν από την ίδια πόλη με τον όσιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, άκουσε ότι ήρθε από τη Ρόδο και ότι του είχε παρουσιαστεί εκεί άγγελος Κυρίου, που του μήνυσε το κάλεσμά του στον κοινό μας Κύριο.
Ήξερε ότι είχε κάνει ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα, που πίστευε ότι ούτε να τ’ ακούσουν δεν μπορούσαν ανθρώπινα αυτιά.
Οπλίζεται με πίστη, που δεν χωράει δισταγμούς, πηγαίνει τρέχοντας στον πανόσιο, ρίχνεται στα πόδια του λιώνοντας στα δάκρυα, τον παρακαλάει και του λέει εμπιστευτικά·
«Τρισμακάριστε, έχω πέσει σε αμαρτία τόσο βαριά, που δεν μπορεί να την ακούσει αυτί ανθρώπου. Ξέρω ότι αν θέλεις, μπορείς να με συγχωρέσεις. Είπε ο Κύριος για τους ιερείς· “Όσα θα λύσετε στη γη, θα είναι λυμένα στον ουρανό και όσα θα δέσετε στη γη θα είναι δεμένα στον ουρανό”.
Και ακόμα· “Αν συγχωρήσετε τις αμαρτίες των άλλων, θα είναι συγχωρεμένες, αν πάλι τις κρατήσετε θα είναι χρεωμένες σ’ αυτούς”».
Ακούγοντας ο όσιος τέτοια λόγια από τη γυναίκα φοβήθηκε μήπως αν αγνοήσει την παράκλησή της γίνει αιτία να τιμωρηθεί αυτή, ενώ μπορούσε να σωθεί με την πίστη που του ’χε, και της λέει ταπεινά·
«Αν πραγματικά πιστεύεις, γυναίκα, ότι ο Θεός θα συγχωρέσει το έγκλημα που λες με την ταπεινή μου μεσολάβηση, εξομολογήσου το μου».
«Μα τον Θεό που σε προστατεύει, δεν μπορεί να το αντέξει, δέσποτά μου, άνθρωπος», του απαντάει.
Της ξαναλέει ο όσιος· «Αν ντρέπεσαι, πήγαινε και γράψτο με ό,τι γράμματα ξέρεις και φέρτο μου».
«Στ’ αλήθεια, δέσποτα, δεν μπορώ», του αποκρίθηκε.
Μένοντας για λίγο σιωπηλός ο όσιος τη ρώτησε· «Δεν μπορείς να το γράψεις, να το σφραγίσεις και να μου το φέρεις;».
«Ναι, δέσποτα, αυτό θα κάνω. Σε εξορκίζω στην τίμια και αγγελική σου ψυχή, ποτέ να μην πέσει στα χέρια κανενός αυτό το γράμμα», του είπε.
Ο άγιος της έδωσε τον λόγο του ότι κανένας άνθρωπος δεν θα ανοίξει και δεν θα διαβάσει το γράμμα της. Πήγε αυτή και έγραψε με τα ίδια της τα χέρια το αμάρτημά της, σφράγισε το γράμμα και το πήγε στον μακάριο. Το πήρε εκείνος και μετά από πέντε μέρες πέθανε χωρίς να δώσει σε κανέναν απολύτως κάποια οδηγία ή εντολή για το γράμμα αυτό.
Τυχαία, ή μάλλον από θεία πρόνοια, η γυναίκα δεν ήταν στην πόλη τη μέρα που ο πατριάρχης πέρασε ειρηνικά απ’ αυτή τη ζωή στην άλλη, επειδή, όπως νομίζω, ο Θεός θέλησε να δείξει πόση οικειότητα είχε ο δούλος του μαζί του.
Η Αναστασία, έτσι τη λέγανε τη γυναίκα, έφτασε μετά τη μέρα που το τίμιο λείψανο του οσίου θάφτηκε με τιμές στην εκκλησία του θαυματουργού αγίου Τύχωνα. Μόλις πληροφορήθηκε την κοίμηση του πατριάρχη, αμέσως έγινε έξαλλη και μισότρελλη, νομίζοντας ότι το γράμμα που έδωσε έμεινε στο επισκοπείο και θα γίνει το αμάρτημά της φανερό σε όλους.
Πετάχτηκε πάνω βιαστικά, τρέχοντας και αποχτώντας την προηγούμενη ακλόνητη πίστη στην ψυχή της, φτάνει στο λείψανο του θεοτίμητου, πηγαίνει σ’ αυτόν σαν να ήταν πραγματικά ζωντανός και τον ικετεύει και του μιλάει με τέτοια λόγια και κραυγάζει από τα βάθη της ψυχής της και του λέει·
«Άνθρωπε του Θεού, δεν μπόρεσα να σου διηγηθώ το κρίμα μου, που ήταν πάρα πολύ βαρύ. Τώρα να, ίσως έχει γίνει σ’ όλους φανερό και πασίγνωστο. Μακάρι να μη σου φανέρωνα το μυστικό μου. Δυστυχία μου! νομίζοντας ότι θα λυτρωθώ από τη ντροπή μου, έγινα ρεζίλι σ’ όλους, αντί για γιατρειά βρίσκω εξευτελισμό.
Τι ήταν ανάγκη να σου εξομολογηθώ το πρόβλημά μου; Αλλά δεν θα κουραστώ ούτε θα χάσω την πίστη που σου έχω, ούτε θα πάψω να κλαίω πάνω στο λείψανό σου, ώσπου να μάθω τι θα γίνει με την παράκλησή μου. Δεν πέθανες, όσιε, αλλά κοιμάσαι. Είναι γραμμένο· “Οι δίκαιοι θα ζούνε αιώνια”».
Επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια έλεγε· «Τίποτα δεν σου ζητάω, άνθρωπε, παρεκτός να σιγουρευτεί η καρδιά μου. Τι έγινε άραγε το γράμμα που σου έδωσα;».
Ο Θεός λοιπόν, που είπε κάποτε στη Χαναναία· «Η πίστη σου σε έσωσε», αυτός και τούτη τη γυναίκα, κατά πως ήθελε τη διαβεβαίωσε και τη θεράπευσε σαν νέα Χαναναία.
Τρεις μέρες καρτερούσε στον τάφο του θεοτίμητου χωρίς να φάει απολύτως τίποτα. Την τρίτη νύχτα, ενώ πάλι τα ίδια σκληρά, αλλά και γεμάτα πίστη λόγια έλεγε δακρυσμένη στον όσιο, να! βγαίνει από τον τάφο του ο υπηρέτης του Θεού, φανερά μαζί με τους δύο επισκόπους, που ήταν θαμμένοι μαζί του, ο ένας στα δεξιά, ο άλλος στα αριστερά του, και της λέει·
«Ως πότε, γυναίκα, θα ταράζεις τους θαμμένους εδώ; Άφησέ τους στην ησυχία τους. Τα δάκρυά σου μούσκεψαν τα ρούχα μας».
Της έδωσε το ίδιο, το δικό της το γράμμα σφραγισμένο λέγοντάς της· «Πάρτο, το αναγνωρίζεις; Άνοιξε και δες».
Ήρθε στα συγκαλά της μετά απ’ αυτό το όραμα και είδε πάλι τους αγίους που γύριζαν στους τάφους τους και τον εαυτό της να κρατάει το γράμμα. Το εξέτασε και είδε την σφραγίδα της ασφαλισμένη και ανέγγιχτη.
Το ανοίγει και ανακαλύπτει ότι τα γράμματά της είχαν σβηστεί και από κάτω μια σημείωση που έλεγε· «Για τον Ιωάννη, τον δούλο μου, το κρίμα σου συγχωρέθηκε».
Από το βιβλίο του Δημητρίου Γ. Τσάμη, «Μητερικόν» τόμος Β, σ. 21-25.
https://paraklisi.blogspot.com/2019/11/blog-post_29.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου