Ἀκούστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:
«Δέν ἐπιτρέπεται νά καταρώμεθα κανένα, ἀλλά νά εὐλογοῦμε τούς ὑβριστές μας» Εὐεργετινός, (Β΄ τόμος, Ὑπόθεσις ΜΓ΄-ΜΔ΄)
Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Εὐεργετινό καί βρισκόμαστε στήν ΜΓ΄(43η) Ὑπόθεση, ἡ ὁποία ἔχει τόν ἑξῆς τίτλο (εἴμαστε στόν Β’ τόμο, 43η ὑπόθεση): «Ὅτι δέν πρέπει νά καταρώμεθα κανέναν»[1]. Ὅτι δέν πρέπει δηλαδή κανέναν νά καταριόμαστε. Θά δοῦμε λίγα γενικά στήν ἀρχή περί κατάρας καί μετά θά ποῦμε καί γιά τό κείμενο πού ἔχει καί στόν Εύεργετινό ἐδῶ.
Λέγει, λοιπόν, ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, «εὐλογεῖτε καί μή καταρᾶσθε»[2]. Δηλαδή νά εὐλογεῖτε, νά δίνετε εὐλογία καί ἐννοεῖται νά προσεύχεστε καί νά ἀνταποδίδετε καλό σέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι σᾶς καταριοῦνται. Καί στίς Παροιμίες πάλι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ λέει, «ὥσπερ ὄρνεα πέταται καί στρουθοί, οὕτως ἀρά ματαία οὐκ ἐπελεύσεται οὐδενί»[3]. Ὅπως, ὅταν πετοῦν καί φεύγουν τά πουλιά καί τά στρουθία, δέν ἀφήνουν ἴχνη, ἔτσι καί ἄδικη κατάρα δέν θά ἐπέλθει ἐναντίον οὐδενός. Καί στή Σοφία Σειράχ λέει: «μή δῷς τόπον ἀνθρώπῳ καταράσασθαί σε»[4]. Δηλαδή μή δίνεις σέ κανέναν ἀφορμή νά σέ καταραστεῖ. «Καταρωμένου γάρ σε ἐν πικρίᾳ ψυχῆς αὐτοῦ, τῆς δεήσεως αὐτοῦ ἐπακούσεται ὁ ποιήσας αὐτόν»[5]. Γιατί, ὅταν αὐτός ὑπό τό κράτος τῆς ψυχικῆς του στενοχώριας σέ καταρασθεῖ, ὁ Κυριος, ὁ ὁποῖος τόν ἔπλασε, θά ἀκούσει τήν δέησή του. Εἶναι ἀπό τό 4ο κεφάλαιο τῆς Σοφίας Σειράχ. Καί ἀπό τό 21ο κεφάλαιο πάλι διαβάζουμε, «ἐν τῷ καταρᾶσθαι ἀσεβῆ τόν σατανᾶν αὐτός καταρᾶται τήν ἑαυτοῦ ψυχήν»[6]. Ὅταν ὁ ἀσεβής καταρᾶται τόν σατανᾶ, εἶναι τό ἴδιον σάν νά καταρᾶται τόν ἑαυτό του. Ἑπομένως, δέν πρέπει καθόλου νά καταρώμεθα. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε στήν Καινή Διαθήκη.
«Ἡ κατάρα», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ὅταν ὑπάρχη στή μέση ἀδικία, πιάνει. Ὅταν ὅμως δέν ὑπάρχει ἀδικία, τότε ἡ κατάρα γυρνᾶ πίσω σ' αὐτόν πού τήν ἔδωσε». Ὁπωσδήποτε βέβαια καί αὐτός πού καταρᾶται, σφάλλει καί θά δώσει λόγο φρικτό γι’ αὐτό πού κάνει, πού εἶναι κάτι πολύ κακό. Δηλαδή βγάζει αὐτή τήν κακία μέσα ἀπό τήν ψυχή του καί τήν στέλνει στόν ἄλλον. «Μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ἀπαλλάσσεται κανείς ἀπό τήν κατάρα. Νά ξέρετε, ἡ κατάρα τῶν γονέων πιάνει πολύ, ἀκόμη καί ἡ ἀγανάκτησή τους. Καί νά μήν τό καταρασθεῖ ὁ γονιός τό παιδί, ἀλλά μόνο νά ἀγανακτήσει μαζί του, τό παιδί δέν βλέπει ἄσπρη μέρα∙ ἡ ζωή του εἶναι ὅλο βάσανα. Ταλαιπωρεῖται πολύ σ' αὐτήν τήν ζωή. Φυσικά, στήν ἄλλη ζωή ξελαφρώνει, γιατί ξοφλάει ἐδῶ μερικά. Ἀλλά καί οἱ γονεῖς πού στέλνουν τά παιδιά τους στόν «ἔξω ἀπ' ἐδῶ», τά τάζουν στόν διάβολο καί ἔχει δικαιώματα μετά ὁ διάβολος, μοῦ τό ἔταξες, σοῦ λέει»[7]. Εἶναι φοβερό αὐτό καί ἔχουν συμβεῖ περιστατικά πού ὄντως ὁ διάβολος τό πῆρε τό παιδί. Εἴχαμε τέτοιο περιστατικό στόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Πῆγε ἡ μητέρα ἔτσι περίλυπη, γεμάτη ἀγωνία στόν Ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη καί ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε καί πάλι τό παιδί ἐπανῆλθε στήν μητέρα του. Δέν εἶναι λοιπόν ἀστεῖα πράγματα. Αὐτός πού καταρᾶται, «βασανίζεται καί σ' αὐτήν τήν ζωή καί στήν ἄλλη, γιατί ὡς ἐγκληματίας θά τιμωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό, ἄν δέν μετανοήσει καί ἐξομολογηθεῖ». Μέ τήν κατάρα πού δίνει κανείς, εἶναι σάν νά παίρνει τό πιστόλι καί νά σκοτώνει. Μέ ποιό δικαίωμα τό κάνει αὐτό; «Ὅ,τι καί ἄν σοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος, δέν ἔχεις δικαίωμα νά τόν σκοτώσεις. Γιά νά καταρασθεῖ κανείς, σημαίνει ὅτι ἔχει κακία. Κατάρα δίνει κανείς, ὅταν τό λέει μέ πάθος, μέ ἀγανάκτηση»[8]. Βλέπετε πῶς μᾶς εἶπε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, καί προηγουμένως τό εἶπε, ὅτι καί ἡ ἀγανάκτηση μπορεῖ νά βλάψει τόν ἄλλον. Ἤ ὅταν ἀγανακτοῦν οἱ γονεῖς πρός τά παιδιά, ἤ ὁποιοσδήποτε ἐναντίον ὁποιουδήποτε. Δέν πρέπει ποτέ νά φτάνουμε σέ ἀγανάκτηση. Πολλοί λένε, «ἀπό τόν Θεό νά τό βρεῖς», ἀλλά αὐτό πού λένε εἶναι κατάρα, γιατί τότε καταριέται κανείς μέ εὐγένεια. «Αὐτή ἡ εὐγενική κατάρα εἶναι κάτω ἀπό τήν πνευματική βάση», δηλαδή αὐτός πού καταριέται ἔτσι, δέν πιάνει οὔτε τό 5 νά περάσει, τήν πνευματική βάση γιά νά περάσει τίς ἐξετάσεις τοῦ Θεοῦ. «Καί δέν ἐπιτρέπεται σέ Χριστιανό», οὔτε αὐτή ἡ κατάρα πού λέει, «νά τό βρεῖ ἀπό τόν Θεό», «γιατί ὁ Χριστός δέν μᾶς δίδαξε τέτοιου εἴδους ἀγάπη»[9]. Ὁ Χριστός ἄλλα μᾶς δίδαξε. «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι»[10]. Αὐτό μᾶς δίδαξε μέ τή στάση Του ἐπάνω στόν σταυρό. Συγχώρεσέ τους, δέν γνωρίζουν τί κάνουν, εἶπε ὁ Κύριος γιά τούς σταυρωτές Του.
«Δέν πρέπει νά καταριόμαστε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί. Πολλοί ἄνθρωποι καταριῶνται ἀφελῶς λέγοντας: «τσακίδια», «κούτσουρο να μείνεις»», ἤ καί ἄλλα, «σκάσε» κ.λ.π. Ὅλα αὐτά, ἄν τά δοῦμε στήν πραγματικότητα, δέν εἶναι παρά κατάρες. Ὅλα αὐτά θέλουν πολλή προσοχή, γιατί παραχωρεῖ ὁ Θεός, μερικές φορές καί «πιάνουν», ὅταν λέγονται ἀπό δίκαιη ἀγανάκτηση, μάλιστα ἀπό γονεῖς!
Πολλές ἀρρώστιες, πού δέν βρίσκουν οἱ γιατροί ἀπό τί εἶναι, μπορεῖ νά εἶναι ἀπό κατάρα», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος. «Τί νά βροῦν οἱ γιατροί, τήν κατάρα;
Οἱ κατάρες πού δίνουν οἱ γονεῖς στό παιδί τους, διότι διάλεξε τόν Μοναχικό βίο, δέν πιάνουν». Ὑπάρχουν καί τέτοιες κατάρες! «Εἶναι οἱ μόνες κατάρες, πού γίνονται εὐχή»[11], λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος.
«Ἡ καλύτερη εὐχή ἀπό ὅλες εἶναι, ὅταν μᾶς καταριοῦνται ἄδικα καί τό δεχόμαστε σιωπηλά μέ καλοσύνη». Καί σέ μιά περίπτωση μάλιστα, εἶχε πεῖ χαριτωμένα ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «τώρα νά σᾶς δώσω καί ἐγώ μία... «κατάρα»: Νά κάψει ὁ Θεός μέ τήν ἀγάπη Τοῦ τίς καρδιές σας!
Ἕνας πατέρας -διηγεῖται πάλι ὁ Ἅγιος Παΐσιος- εἶχε ἕνα παιδί πού ὅλο γύριζε. Μιά φορά τοῦ λέει ἀγανακτισμένος: «Νά ἔρθεις μιά καί καλή». Τό παιδί ἐκεῖνο τό βράδυ, καθώς ἐρχόταν στό σπίτι, ἀκριβῶς ἔξω ἀπό τήν πόρτα, τό χτύπησε ἕνα αὐτοκίνητο καί ἔμεινε στόν τόπο! Τόν πῆραν οἱ φίλοι του σκοτωμένο καί τό πῆγαν μέσα στό σπίτι του. Ἦρθε μετά ὁ πατέρας στό Καλύβι καί ἔκλαιγε. «Τό παιδί μοῦ σκοτώθηκε ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου», ἔλεγε. Ἀπό ἐδῶ - ἀπό ἐκεῖ, μετά μοῦ λέει: «Τοῦ εἶχα πεῖ καί μιά κουβέντα». «Τί τοῦ εἶπες;», τοῦ λέω. «Ἀγανάκτησα πού ξενυχτοῦσε καί τοῦ εἶπα: «Νά ἔρθεις μιά καί καλή»! Μήπως ἦταν ἀπ' αὐτό»; «Ἔμ, ἀπό τί ἦταν; τοῦ λέω. Κοίταξε νά μετανοήσεις, νά ἐξομολογηθεῖς». «Αὐτήν τήν φορά νά ἔρθεις μιά καί καλή», του εἶπε, καί τό παιδί τό ἔφεραν νεκρό! Ἄντε μετά νά χτυπιέται ὁ πατέρας, νά κλαίει»[12].
Καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἐπίσης ἔλεγε, «δέν πρέπει ποτέ νά σκεπτόμαστε γιά τόν ἄλλον ὅτι θά τοῦ δώσει ὁ Θεός κάποιο κακό, ἤ ὅτι θά τόν τιμωρήσει γιά τό ἁμάρτημά του». Ὄχι μόνο νά μή λέμε ὅτι θά σέ τιμωρήσει ὁ Θεός ἤ βλέπει ὁ Θεός ἤ νά τό βρεῖ ἀπό τόν Θεό κλπ. ἀλλά οὔτε νά τό σκέφτεσαι. «Αὐτός ὁ λογισμός φέρνει πολύ μεγάλο κακό, χωρίς ἐμεῖς νά τό ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ ἄλλος θά τιμωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό δηλαδή. Πολλές φορές ἀγανακτοῦμε καί λέμε στόν ἄλλο: «Δέν φοβᾶσαι τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, δέν φοβᾶσαι μή σέ τιμωρήσει;». Ἄλλη φορά πάλι λέμε: «Ὁ Θεός δέν μπορεῖ, θά σέ τιμωρήσει γι' αὐτό πού ἔκανες». Σέ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις, ἔχουμε βαθιά μέσα μας τήν ἐπιθυμία νά τιμωρηθεῖ ὁ ἄλλος. Ἀντί ὅμως, νά ὁμολογήσουμε τόν θυμό μας γιά τό σφάλμα του, παρουσιάζουμε μέ ἄλλον τρόπο τήν ἀγανάκτησή μας καί δῆθεν, παρακαλοῦμε τόν Θεό γι' αὐτόν. Ἔτσι ὅμως, στήν πραγματικότητα καταριόμαστε τόν ἀδελφό. Καί ἄν, ἀντί νά προσευχόμαστε, λέμε, «νά τό βρεῖς ἀπ' τόν Θεό, νά σέ πληρώσει ὁ Θεός γιά τό κακό πού μοῦ ἔκανες», καί τότε πάλι εὐχόμαστε νά τόν τιμωρήσει ὁ Θεός. Ἀκόμη καί ὅταν λέμε, «ἄς εἶναι, βλέπει ὁ Θεός», ἡ διάθεση τῆς ψυχῆς μας ἐνεργεῖ κατά ἕνα μυστηριώδη τρόπο, ἐπηρεάζει τήν ψυχή τοῦ συνανθρώπου μας καί αὐτός παθαίνει κακό. Ἐμεῖς μεταδίδουμε μέ μυστικό τρόπο τήν κακία μας. Δέν προκαλεῖ ὁ Θεός τό κακό ἀλλά ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων. Δέν τιμωρεῖ ὁ Θεός, ἀλλά ἡ δική μας κακή διάθεση μεταδίδεται στήν ψυχή τοῦ ἄλλου μυστηριωδῶς καί κάνει τό κακό»[13]. Τό μυστηριωδῶς, βεβαίως, ὁ Ἅγιος τό ἐννοοῦσε μέσω τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων, τῶν δαιμονικῶν ἐνεργειῶν.
«Εἶναι δυνατόν νά πεῖ κάποιος: «ἔτσι πού φέρεται ὁ τάδε, θά τιμωρηθεῖ ἀπ' τόν Θεό» καί νά νομίζει, ὅτι τό λέει χωρίς κακία. Εἶναι ὅμως πολύ λεπτό πράγμα νά διακρίνει κανείς ἄν ἔχει ἤ δέν ἔχει κακία. Δέν φαίνεται καθαρά… Εἶναι πολύ μυστικό πράγμα τί κρύβει ἡ ψυχή μας καί πῶς αὐτό μπορεῖ νά ἐπιδράσει σέ πρόσωπα καί πράγματα. Δέν συμβαίνει τό ἴδιο, ἄν ποῦμε μετά φόβου, ὅτι ὁ ἄλλος δέν ζεῖ καλά καί νά προσευχόμαστε, νά τόν βοηθήσει ὁ Θεός καί νά τοῦ δώσει μετάνοια». Αὐτό εἶναι καλό βεβαίως.
«Ἡ κακή δύναμη», λέει πάλι ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μπορεῖ καί τό αὐτοκίνητο νά τό γκρεμίσει, χωρίς νά ὑπάρχει καμία βλάβη. Καταλάβατε, λοιπόν πῶς οἱ κακές μας σκέψεις, ἡ κακή μας διάθεση ἐπηρεάζουν τούς ἄλλους;»[14]. Ἑπομένως θέλει πολλή προσοχή, οὔτε διάθεση κακή νά μήν ἔχουμε γιά τόν ἄλλον οὔτε σκέψεις κακές οὔτε πολύ περισσότερο λόγια νά λέμε, τά ὁποῖα νά ἔχουν μέσα αὐτές τίς κατάρες.
Ἔλεγε καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ: «Νά εὐλογεῖς πάντα καί νά μήν καταριέσαι, γιατί ἡ εὐλογία γεννᾶ εὐλογία καί ἡ κατηγορία, κατηγορία»[15].
Ἔλεγε καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Δέν ὑπάρχει τίποτα τό πιό βδελυρό», πιό βρωμερό δηλαδή, «ἀπό ψυχή πού καταριέται, οὔτε πιό ἀκάθαρτο ἀπό μιά γλώσσα πού κατασπαράσσει μέ τέτοια λόγια. Δέν σοῦ δόθηκε τό στόμα γιά νά δαγκώνεις, ἀλλά γιά νά θεραπεύεις τά τραύματα των ἄλλων.
Ἀπό τό στόμα πού βγαίνει προσευχή», ἔλεγε καί ἕνας σύγχρονος Γέροντας, ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος Λάζαρης, «δέν πρέπει νά βγαίνει κατάρα»[16].
Καί ὁ πατήρ Ἐφραίμ τῆς Ἀριζόνας, πού κοιμήθηκε πρόσφατα, ἔλεγε: «Ἦταν κάποιος Ἐπίσκοπος καί μέ κάποιον διάκονό του, πῆγαν νά λειτουργήσουν σέ ἕνα χωριό. Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχαν αὐτοκίνητα καί ἔτσι ξεκίνησαν μέ τά ζῶα γιά νά φτάσουν στό χωριό. Στόν δρόμο συνάντησαν κάποιον φτωχό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος καθόταν στήν ἄκρη τοῦ δρόμου. Ὁ Δεσπότης τόν πλησίασε καί τόν καλημέρισε. Ὅμως ὁ φτωχός δέν τοῦ ἀπάντησε. «Καλημέρα ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ», ξαναεῖπε ὁ Δεσπότης, ἀλλά καί πάλι σιώπησε ὁ φτωχός. Ὁ Ἐπίσκοπος τόν καλημέρισε καί γιά τρίτη φορά καί ἀφοῦ εἶδε ὅτι δέν τόν ἀπάντησε ὁ φτωχός, ἔχασε τήν ὑπομονή του καί τοῦ εἶπε: «τήν κατάρα μου νά ἔχεις!». Συνέχισαν τό δρόμο ὁ Ἐπίσκοπος καί ὁ διάκος, ἔφτασαν στό χωριό, λειτούργησαν, ἀλλά μετά τή Θεία Λειτουργία ὁ Ἐπίσκοπος αἰσθάνθηκε ἀδιαθεσία καί λέει στόν διάκονό του: Δέν αἰσθάνομαι καλά καί μάλιστα νομίζω, ὅτι τό ἔχω πάθει, ἀπό τή στιγμή πού καταράστηκα ἐκεῖνον τόν φτωχό ἄνθρωπο πού εἴχαμε συναντήσει. Καί ὁ διάκονός του, τόν λέει: Σεβασμιότατε, ἐπιτρέψτε μου νά σᾶς πῶ κάτι. Ὅταν καταραστήκατε τόν φτωχό, εἶδα ὅτι βγῆκε ἀπό τό στόμα σας ἕνα κοράκι καί πῆγε στόν φτωχό, ἀλλά γύρισε πίσω καί μπῆκε μέσα σας! Ὤχ, ἀναφώναξε ὁ Δεσπότης, μᾶλλον ἦταν ἄδικη ἡ κατάρα μου. Σήκω γρήγορα γιά νά πᾶμε νά τόν βροῦμε. Πῆγαν λοιπόν καί τόν βρῆκαν καί διαπίστωσαν μέ μεγάλη ἔκπληξη, ὅτι ὁ φτωχός ἄνθρωπος ἦταν κουφός καί δέν εἶχε ἀκούσει τόν καλημερισμό τοῦ Ἐπισκόπου! Καί ὅταν ἡ κατάρα εἶναι ἄδικη, ἐπιστρέφει πίσω σέ αὐτόν πού τήν ἐκστόμισε»[17].
Καί ἕνα τελευταῖο ἀπό τόν Δημήτριο Παναγόπουλο, τόν σπουδαῖο αὐτόν ἱεροκήρυκα: «Λάθος κάνουμε ὅταν λέμε, νά τό βρεῖ ἀπό τόν Θεό, σέ κάποιον πού μᾶς ἔβλαψε. Τό σωστό εἶναι νά λέμε, οὔτε ἀπό τόν Θεό νά τό βρεῖ»[18]! Δηλαδή νά τόν συγχωρέσει ὁ Θεός καί νά συγχωράει καί ἐμᾶς βεβαίως, ἐφόσον συγχωροῦμε αὐτούς πού μᾶς ἀδικοῦνε.
Νά δοῦμε καί τό κείμενο τοῦ Εὐεργετινοῦ, «ὅτι δέν πρέπει νά καταρώμεθα κανέναν». Εἶναι ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Διάλογο. «Στά μέρη τῆς Νουρσίας ἔμεναν δύο μοναχοί πού ζοῦσαν μέ ἁγιότητα∙ ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Φλωρέντιος καί ὁ ἄλλος Εὐτύχιος. Ὁ Εὐτύχιος τοῦ ὁποίου ὁ πνευματικός ζῆλος αὔξανε καθημερινά ὅλο καί περισσότερο καί ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς του γινότανε ὅλο καί θερμότερη, ἀγωνιζόταν νά φέρει κοντά στόν Θεό μέ τίς συμβουλές του περισσότερες ψυχές». Εἶχε ἕνα πνεῦμα ἱεραποστολικό, νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους. «Ὕστερα μάλιστα ἔγινε ἡγούμενος σ΄ ἕνα Μοναστήρι τῆς περιοχῆς, κατόπιν ἐπιμόνων παρακλήσεων τῶν μοναχῶν καί παρέμεινε πολλά χρόνια. Μέ τό παράδειγμά του δέ, ὁδήγησε καί πολλούς στήν τελειότητα. Γι’ αὐτό καί μετά θάνατον ὁ Θεός τόν δόξασε. Ἔκανε πολλά καταπληκτικά θαύματα. Μονάχα μέ τό ἔνδυμά του σταμάτησε ἀνομβρία καί πολλοί ἄρρωστοι θεραπεύτηκαν.
Ὁ Φλωρέντιος πάλι, μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Εὐτυχίου, παρέμεινε στό ἀσκητήριο πού κατοικοῦσαν προηγουμένως καί οἱ δύο. Ἐξακολούθησε νά εἶναι ἄκακος καί νά προσεύχεται μέ ἐπιμονή. Ἔτσι περνοῦσε μοναχός του τήν παροῦσα ζωή. Παρακαλοῦσε δέ τόν παντοδύναμο Θεό νά τόν βοηθήσει νά παραμείνει μόνος του ἐκεῖ.
Μιά μέρα μετά τήν προσευχή, καθώς βγῆκε ἀπό τό κελί, εἶδε νά κάθεται μπροστά στήν πόρτα του μιά ἀρκούδα καί νά ἔχει κατεβασμένη πρός τή γῆ τήν κεφαλή της. Ἔδειχνε ὁλοφάνερα, ὅτι τήν ἔστειλε ὁ Θεός, γιά νά τόν ἐξυπηρετεῖ»[19]. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι καθαριστοῦν ἀπό τά πάθη καί φτάσουν στήν κατάσταση, θά λέγαμε, τήν προπτωτική, πού εἶχε καί ὁ Ἀδάμ, τότε καί τά ζῶα ἀναγνωρίζουν αὐτούς τούς ἀνθρώπους, τήν ἁγιότητά τους καί αὐτή τήν κατάσταση. Ὀσμίζονται, ὅπως λέει ἕνας Ἅγιος, τήν ὀσμή τοῦ προπτωτικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ, καί ὑποτάσσονται κι αὐτά. Γιατί ὅλα τά ζῶα, πρίν πέσουν οἱ Πρωτόπλαστοι, ἦταν ὑποταγμένα στόν ἄνθρωπο. Μετά τήν πτώση καί τά ζῶα ἀγρίεψαν, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἀντάρτης στόν Κύριό του, στόν Θεό. Ἔτσι καί τά ζῶα ἀπέναντι στόν κύριό τους, στόν ἄνθρωπο.
Αὐτός λοιπόν, ἐπειδή εἶχε ἁγιάσει, μία ἀρκούδα ἦρθε, ἀπεσταλμένη βέβαια ἀπό τόν Θεό, γιά νά τόν ὑπηρετεῖ. «Μόλις ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κατάλαβε τήν αἰτία γιά τήν ὁποία ἦρθε ἡ ἀρκούδα, εὐχαρίστησε τόν Θεό καί παράδωσε σ’αὐτή τά τέσσερα πρόβατά του, ἐπειδή δέν εἶχε ἄλλον βοσκό καί τῆς παρήγγειλε∙ πήγαινε, τῆς λέει, νά βοσκήσεις αὐτά τά πρόβατα καί κατά τήν ἕκτη ὥρα», δηλαδή περίπου τό μεσημέρι, «νά ἐπιστρέψεις. Πραγματικά ἡ ἀρκούδα παρέλαβε τά πρόβατα καί τά ὁδηγοῦσε στή βοσκή. Καί πάλι τήν ὥρα πού διετάχθη, ἐπέστρεφε μαζί μέ αὐτά. Ὅταν δε ὁ δίκαιος Φλωρέντιος ἤθελε νά νηστεύει, τήν διέτασσε νά ἐπιστρέφει κατά τήν ἐνάτη ὥρα. Ἡ ἀρκούδα ἐπέστρεφε ὁπωσδήποτε τήν ὥρα πού διετάχθη»[20]. Ἕνα θαυμαστό πράγμα, πῶς ἡ ἀρκούδα καταλάβαινε τί τῆς ἔλεγε ὁ Ἅγιος καί ὑπήκουε!
«Αὐτό γινόντανε καθημερινά· καί γιά ἀρκετό χρόνο ἡ ἀρκούδα ἔβοσκε μέ ἐπιμέλεια τά πρόβατα. Ὅταν πλέον τό θαῦμα εἶχε διαδοθεῖ παντοῦ, τέσσερις ἄνδρες ἀπό τούς μαθητές τοῦ εὐλαβέστατου Εὐτύχιου ἐπειράσθησαν ἀπό τόν διάβολο». Τί κάνει ἡ ζήλεια καί ὁ φθόνος! «Ὁ πονηρός ἔβαλε φθόνο στήν ψυχή τους, διότι τάχα ὁ δάσκαλός τους δέν ἔκανε θαύματα, ἐνῶ ὁ Φλωρέντιος ἔγινε περίφημος μ’ ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα». Εἴδατε πῶς πίσω ἀπό τόν φθόνο κρύβεται ἡ κενοδοξία καί ἡ ἀνθρωπαρέσκεια καί ἡ ὑπερηφάνεια; Τούς παρακίνησε λοιπόν ὁ διάβολος στό κακό. «Καί ἀφοῦ παραφύλαξαν, σκότωσαν τήν ἀρκούδα. Ὅταν λοιπόν ἔφτασε ἡ ὥρα πού συνήθως ἐπέστρεφε ἡ ἀρκούδα, ὁ Φλωρέντιος τήν περίμενε. Καθώς ὅμως βράδιαζε καί δέν φαινόταν πουθενά ἡ ἀρκούδα, τήν ὁποία ἀπό τήν πολύ ἀκακία του τήν ὀνόμαζε ἀδελφό, ἄρχισε νά στενοχωριέται. Καί ἔτσι λυπημένος πέρασε ὁλόκληρη τήν νύχτα. Τό πρωί τῆς ἑπόμενης μέρας, πῆγε στά χωράφια νά ἀναζητήσει τήν ἀρκούδα μαζί μέ τά πρόβατα. Ἀφοῦ δέ τήν εὕρε σκοτωμένη καί τήν ἐρεύνησε προσεκτικά, ἔμαθε τούς φονεῖς πού τήν σκότωσαν. Ἄρχισε τότε νά θρηνεῖ ὄχι τόσο γιά τόν θάνατο τῆς ἀρκούδας, ὅσο γιά τήν κακία τῶν ἀδελφῶν.
Μόλις ἔμαθε τό γεγονός ὁ σεβάσμιος Εὐτύχιος, τόν ἐκάλεσε κοντά του καί ἀφοῦ τόν ἀγκάλιασε, προσπαθοῦσε νά τόν παρηγορήσει». Ἦταν συνασκηταί (πρώην). Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Φλωρέντιος ὅμως, συνεπαρμένος ἀπό τόν μεγάλο πόνο, εὐχήθηκε μπροστά στόν Εὐτύχιο: - Ἐλπίζω στόν παντοδύναμο Θεό, ὅτι σ’ αὐτή τή ζωή θά τιμωρηθοῦν μπροστά στούς ἀνθρώπους ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι χωρίς νά τούς βλάψει καθόλου, σκότωσαν τήν ἀρκούδα μου»[21]. Εὔχεται λοιπόν νά τιμωρηθοῦν ἀπό τόν Θεό.
«Ἀμέσως λοιπόν μέ τά λόγια αὐτά ἔφτασε ἡ τιμωρία ἀπό τόν Θεό∙ οἱ τέσσερις δηλαδή μοναχοί πού σκότωσαν τήν ἀρκούδα προσβλήθηκαν ἀπό λέπρα καί στό τέλος σάπισαν τά μέλη τους καί πέθαναν.
Ὅταν συνέβει αὐτό, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, Φλωρέντιος ταράχτηκε πάρα πολύ. Ἐφοβήθηκε, διότι τούς καταταράσθηκε καί δέν ἔπαυσε σ’ ὅλη του τή ζωή νά ὀνομάζει τόν ἑαυτό του φονέα ἐκείνων τῶν ἀδελφῶν, νά θρηνεῖ γι’ αὐτούς καί νά παρακαλεῖ τόν Θεό νά τούς συγχωρέσει τήν ἁμαρτία.
Πιστεύουμε πώς ἐπέτρεψε αὐτό ὁ παντοδύναμος Θεός», λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, «γιά νά μήν τολμήσει πλέον ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος νά ρίψει τήν βολίδα τῆς κατάρας ἐναντίον κανενός, ὁσάκις θά ἐταράσσετο ἀπό ὁποιονδήποτε πόνο»[22]. Βλέπετε πόσο παραστατικά τό λέει, «βολίδα τῆς κατάρας»!
«- Καί εἶναι τόσο βαρύ αὐτό τό ἁμάρτημα, ἄν δηλαδή πάνω στόν θυμό μας καταραστοῦμε κάποιον; - Γιατί μέ ρωτᾶς, Πέτρε, ἄν εἶναι βαρύ αὐτό τό ἁμάρτημα, ὅταν ὁ Παῦλος λέει, ὅτι ὅσοι κακολογοῦν δέν θά κληρονομήσουν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;»[23]. Πρώτη πρός Κορινθίους, στό ἕκτο κεφάλαιο. «Σκέψου δηλαδή πόσο βαρύ ἁμάρτημα εἶναι, ἀφοῦ ἀποστερεῖ τόν ἔνοχο ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[24]. Ἑπομένως, εὐλογεῖτε, ὅπως μᾶς λέει ὁ Κύριος, καί μή καταρᾶσθε.
Ἄς δοῦμε καί τήν ἑπόμενη Ὑπόθεση. Εἶναι ἡ ΜΔ΄(44η). «Ὅτι ὄχι μόνο δέν πρέπει νά ὑβρίζουμε κανέναν, ἀλλά καί ἐκείνους ἀκόμη πού μᾶς ὑβρίζουν, νά εὐλογοῦμε καί ἔτσι νά καταπραΰνουμε τόν θυμό τους. Ὅτι οὐ δεῖ μόνον μή ὑβρίζειν τινά, ἀλλά καί τούς ὑβρίζοντας εὐλογεῖν, καί οὕτω καταστέλλειν αὐτῶν τόν θυμόν»[25]. Εἶναι παρεμφερές. Ὅταν ἀντιμετωπίζουμε ὕβρη ἀπό κάποιους, ἐμεῖς νά δίδουμε, νά ἀνταποδίδουμε εὐλογία. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος καί τό «εὐλογεῖτε καί μή καταρᾶσθε»[26]. Προηγουμένως τό ἀκούσαμε. Καί τώρα ἀκοῦμε αὐτό, σέ ὁποιαδήποτε προσβολή πού μᾶς κάνουν, ἐμεῖς πρέπει νά κάνουμε τό καλό.
«Στό Γεροντικό. Γιά τόν ἀββᾶ Μακάριο τόν Αἰγύπτιο διηγοῦντο τό ἑξῆς∙ κάποτε ἀνέβαινε ἀπό τή Σκήτη πρός τό ὄρος τῆς Νιτρίας», εἶναι περιοχή τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ὑπήρχανε πολλοί μοναχοί. «Ὅταν πλησίασε εἶπε στόν μαθητή του: Προχώρησε ἐσύ λίγο. Ὁ μαθητής προχώρησε πράγματι καί συνάντησε κάποιον εἰδωλολάτρη ἱερέα νά τρέχει». Μέχρι τότε ὑπήρχανε καί εἰδωλολάτρες, δέν εἴχανε γίνει ὅλοι χριστιανοί στήν περιοχή. «Τοῦ φωνάζει λοιπόν δυνατά: - Ἔ, διάβολε! Ποῦ τρέχεις;»[27]. Τόν ὀνόμασε διάβολο.
«Ὀργίσθη μέ αὐτό ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας καί τόν χτύπησε δυνατά μέ τό ραβδί του∙ καί ἀφοῦ τόν ἄφησε μισοπεθαμένο, συνέχισε τόν δρόμο του. Λίγο πιό πέρα τόν συνάντησε ὁ ἀββᾶς Μακάριος νά τρέχει καί τοῦ λέει: - Ὁ Θεός μαζί σου, εἴθε νά σωθεῖς, κουρασμένε Γέροντα!»[28]. «Καματηρέ», λέει τό πρωτότυπο, δηλαδή τοῦ μιλάει μέ μιά καλοσύνη, μέ μιά συμπάθεια, μέ ἕναν πόνο, θά λέγαμε, ἔτσι πού τόν εἶδε, γέρο ἄνθρωπο νά τρέχει.
«Ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας μόλις ἄκουσε αὐτόν τόν χαιρετισμό, πλησίασε τόν ἀββᾶ Μακάριο καί τόν ρώτησε: Τί καλό εἶδες σ’ ἐμένα καί μέ χαιρέτησες τόσο καλόκαρδα; Σέ βλέπω νά κουράζεσαι, χωρίς νά γνωρίζεις ὅτι ἀδίκως κοπιάζεις», τοῦ ἀπαντάει ὁ Ἅγιος Μακάριος. «Εἶδόν σε κοπιῶντα, καί οὐκ οἶδας ὅτι ὡς εἰς κενόν κοπιᾷς»[29]. Καί τοῦ λέει τήν ἀλήθεια καί τόν βοηθάει νά ἔρθει σέ μιά συναίσθηση. Τοῦ λέει, τσάμπα κουράζεσαι, ἀφοῦ εἶσαι στήν εἰδωλολατρία.
«Καί ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας πάλι εἶπε, συγκινήθηκα μέ τόν χαιρετισμό σου∙ κατάλαβα ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἕνας ἄλλος κακός καλόγερος, πού μέ συνάντησε προηγουμένως, μέ ἔβρισε κι ἐγώ τόν χτύπησα μέχρι θανάτου. Ὁ Ἅγιος Μακάριος κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιά τόν μαθητή του. Καί ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας, ἀφοῦ ἀγκάλιασε τά πόδια τοῦ γέροντα, τοῦ ἔλεγε: - Δέν θά σ’ ἀφήσω, ἄν δέν μέ κάνεις μοναχό»[30]. Πῶς αὐτή ἡ καλοσύνη τοῦ Γέροντα συγκίνησε τήν καρδιά του καί θέλησε νά γίνει μοναχός.
«Ἐν τῷ μεταξύ ἔφθασαν στόν τόπο πού ἦταν ξαπλωμένος σάν νεκρός ὁ μαθητής», μετά τόν ξυλοδαρμό. «Τόν σήκωσαν καί τόν ἔφεραν στήν ἐκκλησία τοῦ ὄρους. Ὅταν εἶδαν οἱ γέροντες τόν εἰδωλολάτρη ἱερέα μαζί μέ τόν ἀββᾶ Μακάριο, παραξενεύτηκαν. Ὅταν ἔμαθαν δέν τήν μεταστροφή του, δόξασαν τόν Θεό καί ἔκαναν μοναχό τόν πρώην εἰδωλολάτρη ἱερέα. Ἐξ ἀφορμῆς μάλιστα αὐτοῦ, πολλοί εἰδωλολάτραι ἔγιναν χριστιανοί.
Ἔλεγε λοιπόν ὁ ἀββᾶς Μακάριος: - Ὁ κακός λόγος καί τόν καλό τόν κάνει κακό∙ ἐνῶ ὁ καλός λόγος καί τόν κακό τόν κάνει καλό»[31]. Κι αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο πράγμα, νά γνωρίζουμε πῶς νά ἐπικοινωνοῦμε μέ τούς ἄλλους. Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅταν συναναστρέφεσαι μέ τούς ἄλλους, συνομιλεῖς, ποτέ μήν χρησιμοποιεῖς προστακτική, κάνε αὐτό, κάνε ἐκεῖνο. Μή δίνεις ἐντολές. Ἐπίσης, λέει, μήν χρησιμοποιεῖς ὀριστική, νά μιλάς δηλαδή ὡς ἐξουσίαν ἔχων, ὡς Πάπας, νά ἀποφθέγγεσαι θά λέγαμε, νά δογματίζεις σάν νά εἶσαι ὁ σπουδαιότερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου: αὐτό εἶναι ἔτσι, αὐτό εἶναι ἔτσι κ.λ.π. Μήν χρησιμοποιεῖς λοιπόν οὔτε προστακτική οὔτε ὀριστική. Καί φυσικά αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως, ποτέ μήν καταριέσαι, ποτέ νά μήν βρίζεις, ἀλλά πάντοτε, ὅταν θέλεις νά μιλήσεις στόν ἄλλον, νά μιλᾶς παρακλητικά. Σέ παρακαλῶ, ἄν μπορεῖς κάνε αὐτό.. ἤ ἐρωτηματικά, θά μποροῦσες νά κάνεις αὐτό; Ἤ εὐκτικά, μέ εὐχή. Τί καλά θά ἤτανε, ἄν κάναμε ἔτσι… Καί αὐτά ὅλα, πού εἶναι πολύ ἁπλά, βοηθᾶνε πάρα πολύ στήν καλή συναναστροφή καί στίς καλές σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
«Ἕνας πατήρ εἶπε: Ἄν κάποιος σέ ὑβρίσει, εὐλόγησέ τον. Κι ἄν μέν τό δεχθεῖ, θά εἶναι καλό καί γιά τούς δύο. Ἄν πάλι δέν τόν δεχθεῖ, αὐτός μέν θά τιμωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό γιά τήν ὕβρη, ἐνῶ ἐσύ θά ἀμειφθεῖς γιά τήν εὐλογία»[32]. Ἑπομένως, διδασκόμαστε ἀπό τούς Ἁγίους μας τή συγχωρητικότητα καί ποτέ νά μήν ἀνταποδίδουμε ὕβρη στήν ὕβρη. Ἡ ὕβρις, ὅπως μᾶς λέγανε καί οἱ ἀρχαῖοι, εἶναι ὑπερηφάνεια. Καί τά ὑβριστικά λόγια εἶναι ὁπωσδήποτε καρπός τῆς ὑπερηφάνειας. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος ποτέ δέν ὑβρίζει, οὔτε πρόσωπα οὔτε καταστάσεις. Κι ἄν δέχεται ὕβρεις, πάλι δέν ἀνταποδίδει ὕβρεις, ἀλλά ἀνταποδίδει καλά λόγια καί ἀνταμείβεται ἀπό τόν Θεό.
«Ἕνας γέρων εἶπε: βλέπουμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί διαβάζουμε τά παθήματά του. Γιατί λοιπόν νά μήν ὑποφέρουμε οὔτε μία ὕβρη;»[33]. Γιατί νά μήν ἔχουμε αὐτή τήν προθυμία νά πάθουμε λίγο, ὅπως ἔπαθε ὁ Κύριος ἐπάνω εἰς τόν Σταυρό, πού ὑβριζότανε, χλευαζότανε ἀπό τούς σταυρωτές Του καί ἀπό τούς παραπορευομένους; Τοῦ ἔλεγαν, «ἄν εἶσαι Θεός κατέβα ἀπό τόν Σταυρό»[34]. Τό ἴδιο καί οἱ δύο ληστές. Στήν ἀρχή καί οἱ δύο Τόν ἐχλεύαζαν καί τοῦ ἔλεγαν, «ἄν εἶσαι πράγματι Θεός, σῶσε τόν ἑαυτό Σου, σῶσε καί ἐμᾶς»[35]. Καί ὁ Κύριος βέβαια δέν ἀπαντοῦσε τίποτα σέ αὐτό. Καί μετά, ὅταν μετανόησε ὁ ἐκ δεξιῶν ληστής, τοῦ εἶπε, «μαζί Μου θά εἶσαι σήμερα στόν Παράδεισο»[36].
Τό νά μήν ἀνταποδίδουμε λοιπόν ὕβρη στήν ὕβρη εἶναι μία μεγάλη ἀρετή πού λέγεται συγχωρητικότης, ἡ ὁποία μᾶς δίνει πάρα πολύ μισθό ἀπό τόν Θεό. Λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, κι ἄν ἔχεις ὑποστεῖ μεγάλα ἀδικήματα, ὅσο μεγαλύτερα συγχωρήσεις, τόσο μεγαλύτερη συγχώρηση θά λάβεις. Ὅσο πιό μεγάλη εἶναι ἡ ἀδικία πού σοῦ ἔκαναν, τόσο πιό μεγάλο μισθό θά λάβεις, ἄν ὑπομείνεις τήν ἀδικία. Λένε μερικοί, ξέρεις τί μοῦ ἔκανε; Αὐτό πού μοῦ ἔκανε, εἶναι φοβερό καί δέν μπόρεσα! Μά ἀκριβῶς αὐτή ἦταν ἡ χρυσή σου εὐκαιρία. Ὅσο πιό μεγάλη ἀδικία σοῦ ἔκανε, τόσο πιό μεγάλη Χάρη θά ἔπαιρνες, ἄν τόν συγχωροῦσες.
Λέει πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «τί εἶναι εὐκολότερο ἀπό τό νά συγχωρήσουμε ἐκεῖνον πού μᾶς λύπησε; Μήπως πρόκειται νά ὑποβληθοῦμε σέ κανένα ταξίδι, σέ κανένα κόπο κάνοντας μακρινό ταξίδι; Μήπως θά ξοδέψουμε χρήματα ἤ μήπως θά παρακαλέσουμε ἄλλους; Ἀρκεῖ μόνο νά θελήσουμε καί ἤδη πετύχαμε τό κατόρθωμα. Ἄν ὅμως δέν συγχωρέσουμε, διατηροῦμε τό βάρος τῆς ἔχθρας μέσα μας.
Λές, ὅτι ὁ ἄλλος σοῦ προξένησε μεγάλη ζημιά, ὅτι σέ ἀδίκησε πάρα πολύ, ὅτι ἐξαιτίας του κινδύνεψε ἡ ζωή σου. Καί τί εἶναι ὅλα αὐτά; Πάντως δέν σέ σταύρωσε, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι τόν Κύριο. Ἄν δέν συγχωρέσεις τό ἀδίκημα τοῦ ἄλλου εἰς βάρος σου, οὔτε ὁ οὐράνιος Πατέρας, θά συγχωρήσει τά δικά σου ἁμαρτήματα. Ἄν δέν συγχωρήσεις τόν ἐχθρό σου, νά ξέρεις, πώς δέν ἀδικεῖς αὐτόν, ἀλλά τὸν ἑαυτό σου. Γιατί; Γιατί ὁ Θεός κανέναν ἄλλον δέν «μισεῖ» καί ἀποστρέφεται, ὅσο τόν μνησίκακο ἄνθρωπο, τήν καρδιά πού εἶναι κυριευμένη ἀπό πάθη καί τήν ψυχή πού φλογίζεται ἀπό τά μίση.
Ἄν σοῦ πῶ νήστεψε, πολλές φορές μοῦ προβάλλεις ὡς δικαιολογία τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος». Δέν μπορῶ.. «Ἄν σοῦ πῶ, δῶσε στούς φτωχούς μου λές ὅτι εἶσαι φτωχός καί ἔχεις νά ἀναθρέψεις παιδιά. Ἄν σοῦ πῶ νά ἔρχεσαι τακτικά στίς Συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ λές, ἔχω διάφορες μέριμνες», ἔχω δουλειές. «Ἄν σοῦ πῶ, πρόσεχε αὐτά πού λέγονται στήν Ἐκκλησία καί κατανόησε τό βάθος τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ, μοῦ προβάλλεις ὡς δικαιολογία τήν ἔλλειψη μορφώσεως», δέν ξέρω γράμματα. «Ἄν σοῦ πῶ, φρόντισε νά βοηθήσεις ψυχικά τόν ἀδελφό σου, μοῦ λές ὅτι δέν ὑπακούει, ὅταν τόν συμβουλεύω, ἀφοῦ πολλές φορές τοῦ μίλησα καί περιφρόνησε τά λόγια μου. Βέβαια, δέν εὐσταθοῦν οἱ προφάσεις αὐτές καί ὅλα αὐτά εἶναι χλιαρά λόγια, ἀλλά, παρά ταῦτα, μπορεῖς νά προφασίζεσαι. Ἄν ὅμως σοῦ πῶ, ἄφησε τήν ὀργή καί συγχώρεσε τόν ἀδελφό σου», μήν ἀνταποδίδεις ὕβρη στήν ὕβρη, «ποιά ἀπό τίς προφάσεις αὐτές μπορεῖς νά χρησιμοποιήσεις; Γι' αὐτό ἀπ' ὅλες σου τίς ἁμαρτίες, αὐτή ἡ ἁμαρτία θά σοῦ εἶναι ἀσυγχώρητη. Ἀλήθεια, πῶς θά μπορέσεις νά ὑψώσεις τά χέρια σου στόν Οὐρανό; Πῶς θά κινήσεις τή γλῶσσα σου νά προσευχηθεῖς; Πῶς θά ζητήσεις συγγνώμη; Ἀκόμη καί ἄν θέλει ὁ Θεός νά σοῦ συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες, δέν Τοῦ τό ἐπιτρέπεις ἐσύ, ἐπειδή δέν συγχωρεῖς τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου»[37]. Ὅ,τι κάνουμε, θά πάθουμε. Ὅ,τι σπείρουμε, θά θερίσουμε. Ἄν σπείρουμε συγχωρητικότητα, ἄν δεχθοῦμε τίς ὕβρεις καί τίς ἀδικίες τῶν ἄλλων καί ἀνταποδώσουμε καλό στό κακό, θά λάβουμε καί συγχώρεση ἀπό τόν Θεό γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες. Ἄν δέν συγχωρέσουμε τόν πλησίον, δέν θά κάνουμε κάποιο κακό σ’ αὐτόν, ἀλλά σέ μᾶς τούς ἴδιους. Γιά μᾶς τούς ἴδιους αὐτή ἡ ἔλλειψη συγχώρησης θά εἶναι ἀβάσταχτο μαρτύριο, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Πόσοι ἄνθρωποι εἶναι γεμάτοι ἀπό ἐσωτερική ἀκαταστασία καί ταραχή καί λύπη, γιατί ἀκριβῶς δέν θέλουν νά συγχωρήσουν.
«Ἐκεῖνος πού ἐξετάζει τήν ζωή τῶν ἄλλων μέ ἐμπάθεια, ποτέ δέν θά λάβει συγχώρεση γιά τά δικά του παραπτώματα». Ὅταν ὁ ἄλλος σέ βρίζει, ἐσύ δέν πρέπει νά τόν κατακρίνεις, ἀλλά νά βρεῖς ἐλαφρυντικά. Ὅπως ἔλεγε καί ὁ Κύριος ἐπάνω στόν Σταυρό, «συγχώρεσέ τους, πάτερ, δέν ξέρουν τί κάνουν»[38]. Θά βρεῖς ἐλαφρυντικά, ὥστε καί ἐσύ νά μήν ἀνταποδώσεις κακό στό κακό.
«Ὅταν δύο ἄνθρωποι πικραθοῦν μεταξύ τους καί τούς κρατάει ὁ σατανᾶς μακριά», λέει πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «μπαίνει ὁ Χριστός στή μέση καί βάζει μιά ἀνθοδέσμη ἀνάμεσά τους, τήν ἀνθοδέσμη του «εἰρηνοποιοῦ». Μήν περιμένεις νά σοῦ πάρει ὁ ἄλλος τό βραβεῖο (τήν ἀνθοδέσμη δηλαδή). Τρέξε ἐσύ πρῶτα, ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν ἄλλον καί ἅρπαξε τήν ἀνθοδέσμη»[39]. Πρῶτος ἐσύ νά ζητήσεις συγγνώμη ἀπό τόν ἀδελφό σου. Αὐτό παθαίνουμε, λέμε «ἄν μοῦ ζητήσει συγγνώμη, θά τόν συγχωρέσω». Ὄχι, τρέξε ἐσύ πρῶτος νά συνδιαλλαγεῖς μαζί του.
«Ὁ Δαβίδ, ὅταν ἔπεσε στά χέρια του ὁ Σαούλ, δέν θέλησε νά τόν φονεύσει, ἀλλά τόν διέσωσε, μολονότι ἐπρόκειτο ὁ ἴδιος νά κινδυνεύσει. Ἄν τέτοια σημάδια συγγνώμης σέ ἐχθρούς ἔχουμε στήν Παλαιά Διαθήκη, πῶς θά ἐλεηθοῦμε ἐμεῖς, πού ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ὅμως στό μέτρο αὐτό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δέν ἔχουμε φτάσει;»[40]. Ὁ Δαβίδ ὄχι μόνο ὑβριζόταν ἀπό τόν Σαούλ ἀλλά καί καταδιωκόταν. Εἶχε σκοπό ὁ Σαούλ νά φονεύσει τόν Δαβίδ. Καί ὅταν εἶχε πέσει στά χέρια του καί θά μποροῦσε νά τόν φονεύσει πολύ ἄνετα ὁ Δαβίδ, δέν τό ἔκανε, ἀλλά τόν συγχώρεσε καί τόν διαφύλαξε.
Λέει καί ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, «Ἄν δέν συγχωρέσουμε τούς ἐχθρούς μας καί τό αἷμα μας νά χύσουμε γιά τόν Χριστό, στήν κόλαση θά πᾶμε.
Ἡ συγχώρεση ἔχει δύο ἰδιώματα: Ἕνα φωτίζει καί ἕνα νά κατακαίει»[41]. Φωτίζει αὐτόν πού συγχωρεῖ καί κατακαίει τά ἁμαρτήματά του.
Καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἔλεγε, «νά ἀποκτήσεις μητρική καρδιά γιά τούς ἄλλους. Βλέπεις, ἡ μάνα ὅλα τά συγχωρεῖ καί καμιά φορά κάνει πώς δέν βλέπει.
Ὁ ἄνθρωπος πού σοῦ ζητάει εἰλικρινῆ συγχώρεση ὅταν σφάλλει, νά τόν συγχωρεῖς κάθε φορά πού σφάλλει μέ καλοσύνη». Μή λές, αὐτός μία φορά μέ ἀδίκησε, δύο φορές, τρεῖς φορές, δέκα φορές.. μέ κοροϊδεύει! Ὄχι, μήν τό λές αὐτό. Κάθε φορά πού ἔρχεται καί σοῦ ζητάει συγγνώμη, νά τόν συγχωρᾶς. «Τόν δέ, πού σοῦ ζητάει δῆθεν συγχώρεση, γιά νά κάνει τή δουλειά του καί συνέχεια σέ μπλέκει στίς ὑποθέσεις σου πού βλάπτουν ψυχικά καί ἄλλους ἀνθρώπους, συγχώρεσέ τον ἑβδομήντα ἑπτά φορές μαζεμένες καί στό ἑξῆς νά τόν ἀγαπᾶς ἀπό μακριά καί νά εὔχεσαι γι' αὐτόν». Δηλαδή θά παίρνεις καί τά μέτρα σου, γιά νά μή βλάπτεσαι καί νά μή βλάπτονται καί οἱ ἄλλοι, ὅταν κάποιος ἄνθρωπος εἶναι ἀμετανόητος. Ἀλλά σέ καμιά περίπτωση, ὅπως μᾶς εἶπε καί ὁ Εὐεργετινός, δέν πρέπει νά ὑβρίζουμε τόν ἄλλον καί νά ἀνταποδίδουμε ὕβρη στήν ὕβρη.
«Τό νά συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας καί νά τούς κάνουμε καλά, αὐτό εἶναι μεγαλοψυχία καί μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ὁμοιότητες μέ τόν Θεό»[42], λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
«Κοίταξε μιά φορά τόν Κύριό σου καρφωμένο πάνω στό Σταυρό καί γεμάτον ἀπό Αἷμα. Πρόσεξέ Τον, μέ τό ἀκάνθινο στεφάνι στήν κεφαλή, μέ πρόσωπο ταπεινωμένο καί φτυμένο καί μέ ξηραμένα χείλη, φωνάζει καί παρακαλεῖ τόν Πατέρα Του, γιά νά συγχωρέσει τούς σταυρωτές του: «Πάτερ ἄφες»[43], μολονότι μποροῦσε νά διατάξει τή γῆ καί νά τούς καταπιεῖ αὐτοστιγμή! Καί ἀπ' αὐτό νά σκεφτεῖς τό ἑξῆς: Ἄν Ἐκεῖνος, ὁ Παντοδύναμος Δεσπότης τοῦ κόσμου, συγχώρσε τήν ἁμαρτία τῶν τόσων θανατηφόρων ἐχθρῶν του, ποιό σπουδαῖο πρᾶγμα εἶναι, ἄν ἐσύ ὁ τιποτένιος, ἄν ἐσύ ὁ βρωμερός καί τό τιποτένιο σκουλήκι τῆς γῆς, μιμηθεῖς Ἐκεῖνον καί συγχωρέσεις τούς ἐχθρούς σου ἀπό τήν καρδιά σου;
Κανένας δέν εἶναι τόσο ἀγαθός καί σπλαγχνικός ὅσο ὁ Θεός», λέει καί ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής. «Ὅμως ἐκεῖνον πού δέν μετανοεῖ, οὔτε Ἐκεῖνος τόν συγχωρεῖ.
Δέν εἶναι δυνατό νά συγχωρήσει κανείς μέ τήν καρδιά του τά παραπτώματα των ἄλλων, ἄν δέν ἔχει ἀληθινή πνευματική γνώση», λέει πάλι ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, «γιατί αὐτή φανερώνει τίς θλίψεις στόν καθένα σάν δικές του»[44]. Δηλαδή ὅταν κάποιος μᾶς ὑβρίζει, λέει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, θά πρέπει νά ἔχεις πνευματική γνώση γιά νά τό ἀντιμετωπίσεις σωστά, γιά νά συγχωρήσεις μέ τήν καρδιά σου τό παράπτωμα τοῦ ἄλλου καί νά δεχθεῖς τίς θλίψεις, καί αὐτή τήν συγκεκριμένη τῆς ὕβρεως, ὡς κάτι πού τό ἀξίζεις, γιατί ἔχεις πολλές ἁμαρτίες καί ἔτσι τό ἀξίζεις νά σέ ἀντιμετωπίζουν. Τοῦτος εἶναι ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, πού ἔχει πνευματική γνώση, γνωρίζει τόν ἑαυτό του, γνωρίζει καί πῶς λειτουργεῖ ὁ Θεός. Γνωρίζει ὅτι εἶναι ἕνας πολύ μεγάλος ἁμαρτωλός, ὁπότε εἶναι ἄξιο καί δίκαιο ὅλοι νά τόν ὑβρίζουν καί νά τόν περιφρονοῦν καί γνωρίζει ἐπίσης ὅτι, ἄν συγχωρέσει τούς ὑβριστές του, θά συγχωρεθεῖ ἀπό τόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες του. Γι’ αὐτό λέει πολύ σοφά ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, χρειάζεται ἡ πνευματική γνώση, ἡ αὐτογνωσία ὅπως λέγεται, γιά νά μποροῦμε νά ἀντιμετωπίζουμε σωστά τίς ἀδικίες τῶν ἄλλων. Ἕνας πού δέν ἔχει πνευματική γνώση καί κινεῖται ἔτσι ὅπως λέει ὁ ἴδιος αὐθόρμητα καί ἐπιτίθεται σ’ αὐτόν πού τοῦ ἐπιτίθεται, γίνεται διπλό τό κακό.
«Ἄν πρέπει», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «νά ζητᾶ κανείς συγχώρηση ἀπό τόν ἄνθρωπο στόν ὁποῖο σφάλλει, πόσο μᾶλλον πρέπει νά ζητᾶ συγχώρηση ἀπό τόν Θεό, γιά τά καθημερινά σφάλματά του»[45]. Γιατί κατεξοχήν ἐμεῖς εἴμαστε πού ὑβρίζουμε τόν Θεό καί γινόμαστε ἀφορμή νά βλασφημεῖται καί νά ὑβρίζεται ὁ Θεός. «Δι᾿ ὑμᾶς βλασφημεῖται τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι»[46], λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή δέν ζοῦμε σωστά. Ὁπότε καθημερινά πρέπει νά ζητᾶμε συγχώρεση ἀπό τόν Θεό.
Καί ἕνα τελευταῖο κείμενο ἀπό τόν Εὐεργετινό. «Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα. Ἐάν σοῦ εἴπη κάποιος σκληρό λόγο», σέ βρίσει δηλαδή, «μήν θυμώσεις ἐναντίον του, ἀλλά φρόντισε γρήγορα νά τοῦ βάλεις μετάνοια, πρίν τόν κατηγορήσεις μέσα στήν καρδιά σου». Αὐτός εἶναι ἕνας πολύ καλός πρακτικός τρόπος. Κάποιος σέ ἔβρισε, σοῦ μίλησε ἄσχημα… ἀμέσως νά τοῦ πεῖς συγγνώμη, πρίν προφθάσει ἡ καρδιά σου νά φτιάξει λογισμούς, νά κατηγορήσει τόν ἄνθρωπο αὐτό μέσα σου. «Ἄν δέν τό κάνεις, θά σέ καταλάβει γρήγορα ἡ ὀργή»[47], λέει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας.
«Ἂν κάποιος σέ ὑβρίσει, μήν τοῦ ἀντιμιλήσεις, μέχρι νά σωπάσει. Ἄν ἐξετάσεις προσεκτικά τόν ἑαυτό σου καί βρεῖς μέσα σου ὅτι ὅσα ἄκουσες ἀπ’ αὐτόν εἶναι σωστά, νά μετανοήσεις, σάν ν’ ἁμάρτησες ἐσύ, καί ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ μᾶς δέχεται πάλι»[48]. Δηλαδή, πολύ σοφά λέει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας, ἦρθε κάποιος καί σοῦ λέει λόγια διάφορα, μή μιλᾶς ἐκείνη τήν ὥρα. Ἄφησέ τον νά τά πεῖ μέχρι νά τελειώσει καί μετά νά ἐξετάσεις τόν ἑαυτό σου, νά δεῖς μήπως ἔχει δίκαιο. Κι ἄν βρεῖς ὅτι ὄντως ἔχει δίκαιο, νά ζητήσεις συγγνώμη ἀπό τόν Θεό καί ἄν πρέπει καί ἀπό τόν ἴδιο αὐτόν πού σέ ἔβρισε, καί ἔτσι ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ μᾶς δέχεται πάντα καί εἴμαστε συναδελφωμένοι μεταξύ μας οἱ χριστιανοί καί ἑνωμένοι καί μέ τόν Θεό. Γιατί αὐτό εἶναι τό ζητούμενο, νά μή διασπᾶται ποτέ ἡ ἑνότητά μας, ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότητα μέ τούς ἀδελφούς. Ὁ διάβολος αὐτό προσπαθεῖ, μέσω τῶν ὕβρεων καί τῆς κακῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλον, νά μᾶς χωρίζει, νά μᾶς ψυχραίνει καί ἔτσι νά μᾶς ἀποκόπτει ἀπό τήν κοινωνία μεταξύ μας, ἀπό τήν ἀγάπη μεταξύ μας, ὁπότε καί ἀπό τήν κοινωνία ἀπό τόν Θεό. Γιατί, ἄν εἴμαστε χωρισμένοι, ἔστω καί μέ ἕναν ἄνθρωπο, εἴμαστε χωρισμένοι ἀπό τόν Θεό.
Ἄς ἀγωνιζόμαστε, λοιπόν, νά ἐφαρμόσουμε αὐτά πού ἀκούσαμε σήμερα καί νά μήν καταρώμαστε. Οὔτε καί μέ εὐγενικό τρόπο, ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, νά λέμε «βλέπει ὁ Θεός» ἤ «νά τό βρεῖς ἀπ’ τόν Θεό» καί ποτέ νά μήν ἀνταποδίδουμε ὕβρεις στίς ὕβρεις, ἀλλά καί στίς δυό περιπτώσεις νά ἔχουμε πάντοτε τόν καλό τόν λόγο. Καί ὅπως ἔλεγε σοφά καί τό ἀκούσαμε ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὁ καλός ὁ λόγος καί τόν κακό τόν κάνει καλό. Ἐνῶ ὁ κακός λόγος καί τόν καλό τόν παρακινεῖ κακῶς. Γιατί ὅλοι, λίγο - πολύ, εἴμαστε ἐπιρρεπεῖς στά πάθη καί στόν ἐγωισμό καί στήν ὑπερηφάνεια. Καί ὁ διάβολος τά κινεῖ ὅλα αὐτά γιά νά μᾶς χωρίζει, ὅπως εἴπαμε, καί μεταξύ μας καί ἀπό τόν Θεό.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Εὐεργετινός, ἐκδ. Συναξαριστής, 2001, (στό ἑξῆς: Εὐεργετινός).
[2] Ρωμ. 12, 14.
[3] Παρ. 26, 2.
[4] Σοφ.Σειρ. 4, 5.
[5] Σοφ.Σειρ. 4, 6.
[6] Σοφ.Σειρ. 21, 27.
[7] Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Ἁγίου Παϊσίου Ἀγιορείτου, Λόγοι Α΄, Ἱ. Ἡ. "Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος", Σουρωτή Θεσ/νικης 1998 (στό ἑξῆς: Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Ἁγίου Παϊσίου Ἀγιορείτου).
[8] Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Ἁγίου Παϊσίου Ἀγιορείτου.
[9] Ὅ.π.
[10] Λουκ. 23, 34.
[11] Πρβλ. https://isychastis7.webnode.gr/peri-kataras/
[12] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Ὅ.π.
[16] Ὅ.π.
[17] Ὅ.π.
[18] Ὅ.π.
[19] Εὐεργετινός.
[20] Ὅ.π.
[21] Ὅ.π.
[22] Ὅ.π.
[23] Α΄ Κορ. 6, 10.
[24] Εὐεργετινός.
[25] Ὅ.π.
[26] Ρωμ. 12, 14.
[27] Εὐεργετινός.
[28] Ὅ.π.
[29] Ὅ.π.
[30] Ὅ.π.
[31] Ὅ.π.
[32] Ὅ.π.
[33] Ὅ.π.
[34] Ματθ. 27, 40.
[35] Λουκ. 23, 39.
[36] Λουκ. 23, 43.
[37] Πρβλ. https://isychastis7.webnode.gr/peri-sygchoritikotitas/
[38] Λουκ. 23, 34.
[39] Πρβλ. https://isychastis7.webnode.gr/peri-sygchoritikotitas/
[40] Ὅ.π.
[41] Ὅ.π.
[42] Ὅ.π.
[43] Λουκ. 23, 34.
[44] Πρβλ. https://isychastis7.webnode.gr/peri-sygchoritikotitas/
[45] Ὅ.π.
[46] Ρωμ. 2, 24.
[47] Πρβλ. https://isychastis7.webnode.gr/peri-sygchoritikotitas/
[48] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου