Πάτρα 5.12.20
1. Κανονικό καί ἐκκλησιολογικό πλαίσιο.
Στίς 24.10.20 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β΄ κατά τή διάρκεια τῆς Θ. Λειτουργίας στήν Ἱ. Μ. Χρυσορροϊατίσσης Κύπρου, μνημόνευσε γιά πρώτη φορά τόν Ἐπιφάνιο (Ντουμένκο) ὡς “προκαθήμενο” τῆς «Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας». Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου προέβη στὴν ἀναγνώριση τοῦ Ἐπιφανίου παρὰ τὶς δύο ἀντίθετες ἀποφάσεις τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου (18.2.2019 καὶ 9.9.2020) ποὺ ἐκδόθηκαν ὁμόφωνα κατόπιν ἐκτενέστατης συζήτησης. Σημειώνουμε ὅτι ἡ ὁμόφωνη συνοδικὴ ἄρνηση ἦταν τεκμηριωμένη σὲ αὐστηρῶς ἐκκλησιολογική-θεολογική ἐπιχειρηματολογία.
Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀποτελοῦσε εὐθεία περιφρόνηση τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καὶ εὑρύτερα τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ παραβίαση θεμελιωδῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.
Κάποιοι, λοιπόν, μὴ ἔχοντας ἄλλη ἐπιχειρηματολογία στὴν προσπάθειά τους νὰ συνηγορήσουν ὑπὲρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἰσχυρίστηκαν ὅτι τὸ ζήτημα τῆς μνημονεύσεως στὰ Δίπτυχα τῶν Προκαθημένων δὲν ἀφορᾶ στὶς Ἱ. Συνόδους, ἀλλὰ εἶναι ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ Προκαθημένου τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη εἶχε ἐκφραστεῖ καὶ κατὰ τὴ σχετικὴ συζήτηση τῆς ἀναγνώρισης τῆς οὐκρανικῆς αὐτοκεφαλίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος[1], ἐνῶ βάσει αὐτῆς ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας προέβη στὴν ἀναγνώριση χωρὶς νὰ θέσει τὸ ζήτημα στὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο.
Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὀρθὴ τὴ στιγμὴ ποὺ σύμφωνα μέ τήν λειτουργική πράξη καί τάξη εἶναι ἁρμοδιότητα-δικαίωμα μόνο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡ μνημόνευση τῶν Προκαθημένων κατά τή Θ. Λειτουργία σὲ ἔνδειξη ἀναγνωρίσεως καὶ εὐχαριστηριακῆς-ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Συνεπῶς, μόνο ὁ Προκαθήμενος ἀποφασίζει ποιούς θά μνημονεύει χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σύμφωνη γνώμη τῆς Συνόδου!
Πρὶν προχωρήσουμε στὴν ἀπάντηση εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐπεξήγηση τοῦ τί εἶναι Δίπτυχα, καὶ ποιὰ ἡ θέση τοῦ Προκαθημένου στὸ Συνοδικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας.
Δίπτυχα: Εἶναι ἡ κατάσταση τῶν ὀνομάτων τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τὰ ὁποῖα μνημονεύονται ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους στὴ Θ. Λειτουργία κατὰ τὴν Μ. Εἴσοδο (ἀρχικὴ θέση τῆς προσκομιδῆς) καὶ στὴν Ἁγ. Ἀναφορὰ μετὰ τὸν Καθαγιασμὸ τῶν Τ. Δώρων καὶ τὸ «Ἂξιον ἐστίν». Μὲ τὴ μνημόνευση στὴν ἱερώτατη στιγμὴ τῆς Θ. Λειτουργίας προσευχόμαστε γιὰ τοὺς Προκαθημένους καὶ παράλληλα δηλώνεται ἡ ἀναγνώριση καὶ ἡ κοινωνία μεταξὺ μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δηλαδὴ διαδηλώνεται μὲ τὸν πλέον ἐπίσημο τρόπο (urbi et orbi) ἡ ἐν ἀληθείᾳ ἑνότητα τῆς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Προκαθήμενος τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ πρῶτος τῇ τάξει ἀρχιερέας κάθε Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας καὶ ὀνομάζεται Πατριάρχης ἢ Ἀρχιεπίσκοπος ἢ Μητροπολίτης. Ἐκτὸς τῶν τεσσάρων παλαιφάτων Πατριαρχείων (Κωνσταντινούπολη, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Ἱεροσόλυμα) οἱ προκαθήμενοι εἶναι, συνήθως, οἱ ἐπίσκοποι τῶν πρωτευουσῶν τῶν Κρατῶν (ὁ ἐν τῇ «μητροπόλει (=πρωτεύουσα ἐπαρχίας) προεστώς ἐπίσκοπος», κατὰ τὸν Ἀντιοχ-9). Ὁ προκαθήμενος κάθε ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας ἀναδέχεται τὴ φροντίδα ὅλης τῆς ἐπαρχίας καί γιά τό λόγο αὐτό τυγχάνει τῆς εὐγνωμοσύνης, τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς τιμῆς τῶν λοιπῶν ἐπισκόπων («τὴν φροντίδα ἀναδέχεσθαι πάσης τῆς ἐπαρχίας, διὰ τὸ ἐν τῇ μητροπόλει (=πρωτεύουσα ἐπαρχίας) πανταχόθεν συντρέχειν πάντας τοὺς τὰ πράγματα ἔχοντας. Ὅθεν ἔδοξε καὶ τῇ τιμῇ προηγεῖσθαι αὐτόν», Ἀντιοχ-9).
Ὁ 34ος Ἀποστολικός Κανόνας
Τίς σχέσεις Προκαθημένου καί λοιπῶν ἐπισκόπων περιγράφει καί καθορίζει ὁ περίφημος Ἀποστ-34, πού ἐπαναλαμβάνεται καί ἑρμηνεύεται στόν Ἀντιοχ-9[2]: «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἡγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ᾿ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ Θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα».
Ἀπό τή μελέτη τοῦ Ἀποστ-34 προκύπτει μέ σαφήνεια:
· Ὁ κάθε ἐπίσκοπος εἶναι ἀπολύτως ἐλεύθερος στήν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του ἐντός τῆς ἐπαρχίας του. Ὃμως γιά ζητήματα πού ἐκφεύγουν τῶν ὁρίων τῆς ἐπαρχίας εἶναι ἀπαραίτητη ἡ κοινή σύσκεψη ὃλων τῶν ἐπισκόπων ἐν Συνόδῳ.
· Ἡ διακονία τοῦ Προκαθημένου δέν ὑφίσταται αὐτοτελῶς ἀλλά ἀντλεῖ τήν ὕπαρξή της ἀπό τήν ἲδια τή Σύνοδο καί μόνο ἐντός τῆς Συνόδου καί ὄχι ὑπεράνω αὐτῆς καταξιώνεται.
· Ἡ παρουσία τοῦ Προκαθημένου εἶναι ἀπαραίτητη στή Σύνοδο. Χωρίς τήν παρουσία του δέν μπορεῖ νά συνεδριάσει ἡ Σύνοδος. Ἀλλά καί αὐτός δέν μπορεῖ νά ἐνεργήσει τι «ἂνευ τῆς τῶν πάντων γνώμης» (Ἀποστ-34) ἢ κατά τόν Ἀντιοχ-9 «μηδὲ αὐτὸν ἄνευ τῆς τῶν λοιπῶν γνώμης».
Ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Μητρ. Περγάμου Ἰωάννης (Ζηζιούλας) εἶναι ἀπολύτως σαφής:
· «Τό πρωτεῖο αὐτό μπορεῖ νά ἀσκηθεῖ μόνο στό πλαίσιο τῆς συνοδικότητας, καί ὄχι ἐκτός αὐτῆς, κατά τό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ 34ου Κανόνα τῶν Ἀποστόλων… ἡ Σύνοδος δέν μπορεῖ νά ἒχει συμβουλευτικό χαρακτήρα στή λήψη τῶν ἀποφάσεων. Ὁ πρῶτος εἶναι ἐκφραστής τῆς ὁμοφωνίας (ἢ τῆς πλειοψηφίας) τῆς Συνόδου του»[3].
· «Ὃλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς περιοχῆς ἐκείνης πρέπει πάντοτε νά ἐνεργοῦν σε συμφωνία μέ τόν «πρῶτον» γιά ὃλα τά θέματα πού δέν ἀφοροῦν ἀποκλειστικά στίς ἐπαρχίες τους, καί γ) Ὁ «πρῶτος» πρέπει νά ἀποφεύγει νά ἐνεργεῖ χωρίς τή συμφωνία τῶν ἄλλων ἐπισκόπων… Ὁ κανόνας αὐτός καθορίζει μέ τρόπο ἀξιοσημείωτο την ἀρμοδιότητα καί τήν ἐξουσία τοῦ «πρώτου», ὡς σχέση ἀλληλοεξαρτήσεως πρός τούς ἄλλους ἐπισκόπους: Ὁ «πρῶτος» δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε χωρίς τούς ἂλλους, ὅπως καί ἐκεῖνοι χωρίς τόν «πρῶτο» (ἐννοεῖται πάντοτε γιά θέματα τῶν ὁποίων ἡ σημασία ἀφορᾶ περισσότερες ἀπό μία τοπικές Ἐκκλησίες)»[4].
· Τέλος, ὁ Μητρ. Περγάμου ἐπισημαίνει τόν σοβαρότατο κίνδυνο: «Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες… πού ὁ «πρῶτος» ἀσκεῖ ἀπόλυτη ἐξουσία ἐπί τῶν συνόδων, ἀντιπροσωπεύουν ἐπικίνδυνη διαστροφή τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ πνεύματος τῶν κανόνων… ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ «πρώτου» ἐπί τῆς Συνόδου διαστρέφει τό ἐκκλησιολογικό πνεῦμα τῶν κανόνων. Συνεπῶς, ἐάν δέν προσέξουμε, ὁ ἲδιος ὁ συνοδικός θεσμός μπορεῖ νά καταστρέψει τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας»[5].
Μέ ἂλλα λόγια, «τά πρεσβεῖα τιμῆς» τοῦ πρώτου δέν καταργοῦν τήν ἱσοτιμία τή στιγμή πού καί ὁ ἒχων τά «πρεσβεῖα τιμῆς» ἔχει μία ψήφο καί ὑπόκειται στήν κρίση τῶν ἱσοτίμων του ἐπισκόπων. Γι’ αὐτό, ἂλλωστε, καί μερικοί Πρῶτοι τόσο στήν Ἀνατολή ὅσο καί στή Δύση καταδικάστηκαν ὡς αἱρετικοί κατά τήν πρώτη χιλιετία»[6]. Δὲν εἶναι ὁ Προκαθήμενος πρῶτος ὑπὲρ ἄνω τῶν ἄλλων, ἀλλὰ «πρῶτος μεταξὺ ἴσων» («primus inter pares») καὶ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι «πρῶτος δίχως ἴσους» («primus sine paribus») ὅπως κακοδόξως ἔχει διατυπωθεῖ. Ὁ Προκαθήμενος ὑποχρεοῦται νὰ ἐκφράζει καὶ νὰ ἐκτελεῖ τὴ συνοδικὴ βούληση, διότι εἶναι ὁ συντονιστὴς τοῦ ἀρχιερατικοῦ Σώματος (Ἱ. Συνόδου) καὶ ὁ ἐκφραστὴς τῆς ἑνότητας τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπό τά ἀνωτέρω προκύπτει μέ ἀπόλυτη σαφήνεια ὃτι κατά τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὁ Προκαθήμενος ἀπολαμβάνει πρεσβείων τιμῆς ἐν τῇ συνόδῳ καί ὂχι πρωτείου ἐξουσίας ἐπί τῆς συνόδου καί ὡς ἐκφραστής τῶν ἀποφάσεων τῆς περί αὐτόν Συνόδου ὑποχρεοῦται στήν ὑλοποίηση τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων. Μόνη ἐξαίρεση, ὃπου δικαιοῦται νά ἀρνηθεῖ τήν ὑλοποίησή τους ὑπάρχει ὃταν ἡ συνοδική ἀπόφαση ἀμφισβητεῖ καί προσβάλλει θεμελιώδη διδασκαλία τῆς πίστεως. Τότε, ὂχι μόνο δικαιοῦται ἀλλά καί ὑποχρεοῦται νά ἀρνηθεῖ τήν ἐφαρμογή της καί θά πρέπει νά ἐνεργήσει μέ κάθε τρόπο γιά τήν ἀνατροπή της.
Συνεπῶς, ὁ Προκαθήμενος σεβόμενος τήν ἐκκλησιαστική τάξη σέ ζητήματα εὑρύτερου ἐνδιαφέροντος δέν εἶναι δυνατόν νά ἐνεργεῖ περιφρονώντας ἢ ἀντίθετα μέ τή βούληση τῆς Συνόδου καί τίς συνοδικές ἀποφάσεις, ὃταν αὐτές δέν ἃπτονται τοῦ δόγματος.
2. Ἡ μνημόνευση τῶν Διπτύχων ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους .
Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὸ ἀνωτέρω κανονικὸ καὶ συνάμα ἐκκλησιολογικό πλαίσιο, μποροῦμε νὰ προσεγγίσουμε τὴ μνημόνευση τῶν προκαθημένων ὄχι ὡς δικαίωμα ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ἐκκλησιολογική καὶ κανονικὴ ὑποχρέωση τῶν Προκαθημένων.
Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ σαφέστερο θὰ πρέπει στὸ ζήτημα τῆς μνημονεύσεως τῶν Διπτύχων νὰ ὑπάρξει διάκριση μεταξὺ τῆς ἐν τῇ Ἁγ. Ἀναφορᾷ μνημονεύσεως ὑπὸ τοῦ Προκαθημένου (λειτουργικὴ πράξη) καὶ τῆς ἀποφάσεως περὶ τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν (κανονικὴ πράξη) ποὺ λαμβάνεται ἀπὸ τὴν Ἱ. Σύνοδο. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἐν τῇ λειτουργικῇ πράξῃ ὁ Προκαθήμενος ἐκφράζει καὶ ὑλοποιεῖ τὴν κανονικὴ πράξη τῆς Συνόδου του περὶ τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀσφαλῶς, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ μόνο αὐτὸς δικαιοῦται τοῦ μνημοσύνου τῶν Προκαθημένων, διότι αὐτὸς καὶ μόνο δικαιοῦται καὶ ὀφείλει νὰ ἐκφράζει τὴν συνοδικὴ βούληση. Αὐτό ὃμως μέ κανένα τρόπο δέν ἀκυρώνει οὒτε παρακάμπτει, ἀντιθέτως, μάλιστα, ἐπιβεβαιώνει τήν συνοδική ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα: ἡ Σύνοδος κυριαρχικὰ ἀποφαίνεται, ἀφοῦ ἐρευνήσει ἐνδελεχῶς διά τῶν ἁρμοδίων Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν (τῆς ἐπί τῶν δογματικῶν, τῆς ἐπί τῶν διορθοδόξων καὶ διαχριστιανικῶν σχέσεων καί τῆς ἐπί τῶν νομοκανονικῶν ζητημάτων)[7] ποιὲς ἐκκλησιαστικὲς δομὲς πληροῦν τούς ἐκκλησιολογικούς καὶ κανονικοὺς ὃρους ὥστε νὰ ἀναγνωρίζονται ὡς Ἐκκλησίες μέ τὶς ὁποῖες μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία. Ἐπίσης, θὰ ἐξεταστεῖ καί τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ ἡ κανονικότητα τῆς χειροτονίας τοῦ νέου Προκαθημένου. Μόνο τότε δικαιοῦται καὶ ὑποχρεοῦται ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὡς ἐκφραστής τῆς συνοδικῆς βουλήσεως καὶ ὑλοποιώντας τή συνοδικὴ ἀπόφαση νὰ ἀποστείλει τὰ Εἰρηνικὰ Γράμματα καὶ νὰ μνημονεύσει ἐν τῇ Θ. Λειτουργίᾳ τὸν Προκαθήμενο, ὥστε νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ κοινωνία μεταξύ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Δηλαδὴ, ἡ λειτουργικὴ πράξη τῆς μνημονεύσεως ἐκ μέρους τοῦ Προκαθημένου προϋποθέτει καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ συνοδικὴ κανονικὴ ἀπόφαση περὶ κοινωνίας μὲ τὸ νέο Προκαθήμενο. Ἡ ἐκ τῶν Διπτύχων μνημόνευση-προσευχή ὑπὲρ τῶν ἄλλων Προκαθημένων εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἡ πλέον πανηγυρική, urbi et orbi, διακήρυξη τῆς πληρότητας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μετὰ τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Ἀληθείᾳ καὶ Ἑνότητι.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο ἕνας Προκαθήμενος νὰ διαγράψει ἀπὸ τὰ Δίπτυχα καὶ νὰ μὴν ἐκφωνήσει τὸ ὄνομα ἄλλου Προκαθημένου αὐτογνωμόνως, χωρὶς συνοδικὴ ἀπόφαση. Ὑποχρεωτικὰ προηγεῖται ἡ συνοδικὴ ἀπόφαση διακοπῆς τῆς κοινωνίας, τὴν ὁποία ὑλοποιεῖ ἐν τῇ λατρείᾳ ὁ Προκαθήμενος, ἐκφράζοντας καθηκόντως τὴ βούληση τῆς Συνόδου του.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κατὰ τὴν κρίση τοῦ 2004 μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συγκάλεσε στὶς 30.4.2004 Μείζονα Ἁγία καὶ Ἱερὰ Ἐνδημοῦσα Σύνοδον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μὲ τὴ συμμετοχὴ 42 Ἀρχιερέων, ἡ ὁποία αὐτὴ κυριαρχικὰ ἀποφάσισε τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χριστόδουλο[8] καί μετά ὁ Οἰκουμενικὸς ἔπαυσε νὰ τὸν μνημονεύει ἐν τῇ λατρείᾳ! Τὸ ἴδιο καὶ κατὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Ἀθηνῶν Χριστοδούλου, ὁ Οἰκουμενικὸς πάλι συγκάλεσε στίς 4.6.2004 Μείζονα Ἁγία καὶ Ἱερὰ Ἐνδημοῦσα Σύνοδον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μὲ τὴ συμμετοχὴ 41 Ἀρχιερέων, ἡ ὁποία αὐτὴ κυριαρχικὰ ἀποφάσισε τὴν ἐπανεγγραφή τοῦ Ἀθηνῶν στὰ Δίπτυχα καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς μετ’ αὐτοῦ κοινωνίας[9] καί μετά ὁ Οἰκουμενικὸς ἂρχισε νὰ τὸν μνημονεύει ἐν τῇ λατρείᾳ!
Ἀκόμα καὶ ὁ αὐτὸς ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης γιὰ τὴν ἐγγραφὴ καὶ διαγραφὴ Προκαθημένου ἀπό τὰ Δίπτυχα δὲν ἐνεργεῖ αὐτογνωμόνως, ἀλλὰ ἀναγνωρίζει τὴν ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα τῆς Συνόδου Του.
Ἀξιοσημείωτη ἐπ’ αὐτοῦ εἶναι ἡ ἀναφορά τοῦ Μητρ. Περγάμου Ἰωάννου (Ζηζιούλα) σὲ ἕνα ἄλλο ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ Πρώτου: στὸ δικαίωμά του νὰ συγκαλεῖ τή Σύνοδο. Ναί! εἶναι ἀποκλειστικό του δικαίωμα ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀποκλειστικότητα συναρτᾶται ἄμεσα μέ τήν βούληση τῶν συνεπισκόπων του. Γράφει ὁ Μητρ. Περγάμου: «Γιὰ νὰ συγκαλέσει σύνοδο ὁ «πρῶτος», πρέπει ἀπαραίτητα νὰ ἔχει τή συγκατάθεση τῶν λοιπῶν ἐπισκόπων, ὅπως προκύπτει καὶ πάλι σαφῶς ἀπό τὸν 34ο Ἀποστολικὸ Κανόνα. Μπορεῖ, βέβαια, ὁ «πρῶτος» νὰ συγκαλεῖ τὴν σύνοδο, ὅμως στὴν οὐσία ὅλες οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες διά τῶν ἐπισκόπων τους μετέχουν στὸ γεγονός τῆς σύγκλησης. Ὁ συγκαλῶν «πρῶτος» ἐκφράζει τή βούληση ὅλων τῶν ἐπισκόπων μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ μοναρχικὰ δικαιώματα τοῦ «πρώτου» ἢ γιὰ ἐξουσία ἐκ τοῦ ἀξιώματος του, ἡ ὁποία νὰ ἀσκεῖται αὐτοδίκαια καὶ αὐτόματα, δηλαδὴ χωρίς τή γνώμη καί τή βούληση τῶν λοιπῶν ἐπισκόπων. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνιστᾶ καί τὸν ἐκκλησιολογικό χαρακτῆρα τοῦ λειτουργήματος τοῦ «πρώτου», ὅτι δηλαδὴ δι’ αὐτοῦ ἐκφράζεται ἡ κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὄχι μία ἐξουσία ἡ ὁποία γίνεται κατανοητὴ μόνο μὲ νομικοὺς ὅρους»[10].
Συμπερασματικά, εἶναι ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ἡ κοινωνία μετὰ τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι ζήτημα ποὺ περιορίζεται στὰ ὅρια τῆς ἐπισκοπικῆς εὐθύνης τοῦ προκαθημένου (Ἀντιοχ-9: «Ἕκαστον γὰρ ἐπίσκοπον ἐξουσίαν ἔχειν τῆς ἑαυτοῦ παροικίας, διοικεῖν τε κατὰ τὴν ἑκάστῳ ἐπιβάλλουσαν εὐλάβειαν, καὶ πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῆς χώρας τῆς ὑπὸ τὴν ἑαυτοῦ πόλιν· ὡς καὶ χειροτονεῖν πρεσβυτέρους καὶ διακόνους») ἀλλὰ ἀφορᾶ ὅλες τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἐπαρχίες ποὺ ἀπαρτίζουν τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία στὴν ὁποία εἶναι Προκαθήμενος. Ἔτσι, τὸ ζήτημα ἀναγνωρίσεως μιᾶς νέας ἐκκλησιαστικῆς δομῆς-τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ συνακόλουθα ἡ κοινωνία μετ’ αὐτῆς καὶ περαιτέρω ἡ ἐγγραφὴ τοῦ νέου Προκαθημένου στὰ Δίπτυχα καὶ τέλος ἡ μνημόνευσή του ἐν τῇ Θ. Εὐχαριστίᾳ, εἶναι ζήτημα ποὺ ἀπαιτεῖ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν εἶναι προσωπικὴ ἐπιλογή-ἀπόφαση τοῦ Προκαθημένου της (Ἀποστ-34: «μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι», Ἀντιοχ-9: «περαιτέρω δὲ μηδὲν πράττειν ἐπιχειρεῖν, δίχα τοῦ τῆς μητροπόλεως ἐπισκόπου, μηδὲ αὐτὸν ἄνευ τῆς τῶν λοιπῶν γνώμης»).
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ οἱ Καταστατικοὶ Χάρτες τῶν Ἐκκλησιῶν Ἑλλάδος καὶ Κύπρου ἀκολουθώντας τὴν κανονικὴ τάξη δὲν ἀναγνωρίζουν στὸν Προκαθήμενο ἀλλὰ στὴν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τὴ ρύθμιση τῶν σχέσεων καὶ τὴν κοινωνία μετὰ τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν[11].
Βέβαια, ἡ συνήθης πρακτικὴ στὴν κοινωνία μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάπως ”αὐτοματοποιημένη” ἐν τῇ ἐννοίᾳ ὅτι ὅταν δὲν ὑπάρχουν προβληματικὲς καταστάσεις ὁ Προκαθήμενος λαμβάνει καὶ ἀπαντᾶ στὰ «Εἰρηνικὰ» καὶ μνημονεύει ἐν τῇ λατρείᾳ τὸν νεοεκλεγέντα Προκαθήμενο, χωρὶς νὰ συγκαλεῖ Σύνοδο. Εἶναι προφανὲς πὼς τεκμαίρεται ἡ συνοδικὴ συγκατάθεση, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ «γιὰ νὰ συγκαλέσει σύνοδο ὁ «πρῶτος», πρέπει ἀπαραίτητα νὰ ἔχει τὴ συγκατάθεση τῶν λοιπῶν ἐπισκόπων, ὅπως προκύπτει καὶ πάλι σαφῶς ἀπὸ τὸν 34ο Ἀποστολικὸ Κανόνα», κατὰ τὸν Μητρ. Περγάμου. Αὐτὸ ὅταν δὲν ὑπάρχει πρόβλημα. Στὴν περίπτωση ὅμως τοῦ Οὐκρανικοῦ ὅμως εἶναι πασιφανὲς ὅτι τὸ ζήτημα εἶναι ἐξαιρετικὰ σοβαρό, ἅπτεται ζητημάτων πίστεως (Ἀποστολικὴ Διαδοχή, ἀποκατάσταση σχισματικῶν κλπ) καὶ τῆς πανορθοδόξου ἑνότητος καὶ δὲν ἐπιτρέπεται ὁ Προκαθήμενος νὰ ἀναλάβει αὐθαίρετα πρωτοβουλία χωρὶς τὴ συνοδικὴ ἀπόφαση.
3. Ἡ μνημόνευση τοῦ Ἐπιφανίου ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἀμέσως μόλις δημιουργήθηκε ἡ νέα δομὴ στὴν Οὐκρανία (6.1.2019), ἀναγνωρίζοντας ἐπ’ αὐτοῦ τὴν ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα τῆς Συνόδου (ἄρθρο 7 § 1-2 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου) ἔθεσε τὸ θέμα στὴ συνεδρίαση τῆς 9.2.19 ὥστε ἡ Σύνοδος νὰ ἐξετάσει καὶ αὐτή νὰ κρίνει ἂν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὴ νέα δομὴ στὴν Οὐκρανία. Ἡ Σύνοδος, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, συζήτησε τὸ ζήτημα στὴ συνεδρίαση τῆς 9.2.19 καὶ λόγῳ τῆς σπουδαιότητός του συνέχισε τὴ συζήτηση καὶ σὲ δεύτερη ἔκτακτη συνεδρία της στὶς 18.2.19 μὲ ἀποκλειστικὸ θέμα συζητήσεως τὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἀπέναντι στὸ Οὐκρανικὸ αὐτοκέφαλο. Τότε, μετὰ ἀπὸ ἐκτενῆ συζήτηση, ἐξέδωσε τὴν ὁμόφωνη ἀπόφασή της, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κοινωνία μὲ τὴ νέα ἐκκλησιαστικὴ δομὴ καὶ τὸν φερόμενο ὡς προκαθήμενό της Ἐπιφάνιο, διότι δὲν πληροῦνται οἱ ἐκ τῶν ὢν οὐκ ἄνευ κανονικὲς καὶ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις ποὺ ἡ ἴδια ἒθεσε ἀκολουθώντας τὴ «δισχιλιετή πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἀλλὰ καὶ τῆς καθόλου Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας», ὅπως ἀναφέρει στὴν ἀπόφασή της![12]
Στὴν περίπτωση τοῦ Οὐκρανικοῦ, λοιπόν, εἶναι πασιφανὲς ὅτι ὑπῆρχε στήν Κύπρο ρητὴ καὶ ὁμόφωνη συνοδικὴ ἄρνηση, τὴν ὁποία ὁ Προκαθήμενος ὑποχρεοῦτο νὰ σεβαστεῖ καὶ νὰ ὑλοποιήσει!
Στὴν περίπτωση τοῦ Οὐκρανικοῦ, λοιπόν, εἶναι πασιφανὲς ὅτι ὑπῆρχε στήν Κύπρο ρητὴ καὶ ὁμόφωνη συνοδικὴ ἄρνηση, τὴν ὁποία ὁ Προκαθήμενος ὑποχρεοῦτο νὰ σεβαστεῖ καὶ νὰ ὑλοποιήσει! Για το λόγο αυτό, ἡ μνημόνευση τοῦ Ἐπιφανίου ὡς “προκαθημένου” ἀπό τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τήν στιγμὴ ποὺ ἡ Σύνοδος εἶχε μελετήσει ἐκτενῶς τὸ ζήτημα καὶ εἶχε ἀρνηθεῖ τὴν ἀναγνώριση καί τήν δυνατότητα κοινωνίας μέ τή νεοπαγῆ ἐκκλησιαστικὴ δομὴ καί τὸν φερόμενο ὡς «προκαθήμενό» της γιὰ ποιμαντικοὺς ἀλλὰ κυρίως γιὰ ἐκκλησιολογικούς λόγους εἶναι ἀδιανόητη ἐκκλησιολογικῶς καὶ ἱεροκανονικῶς καὶ ἀποτελεῖ σοβαρό κανονικὸ παράπτωμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου.
Κατὰ συνέπεια, ἡ μνημόνευση τῶν Προκαθημένων στὰ Δίπτυχα δὲν ἀποτελεῖ ἀπροϋπόθετο ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ Προκαθημένου ἀλλὰ κανονικὴ του ὑποχρέωση καὶ συναρτᾶται ἄμεσα μὲ τὴ λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ ἀπαίτηση γιὰ σεβασμὸ τῆς συνοδικῆς λειτουργίας δὲν ὑποδηλώνει στεῖρο νομικισμό ἢ συμμόρφωση σὲ ἁπλὲς ἐπιταγὲς καὶ διατάξεις τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου ἀλλὰ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφραση τῆς περὶ τὴν Ἐκκλησία Ὀρθοδόξου θεολογίας. Ἡ περιφρόνηση ἢ ἡ κακοποίηση τῆς συνοδικῆς λειτουργίας ἔχει καταστροφικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σὲ τοπικὸ ἀλλὰ καὶ πανορθόδοξο ἐπίπεδο.
[1] Μητροπολίτης φέρεται εἰπὼν ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο: «Δὲν θὰ εἴχαμε φθάσει ἐδῶ ἂν κι' ἐσεῖς, Μακαριώτατε, εἴχατε μνημονεύσει ἀμέσως τὸν Ἐπιφάνιο», στὸ «Ποιος είναι ο Μόσχας;» Διάλογοι «φωτιά» στην Ιεραρχία για το Ουκρανικό - ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ INFO (orthodoxia.info), 12.10.2019.
[2] Ἀντιοχ-9: «Τοὺς καθ᾽ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἐπισκόπους εἰδέναι χρὴ τὸν ἐν τῇ μητροπόλει προεστῶτα ἐπίσκοπον, καὶ τὴν φροντίδα ἀναδέχεσθαι πάσης τῆς ἐπαρχίας, διὰ τὸ ἐν τῇ μητροπόλει πανταχόθεν συντρέχειν πάντας τοὺς τὰ πράγματα ἔχοντας. Ὅθεν ἔδοξε καὶ τῇ τιμῇ προηγεῖσθαι αὐτόν, μηδέν τε πράττειν περιττὸν τοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους ἄνευ αὐτοῦ, κατὰ τὸν ἀρχαῖον κρατήσαντα ἐκ τῶν Πατέρων ἡμῶν κανόνα· ἢ ταῦτα μόνα, ὅσα τῇ ἑκἀστου ἐπιβάλλει παροικίᾳ, καὶ ταῖς ὑπ᾽ αὐτὴν χώραις. Ἕκαστον γὰρ ἐπίσκοπον ἐξουσίαν ἔχειν τῆς ἑαυτοῦ παροικίας, διοικεῖν τε κατὰ τὴν ἑκάστῳ ἐπιβάλλουσαν εὐλάβειαν, καὶ πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῆς χώρας τῆς ὑπὸ τὴν ἑαυτοῦ πόλιν· ὡς καὶ χειροτονεῖν πρεσβυτέρους καὶ διακόνους, καὶ μετὰ κρίσεως ἕκαστα διαλαμβάνειν· περαιτέρω δὲ μηδὲν πράττειν ἐπιχειρεῖν, δίχα τοῦ τῆς μητροπόλεως ἐπισκόπου, μηδὲ αὐτὸν ἄνευ τῆς τῶν λοιπῶν γνώμης».
[3] Ἰωάννου (Ζηζιούλα), Μητρ. Περγάμου, «Ὁ συνοδικὸς θεσμός, Ἱστορικά, ἐκκλησιολογικά καὶ κανονικὰ προβλήματα», Θεολογία 80 (2009), τ. Β, σ. 41.
[4] Ἰωάννου (Ζηζιούλα), Μητρ. Περγάμου, «Ὁ συνοδικὸς θεσμός, Ἱστορικά, ἐκκλησιολογικά καὶ κανονικὰ προβλήματα», Θεολογία 80 (2009), τ. Β, σ. 19.
[5] Ἰωάννου (Ζηζιούλα), Μητρ. Περγάμου, «Ὁ συνοδικὸς θεσμός, Ἱστορικά, ἐκκλησιολογικά καὶ κανονικὰ προβλήματα», Θεολογία 80 (2009), τ. Β, σ. 20.
[6] Δ. Τσελεγγίδης, «Ἡ λειτουργία τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἐσφαλμένες θεολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ παπικοῦ πρωτείου», στό «Πρωτεῖον» Συνοδικότης καὶ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικὰ Θεολογικῆς Ἡμερίδος, ἐκδ. Ἱ. Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιᾶς 2011, σ. 181.
[7] Ἐκκλησία Ἑλλάδος, Καταστατικός Χάρτης (ἄρθρο 10 παρ. 1): «Πρὸς μελέτην καὶ ἐπεξεργασίαν τῶν θεμάτων τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῶν συνελεύσεων τῆς Ι.Σ.Ι., ὡς καὶ πρὸς ὑποβοήθησιν τοῦ ἐν γένει ἔργου τῆς Δ.Ι.Σ. καὶ ἐκτέλεσιν τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν, συνιστῶνται αἱ ἀκόλουθοι Συνοδικαὶ Ἐπιτροπαὶ (Σ. Ε.), ἔχουσαι γνωμοδοτικὴν ἀρμοδιότητα».
Ἐκκλησία Κύπρου, Καταστατικὸς Χάρτης (ἄρθρο 11): «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος συγκροτεῖ Ἐπιτροπές, οἱ ὁποῖες γνωμοδοτοῦν καὶ ἐπικουροῦν τὸ ἔργο της».
[8] «Ἀποφασίζομεν ἐν ἀφάτῳ θλίψει καί ὀδύνῃ τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας μετά τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Χριστοδούλου, διαγραφομένου ἀπό τῶν Διπτύχων τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας καί μή δυναμένου κοινωνεῖν μεθ᾽ ἡμῶν ἔν τε τῇ λατρείᾳ καί ἐν τῇ διοικήσει, καί μετά τῶν ὑπαγομένων τῇ ἡμετέρᾳ Ἐκκλησίᾳ κληρικῶν καί μοναχῶν», στό https://www.patriarchate.org/-/praxis-tes-en-phanario-synelthouses-meizonos-agias-kai-ieras-endemouses-synodou- . Δυστυχῶς, οἱ ὑποστηρικτὲς τοῦ Οὐκρανικοῦ αὐτοκεφάλου σιωποῦν γιὰ τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ πρὸς τὸν Χριστόδουλο τό 2004 καὶ ταυτόχρονα διαρρηγνύουν τὰ ἱμάτιά τους ἐπειδὴ ἡ Μόσχα διέκοψε τὴν κοινωνία μὲ τὸν Οἰκουμενικό. «Οὐαὶ ὑμῖν Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὑποκριταί»… Κατὰ τὰ ἄλλα μᾶς φταίει ὁ σλαυικός ἐθνοφυλετισμός, ποὺ πρέπει νὰ καταδικαστεῖ, ἐνῶ ὁ δικὸς μας πρέπει νὰ διαφυλάσσεται καί νά ἐπαυξάνεται ὡς ἱερὰ παρακαταθήκη… βλ. Νικηφόρου, Μητρ. Κύκκου καὶ Τηλλυρίας, Τὸ σύγχρονο Οὐκρανικὸ ζήτημα καὶ ἡ κατὰ τοὺς θείους Κανόνες ἐπίλυσή του, ἐκδ. Κέντρο Μελετῶν Ἱ. Μ. Κύκκου, Λευκωσία 2020, σ. 114-117,
[9] «Ἐπειδή δέ διά τήν ἐπιθυμητήν αὐτήν ἀπόφασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τήν κατόπιν τούτου αἰσίαν λῆξιν τῆς κρίσεως οὐσιαστική τυγχάνει ἡ συμβολή τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Χριστοδούλου, εὐχαρίστως ἀποκαθιστῶμεν, ὑπό τάς ἀνωτέρω προϋποθέσεις, τήν μετ᾽ αὐτοῦ λειτουργικήν καί διοικητικήν κοινωνίαν», https://www.patriarchate.org/-/praxis-tes-en-phanario-meizonos-agias-kai-ieras-endemouses-synodou-04-06-2004-
[10] Ἰωάννου (Ζηζιούλα), Μητρ. Περγάμου, «Ὁ συνοδικὸς θεσμός, Ἱστορικά, ἐκκλησιολογικά καὶ κανονικὰ προβλήματα», Θεολογία 80 (2009), τ. Β΄. σ. 31-32.
[11] Ἐκκλησία Ἑλλάδος, Καταστατικός Χάρτης (ἄρθρο 4): «Ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφαίνεται ἐπὶ παντὸς ζητήματος ἀφορῶντος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Εἰδικώτερον αὕτη: α) Μεριμνᾷ διὰ … τὴν Ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν».
Ἐκκλησία Κύπρου, Καταστατικὸς Χάρτης (ἄρθρο 7, § 1-2): «1. Η Ἱερὰ Σύνοδος ἔχει τὸ τεκμήριο ἁρμοδιότητας καί, κατὰ συνέπεια, διασκέπτεται καὶ ἀποφασίζει γιὰ κάθε ἐκκλησιαστικὴ ὑπόθεση, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ρητὴ πρόβλεψη ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη. 2. … (Ἡ Ἱ. Σύνοδος) Ρυθμίζει τὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου μὲ τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες».
[12] https://www.romfea.gr/ekklisia-kyprou/27150-oi-apofaseis-tis-ekklisias-tis-kuprou-gia-tin-oukrania
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου