Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου
Ερμηνεία εις τον Κανόνα
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Ήτοι της λαμπροφόρου Αναστάσεως του Κυρίου
Ποίημα όντα Ιωάννου του Δαμασκηνού[1]
Άνευ Ακροστιχίδος
Ωδή α΄. Ήχος α΄. Ο Ειρμός.
Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα. εκ γαρ θανάτου προς ζωήν, και εκ γης προς ουρανόν, Χριστός ο Θεός, ημάς διεβίβασεν, επινίκιον άδοντας.
Ερμηνεία.
Συνειθίζουν οι ρήτορες να μη μεταχειρίζωνται προοίμια εις μερικούς πανηγυρικούς λόγους, αλλ’ ευθύς να αρχίζουν την προκειμένην υπόθεσίν των. όθεν και ο χαριτώνυμος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τούτους μιμούμενος, ο ρήτωρ τους ρήτορας, και ο πανηγυριστής τους πανηγυριστάς, χωρίς ακροστιχίδα, ήτις τρόπον τινά έχει τάξιν Προοιμίου εν τοις Κανόσιν, αρχίζει τον παρόντα Κανόνα της Λαμπροφόρου ημέρας. Με δυο δε λαμπρά πράγματα ηθέλησε να λαμπρύνη την λαμπράν Ανάστασιν του Κυρίου, αξίως της ιδικής του λαμπρότητος, ο λαμπρός τω βίω και λαμπρότερος τω λόγω και λαμπρότατος την ψυχήν Ιωάννης.
Πρώτον μεν γάρ ελάμπρυνε την λαμπράν ημέραν ταύτην όχι με άλλον ήχον, αλλά με τον πρώτον, διότι αυτός είναι ήχος όπου έχει το μέλος ορθόν τε, σύντονον και γενναίον. αυτός έλαβε την αρχήν να άδεται από τους Δωριείς, οίτινες είναι οι νυν εν Πελοποννήσω Μονεμβασίται. όθεν και Δώριος ονομάζεται αυτός, κατά τους Μουσικούς, Τετράφωνος και Νάος δια τους λόγους και τας αιτίας όπου αυτοί φιλοσοφούσι. και δια να ειπώ καθολικώς, καθώς η ημέρα του Πάσχα είναι η εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων, και η λαμπροτέρα ημέρα των άλλων. ούτω και ο πρώτος ήχος ο εν αυτή ψαλλόμενος είναι η ήχος όλων των άλλων ήχων ο λαμπρότερος. διό και με την κοινήν γνώμην πάντων των Μουσικών, αυτός εκρίθη άξιος να λάβη την πρώτην τάξιν ανάμεσα εις όλους τους ήχους, καθώς και το εις αυτόν επίγραμμα μαρτυρεί.
΄Τεχνη μελουργός σούς αγασθείσα κρότους,
Πρώτην νέμει σοι τάξιν. ω της αξίας!
Δεύτερον δε ελάμπρυνε την Λαμπράν ο λαμπρός Μελωδός με τας λαμπράς ρήσεις του λαμπροτάτου πανηγυριστού Γρηγορίου του Θεολόγου, ίνα εκ λαμπρού Πανηγυριστού, υπό λαμπρού Μελωδού, δια λαμπρού ήχου, με λαμπράς ρήσεις, λαμπρώς το λαμπρόν της λαμπράς ημέρας συγκροτήται μέλος κατά την δις δια πασών συμφωνίαν. και το θαυμαστόν είναι, ότι όχι μόνον τας υποθέσεις εκ του Θεολόγου λαμβάνει, αλλά και αυτολεξεί τας εκείνου μεταχειρίζεται λέξεις. όρα γαρ ότι ευθύς η αρχή της πρώτης Ωδής ξηρά και γυμνή αρύεται από τας θεολογικάς εκείνου πηγάς. ούτω γαρ εν μεν τω εις την Βραδυτήτα λόγω αυτού ταύτην ποιείται την αρχήν. «Αναστάσεως ημέρα». είτα φησί. «Και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει». εν δε τω εις το Πάσχα λόγω αυτού ούτω γράφει αυτολεξεί. «Πάσχα Κυρίου Πάσχα». και πάλιν εν τω αυτώ λόγω, εξηγών τι θέλει να ειπή Πάσχα, ούτω λέγει. «Δηλοί δε η φωνή (του Πάσχα δηλ.) την διάβασιν, ιστορικώς μεν δια την εξ Αιγύπτου προς την Χαναναίαν φυγήν και μετανάστασιν, πνευματικώς δε δια την εκ των κάτω προς τα άνω και εις την γην της Επαγγελίας πρόοδον και ανάβασιν». Ταύτα λοιπόν τα τρία συνάψας ο Μελωδός εις ένα Ειρμόν, την μεν πρότασιν του ανωτέρω θεολογικού λόγου κάμνει πρότασιν του ιδικού του Ειρμού, ούτω λέγων. Αναστάσεως ημέρα. δια τούτο ας λαμπρυνθώμεν κατά την ημέραν ταύτην όλοι οι ορθόδοξοι της Εκκλησίας λαοί.
Είτα ακολούθως λέγει και την αιτίαν του τοιούτου λαμπρυσμού. επειδή φησί, είναι Πάσχα του Κυρίου. Διπλασιάζει δε την λέξιν Πάσχα ο Μελωδός δια να δείξη το περιχαρές της ψυχής του. οι γαρ έχοντες χαράν διπλασιάζουσιν εκείνα τα πράγματα και ονόματα δια τα οποία χαίρουσιν, εκ της υπερβαλλούσης χαράς εις τούτο κινούμενοι. ο δε Θεολόγος τριπλασιάζει την λέξιν Πάσχα δια την τιμήν της Αγίας Τριάδος, ως το λέγει ο ίδιος. «Πάσχα Κυρίου Πάσχα, πάλιν ερώ Πάσχα τιμή της Τριάδος». Είτα ακολούθως φέρει ο Μελωδός την εξήγησιν της λέξεως Πάσχα την οποίαν βάλλει ως αιτίαν δια την οποίαν πρέπει να λαμπρυνθώμεν, και λέγει τρόπον τινά. Δικαίως ημείς οι ορθόδοξοι πρέπει να λαμπρυνώμεθα σήμερον, και το Πάσχα να πανηγυρίζωμεν, επειδή ο Δεσπότης Χριστός δεν διεπέρασεν ημάς από γην εις γην, ήγουν από την γην της Αιγύπτου εις την γην της Επαγγελίας, και από κατοικούμενον τόπον εις την έρημον του Σινά, καθώς τον παλαιόν τον Ισραήλ διεπέρασεν, αλλά διεπέρασεν ημάς από τον θάνατον εις την ζωήν, και από την γην και τα επίγεια διεβίβασεν ημάς εις τον Ουρανόν και τα επουράνια. δια τούτο άδομεν εις τον ούτως ευεργετήσαντα ημάς Κύριον, τον όντως επινίκιον εκείνον ύμνον όπου έψαλλον οι Ισραηλίται όταν διεπέρασαν την Ερυθράν θάλασσαν. «Τω Κυρίω άσωμεν. ενδόξως γαρ δεδόξασται».
Βλέπε δε, αγαπητέ αναγνώστα, και θαύμασον την σοφήν μέθοδον όπου μεταχειρίζεται εις τον παρόντα Ειρμόν ο θεσπέσιος Μελωδός. τον γαρ Ειρμόν τούτον εσυγκρότησε και από την υπόθεσιν της αναστασίμου ημέρας, και από την υπόθεσιν της πρώτης Ωδής. αφ’ ου γαρ αυτός είπε «Λαμπρυνθώμεν λαοί», επίτηδες έφερε την λέξιν Πάσχα και ταύτην ωνόμασε διάβασιν, ίνα εκ τούτου αναγκασθή να ενθυμηθή και την διάβασιν όπου εποίησαν οι Ισραηλίται δια της Ερυθράς θαλάσσης, και ούτω να συνάψη με την εορτήν του Πάσχα την πρώτην Ωδήν, και να δώση εις ημάς να καταλάβωμεν ότι η αισθητή διάβασις εκείνη των Ισραηλιτών ήτον τύπος της νοητής ημών διαβάσεως, και ότι το εκείνον Φάσκα ήτο τύπος του ημετέρου Πάσχα. από του Φάσκα γάρ, ο δηλοί διάβασις, μετωνομάσθη Πάσχα, τροπή του δασέως Φ. εις το αντίστοιχον ψιλόν Π. και του ψιλού Κ. εις το αντίστοιχον δασύ Χ. ως λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Του δε σωτηρίου πάθους όνομα τούτο (ήγουν το, Πάσχα, από του πάσχειν δηλαδή υπέρ ημών τον Χριστόν) είναί τινες νομίσαντες, είτα εξελληνίζοντες την φωνήν κατά την του Φ. προς το Π. και του Κ. προς το Χ. μεταποίησιν, Πάσχα την ημέραν προσηγορεύκασι. παραλαβούσα δε η συνήθεια την φωνήν, ισχυροτέραν εποίησε, προστρεχούσης της των πολλών ακοής ως ευσεβεστέρω τω ρήματι» (Λόγος εις το Πάσχα)[2].
Ωραία δε είναι και πανηγυρικά τα εις το όνομα του Πάσχα εγκώμια Ιωσήφ του Βρυεννίου λέγοντος. «Πάσχα διάβασις από του σκότους εις φως. Πάσχα εξέλευσις από του άδου εις γην. Πάσχα ανάβασις από της γης εις τους Ουρανούς. Πάσχα μετάβασις από θανάτου εις την ζωήν. Πάσχα ανάστασις των πεπτωκότων βροτών. Πάσχα ανάκλησις των εξορίστων Εδέμ. Πάσχα ανάρρυσις των αιχμαλώτων φθορά. Πάσχα πιστών η όντως ζωη. Πάσχα παντός του Κόσμου τρυφή. Πάσχα Τριάδος θείας τιμή. Ακόρεστος η του Πάσχα προσηγορία, ότι πολλαπλάσιος η δια τούτου δηλουμένη χάρις. τούτο και γαρ ψυχών η αναψυχή, τούτο των νόων η χαρμονή, τούτο σωμάτων ο κουφισμός, τούτο ομμάτων ο φωτισμός, τούτο λαρύγγων ο γλυκασμός, τούτο θυμηδία, τούτο θερμότης, τούτο ειρήνη, τούτο χαρά» (Λόγω εις την Λαμπράν Τόμος Γ’).
Τροπάριον
Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα, τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως, Χριστον εξαστράπτοντα, και χαίρετε φάσκοκντα, τρανώς ακουσόμεθα, επινίκιον άδοντες.
Ερμηνεία.
Επειδή ο άνθρωπος είναι σύνθετος εκ ψυχής και σώματος, έχει διπλάς τας αισθήσεις, πέντε της ψυχής και πέντε του σώματος. και αι μεν της ψυχής είναι αύται: νους, διάνοια, δόξα, φαντασία, αίσθησις. αι δε του σώματος είναι αύται: όρασις, ακοή, όσφρησις, γεύσις, αφή. Παραγγέλει λοιπόν εις ημάς ο Ιερός Μελωδός να φυλάττωμεν καθαράς τας νοεράς αισθήσεις της ψυχής, από κακάς επιθυμίας και θυμούς, από λογισμούς βλασφήμους, πονηρούς και αισχρούς, και απλώς ειπείν, από όλα τα πάθη τα καλούμενα ψυχικά. ομοίως να φυλάττωμεν καθαράς και τας αισθήσεις του σώματός μας. και τα μεν ομμάτιά μας πρέπει να φυλάττωμεν καθαρά από θέατρα και χορούς και παιγνίδια και από άλλας αιχράς και πονηράς θεωρίας αι οποίαι προξενούσι κέντρα των σαρκικών ηδονών. τας δε ακοάς μας πρέπει να φυλάττωμεν καθαράς από το να μη ακούουν τραγούδια, αισχρολογίας. ωσαύτως δε παραγγέλλει εις ημάς να φυλάττωμεν και τας άλλας αισθήσεις μας από τα βλαπτικά αντικείμενα, επειδή από τας αισθήσεις ως και τινας θυρίδας αναβαίνει ο της ψυχής θάνατος, κατά το γεγραμμένον. «Ανέβη ο θάνατος δια των θυρίδων» (Ιερ. θ’ 21).
Φαίνεται δε ότι ερανίσθη τα λόγια ταύτα ο Μελωδός από τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα. «Διατηρείται δε εις πέμπτην ημέραν (το πρόβατον το εν τω Πάσχα θυόμενον δηλαδή και τον Χριστόν προτυπούν), ίσως ότι καθαρτικόν αισθήσεων το εμόν θύμα, εξ ών το πταίειν, και περί ας ο πόλεμος, εισδεχομένας το κέντρον της αμαρτίας» (Λόγος εις το Πάσχα). Εάν λοιπόν καθαρθώμεν κατά τας αισθήσεις της ψυχής και του σώματος, μάλιστα δε κατά τον νουν και την όρασιν, βέβαια θέλομεν αξιωθή να ειδώμεν με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής τον Δεσπότην Χριστόν, όστις ανιστάμενος από τον τάφον, εξαστράπτει υπέρ τον ήλιον με τόσον πού και υπερβολικόν φως της αναστάσεως, ώστε αυτό δια την υπερβολήν είναι απλησίαστον. ούτω γαρ και ο Κύριος εβεβαίωσεν ειπών. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’ 8). Το δε «Απρόσιτον» ερανίσθη ο Μελωδός από τον Παύλον λέγοντα. «Ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οίκων απρόσιτον» (α’ Τιμ. στ’ 16). Ομοίως, εάν καθαρισθώμεν κατά την εσωτερικήν και νοεράν ακοήν της ψυχής, και κατά την εξωτερικήν ακοήν του σώματος, βέβαια θέλομεν ακούσει και ημείς τρανώς τε και καθαρώς τον αναστάντα Χριστόν να λέγη και προς ημάς καθώς εις τας Μυροφόρους το «Χαίρετε».
Τι λέγω; Εάν καθαρισθώμεν ου μόνον κατά τας δύο ταύτας αισθήσεις την όρασιν και την ακοήν, αλλά και καθ’ όλας ομού, θέλομεν απολαύσει τας νοητάς χάριτας του αναστάντος Κυρίου. η νοερά γαρ όσφρησις ημών κεκαθαρμένη ούσα έχει να οσφραίνεται την νοητήν οσμήν και ευωδίαν του μύρου του αποπνέοντος εκ του αναστάντος Δεσπότου, καθώς γέγραπται. «Οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα» (Ασ. α’ 3). ομοίως και η νοερά ημών γεύσις έχει να γεύεται την νοητήν χρηστότητα του εκ νεκρών εγερθέντος, κατά το «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλ. λγ’ 9). αλλά και η νοερά ημών αφή θέλει αισθάνεται της νοητής του αναστάντος περιλήψεως, κατά το γεγραμμένον. «Ευώνυμος αυτού υπό την κεφαλήν μου, και η δεξιά αυτου περιλήψεταί με» (Ασ. β’ 6) . όθεν ο Σιναΐτης είπε θείος Γρηγόριος. «Ο μη ορών και ακούων και αισθανόμενος πνευματικώς, νεκρός έστι» (Κεφ. πζ’). αλλα και ο πνευματοφόρος εκείνος και υψηλόνους άγιος Κάλλιστος ένα ολόκληρον εξοδεύει εν χειρογράφοις σωζόμενον, εν ω αποδεικνύει ότι παντί αισθητηρίω νοερώ ληπτός ο Θεός δια φιλανθρωπίαν γίνεται.
Επειδή δε ο άνθρωπος δύναται να απολαύση τας νοητάς χάριτας του αναστάντος Χριστού με όλας τας νοεράς και σωματικάς αισθήσεις, πως εδώ ο θείος Ιώαννης αναφέρει μόνας τας δύο, την ότι, τούτο νους τη ψυχή κατά τον θείον Δαμασκηνόν και την όρασιν του σώματος, ομοίως και την ακοήν την ψυχικήν και την σωματικήν; Εις λύσιν της απορίας τάυτης λέγομεν ότι τας δύο μόνον ανέφερεν ο Μελωδός, πρώτον, διότι αυταί είναι αι πρώται και κύριαι καικορυφαιόταται των άλλων, δεύτερον, διότ αυταί μόναι αι δύο ενεργήθησαν υπό των Μυροφόρων εν τη αναστάσει του Κυρίου. διά της οράσεως γαρ των οφθαλμών είδον τον αναστάντα Χριστόν, και δια της ακοής ήκουσαν τα γλυκύτατα λόγια όπου είπε προς αυτάς μετά την Ανάστασιν ο αναστάς Ιησούς. διότι αν και η αφή ετολμήθη παρά της Μαρίας να ενεργηθή, έμεινεν όμως πάλιν ανενέργητος. ήκουσε γαρ αύτη να την εμποδίση ο Κύριος, λέγων. «Μαρία μη μου άπτου» (Ιω. κ’ 17).
Εάν λοιπόν καθαρισθώμεν κατά τας αισθήσεις, και μάλιστα κατά τας δύο, θέλομεν απολαύσει τας χάριτας του αναστάντος, ως είπομεν ανωτέρω. εάν δε ήμεθα ακάθαρτοι κατ’ αυτάς, δεν θέλομεν αξιωθή ούτε τον Χριστόν να ιδώμεν, ούτε την φωνήν αυτού να ακούσωμεν. επειδή, κατά τον Σολομώντα, «Εις κακότεχνον ψυχήν ου εισελεύσεται σοφία, ουδέ κατοικήσει εν σώματι κατάχρεω αμαρτίας» (Σοφ. α’ 4). και κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον, «Μύρον δοχείον σαπρόν ου πιστεύεται». και πάλιν. «Καθαρού γάρ άπτεσθαι ου θέμις μη καθαρώ», και αύθις. «Δια τούτο καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ, προσομιλητέον» (Λόγος α’ περί Θεολογίας). Τι λέγω; όχι μόνο ακάθαρτοι όντες κατά την όψιν και ακοήν δεν θέλομεν ιδεί το υπέρλαμπρον και παντοπόθητον πρόσωπον του αναστάντος Δεσπότου, ούτε θέλομεν ακούσει την γλυκύτατην αυτού φωνήν, αλλά και θέλομεν ελεγχθή παρ’ αυτού προς ημάς λέγοντος εκείνα τα του Ησαΐου. «Ακοή ακούσετε και ου μη συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε» (Ησ. στ’ 9), ο γαρ ακάθαρτος ων κατά τας αισθήσεις της ψυχής και του σώματος, αυτός είναι ακάθαρτος και κατά την καρδίαν. ακάθαρτος δε καρδία μυστήρια Θεού ου παραδέχεται. όθεν είπεν ο Κύριος ότι ουχί οι ακάθαρτον έχοντες την καρδίαν, αλλ’ οι καθαροί τη καρδία, αυτοί τον Θεόν όψονται (Ματθ. ε’ 8).
Τροπάριον.
Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω, εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας και αόρατος. Χριστός γάρ εγήγερται, ευφροσύνη αιώνιος.
Ερμηνεία.
Και τούτο το Τροπάριον της αυτής πανηγυρικής ιδέας είναι με το ανωτέρω, και από του Θεολόγου ερανίσθη Γρηγορίου. τον μεν γάρ «Ουρανοί ευφραινέσθωσαν. γη δε αγαλλιάσθω» επάρθη από τον εις την Χριστού Γέννησιν λόγον αυτού ούτω λέγοντος. «Και ίνα συνελών είπω, ευφραινέσθωσαν οι Ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη διά τον επουράνιον είτα επίγειον» (Χριστόν δηλ.), ο δε Θεολόγος τούτο ερανίσθη πάλιν από τον Δαβίδ λέγοντα. «Εφραινέσθωσαν οι Ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη»(Ψαλ. ψε’ 11). το δε «Εορταζέτω δε κόσμος ορατός τε άπας και αόρατος» επάρθη από τον εις το Πάσχα λόγον του αυτού Θεολόγου. εν τω λόγω γαρ εκείνω εισάγεται ο φανείς εις τον Άγιον Άγγελος και λέγει. «Σήμερον σωτηρία τω Κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος»[3]. το δε «Χριστός γάρ εγήγερται ευφροσύνη αιώνιος» ερανίσθη από τον εις την Πεντηκοστήν λόγον του αυτού. εκεί γαρ ο Χριστός εορτή και αγαλλίασις ονομάζεται ούτω. «Εν αυτώ τω Λόγω και Θεώ και Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ, τη αληθινή των σωζομένων εορτή και αγαλλιάσει» . μάλλον δε και το «Χριστός εγήγερται» από τον ανωτέρω ίδιον λόγον του Θεολόγου ελήφθη. εκεί γαρ λέγει ο Άγιος αμέσως μετά το «Όσος τε ορατός και όσος αόρατος» το «Χριστός εκ νεκρών (εγήγερται δηλ.) συνεγείρεσθε». ο δε Θεολόγος Γρηγόριος έλαβε τούτο εκ του Αποστόλου ειπόντος. «Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο» (α’ Κορ. ιε’ 20).
Ουρανοί λοιπόν, τους οποίους καλεί εδώ ο Μελωδός εις το να ευφραίνωνται, είναι οι εν Ουρανοίς Άγγελοι, ομοίως και γη, την οποίαν προσκαλεί εις το να αγαλλιάται, είναι οι επί γης άνθρωποι[4]. ή καλεί κατά σχήμα προσωποποιΐας και αυτά τα άψυχα στοιχεία εις το να ευφρανθούν δια την υπερβολήν της χαράς της του Κυρίου αναστάσεως. Τούτο το ίδιον νόμημα φανερώνουν και τα παρακάτω λόγια του Μελωδού, ήγουν το «Εορταζέτω δε κόσμος ορατός τε άπας και αόρατος». κόσμον γαρ ορατόν ονομάζει τους ανθρώπους, ή και τον αισθητόν όλον κόσμον κατά σχήμα προσωποποιΐας. Κόσμον δε αόρατον, τας αοράτους Δυνάμεις των αγίων Αγγέλων. λέγει γάρ ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Έστω κοινή πανήγυρις ουρανίων και επιγείων Δυνάμεων. πείθομαι γάρ και κείνας συναγάλλεσθαι και συμπανηγυρίζειν σήμερον, ειπέρ εισι φιλάνθρωποι και φιλόθεοι» (Λόγος εις τα Γενέθλια).
[1] Όρα περί του Κανόνος τον οποίον εποίησεν ο θείος Κοσμάς εις την λαμπροφόρον ταύτην Ανάστασιν του Κυρίου εν ήχω δευτέρω κατά την υποσημείωσιν του Τροπαρίου «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός» εν τω Κανόνι τούτω.
[2] Με τα λόγια ταύτα δείχνει ο Θεολόγος ότι δεν ασμενίζει εις την γνώμην ταύτην των πολλών, ήγουν ότι ωνομάσθη το Πάσχα από του σωτηρίου πάθους, αλλά καθώς αυτός λέγει, από του Φάσκα μετωνομάσθη Πάσχα. και ούτως έχει η αλήθεια. ήγουν ότι ωνομάσθη το Πάσχα από του σωτηρίου πάθους, αλλά, καθώς αυτός λέγει, από του Φάσκα μετωνομάσθη Πάσχα. και ούτως έχει η αλήθεια. πρώτον, διότι βλέπομεν ότι και οι εβδομήκοντα το Φάσκα μετέτρεψαν εις το Πάσχα. όθεν αναγινώσκομεν εν τη Εξόδω. «Και φάγεσθε αυτό μετά σπουδής. Πάσχα εστί Κυρίου» (Εξ. ιβ’ 11) . και πάλιν. «Ούτος ο νόμος του Πάσχα» (αυτ. 43) και μυρία αλλά δεύτερον, διότι, αν το Πάσχα γίνεται από του πάσχειν, δεν σημαίνει πλέον διάβασιν, και μάτην λέγει τούτο εδώ ο Μελωδός, και όσοι άλλοι τούτοι φασίν. Ο δε Χρυσόστομος κατά άλλην ενδοχήν ενόησε το όνομα του Πάσχα, λέγων. «Και αυτό γε το της εορτής όνομα πλείστην έχει την υπεροχήν επί της αληθείας ερμηνευόμενον. υπέρβασις μεν γαρ εστί καθ’ ερμηνείαν το Πάσχα, ότι υπερέβη τους Εβραίων οίκους ο τα πρωτότοκα παίων ολοθρευτής. υπέρβασις δε του ολοθρευτού παρ’ ημίν αληθής, όταν καθάπαξ ημάς υπερβαίνη προς την αιώνιον ζωήν ανισταμένους υπό Χριστού» (Λόγος α’ εις το Πάσχα εκ των η΄ ου η αρχή «Πάσχα μεν γήϊνον »).
[3] Σωτηρία του αοράτου Κόσμου είναι κατά τον σχολιαστήν του Θεολόγου Νικήταν, ή διότι ευρέθη το εκ των εκατόν προβάτων πλανηθέν, ο Αδάμ και οι εξ Αδάμ, και ανεπληρώθη το ελλείπον, ή, μάλλον και προσφυέστερον ειπείν, διότι οι Άγγελοι, δυσκίνητοι όντες πρότερον εις το κακόν, αλλ’ ουκ ακίνητοι, ου φύσει, αλλά χάριτι έλαβον σωτηρίαν την ατρεψίαν, μηκέτι φοβούμενοι την επί το χείρον μεταβολήν, και την εκ ταύτης απώλειαν. Διατί δε λέγει ότι πας ο ορατός Κόσμος εσώθη, εις καιρόν όπου πάντες οι άνθρωποι δεν εσώθησαν; Αποκρινόθεμα ότι λέγεται τούτο κατά τον σκοπόν του Σωτήρος, καθότι ο Χριστός υπέρ πάντων απέθανε και ανέστη. κατά δε την έκβασιν του πράγματος μόνοι οι πιστεύσαντες και τας εντολάς τηρήσαντες εκείνοι εσώθησαν.
[4]Λέγει δε και ο Ζωναράς. «Αι μεν ουράνιε Δυνάμεις ευφραινέσθωσαν επί τη σωτηρία των ανθρώπων. ει γάρ, καθώς έφη ο Κύριος, χαρά γίνεται επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι, πως ουκ αν τα ουράνια ευφράνθησαν επί τη ανθρωπίνη σωτηρία; Ευφράνθησαν δε και ότι δια των σωζομένων αναπληρούται το εκπεπτωκός εξ αυτών ουράνιον τάγμα. πληρωθήναι γαρ δει κακείνο, και μη ελλιπή είναι τον άνω Κόσμον, ως είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος. Πληρρωθήναι δει τον άνω Κόσμον. Χριστός κελεύει. μη αντιτείνωμεν. τα δε επίγεια αγαλλιάσθω (ήτοι οι εν τη γη άνθρωποι), της τυραννίδος των Δαιμόνων απαλλαγέντες, ως πληρωθήναι την ου Ησαΐου πρόρρησιν την λέγουσαν. αφείλεν ο Θεός πάν δάκρυον από προσώπου της γης» (ήτοι ανθρώπου παντός).
https://wra9.blogspot.com/2022/04/blog-post_1.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου