Οἱ γονεῖς της Γεώργιος καί Καλλιόπη Κασάπογλου κατάγονταν ἀπό τήν Καλλίπολη. Τήν Καλλιόπη τήν ἀποκαλοῦσαν Χατζούδα ἀπό τό προσκύνημά της στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου πῆγε δύο φορές. Ἀπέκτησαν 8 παιδιά καί παρ’ ὅλα τά δύσκολα χρόνια, ἦταν καί οἱ δύο πολύ ἐλεήμονες μέ τόν τρόπο πού μποροῦσαν. Ἡ Χατζούδα, ράβοντας δωρεάν τίς φτωχές γυναῖκες καί ὁ Γιῶργος σφάζοντας ζῶα, ἔδιναν συνέχεια, χωρίς νά σκεφτοῦν τήν ἀποκατάσταση τῶν παιδιῶν τους, γιατί εἶχαν ἐμπιστευθῆ στόν Θεό.
Ἡ Χατζούλα μιλοῦσε μόνο γιά τόν Χριστό καί τήν Κρίση, εἶχε τό δωμάτιό της γεμᾶτο μέ εἰκόνες τῆς Κρίσης, τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς καί εἶχε ἀπό χρόνια τόν τάφο της ἕτοιμο καί πήγαινε καί τόν ἐπισκεπτόταν.
Tό 1945 οἱ Βούλγαροι ἔκαναν παιδομάζωμα καί τά 5 παιδιά τῆς Καλλιόπης ἔφυγαν στόν βουνό. Ἦρθαν μία ἡμέρα τά παιδιά της κρυφά νά τήν δοῦν καί τῆς ἔδωσαν νά κρύψη λίρες. Τούς τίς ἔδιναν οἱ Ἄγγλοι καί σκέφτηκαν νά ζήσουν ἄνετα, ὅταν περάση ἡ δύσκολη κατάσταση. Τῆς εἶπαν «ἔτσι κάνουν καί οἱ τάδε, ἡ μητέρα τούς μαζεύει τόν χρυσό». Ἡ Χατζούδα πετάχτηκε πάνω, καί τούς εἶπε: «Θά τά ἐπιστρέψετε ἀμέσως καί ὅποιος τολμήση νά τό ξαναπῆ, νά μήν ξαναπατήση ἐδῶ».
Ὅταν τελείωσε ὁ πόλεμος, αὐτοί πού εἶχαν μαζέψει τόν χρυσό ἔγιναν μεγαλέμποροι καί σκανδαλίζονταν τά παιδιά τῆς Χατζούδας, πού δέν κράτησαν τίς λίρες. Ὅσο περνοῦσαν ὅμως τά χρόνια, ἔβλεπαν ὅτι τά παιδιά πού μάζευαν λίρες, ἀρρώστησαν ἀπό ἀνίατες ἀσθένειες. Αὐτοί πού πῆραν τίς λίρες ἔτρεχαν στούς γιατρούς καί ξοδεύτηκαν ὅλες οἱ λίρες. Δόξαζε τόν Θεό ἡ Χατζούδα, γιατί δέν παρασύρθηκε.
Ἐκτός ἀπό τά 8 παιδιά καί τούς γονεῖς, πῆραν καί ἕνα ὀρφανό μαζί τους νά τόν προστατέψουν καί ἦταν συνολικά 14 ἄτομα στό σπίτι. Πέρασαν δύσκολα, γιατί πῆραν τόν Γιῶργο δύο χρόνια στήν Βουλγαρία. Ἦταν τότε νέα, πρόσεχε πολύ καί ὅταν ἔβγαινε ἀπό τό σπίτι φοροῦσε παλιά ροῦχα τῆς πεθερᾶς της γιά νά φαίνεται γριά. Κάποτε πῆγαν Βούλγαροι νά κάνουν ἔρευνα στά σπίτια, ἄν εἶχαν ζῶα, γιά νά τά κατασχέσουν. Βιαστικά τά ἀνέβασαν στό πάνω μέρος τοῦ σπιτιοῦ πού ἦταν τά παιδιά. Ὅταν μπῆκαν οἱ Βούλγαροι, ὅση ὥρα ἦταν ἐκεῖ, κανένα ζῶο δέν κουνήθηκε καί δέν φώναξε.
Κάποιοι συγγενεῖς της πῆγαν στήν Γερμανία καί βρῆκαν νύφες Καθολικές. Τίς κάλεσε, τίς κατήχησε καί πῆγαν μέ τόν ἱερέα σέ Ἐξωκλήσι καί τίς βάφτισε.
Προσπαθοῦσε ὅλους νά τούς βοηθήση. Ὅταν ἄκουσε ὅτι ἕνας Ἐπίτροπος πῆρε κάτι ἀπό τήν Ἐκκλησία, τόν συνάντησε κρυφά καί τοῦ εἶπε: «Παιδάκι μου, αὐτό σχολιάζει τό χωριό, ἐγώ δέν πιστεύω. Ὅποιος πάρη κάτι ἀπό τήν Ἐκκλησία, φωτιά βάζει μέσα του καί στό σπίτι του. Ταχτοποίησέ τό, παιδάκι μου».
Στήν Ἀλιστράτη πού ζοῦσε ἦταν ἕνα Μοναστηράκι τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου καί πολλές φορές πήγαιναν πολλοί μαζί, ἡ Χατζούδα καί ἡ κόρη της Ζωή ἔβλεπαν τόν ἅγιο Θεόδωρο πάνω στό ἄλογο.
Κάποια ἡμέρα πού ἦταν μέ ὅλα της τά παιδιά, εἶδε ἡ γιαγιά καί ἡ κόρη της ἡ Ζωή μόνο, πάνω στόν οὐρανό τόν Παντοκράτορα μέ ἀνοιχτά τά χέρια.
Πρίν πεθάνη, κάποια ἡμέρα τήν εἶδε ἡ νύφη της ἀπό τό παράθυρο νά μιλάη μέ μία γυναῖκα. Ὅταν ἡ νύφη μπῆκε μέσα καί δέν εἶδε καμμία, τήν ρώτησε «ποιά ἦταν ἡ γυναῖκα πού μιλοῦσε καί ἀπάντησε «ἦταν ἡ ἁγία Βαρβάρα καί ὁ ἅγιος Νικόλαος». Ἄλλη φορά ἡ ἴδια εἶδε ἀπό τό παράθυρο πάνω στό κρεββάτι πού ξάπλωνε ἡ πεθερά της ἕνα λευκό φῶς, καί νόμιζε ὅτι καίγεται. Ὅταν ἔτρεξε μέσα ἦταν ὅλα ἤρεμα καί τήν ἄλλη ἡμέρα κοιμήθηκε.
Ἀπό τά ὀκτώ παιδιά τῆς Χατζούδας ἡ κόρη της Ζωή τῆς ἔμοιαζε περισσότερο, διότι ἦταν πολύ εὐλαβής καί πολύ ὑπάκουη στίς νουθεσίες τῆς μητέρας της. Ἡ Ζωή γεννήθηκε το 1918. Ἦταν δίδυμη μέ τήν ἀδελφή της Βασιλική. Ὅταν γεννήθηκαν, πῆραν τόν πατέρα τους στήν Βουλγαρία αἰχμάλωτο. Ἦταν ἀγράμματη, πῆγε μόνο στήν Α΄ Δημοτικοῦ, ἀλλά μέ τήν θέληση τήν μεγάλη πού εἶχε ἔμαθε νά διαβάζη.
Παντρεύτηκε τόν Γεώργιο Δεμιρτζιδάκη ἀπό τό Φωτολεῖβος καί ἀπέκτησαν ὀκτώ παιδιά ἀπό τά ὁποῖα ἔζησαν τά τέσσερα. Ὅταν παντρεύτηκε ἡ Ζωή, τήν φώναξε ἡ μητέρα της ἰδιαιτέρως καί τῆς εἶπε: «Ἀπό σήμερα μάννα σου εἶναι ἡ πεθερά σου, θά τήν σέβεσαι, θά τήν ἀγαπᾶς καί θά κάνης ὑπομονή. Ἄν ἀκούσω ὅτι σέ κάτι τήν πίκρανες ἤ ἀντιμίλησες δέν θά μέ ξαναδῆς, δέν θά σέ ἔχω παιδί μου». Αὐτά τά κράτησε μέσα της καί τά τήρησε σέ ὅλη τήν ἀκρίβεια.
Βρῆκε μία μεγάλη οἰκογένεια· ἡ πεθερά ἦταν αὐταρχική. Ἔκανε τυφλή ὑπακοή στήν πεθερά της, δέν εἶχε δικό της πρόγραμμα. Τήν φώναζε ἡ πεθερά της «Ζωή, αὔριο θά κάνης π.χ. τραχανά ἀπό ἕνα τενεκέ γιά ὅλες τίς κόρες μου». Καμμία λέξη, καμμία ἀντιλογία. Αὐτό συνέβαινε πολύ τακτικά. Δούλευε ἡ Ζωή παντοῦ μέρα-νύχτα, μέ τά ζῶα, στά χωράφια, πρῶτα γιά νά παντρέψη τίς κουνιάδες της. Μόνο δούλευε, χωρίς νά λέη λέξη, χωρίς νά παίρνη μία δραχμή στά χέρια της. Τό μόνο πού στενοχωριόταν ἦταν πού δέν εἶχε νά δώση κάτι στήν Ἐκκλησία. Ἀφοῦ ἔγινε 70 χρονῶν χάρηκε πολύ ὅταν ὁ Πνευματικός της τῆς ἔδωσε εὐλογία νά παίρνη κρυφά ἀπό τήν τσέπη τοῦ συζύγου της καί νά δίνη. Ἀργότερα ἄλλαξε καί αὐτός καί ἔδινε.
Ὅταν περνοῦσε μοναχός ἤ Ἱερέας ἀπό τό χωριό, συνήθως γιά ἔρανο, τόν ἔπαιρνε στό σπίτι, τοῦ ἔπλενε τά πόδια καί τόν βοηθοῦσε ὅπου μποροῦσε.
Βοηθοῦσε κρυφά ὅλους τούς ἀρρώστους καί ἀνήμπορους στό χωριό, καί τούς ἔλεγε «μήν τό μάθη ἡ πεθερά μου, γιατί μέ λυπᾶται πού κουράζομαι». Δέν ἤθελε νά μαθαίνη ἡ πεθερά της, διότι τή μάλωνε πολύ ἀλλά σ’ αὐτό δέν ἔκανε ὑπακοή καί δέν σταματοῦσε.
Γιά 45 χρόνια ἀγάπησε τούς γονεῖς τοῦ συζύγου της καί τούς γηροκόμησε μέ τήν καρδιά της καί πῆρε τήν εὐχή τους. Κάθε Κυριακή ξυπνοῦσε τά παιδιά της καί τά ἑτοίμαζε γιά τήν Ἐκκλησία, γιατί ἔλεγε «ἄν δέν πᾶνε τά παιδιά μου στήν Ἐκκλησία, ἐγώ θά πάω στή κόλαση…». Ἀγαποῦσε πάρα πολύ τήν Ἐκκλησία, μόνο γιά τόν Χριστό καί τούς Ἁγίους μιλοῦσε. Ἀργότερα βρῆκε ἕνα Εὐαγγέλιο, ἕνα Προσευχητάριο καί ἕνα Θησαυρό Ἁγίων. Τά διάβαζε ἀπό τήν ἀρχή ὥς τό τέλος. Ὅταν πέρασαν τά χρόνια της, ὅλη μέρα διάβαζε Παρακλήσεις, δέν χόρταινε.
Θεωροῦσε φοβερή ἁμαρτία νά καταλύεται ἡ νηστεία τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς.
Ὅταν τά παιδιά της μεγάλωσαν κάπως τά μάζευε καί τά συμβούλευε μέ τήν καρδιά της γιά νά ζοῦν προσεκτικά. Ἔλεγε: «Ἡ τιμή, τιμή δέν ἔχει καί χαρᾶς τόν πού τήν ἔχει». Προσπαθοῦσε νά ἐξηγήση τί εἶναι τιμή καί νά προσέχουν νά μήν ἁμαρτάνουν. Εἶχαν χάρη τά παραδείγματα πού ἔφερνε. Ἔλεγε: «Δέν γίνεται νά μπῆς σέ ἀποθήκη μέ κάρβουνα μέ ἄσπρο φόρεμα καί νά μήν λερωθῆς…».
Ἔξω ἀπό τό σπίτι της περνοῦσε ὁ δρόμος γιά τό πηγάδι πού ἔπαιρνε νερό τό χωριό. Μόλις ἔβλεπε κάποια γυναῖκα φορτωμένη, φώναζε τά παιδιά της νά τρέξουν νά πάρουν τήν στάμνα καί νά τήν πᾶνε στό σπίτι της.
Ὅλη τήν ἡμέρα δούλευε στά χωράφια σκληρά, ἀλλά καλλιεργοῦσε καί τόν ἑαυτό της καί τά παιδιά της. Ἦταν προσεκτική στά λόγια της.
Εἶχε παιδική ἁπλότητα· ὅταν κοινωνοῦσε καί ἔλεγε στόν ἱερέα τό ὄνομά της, δέν ἔλεγε Ζωή, ἀλλά Ζωΐτσα.
Ἀγαποῦσε πολύ τούς ἁγίους Ἀναργύρους, Κοσμᾶ καί Δαμιανό. Εἶχε στή θέση της σέ μία γωνία τῆς Ἐκκλησίας καί μπροστά της εἶχε τήν εἰκόνα τῶν Ἁγίων. Σέ κάποια θ. Λειτουργία, ἡ Ζωή καί μία ἄλλη ἁπλή γυναῖκα, ἔλβεπαν τήν εἰκόνα νά κινῆται δεξιά-ἀριστερά, ἀλλά δέν εἶπε τίποτε. Τόν ἅγιο Χαράλαμπο τόν ἀποκαλοῦσε «παπποῦ, ἅγιε Χαράλαμπε».
Ἡ Ζωή λυπόταν ὅλους τούς φτωχούς τοῦ χωριοῦ καί τούς βοηθοῦσε κρυφά μέ ὅποιον τρόπο μποροῦσε. Μετά ἀπό τόν θάνατό της, κάποια συγγενής της πῆγε στήν Ἀμερική καί ἐκεῖ συνάντησε κάποια οἰκογένεια ἀπό τό χωριό της καί τῆς ἀποκάλυψαν ὅτι γιά πολλά χρόνια τούς συντηροῦσε ἡ Ζωή, χωρίς νά ἔχη καταλάβει κανείς τίποτα.
Εἶχε στό χωριό κάποιον οἰκογενειάρχη μέ 6 παιδιά. Τό σπιτάκι του ἦταν σάν καλύβα, ἀλλά ὁ καϋμένος δέν ἀγαποῦσε τήν δουλειά καί ζοῦσαν μέ μεγάλη φτώχεια. Ἐπειδή δέν δούλευε, οὔτε οἱ συγγενεῖς, οὔτε κανείς ἄλλος στό χωριό τούς βοηθοῦσε. Ἡ Ζωή βρῆκε τόν ἑξῆς τρόπο: Ἄφηνε ὅτι εἶχε νά δώση μέσα σέ ἕνα ἐγκαταλειμμένο τσιμεντένιο σωλήνα, πού ὑπῆρχε στήν ἄκρη τοῦ κήπου. Τοῦ ἔλγε: «Θεῖο, θά περνᾶς τό βράδυ χωρίς νά σέ βλέπη κανείς καί θά παίρνης ὅ,τι μπορῶ νά σέ οἰκονομήσω». Τοῦ ἔδινε ψωμί, τυρί, γάλα…, γιατί εἶχαν μεγάλη εὐλογία στό σπίτι της καί στά δύσκολα χρόνια τῆς Κατοχῆς, γιατί εἶχαν ζῶα καί χωράφια. Τό ἔκανε γιά πολλά χρόνια, ὥσπου μεγάλωσαν τά παιδιά του καί πρόκοψαν ὅλα.
Ὅπως ἔκανε κρυφά τίς ἐλημοσύνες, ἔτσι προσπαθοῦσε καί κρυφά νά νηστεύη. Ἡ οἰκογένειά τῆς πεθερᾶς της δέν τήν ἄφηναν νά νηστεύη ἀπό τόν φόβο μήπως ἀρρωστήση μέ τή νηστεία, ἐπειδή δούλευε σκληρά. Ἡ Ζωή διαμαρτυρόταν ἔντονα καί ἔλεγε: «Ἡ μάννα μου ἀλλοιῶς μέ ἔμαθε…». Ὅταν ἀργότερα ἔμεινε μόνη της, κρατοῦσε μέ ἀκρίβεια τίς νηστείες.
Παρ’ ὅλες τίς δυσκολίες πού πέρασε, ἦταν πάντα χαρούμενη καί ἄν εἶχε κάποια θλίψη δέν τήν φανέρωνε στούς συγγενεῖς, γιά νά μήν τούς λυπήση.
Προσπαθοῦσε νά ἀγαπήσουν τά παιδιά τήν γιαγιά τους, τήν πεθερά της, περισσότερο ἀπό αὐτήν· δέν φθονοῦσε. Χάρηκε ὑπερβολικά, ὅταν πρίν κοιμηθῆ ἡ πεθερά της τήν σταύρωσε καί τῆς ἔδωσε τήν εὐχή της μέ τήν καρδιά της.
Κάθε Πάσχα καί ἁγίων Ἀναργύρων πήγαινε καθάριζε καί ἄσπριζε τόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Καί κάθε χρόνο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς πήγαινε στό Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στό Ροδολεῖβος, σκούπιζε τίς αὐλές καί βοηθοῦσε τίς ἀδελφές σέ ὅλες τίς δουλειές γιά τήν πανήγυρη. Ὑπῆρχαν ἐκεῖ μοναχές ἀπό τό χωριό της, φίλες της, καί τίς βοηθοῦσε, ὅταν πήγαιναν γιά ἐράνους στά χωριά.
Ἐκτός ἀπό τά πεθερικά της κοίταξε ἄλλους 4 γέρους πού δέν εἶχαν συγγενεῖς. Αὐτοί ἀπό εὐγνωμοσύνη τῆς ἔδωσαν λίγα χωράφια. Ὅταν ἦταν πάνω ἀπό 70 ἐτῶν, ἤθελε νά κοιτάξη ἀκόμη ἕνα γέρο, ἀλλά δέν τήν ἄφησαν τά παιδιά της καί τῆς ἐπέτρεψαν μόνον νά πηγαίνη ὁ γέρος στό σπίτι της γιά νά τρώη, αὐτά πού ἑτοίμαζε ἡ Ζωή.
Εἶχαν στήν γειτονιά της ἕναν καθυστερημένο παπποῦ, τόν Γιώργη, ὅλοι τόν περιφρονοῦσαν. Ἡ Ζωή κάθε ἑβδομάδα ἔβαζε καζάνι νά πλύνη, ἔλεγε κρυφά στόν Γιώργη νά φέρη τά ροῦχα του, τά ἔβραζε καί τά ἅπλωνε κρυφά. Ἄν καμμιά φορά ἡ πεθερά της τό καταλάβαινε, τήν μάλωνε πολύ –φοβόταν μήν κολλήσουν ἀρρώστειες- ἀλλά αὐτή συνέχισε μέχρι τέλους νά τό κάνη.
Στά παιδιά της δίδασκε πρῶτα νά ἀγαποῦν τήν γιαγιά (τήν πεθερά της) καί μετά τους γονεῖς. Τήν κοίταξε, ὅταν εἶχε μείνει κατάκοιτη μέ τόν καλύτερο τρόπο, νά μήν τήν πληγώση, νά αἰσθάνεται ἄνετα. Τῆς ἔκανε ὑπακοή σέ ὅλα, ἐκτός ἀπό τά πνευματικά. Πήγαινε κρυφά καί καθάριζε τήν Ἐκκλησία, ὅταν τήν καλοῦσε ὁ ἱερέας. Τήν μάλωναν οἱ δικοί της ἀλλά δέν τήν ἔνοιαζε.
Ὅταν δέν εἶχε πλέον ὑποχρεώσεις, μόνο ἔπλεκε καί ἔκανε συνέχεια προσευχή. Διάβαζε Παρακλήσεις ἀπό τόν Θησαυρό Ἀγίων. Τό τροπάριο τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων «Ἅγιοι Ἀνάργυροι…» τό προσάρμοζε σέ ὅλους τους Ἁγίους μέ τήν ἁπλότητά της, π.χ. «Ἁγία Παρασκευή καί θαυματουργή…».
Ὅταν ὁ γυιός της Χριστόδουλος κοιμήθηκε (σέ 40 ἡμέρες ἀπό καρκίνο, ἀφοῦ προετοιμάσθηκε μέ ἐξομολόγηση) πολύ νέος τῆς εἶπαν νά κάνη προσευχή καί νά μήν κλάψη. Πάλι ἔκανε ὑπακοή. Γιά ὧρες ἔλεγε ὅ,τι προσευχές καί Παρακλήσεις ἤξερε. Ὅταν τελείωσαν, ρώτησε «τώρα τί νά πῶ;» καί τῆς εἶπαν νά τά ἐπαναλάβη. Στή κηδεία τήν ρώτησαν πῶς αἰσθάνεται καί εἶπε «αἰσθανόμαι μέσα τό περίσευμα τῆς χαρᾶς τοῦ παιδιοῦ μου». Ἕνας Γέροντας εἶπε «ἡ γιαγιά ἐθλεολόγησε».
Διάβασε συλλαβιστά τό Ψαλτήρι σέ διάστημα 6 μηνῶν γιά τόν γυιό της, καί μόλις τελείωσε, κοιμήθηκε καί ὁ σύζυγός της καί τό ἐπανέλαβε.
Προσπαθοῦσε νά ἐμβαθύνη στά νοήματα. Τό Ἀπόδειπνο τό ἔκανε πολλές φορές τήν ἡμέρα (ἀργά καί λίγο ψαλτά, ὅπως τόν Ἀπόστολο). Ἡ καρδιά της ἦταν στήν προσευχή καί στήν Ἑκκλησία. Καί μέ δύο σπασμένα πόδια, μέ τήν περπατηρούρα, δέν δεχόταν νά μήν πάη στήν Ἐκκλησία.
Εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στόν Ἅγιο Χαράλαμπο. Εἶχαν εἰκόνα, οἰκογενειακό κειμήλιο, πού τήν εἶχαν φέρει ἀπό τήν πατρίδα τους οἱ γονεῖς της. Τό καντήλι δέν ἔσβηνε καί στήν μνήμη του ἔκανε ἀγρυπνία στό σπίτι της, μέ τόν τρόπο πού καταλάβαινε. Μία φορά τήν ἔπιασε ὁ ὕπνος καί αἰσθάνθηκε νά τήν ξυπνᾶ ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος. Τήν εἰκόνα αὐτή εἶχαν σέ εὐλάβεια ὅλοι οἱ χωριανοί καί ὅταν ἀρρώσταιναν ζῶα, ζητοῦσαν ἕνα κομματάκι νά τά σταυρώσουν. Ἀπό ἄγνοια καί ἁπλότητα, ἔκοβαν λίγο καί τώρα φαίνεται μόνο τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου. Ὅταν πῆραν τήν γιαγιά στήν Θεσσαλονίκη, ἀπό τό χωριό πῆραν καί τήν εἰκόνα καί γιά πολύ καιρό εὐωδίαζε πάρα πολύ. Ὅλο τό σπίτι εὐωδίαζε καί μιά φορά στήν μνήμη της μυρόβλυσε.
Ὅταν ἐρχόταν Πνευματικός 2-3 φορές τόν χρόνο στό χωριό, πήγαινε πρώτη καί παρακινοῦσε καί ὅσες γνωστές της εἶχε θάρρος. Στά γεράματα τήν βοήθησε ἡ κόρη της νά θυμηθῆ ὅλη τη ζωή της καί νά κάνη μιά γενική ἐξομολόγηση. Μέ πολλή ταπείνωση δέχτηκε νά πάη μέσα στήν ἐξομολόγηση καί ἡ κόρη της, μήπως ξεχάσει κάτι. Μετά ἀπό αὐτήν τήν ἐξομολόγηση ἀρρώστησε γιά πολύ μικρό διάστημα ἀπό ἄνοια.
Μέχρι τά 70 χρόνια της δέν εἶχαν ἀσπρίσει τά μαλλιά της παρ’ ὅλες τίς ταλαιπωρίες. Ὅταν ἔμεινε κατάκοιτη καί πονοῦσε πολύ, προσπαθοῦσε νά κρύβη ἀπό τούς ἄλλους τόν πόνο της, γιά νά μήν τούς στενοχωρῆ. Ἐνῶ βογγοῦσε, μόλις καταλάβαινε ὅτι κάποιος μπῆκε στό δωμάτιο, σταματοῦσε καί ἀρνιόταν ὅτι πονάει. Εἶχε συνηθίσει στήν ὑπομονή, γι’ αὐτό δέν κούρασε κανέναν. Ὅταν πρός τό τέλος εἶχε πέσει σέ κῶμα, ὅταν ἐρχόταν ὁ ἱερέας κάθε ἑβδομάδα διά νά τήν κοινωνήση, σηκωνόταν καί κοινωνοῦσε καθιστή καί γιά λίγες ἡμέρες συνερχόταν. Τίς τελευταῖες ἡμέρες της ἔλεγε συνέχεια «ἄχ, τί καλός πού εἶναι! , τί καλή πού εἶναι!». Τήν ρώτησαν «ποιος;» καί εἶπε «ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία».
Ἔφυγε πολύ εἰρηνικά στίς 20 Δεκεμβρίου 2002. Εὐχόμαστε ὁ Θεός νά συγχωρήση τίς ἀδυναμίες της καί νά τήν ἀναπαύση.
Αἰωνία της ἡ μνήμη. Ἀμήν.
[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τό βιβλίο: «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο», Γ’ τόμος, Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος) Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.]
https://alopsis.gr/ασκητές-μέσα-στον-κόσμο-γ-ζωή-δεμιρτ/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου