Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Οἱ ἀδιάκοπες συναντήσεις τῶν ὑψηλόβαθμων κληρικῶν τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, παπικοὺς καὶ προτεστάντες, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀλλόθρησκους, πάντα στὰ πλαίσια τοῦ οἰκουμενισμοῦ, εἶναι προκλητικὲς καὶ ἀποκαλυπτικές. Ἰδιαίτερες ἐπιδόσεις στὸ ὀλέθριο αὐτὸ ἔργο ἔχει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει ποίμνιο στὴν Πόλη καὶ βρίσκει διέξοδο στὸν οἰκουμενισμὸ καὶ ἐλπίζει ὅτι θὰ εὐοδωθοῦν οἱ προσπάθειές του γιὰ τὴν ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν». Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος πιστεύει ὅτι ἡ ἕνωση θὰ γίνει πραγματικότητα ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του! Δυστυχῶς, ὁ Παναγιώτατος ζεῖ μέσα στὶς ψευδαισθήσεις, ποὺ τοῦ δημιουργοῦν οἱ ἀδιάκοπες κοινωνικές του σχέσεις μὲ... τοὺς αἱρετικούς. Νομίζει ὅτι ὁ ἴδιος καὶ οἱ αἱρετικοὶ θὰ φθάσουν στὴν κορυφὴ τῆς ἕνωσης μὲ τρόπο μαγικό, παράλογο καὶ μὴ θεολογικό. Ἀφοῦ ἀνταλλάσσει ἐγκάρδιες εὐχὲς μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ προτεστάντες καὶ ἔχει διαπιστώσει τὴν εἰλικρίνειά τους(!), πιστεύει ὅτι πλησιάζει ἡ μεγάλη ὥρα. Ὅμως ἡ ἕνωση δὲν πρέπει νὰ στηρίζεται στὴν ὑποκρισία, τὴν κοσμικὴ ἐθιμοτυπία, τοὺς ξύλινους καὶ κατὰ συνθήκην λόγους, τὰ δῶρα καὶ τὰ πλούσια δεῖπνα. Λησμονοῦν οἱ οἰκουμενιστὲς τὶς δο-γματικὲς διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν καὶ τὶς παραδόσεις, τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ τὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Τὸ πατριαρχικὸ ραβδάκι δὲν εἶναι παντοδύναμο, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ μεταβάλλει τοὺς αἱρετικοὺς σὲ Ὀρθοδόξους!
Ἀλλὰ καὶ ἂν μᾶς ἐμφανίσουν κάποια ἰδιόρρυθμη ἕνωση, δὲν πρόκειται νὰ γίνει δεκτή. Καὶ ἂς ἐμφανιστεῖ ὡς θεοφιλὴς καὶ ἐπωφελὴς γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου. Καὶ νὰ μᾶς ἀπειλήσουν καὶ νὰ μᾶς διώξουν, δὲν θὰ γίνει δεκτή. Θὰ περιοριστεῖ στοὺς κύκλους τῶν οἰκουμενιστῶν. Καὶ ὅταν ὁ διάβολος χάσει τὰ πρωτοπαλλήκαρά του, μὲ τὴν ἀναχώρησή τους ἀπὸ τὸν παρόντα μάταιο κόσμο, τὰ πράγματα θὰ ἐξομαλυνθοῦν καὶ ἡ Ὀρθοδοξία θὰ λάμψει ξανὰ ὡς μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ οὐδὲν ἕτερον.
Οἱ οἰκουμενιστὲς ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὰ ὅσα ἀπερίφραστα λένε γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιατί τοὺς θεωροῦν ξεπερασμένους, ἐνῷ αὐτοὶ ἔχουν φωτεινὰ μυαλὰ καὶ βλέπουν τὰ πράγματα διαφορετικά. Εἶναι ὀπαδοὶ τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας καὶ παράγουν μὲ τὸ «λαμπρὸ» στοχασμὸ τους σκοτεινὲς ἰδέες καὶ κάποτε πρέπει νὰ ὑπάρξει ἐπίσημη καὶ δυναμικὴ ἀντίδραση, μήπως καὶ καταλάβουν ὅτι ὁ δρόμος τους δὲν ἔχει τέρμα τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἐκεῖνο ποὺ ἰδιαίτερα ἐντυπωσιάζει στοὺς οἰκουμενιστὲς εἶναι ὅτι δὲν χρησιμοποιοῦν τὴ λέξη αἵρεση, γιατί πουθενὰ δὲν βλέπουν αἱρετικοὺς καὶ δὲν βλέπουν αἱρετικούς, γιατί ὅλοι ἀνήκουν σὲ κάποια ἀπὸ τὶς πολλὲς «ἐκκλησίες», ποὺ ἡ καθεμιὰ ἔχει κι ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστης! Ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς ξεπερνάει καὶ τὴ σκέψη τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος πολεμάει συνεχῶς τὴν ἀπόρθητη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιὰ τὶς ἄλλες δὲν γίνεται λόγος, γιατί ἀπὸ αἰῶνες τὶς ἔχει αἰχμαλωτίσει καὶ ἀκολουθοῦν τὶς δικές του ἐπιθυμίες!
Ἡ προσπάθεια νὰ πείσει κανεὶς τοὺς οἰκουμενιστὲς ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι εἶναι αἱρετικοὶ μοιάζει μὲ ἐκείνη τοῦ δασκάλου ποὺ μαθαίνει στοὺς μαθητὲς τῆς Α΄ τάξης τοῦ Δημοτικοῦ τὴν ἀλφαβήτα! Αὐτοὶ τοὺς θεωροῦν πεφιλημένους ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς καὶ συμπροσεύχονται, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτες οἱ συμπροσευχές τους ἐνώπιον τοῦ σταυρωθέντος γιὰ τὴ σωτηρία μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι «εἶναι βαρὺ καὶ φοβερὸ νὰ διαστρέψει κανεὶς τὸ λόγο τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἀσθενεῖς πνευματικὰ καὶ πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ συναισθανθοῦν οἱ ἴδιοι, ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι πρέπει νὰ διαφωτίζουν τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ τοὺς προτρέπουν νὰ μὴ ἔχουν ἐπικοινωνία μαζί τους, γιατί ἡ ἀσθένειά τους μεταδίδεται εὔκολα καὶ στοὺς ἄλλους, ἰδίως τοὺς ἀνυποψίαστους.
Ὁ Χριστὸς «δὲν ἐμποδίζει νὰ ἀναχαιτίζουμε τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀποστομώνουμε καὶ νὰ ἀνακόπτουμε τὴ θρασύτητά τους καὶ νὰ διαλύουμε τὰ συνέδριά τους καὶ τὶς συνάξεις τους, ἀλλὰ ἐμποδίζει νὰ τοὺς φονεύουμε καὶ νὰ τοὺς κατασφάζουμε», διευκρινίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης.
Ἐπίσης ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ὑποκρίνονται ὅτι εἶναι Χριστιανοί, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὄργανα τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτος ὁ λόγος του: «Σκεφθήκαμε τὴν πονηρὴ τεχνική τοῦ διαβολικοῦ πολέμου, πώς δηλαδή, ἐπειδὴ ὁ διάβολος εἶδε ὅτι μὲ τοὺς διωγμοὺς ἐκ μέρους τῶν εἰδωλολατρῶν ἡ Ἐκκλησία πληθύνεται καὶ ἀκμάζει περισσότερο, ἄλλαξε τὴ γνώμη του καὶ δὲν πολεμάει πλέον φανερά, ἀλλὰ τοποθετεῖ γιὰ μᾶς κρυφὰ καρτέρια, σκεπάζοντας τὴ δολιότητα τῶν αἱρετικῶν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ ποὺ περιφέρουν, ἔτσι ἔστω καὶ τὰ ἴδια μὲ τοὺς Πατέρες μας νὰ πάθουμε καὶ νὰ μὴ φανοῦμε ὅτι πάσχουμε γιὰ τὸ Χριστό, ἐφόσον καὶ οἱ διῶκτες μας ἔχουν τὸ ὄνομα τῶν χριστιανῶν».
Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ δέχονται οἱ οἰκουμενιστές, γιατί ἔχουν πνευματικὴ συγγένεια μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ὄχι βέβαια μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Ἔχουν ἀκόμα καὶ ἐπιμονὴ στὶς ἐσφαλμένες ἀπόψεις τους, ἴδια μὲ ἐκείνη τῶν αἱρετικῶν, γι’ αὐτὸ μόνο ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ματαιώσει τὸ καταστροφικό τους ἔργο καὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν τὴν Ὀρθοδοξία ὄχι κομμένη στὰ μέτρα τους, ἀλλὰ ἀνόθευτη καὶ λαμπερὴ ὅπως τὴν διεφύλαξε ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ πατερικὴ θεολογία καὶ ὄχι ὅπως τὴν παραμορφώνουν οἱ ὀπαδοὶ τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας, οἱ ὁποῖοι εἶναι κοσμικοὶ καὶ ἄσχετοι μὲ τὴν εὐσέβεια.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2023/09/blog-post_68.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου