(Ὁ βίος του γράφτηκε ἀπό τήν κόρη του καί τόν ὁμότιμο καθηγητή Ἰατρικῆς τοῦ ΑΠΘ κ. Κωνσταντῖνον Καρακατσάνην)
Ο π. Ἀθανάσιος γεννήθηκε τό 1925 στήν Τένεδο, στό Νησί πού βρίσκεται στά παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ἦταν εὐκατάστατη ἡ πατρική του οἰκογένεια. Ἦταν μωρό ἀκόμα, ὅταν οἱ Τοῦρκοι σκότωσαν τόν πατέρα του, Ἀντώνη. Ἔτσι ἡ μητέρα του, Ἀσπασία, ἀναγκάστηκε γιά νά γλυτώση ἀπό τούς Τούρκους, νά πάρη τά τέσσερα παιδιά της καί νά ἔλθη νά μείνη τό 1929 στήν Ἑλλάδα.
Ἐδῶ ἔζησε μέσα στήν φτώχεια καί στήν καταφρόνια. Ὁ μικρός Θανάσης, γιά νά βοηθήση οἰκονομικά τήν οἰκογένειά του, ξεκίνησε νά ἐργάζεται ἀπό πολύ μικρή ἡλικία. Μέ τίς κακουχίες πού βίωναν, πέθαναν οἱ δύο μεγαλύτερες ἀδελφές του, ἡ Εἰρήνη καί ἡ Βασιλική.
Γνώρισε τόν Χριστό ἀπό τά Κατηχητικά σχολεῖα καί ἀπό τίς χριστιανικές Ὀρθόδοξες ἀδελφότητες, Λάτρευε τόν Θεό. Κόχλαζε λάβα θείου ἔρωτα στά στήθη του.
Σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν περίπου δούλευε σέ κάποιο βουλκανιζατέρ στήν Θεσσαλονίκη. Τά βράδια κοιμόταν ἐκεῖ, πάνω σέ σαμπρέλλες. Συνήθιζε νά διαβάζη καθημερινά τήν Ἁγία Γραφή. Στέναζε τότε ἡ πατρίδα μας κάτω ἀπό τήν γερμανική κατοχή. Κάποια ἡμέρα ἔκαναν ἔφοδο οἱ Γερμανοί στό βουλκανιζατέρ καί ἕνας στρατιώτης ἔβαλε τό περίστροφο στόν κρόταφό του γιά νά τόν σκοτώση. Εἶδε ὅμως τήν Ἁγία Γραφή ἀνοικτή καί τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ποῦ εἶχε ἐπάνω της καί ἔτσι τόν ἄφησε νά ζήση. Τό χέρι τοῦ Θεοῦ τόν προστάτευε συνεχῶς καί μέ θαυμαστό τρόπο.
Κάποια ἡμέρα στήν πλατεία τῆς Ἁγίας Σοφίας, μέσα στά χρόνια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, περπατοῦσε ἀρκετός κόσμος. Πυρπολούμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα, ἦταν λαϊκός ἀκόμα, ἀνέβηκε πάνω σέ ἕνα δένδρο καί κήρυξε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τόν ἄκουσαν μέ προσοχή. Συνήθιζε νά τό κάνη αὐτό.
Χειροτονήθηκε διᾶκος στήν Ἔδεσσα στίς 1-3-1952 καί τήν ἑπομένη χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Τοποθετήθηκε στό Ριζάρι τῆς Ἐδέσσης, ὅπου διετέλεσε ἱερεύς ἐπί 17 συναπτά ἔτη. Εἶχε τελειώσει ἱερατική Σχολή στήν Ἀθήνα καί Σχολή ἐξομολόγων στήν Φλώρινα.
Εἶχε μεγάλη αὐταπάρνηση καί ἀνιδιοτέλεια. Πρῶτα σκεφτόταν ὅλους τούς ἄλλους καί τελευταῖο τόν ἑαυτό του. Κάποια χρονιά ἔγιναν μεγάλες πλημμύρες στό Ριζάρι καί πολλές οἱκογένειες ἔχασαν μέσα στήν λάσπη πολλά πράγματά τους. Ἀπό διάφορες πλευρές ἐστάλη βοήθεια σέ ρουχισμό, ὑποδήματα καί τρόφιμα. Ἔτρεχε μέσα στά νερά καί στίς λάσπες καί βοηθοῦσε ὅλους. Τά παπούτσια του ἦταν χαλασμένα, εἶχαν ἀνοίξει. Δέν διανοήθηκε νά κρατήση τίποτα γιά τόν ἑαυτό του. Πάντα ἦταν σίγουρος ὅτι ὁ Θεός θά τόν φροντίση.
Στό Ριζάρι ὁ Ναός ἦταν μικρός καί παλιός. Ὁ τότε Ἐπίσκοπος τοῦ ζήτησε νά κτίση καινούργιο Ναό. Ὁ κόσμος ἦταν πτωχός καί δέν μποροῦσε νά συνεισφέρη καί τά χρήματα πού ἀπαιτοῦσαν ἦταν πολλά. Δέν ἤξερε τί νά κάνη. Προσευχόταν στόν Θεό. Ἄρχισε νά στέλνη ἐπιστολές, στά Ἑλληνικά, στούς διάσημους ὅλου τοῦ κόσμου (ἔψαχνε καί εὕρισκε τίς διευθύνσεις τους- δέν ὑπῆρχε τότε internet) . Ὁ Θεός εὐλόγησε καί ἀνταποκρίθηκαν οἱ περισσότεροι. Ἔστειλαν χρήματα γιά νά γίνη ὁ Ναός, ὁ Τζών Κένεντυ, ἡ Μέρλιν Μονρόε, πολλοί ἐφοπλιστές καί διασημότητες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐντός καί ἐκτός τῆς Ἑλλάδος. Ἔτσι τό χωριό ἀπέκτησε τόν πανέμορφο Ναό, πού τό κοσμεῖ μέχρι σήμερα.
Τά ἄμφια πού φοροῦσε εἶχαν φθαρῆ· κάτι πού τόν στενοχωροῦσε. Ἤθελε νά ἔχη λίγο πιό καλά ἄμφια γιά νά ἐπιτελῆ τίς ἱερές Ἀκολουθίες. Δέν εἶχε ὅμως χρήματα γιά νά κάνη καινούργια. Κάποια ἡμέρα ἔρχεται στό χωριό ἕνας κύριος ἀπό την Ἔδεσσα καί τοῦ λέει : «Πάτερ, πές μου τί ἄμφια ἔχεις ἀνάγκη καί θά στά κάνω ἐγώ. Εἶδα στόν ὕπνο μου τόν τάδε Ἅγιο καί μοῦ εἶπε πήγαινε στόν ἱερέα του Ριζαρίου καί ὅ,τί ἄμφια ἔχει ἀνάγκη νά του τά κάνης».
Κάθε ἡμέρα ἔβαζε πρῶτα μετάνοια στήν μητέρα του, φιλοῦσε τό χέρι της, ἔπαιρνε τήν εὐχή της καί μετά ἔφευγε ἀπό τό σπίτι γιά νά ἀσχοληθῆ μέ τήν διακονία καί τό λειτούργημά του. Κατά καιρούς ἔβαζε μετάνοια καί στά μικρά παιδιά του, ὅταν καμμιά φορά τά μάλωνε. Αὐτό τά συγκλόνιζε. Ἔλεγαν μεταξύ τους: «Νά μήν τόν στενοχωρήσωμε ξανά, γιά νά μήν τόν φέρωμε στήν δύσκολη αὐτή θέση νά μᾶς βάλη μετάνοια».
Ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς. Συνήθιζε στό χωριό, σχεδόν καθημερινά, νά πηγαίνη βαθιά μέσα στό βουνό γιά νά μήν τόν ἀκούη κανείς, καί ἐκεῖ στήν ἐρημιά μόνος, μόνος μέ τόν Θεό, προσευχόταν μέ δυνατή φωνή.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγη ἀπό τό Ριζάρι καί νά ἔρθη στήν Θεσσαλονίκη, τό χωριό συγκεντρώθηκε καί προσπάθησε μέ πολλούς τρόπους νά τόν κρατήση. Τελικά, σύσσωμοι ὅλοι, κι αὐτοί ἀκόμη πού δέν πήγαιναν στήν Ἐκκλησία, μέ δάκρυα στά μάτια, τόν ἀποχαιρέτησαν.
Γιά ὅλες τίς ἀνάγκες τίς δικές του καί τῆς οἰκογενείας του, ἀπευθυνόταν ἀποκλειστικά στόν Θεό. Δέν ἤθελε νά ἀπευθύνεται σέ ἀνθρώπους. Γιά ὅ,τί πρόβλημα ἀντιμετώπιζε ἡ οἰκογένειά του, ἔλεγε δυνατά : «Βρέ ὁ Θεός ζεῖ, μᾶς ἀκούει, προσευχηθεῖτε». Κάποτε ὁ γυιός του ἐπρόκειτο νά δώση κάποια τέστ γιά τήν ἐπαγγελματική του πορεία. Τόν πλησίασε κάποιος κύριος πού γνώριζε τόν π. Αθανάσιο καί τοῦ ἔδωσε ἕνα χαρτί μέ ἕνα ὄνομα καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε, βρες ἐκ μέρους μου αὐτόν τόν κύριο στήν Ἀθήνα, ὅταν πρόκειται νά περάσης ἀπό τά τέστ, γιά νά σέ βοηθήση». Διηγήθηκε τό περιστατικό στόν πατέρα του, ὁπότε ἐκεῖνος, παίρνει τό χαρτί τό σχίζει καί τοῦ λέει : «΄΄Μη πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας ἐπί υἱούς ἀνθρώπων οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία΄΄ καί ΄΄ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ἐλπίζων ἐπί ἄνθρωπον΄΄, ἔτσι μᾶς διδάσκει, παιδί μου, ὁ Θεός στήν Ἁγία Γραφή. Μήν ἐλπίζης σέ ἄνθρωπο· νά ἔχωμε τήν ἐλπίδα μας στόν Θεό καί δέν θά μᾶς ἀφήση. Πήγαινε δῶσε τίς ἐξετάσεις, στηριζόμενος μόνο στόν Θεό. Ἔτσι χάριτι Θεοῦ, πέρασε τίς ἐξετάσεις.
Ἀπέφευγε νά λέη πολλά λόγια γιά τόν Θεό καί νά γίνεται κουραστικός. Μιλοῦσε γιά τόν Θεό κυρίως μέ τήν ζωή του. Δίδασκε μέ τήν ὅλη βιοτή του. Κήρρυτε μέ τίς πράξεις του τήν λατρεία πρός τόν Θεό καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους.
Ὁ παπα-Ἀθανάσιος ἐπειδή ζοῦσε τόν Χριστό, τόν κήρυττε παντοῦ. Στόν δρόμο μέ κάποια ἀφορμή μιλοῦσε στούς ἀνθρώπους γιά τόν Χριστό καί τόν πρόσεχαν, στό ἀστικό πρόσφερε καραμέλλες καί ἔπιανε συζήτηση, περνοῦσε ἀπό τά καταστήματα καί μέ χαρά ἄκουγαν οἱ καταστηματάρχες ὅ,τι τούς ἔλεγε καί τόν ὑπεραγαποῦσαν, πήγαινε ἔξω ἀπό τά δικαστήρια, συζητοῦσε καί συμφιλίωνε τούς ἀντιδίκους. Παντοῦ ἔφερνε τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη ὡς μιμητής τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης.
Εἶχε μία ἀνεπιτήδευτη πηγαία ἀγάπη καί ἁπλότητα πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἡ ὅλη του ἐγκράτεια καί ἁπλῆ συμπεριφορά εἶχε πνευματική δύναμη καί μεταδοτικότητα, μετέδιδε Χριστό καί τόν ἄκουγαν μέ προσοχή καί ἐνδιαφέρον. Πολλές ψυχές βρῆκαν πνευματική ἀνάπαυση κοντά του.
Ἄνθρωποι πού ζοῦσαν συνειδητά τήν ἁμαρτία, σέ καταγώγια, σέ νυχτερινά στέκια, σέ οἴκους ἀνοχῆς, ἔνοιωθαν βαθιά συγκίνηση, ὅταν τόν ἄκουγαν ἤ ἐπικοινωνοῦσαν μαζί του γιά κάποιο λόγο. Τόν πλησίαζαν, ἔκαναν μετάνοια, ἐξομολογοῦνταν ἄλλαζαν ζωή. Δέν ἦταν αὐστηρός μέ τούς ἄλλους, ἦταν γλυκύς, ζεστός, ἤπιος. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ὑπαίτιο γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων.
Ὅλη του ἡ ζωή ἦταν ἕνα κήρυγμα μετανοίας. Διακαής του πόθος ἦταν νά μεταδώση στούς ἀνθρώπους τό μήνυμα τῆς σώζουσας ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου, νά δῆ τό μήνυμα αὐτό νά ριζώνη στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί νά καρποφορῆ τήν σωτηρία τους. Ποθοῦσε νά γνωρίση ὁ κάθε ἄνθρωπος τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἔρχεται στόν κόσμο, ποιός εἶναι ὁ προορισμός του. Δίδασκε μέ ὅλη του τήν ζωή, ὅτι σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά γίνη ὁ ἄνθρωπος ὅ,τι καί ὁ Χριστός: Θεός κατά φύση καί ἄνθρωπος ὁ Χριστός, Θεός κατά χάρη καί ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος.
Μεγάλη ἀγάπη καί φροντίδα ἔδειχνε σέ ὀρφανά παιδιά καί χῆρες. Τό ἴδιο ἐνοιωθε γιά τους ἡλικιωμένους. Οἱ γέροντες στό Χαρίσειο γηροκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης τόν περίμεναν μέ λαχτάρα. Τούς ἐπισκεπτόταν συχνά.
Τά μικρά παιδιά τά ἀγαποῦσε καί τά φρόντιζε. Κουβαλοῦσε μαζί του καραμέλλες καί τίς μοίραζε στά παιδιά. Τά παιδιά τό ἤξεραν αὐτό καί τό περίμεναν καί ἔτρεχαν γύρω του γιά νά πάρουν τήν καραμελλίτσα τους. Ἕτσι πολλά παιδιά πού δέν τά πήγαιναν οἱ γονεῖς τους στήν Ἐκκλησία, ἔβαζαν μέσα τους μία ὄμορφη ἄποψη γιά τήν ἱερωσύνη. Ὁ κόσμος τόν ἀγαποῦσε κι ἔτρεχε νά τόν συναντήση γιά τρεῖς κυρίως λόγους: γιά τήν ἁπλότητά του, γιά τήν ταπείνωσή του καί γιά τήν ἀγάπη του. Ἀγαποῦσε ὅλους τους ἀνθρώπους χωρίς διακρίσεις.
Ὅταν ἄκουγε τά προβλήματα καί τους πόνους τῶν ἀνθρώπων, ἔκλαιγε μαζί τους. Ἔκανε πάντα δυνατή προσευχή γιά τόν καθένα ξεχωριστά. Ὅταν γύριζε σπίτι του, ἔλεγε συχνά: «Ἐγώ φταίω γιά τά προβλήματα αὐτά, ἄν εἶχα πίστη καί ἁγιότητα θά μέ ἄκουγε ὁ Θεός καί θά τά ἔλυνε». Γινόταν κάπου στόν κόσμο μία φυσική καταστροφή, προσευχόταν ἀτέλειωτες ὧρες καί ἡμέρες γιά νά δώση βοήθεια, κουράγιο καί λύτρωση ὁ Θεός.
Ἐνῶ ἦταν πτωχός καί μέ δυσκολία ζοῦσε τήν οἰκογένειά του, ὅταν εἶχε λίγα χρήματα στήν τσέπη δέν δίσταζε νά τά μοιράζη σέ ἄλλους πού εἶχαν ἀνάγκη. Ἔστελνε δέματα σέ ἄπορες οἰκογένειες, μέ κάποιον τρόπο καί ζητοῦσε νά μήν ποῦν ποιός τά στέλνει.
Ὡς ἐξομολόγος ἀνάπαυσε πολύ τίς ψυχές καί τίς βοηθοῦσε πνευματικά. Ὁ ἅγιος Παΐσιος, παρ’ ὅτι δέν ἀντάμωσαν ποτέ, τοῦ ἔστελνε συχνά ψυχοῦλες γιά ἐξομολόγηση.
Ὁ μακαριστός πρωτοπρεσβύτερος π. Παναγιώτης Καραγιάννης, ἐφημέριος ἐπί χρόνια στόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν Θεσσαλονίκης, μαρτυρεῖ: «Ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Ἀθανάσιος Μπελαντώνας ἦταν μία σπανία καί ἀνεπανάληπτη ἱερατική προσωπικότητα. Ὁ Κύριος τόν κατεκόσμισε μέ τρία μεγάλα χαρίσματα: τό προορατικό, τό διορατικό καί τήν προθυμία. Διάδημα ἐπί τῆς κεφαλῆς του ἡ ἄκρα ταπείνωση. Θά ἀναφέρω ἕνα καί μόνο θεοσήμαντο σημεῖο πρός δόξαν Θεοῦ. Τό 1980 ἦλθα ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Μεσσηνίας καί ὁ Κύριος ἕνα ἀπόγευμα μέ ὡδήγησε στόν Ἅγιο Μηνᾶ. Βλέπω νά βγαίνη ἀπό τό ἐξομολογητήριο ἕνας σεβάσμιος ἱερεύς μέ ἐπιβλητική μεγαλειότητα. Μόλις μέ εἶδε μέ κάρφωσε μέ τό πύρινο βλέμμα του καί δείχνοντάς μέ μέ τό δάκτυλο, μοῦ λέγει μέ βροντερή φωνή:΄΄Εἶσαι ὁ πατήρ Παναγιώτης καί ψάχνεις γιά πνευματικό· πέρασε μέσα΄΄. Δέν θά γράψω τίποτε ἄλλο, γιατί δέν ὑπάρχουν λόγια νά περιγράψουν οὔτε καί νά σκιαγραφήσουν τήν ἁγία αὐτή ἱερατική μορφή».
Ὡς Ἱερέας βίωσε πολλά γεγονότα κατά τήν Θ.Λειτουργία. Κάθε φορά λειτουργοῦσε σάν νά ἦταν ἡ πρώτη του φορά. Πολύ συχνά τό Ἐκκλησίασμα ἄκουγε τούς λυγμούς του καί ἔβλεπε τά δακρυσμένα μάτια στήν ἐπικοινωνία του μέ τόν Θεό.
Κάποιοι ἄνθρωποι ἀνέφεραν ὅτι τόν ἔβλεπαν τήν ὥρα πού λειτουργοῦσε νά μήν πατᾶ στό ἔδαφος. Ἕνας μάλιστα ἐξ αὐτῶν, γνωστό πρόσωπο στήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, πού δέν πίστευε μάλιστα, ἀλλά βρέθηκε στόν Ναό λόγῳ κάποιου μνημοσύνου, τόν εἶδε νά μήν πατᾶ στό ἔδαφος καί νόμισε ὅτι δέν ἔβλεπε καλά. Γι’ αὐτό βγῆκε γιά λίγο ἔξω καί ὕστερα ξαναμπῆκε στόν Ναό. Εἶδε πάλι τό ἴδιο. Ἀπό τότε πίστεψε καί πολλές φορές τόν μετέφερε μέ τό αὐτοκίνητό του, σέ διάφορες ἀνάγκες, πού προέκκυπταν.
Κάποια ἡμέρα, πῆγε στόν Ναό γιά τίς ἐξομολογήσεις. Δέν ἦταν ἐφημέριος τήν ἡμέρα ἐκείνη. Στόν Ναό δέν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ὁ ἄλλος ἱερέας. Προχώρησε πρός τό Ἱερό ἀπό τήν δεξιά εἴσοδο. Ξαφνικά ἔνοιωσε νά καρφώνωνται τά πόδια του καί νά μήν μπορῆ νά τά ἐλέγξη. Ἔλεγε μέσα του «τί θέλεις ἀπό μένα, Κύριε;» . Μία δύναμη τόν ὁδήγησε στήν ἁγία Πρόθεση. Ἐκεῖ εἶδε τό ἅγιο Πνεῦμα γεμᾶτο ἀπό τήν πρωϊνή θ. Λειτουργία, διότι δέν εἶχε γίνη ἡ καταλυση. Ὁ Θεός τόν ὁδήγησε γιά νά τήν κάνη.
Κάποια ἄλλη φορά, κοινώνησε ἕναν μοναχό, μεγάλης ἡλικίας, πού τόν στήριζε μία κυρία. Μία ὥρα μετά, ἡ κυρία ἦρθε στόν Ναό καί τόν παρακάλεσε νά ἔρθη ἐπειγόντως στό σπίτι της. Πῆγε. Ἐκεῖ ὁ γέροντας τόν κοίταξε μέ ὀρθάνοιχτα τά μάτια καί τόν ρώτησε:
– Πάτερ, τί μοῦ ἔδωσε στήν μεταλαβιά;
– Γιατί ρωτᾶς; γέροντα; ἀφοῦ ξέρεις.
– Πάτερ, ἦταν αἷμα καί κρέας, δέν μποροῦσα νά τό καταπιῶ καί στό τέλος τό ἔσπρωξα μέ τό δάκτυλό μου.
– Γέροντα, κάτι βαραίνει τήν ψυχή σου. Ὁ Θεός σοῦ στέλνει σημεῖο. Πές μου, σέ παρακαλῶ.
– Ἔχω μία ἀνηψιά τήν ὁποία δέν μπορῶ νά σγυχωρήση γιά κάτι πού μοῦ ἔκανε.
Ὁ παπα- Θανάσης τόν ἔπεισε. Τῆς τηλεφώνησε ἐκείνη τήν ὥρα καί τήν κάλεσαν στό σπίτι. Αὐτή ἦρθε πρόθυμα. Ἀγκαλιάστηκαν καί ἀλληλοσυγχωρέθηκαν. Τήν ἄλλη ἡμέρα ὁ γέροντας ἔφυγε ἕτοιμος γιά τόν οὐρανό.
Βίωσε πολλές διώξεις καί συκοφαντίες. Προσευχόταν πολύ γιά ὅσους τοῦ ἔκαναν κακό καί μόλις τοῦ δινόταν εὐκαιρία τούς εὐεργετοῦσε. Κάποιος πού τόν συκοφάντησε πολύ, ἦταν ἄρρωστος στό νοσοκομεῖο καί εἶχε ἀνάγκη αἵματος. Πρῶτος ὁ παπα-Θανάσης πῆγε κι ἔδωσε. (Ἦταν αἱμοδότης). Ὅταν ὁ ἄρρωστος ἔγινε καλά, πῆγε στό σπίτι τοῦ ἱερέα καί ἔπεσε στά γόνατα καί ζητοῦσε νά τόν συγχωρέσει γιά τά ψέματα πού εἶπε εἰς βάρος του.
Στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του εἶχε χάσει τό φῶς του. Δέν γόγγυζε καθόλου γι’ αὐτό. Πῆγαινε ψηλαφιστά σέ κάθε εἰκόνα καί προσευχόταν στούς Ἁγίους νά βοηθήσουν τούς ἀνθρώπους σέ ὅλο τόν κόσμο νά ξεπεράσουν τά δεινά καί τά βάσανα τῆς ζωῆς τους.
Κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ τήν 1η Μαρτίου 2017 ὁ ἀκούραστος ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ζωή ἦταν ἕνα διαρκές δίδαγμα εὐσεβείας. Κηδεύτηκε στίς 2-3-2017, μνήμη τοῦ ἁγίου παπα-Νικόλα τοῦ Πλανᾶ.
Ὁ βίος του ἦταν σημαδεμένος ὑπό τῆς θείας χάριτος. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ π. Ἀθανάσιος χειροτονήθηκε διᾶκος τήν 1-3-1952 καί ὥρα 10:00΄ καί κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ 65 χρόνια ἀργότερα, πάλι ὅμως τήν ἴδια ἡμέρα καί ὥρα, δηλαδή 1-3-2017 καί ὥρα 10:00΄.
Τόσο τά κατά σάρκα παιδιά του ὅσο καί τά πνευματικά του παιδιά, δοξάζομε καί εὐχαριστοῦμε τόν Θεό μας, γιατί μᾶς ἀξίωσε νά ἔχωμε πατέρα μας τόν π. Ἀθανάσιο.
***
Στήν συνέχεια παρατίθεται καί μία ἄλλη βιογραφία του ἀπό τό πνευματικό του τέκνο κ. Κωνσταντῖνον Καρακατσάνη, ἡ ὁποία παρουσιάζει ἄλλες πτυχές ἀπό τήν ἐνάρετη βιοτή του καί τήν προσφορά του:
Τόν π. Ἀθανάσιο γνώρισε ὁ γράφων λίγο καιρό πρό τοῦ γάμου του. Μοῦ ἔκανε ἀμέσως ἐντύπωση τό ἀνεπιτήδευτο του ὕφος του, ἡ πηγαία του συμπεριφορά, ἡ ἐγκάρδια ἀγάπη του καί τό γνήσιο πατρικό του ἐνδιαφέρον. Εἶχες τήν αἴσθηση ὅτι γνωριζόσουν ἀπό χρόνια μαζί του καί γι’ αὐτό τοῦ ἄνοιγες τήν καρδιά σου ἀνεπιφύλακτα, ἀπό τήν ἀρχή τῆς γνωριμίας μαζί του. Τά χρόνια περνοῦσαν καί ὁ πνευματικός δεσμός γινόταν ὅλο καί ἰσχυρότερος, παρά τίς κάποιες ἰδικές μου ἀνυπακοές. Δέχτηκε ἐπίσης σάν πνευματικά του παιδιά – καί τά ἀγάπησε σάν ἰδικά του παιδιά- καί τά τέσσερα δικά μας τέκνα. Ἡ ἐκ τοῦ σύνεγγυς πνευματική μας σχέση διακόπηκε, μετά ἀπό 38 συναπτά ἔτη, ὅταν λόγῳ τῆς ἀσθενείας τοῦ ἀδυνατοῦσε πλέον νά ἐξομολογῆ.
Ὁ π. Ἀθανάσιος ὡς Λειτουργός
Γιά λόγους πρακτικούς, ἔχοντας τά τέσσερα μικρά παιδιά μας, ἐκκλησιαζόμασταν συνήθως -ὅπως καί πολλοί ἄλλοι νεαροί πολύτεκνοι οἰκογενειάρχες- στόν ἱερό Ναό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Θεοδώρας στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου ὑπῆρχε αὐλή καί μποροῦσαν τά μικρά εὐκολώτερα νά ἐκκλησιάζωνται. Γιά τό λόγο αὐτόν, λίγες σχετικά φορές εἴχαμε τήν εὐκαιρία νά δοῦμε λειτουργοῦντα τόν π. Ἀθανάσιο. Ἡ πρώτη μας ἐμπειρία συμμετοχῆς τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο ἀπό τόν π. Ἀθανάσιο, ἦταν κατά τήν ἑορτή τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ στήν ὡς ἄνω Ἱερά Μονή.
Μέ τό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία….» καί τήν ἔναρξη τῶν ἐκφωνήσεων ὑπό τοῦ Λειτουργοῦ Ἱερέως, ὅλοι καθηλωθήκαμε. Οἱ λέξεις στίς αἰτήσεις μία-μία καθαρά καί ἀργά προσφερόμενες, ἡ ἔνθεος συστολή τοῦ Λειτουργοῦ, ἡ κατάνυξή τοῦ ὕφους, ἡ ἱεροπρέπεια στίς κινήσεις ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί ἡ αἴσθηση ὅτι ἡ θεία Λειτουργία ἐτελεῖτο ὄχι σέ ἐπίγειο, ἀλλά οὐράνιο Θυσιαστήριο, ἦταν πρωτόγνωρες καί συγκλονιστικές. Μέ τήν πρόοδο τῆς θείας Λειτουργίας καί τήν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν, ἰδιαίτερα ἐκείνης τῆς ἀγίας ἀναφορᾶς – «…καί παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν καί οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν ἕως ἡμᾶς εἰς τόν οὐρανόν ἀνήγαγες καί τήν βασιλείαν Σου ἐχαρίσω τήν μέλλουσαν. Ὑπερ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμεν Σοι…»- ὁ ἱερουργῶν ἱερεῦς, μέ παλλόμενη φωνή, μετά βίας ἐπρόφερε τίς λέξεις προσπαθώντας νά συγκρατήση τά εὐγνώμονα δάκρυά του, τά ὁποία μετέδιδαν αἴσθηση τῶν ἐνθέων ἐμπειριῶν του. Ἦταν μοναδική ἐμπειρία νά βλέπη κάποιος τόν Λειτουργό ἱερέα, κατά τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας, ὅλον μετάρσιον, ὅλον πυρίπνουν, ὅλον ἔνθεον, ζήλῳ θείῳ καί πυρί πυρπολούμενον, ὅλον φῶς ἐκλάμποντα!
Δέν ἦταν ἐξαίρεση ἡ προαναφερθεῖσα θεία Λειτουργία. Καί ἄλλες φορές, κατά τίς ὁποῖες συμμετείχαμε σέ θεῖες Λειτουργίες μέ τόν π. Ἀθανάσιο λειτουργοῦντα, τίς ἴδιες ἐμπειρίες εἴχαμε. Ὁ κεκοιμημένος πλέον καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., κυρός Ἰωάννης Φουντούλης, μᾶς ἐδιηγεῖτο κάποτε σέ Πανεπιστημιακή παράδοση ὅτι κάποια Κυριακή εἶχε πάει νά ἐκκλησιασθῆ στόν Ἱερό Ναό τῆς «Παναγίας τῆς Δεξιᾶς» στήν Θεσσαλονίκη (λειτουργοῦντος τοῦ π. Ἀθανασίου, ὅπως μάθαμε ἐκ τῶν ὑστέρων). Παρακολουθοῦσε τήν θεία Λειτουργία μέσα στό Ἱερό Βῆμα. Κατά τήν διάρκεια τῆς καθαγιάσεως τῶν Τιμίων Δώρων, συγκλονίσθηκε τόσο πολύ, ὅπως μᾶς ἔλεγε ἀπό τόν Λειτουργό ἱερέα, διότι αὐτός ἐκτελοῦσε τό Μυστήριον τῆς καθαγιάσεως μέ τέτοια συστολή καί εὐλάβεια, ὡς ἐάν εὑρίσκετο ἐνώπιον τοῦ οὐρανίου Θυσιαστηρίου καί ὄχι στή γῆ! Ὡμολογοῦσε ἀργότερα ὁ πατήρ: «Ἡ θεία Λειτουργία μέ συγκλόνιζε, μέ ἀνέβαζε στά οὐράνια!».
Ὁ π. Ἀθανάσιος ὡς Ἐξομολόγος
Ὅταν ἐγνώρισε ὁ γράφων, ὡς πνευματικό Πατέρα καί ἐξομολόγο, τόν π. Ἀθανάσιο, τό ἔτος 1977, ὁ πατήρ ἦταν ἔμφορτος πνευματικῶν ἐμπειριῶν καί τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας. Ἦταν, γιά τόν λόγο αὐτόν, πολύ φιλάνθρωπος καί πολύ ἐπιεικής. Ἐξ ὅσων γνωρίζομε, πνευματικό «κανόνα», ἐπιτίμιο, σπανίως ἔβαζε· σκοπός του στίς περιπτώσεις αὐτές, ὅπως ἔλεγε, ἦταν νά συνειδητοποιήσουν οἱ ἐξαμαρτήσαντες ὅτι μέ τά παραπτώματά τους βλασφήμησαν καί ξανασταύρωσαν τόν φιλεύσπλαχνο Κύριο. Προσπαθοῦσε νά κινητοποιήση τό φιλότιμο τοῦ ἐξομολογουμένου, ὑπενθυμίζοντας τήν ἀκατάληπτη ἀγάπη καί τό ἀνεξιχνίαστο καί μέγα ἔλεος τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος, Θεός ὤν, ἔγινε ἄνθρωπος, ἐξυβρίσθηκε, περιπαίχθηκε, ἐρραπίσθηκε, κολαφίσθηκε, ὑπέστη τόν ἀτιμωτικό σταυρικό θάνατο, ἐλογχεύθηκε, ἐτάφη, ἀνέστη, ἀνελήφθη, καί ἐποίησεν συγκάθεδρον μέ τόν Πατέρα Θεόν τήν πεπτωκυΐαν ἀνθρωπίνη φύση! Πόσον θά πρέπη νά μᾶς συγκλονίζη τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου καί πόσο βαθιά καί διηνεκής θά πρέπη νά εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη μας! Ἐτόνιζε ὅτι, ἁμαρτάνοντας ἐξυβρίζομε, πληγώνομε καί σταυρώνομε πάλι Αὐτόν τόν φιλάνθρωπο Δεσπότη καί Κύριο καί λυποῦμε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον!
Ἐτόνιζε ὑπερβαλλόντως ὁ π. Ἀθανάσιος τήν μέγιστη σημασία τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς γιά τόν ὅλον πνευματικό ἀγῶνα τοῦ Χριστιανοῦ, γιά τήν καταπολέμηση τῶν παθῶν καί, εἰδικώτερα, ὡς τοῦ πλέον ἀποτελεσματικοῦ μέσου ἀποφυγῆς τῆς ἁμαρτίας ἐν συνδυασμῷ μέ τήν διαρκή πνευματική ἐγρήγορση. Ὅλοι κινδυνεύουμε, ἔλεγε. Νά μήν παίζωμε μέ τήν ἁμαρτία. Νά προσέχωμε, νά ἐξομολογούμαστε, νά εἴμαστε στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μήν μᾶς ἐγκαταλείψη ἡ χάρη Του. «Ὁ δοκῶν ἐστάναι, βλεπέτω μη πέσῃ». Ἐτόνιζε ἐπίσης πόσον μεγάλη ἀρετή εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ αὐτογνωσία. Ὑπενθύμιζε ὅτι, ὅταν ἔχωμε εἰλικρινῆ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας, τῆς ἐλεεινότητας καί τῆς ἐνοχῆς μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, μᾶς δέχεται, μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός καί παρέχει ἄφθονη τήν χάρη Του. Χωρίς τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα σακκί μέ ἀνθρώπινες ἀκαθαρσίες, ἔλεγε. Ἐπίσης, δέν παρέλειπε νά συνιστᾶ νά μήν χαλαρώνουμε, ἀλλά νά βιάζωμε τόν ἑαυτό μας στήν ἐπιτέλεση τῶν πνευματικῶν μας καθηκόντων.
Ἡ εἰλικρινής μετάνοια καί ἡ αὐτοκατάκριση εἶναι μεγάλη ἀρετή, ἐπαναλάμβανε ὁ πατήρ. Ἡ μετάνοια αὐτή καί ἡ ἀκολουθοῦσα συντριβή, ὅπως ἐκείνη τοῦ σταυρωθέντος ληστοῦ, «συγκινεῖ» τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος πάραυτα συγχωρεῖ ὅλα τά ἠμαρτημένα. Ἡ μετάνοια λυτρώνει καί χαρίζει τήν υἱοθεσία στούς εὐγνώμονες δούλους Του. Πόσον φιλάνθρωπον Δεσπότην ἔχομε! , ἔλεγε. Συνιστοῦσε, μάλιστα, νά κτυποῦμε τελείως τό στῆθος μας προσευχόμενοι ὑπέρ συγχωρήσεως τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων. Προσέθετε ἐπίσης ὅτι τά χαρακτηριστικά τῆς ἀληθοῦς μετανοίας εἶναι ἡ ἐν ταπεινώσσει ἀναγνώριση τῆς ἀχρειότητάς μας, ἡ διόρθωση τοῦ βίου, ἡ ἀπουσία ἀπόγνωσης καί ἡ σταθερή ἐλπίδα στήν ἄπειρη ἀγάπη καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Σέ κάθε εὐκαιρία καί ἐπανειλημμένως –καί «φορτικῶς» τολμοῦμε νά εἰποῦμε- ὑπεγράμμιζε ὁ πατήρ πόσον ἀπαραίτητη εἶναι γιά τόν καθημερινό ἀγῶνα τοῦ κάθε χριστιανοῦ ἡ συναίσθηση τῆς ἁπανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε ὅτι ἡ συναίσθηση αὐτή εἶναι γεννήτρια ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ὑπενθύμιζε μάλιστα, τό ψαλμικόν «Προωρώμην τόν Κύριόν μου ἐνώπιόν μου διά παντός ὅτι ἐκ δεξιῶν μου ἐστιν, ἵνα μη σαλευθῶ». Ἡ συναίσθηση αὐτή, ἔλεγε, εἶναι τό ἰσχυρότερο ἀποτρεπτικό ὅπλο γιά τήν τέλεση ὁποιασδήποτε ἁμαρτίας. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ συναίσθηση διεφύλαξε τήν παρθενία καί ἁγνότητα τοῦ πάγκαλου Ἰωσήφ, ὅταν προκλήθηκε τόσον, μάλιστα, βίαια ἀπό τήν γυναῖκα τοῦ Πετερφρῆ. « Πῶς ποιήσω τό ρῆμα τό πονηρόν τοῦτο, καί ἁμαρτήσομαι ἐναντίον του Θεου;» εἶπε ὁ Ἰωσήφ καί διέφυγε γυμνός, ἀποφεύγοντας τήν φοβερή ἁμαρτία τῆς μοιχείας. Πόσον, ἀλήθεια, τόν ἐτίμησεν ὁ Θεός γιά τόν «φόβον» τόν ὁποῖο ἔτρεφεν εἰς Αὐτόν, τόν ὁποῖον φόβον ἐφύλαττεν στήν καρδίαν του ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ ὁ πάγκαλος Ἰωσήφ!
Νουθεσίες τοῦ π. Ἀθανασίου
Ὅπως προαναφέρθηκε, οἱ σημαντικότερες νουθεσίες τοῦ πατρός πρός τούς ἐξομολογουμένους γιά τήν πνευματική τους πορεία ἦταν ὁ ἀναντικατάστατος ρόλος τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς ἐν παντί καιρῶ καί τόπῳ τῆς συναισθήσεως τῆς ἁπανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τῆς διαρκοῦς ἐγρήγορσης, τῆς «ὁλόκληρης μετανοίας», τῆς αὐτογνώσεως καί τῆς αὐτοκατάκρισης.
Πολύ σημαντικές καί διδακτικές εἶναι οἱ πληροφορίες τοῦ ἰδίου πατρός σχετικῶς μέ τούς τρόπους τους ὁποίους μεταχειριζόταν, προκειμένου νά προσευχηθῆ, κατά τήν διάρκεια τῆς δεκαεπταετοῦς διακονίας του στό Ριζάρι τῆς Ἐδέσσης. Συνήθιζε νά ξυπνάη στίς πέντε τό πρωΐ καί νά πηγαίνη στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ραζαρίου καί νά προσεύχεται καθήμενος στά σκαλοπάτια τοῦ Δεσποτικοῦ. Ἄλλες φορές ἀνέβαινε στό πλησίον εὑρισκόμενο βουνό, μέσα στό δάσος. «Μέ μαγνήτιζε ἡ προσευχή, τρέλλα θεϊκή μοῦ χάριζε ὁ Θεός», ἔλεγε καί ἐδόξαζε ὁλόκαρδα τόν Θεόν, διότι τόν ἐδίδαξε νά προσεύχεται. Μία φορά, ἐπιστρέφοντας ἀπό τό δάσος, εἶδε ἕνα τεράστιο μαῦρο πουλί νά πετᾶ πάνω ἀπό τό κεφάλι του. Ἦταν ὁ διάβολος, εἶπε ὁ πατήρ, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νά τόν τρομοκρατήση, γιά νά διακόψη τό ἔργο τῆς προσευχῆς.
Τό ἴδιο τυπικό συνέχισε καί ὅταν ὑπηρετοῦσε ἀργότερα στήν ἱερατική διακονία στήν Θεσσαλονίκη, ἀρχικά στήν «Παναγία τήν Δεξιά» καί ὕστερα στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Πήγαινε πολύ πρωΐ –πολύ πρίν χαράξη ἀκόμη- καί καθόταν στά παγκάκια τῆς παραλίας τῆς Θεσσαλονίκης, προσευχόμενος ἐπί ὧρες! Στίς προσευχές μας , ἔλεγε Ὁ πατήρ, νά ἔχωμε πνευματικά αἰτήματα, ὄχι ὑλικά. Θά πρέπη νά ἔχωμε ἐπιμονή στήν προσευχή μας!
Ὀφείλουμε νά προσέχωμε πολύ τήν ζωή μας, νά ὁμιλῆ αὐτή γιά τόν Θεόν, νά ἐξαγιαζώμαστε μέ ἔντονη καί συχνή μυστηριακή ζωή –«ἅγιοι γίνεσθε» εἶναι ἡ ἐντολή Του- καί μέ ζέση πνευματική νά ζητοῦμε νά μᾶς κάνη ὁ Θεός ἁλάτι, φῶς, ἐπιστολή δική Του, γιά νά τήν διαβάζουν οἱ ἄνθρωποι καί νά διαβάζουν τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομά Του! «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἐμεῖς νά ζητοῦμε μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς μας νά μας καταστήση ὁ Θεός δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόνιζε. Ὀ μοναδικός σκοπός τῆς ζωῆς μας πρέπει νά εἶναι ἡ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ!
Ἐφιστοῦσε πολύ τήν προσοχή τῶν ἀκροατῶν του στήν πάση θυσίᾳ ἀποφυγή τῆς πρόκλησης σκανδάλων, τά ὁποῖα εἶναι δυνατόν νά γίνουν ἀφορμή ἀπώλειας τῶν ψυχῶν, ἀσθενῶν ἀδελφῶν, ὑπέρ τῶν ὁποίων Χριστός ἀπέθανεν. Φοβερό τό σκάνδαλο ἔλεγε, Ἀπομακρύνει τους ἀνθρώπους ἀπό τόν Θεό καί τους ὁδηγεῖ στήν ἀγκαλιά τοῦ διαβόλου. Ἀντί νά γίνεται ὁ χριστιανός φῶς καί ἀφορμή δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, γίνεται αἴτιος νά βλασφημῆται τό πανάγιον ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅταν σκανδαλίζη.
Βασικώτατη καί «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» προϋπόθεση εὐάρεστης εἰς τόν Θεόν πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἐξαιρέτως δέ ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας… καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς… καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας…. καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος…» καθώς καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον «ὡς σεαυτόν». Ἡ ἀγάπη, ὅμως, ἔλεγε, πρέπει νά ἐκδηλώνεται ἔμπρακτα, μέ αὐταπάρνηση καί θυσία, ὄχι μέ λόγια, ἰδιαίτερα δέ νά ἐκδηλώνεται καί πρός τούς ἐχθρούς. Ἡ ἀγάπη λεπτύνει καί ἐξαγιάζει τήν ψυχή! «Ἀγαπῶ πολύ τούς ἀνθρώπους καί προσεύχομαι γι’ αὐτούς καί τότε μέ πλημμυρίζει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ· ὅταν, ὅμως, παραλείπω αὐτήν τήν προσευχή, μέ ἐγκαταλείπει ἡ Χάρη». Ἐτόνιζε ἐπίσης πόσο σπουδαία εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης, καί ἡ ἐπίγνωση ὅτι τά ἀγαθά, τά ὁποῖα κατέχομε, ἀποτελοῦν δωρεά τοῦ Θεοῦ, γιά τή διαχείρηση τῶν ὁποίων θά δώσουμε λόγο στό Θεό. Ἡ ἐλεημοσύνη θά πρέπη νά γίνεται «ἐν κρυπτῷ». Παραλλήλως, ἐτόνιζε ὅτι οἱ κατέχοντες δέν θά πρέπη νά ἀφήνουν μεγάλες περιουσίες στά παιδιά τους!
Νά μήν ἀνοίγωμε τήν καρδιά μας γιά τά προβλήματά μας (προσωπικά, οἰκογενειακά) στούς ἀνθρώπους. Ὅσες φορές τό ἔκανα, οἱ ἄνθρωποι μέ ἀπογοήτευσαν. Συγγενεῖς μοῦ συμπεριφέρθηκαν σκληρά, ἄλλοι μέ περιφρόνησαν ὡς Ἱερέα, ἀκόμη καί κληρικοί μέ ἀδίκησαν. Ὁ χειροτονήσας μέ Ἱεράρχης μέ «κοσμοῦσε» μέ διάφορα «κοσμητικά ἐπίθετα» κατάλληλα γιά τετράποδα μᾶλλον…. Ἄλλοι κληρικοί μέ συκοφάντησαν μέ ψευδεῖς κατηγορίες…. Μέ κατηγόρησαν ἀκόμη ὅτι δέν γνωρίζω νά τελῶ τήν θεία Λειτουργία! Καταφυγή μόνον στόν Θεόν στίς περιπτώσεις αὐτἐς.
Ὑπενθύμιζε ἐπίσης συχνά τό ψαλμικόν «Ἐπίρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου καί Αὐτός σέ διαθρέψει, καθώς καί τό τῆς θείας Λειτουργίας: «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἐμεῖς, ὅμως, ἔλεγε, εἴμαστε ὀλιγόψυχοι, ὀλιγόπιστοι, μᾶς λείπει ἡ ὁλοκληρωτική ἐμπιστοσύνη στήν ἀγαθή Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Συνιστοῦσε, νύχτα καί ἡμέρα, νά δοξολογοῦμε, νά δοξολογοῦμε, νά δοξολογοῦμε καί νά εὐχαριστοῦμε ἐκ βαθέων τόν Κύριο γιά ὅλες του τίς φανερές καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες. Τό «δόξα Σοι ὁ Θεός», τό «Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ», ὅπως καί ἡ ἐπίκληση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἔλεγε νά μήν λείπη ἀπό τό στόμα μας. Προσέθετε ἐπίσης ὅτι θά πρέπῃ νά ἔχωμε χαρά –συνειδητοποιοῦντες πόσον μεγάλη εὐεργεσια τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τό γεγονός ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί- καί νά τήν μεταδίδωμε στό περιβάλλον μας.
Συχνά ὁμιλοῦσε γιά τό «δίδυμο» τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς ὑπερηφανείας, τό ὁποῖο, ἔλεγε εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν παθῶν. Ὑπερβαλλόντως ἐτόνιζε τήν μεγάλη ἀξία τῆς αὐτογνωσίας καί τῆς ἀναγνώρισης τοῦ κεκρυμμένου βάθους τῆς ἀθλιότητάς μας, καταστάσεις οἱ ὁποῖες, ὅταν χάριτι τοῦ Θεοῦ συνειδητοποιηθοῦν, ἔχουν ὡς φυσικό ἀποτέλεσμα τήν δωρεά τῆς ἀρετῆς τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐνῶ συγχρόνως μᾶς παρότρυνε νά γινώμαστε συνέχεια ζητιάνοι τῆς θείας Χάριτος! Τά πάθη δέν εἶναι δυνατόν νά ναρκωθοῦν καί νά νεκρωθοῦν χωρίς τήν θεία βοήθεια. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Ὅταν μᾶς χαρισθῆ ἐπίγνωση τῆς βαθιᾶς ἁμαρτωλότητάς μας, δέν κινδυνεύουμε νά πέσωμε σέ θανάσιμο ἁμάρτημα. Τόνιζε ἐπίσης ὁ πατήρ πόσο φοβερό ἁμάρτημα εἶναι τό νά κρίνωμε τούς συνανθρώπους μας, σφετεριζόμενοι μέ τόν τρόπο αὐτόν δικαίωμα, τό ὁποῖο ἀνήκει ἀποκλειστικῶς καί μόνο στόν δικαιοκρίτην Θεόν!
Ἦταν ἀπόλυτος καί αὐστηρότερος ὁ πατήρ στίς θέσεις του ὅτι, δηλαδή, οἱ λεγόμενες «προγαμιαῖες σχέσεις» εἶναι ἀπαράδεκτες γιά τούς Χριστιανούς. Νουθετοῦσε ἐπίμονα νά προσέρχωνται στό Ἱερό Μυστήριο τοῦ Γάμου παρθένοι καί ἁγνοί οἱ νέοι καί οἱ νέες, γιά νά ἔχουν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὑπενθύμιζε τό Γραφικόν «μή πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι….οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται… βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσοσι». Ἀντίθετα, στά ἔγγαμα ζευγάρια ὁ πατήρ ἦταν πολύ ἐπιεικής καί συγκαταβατικός στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία… Τόνιζε, ὅμως ὅτι σκοπός καί στόχος εἶναι νά φθάση προοδευτικά μέ τήν βοήθεια τῶν ἀγιαστικῶν μέσων τῆς Ἐκκλησίας μας, καί τό ἔγγαμο ζευγάρι στήν εὐλογημένη κατάσταση τῆς ἀκριβῆς πνευματικῆς ἀγάπης, ἐγκαταλείποντας ἑκουσίως τήν κοσμική σαρκική ἀγάπη.
Τά προαναφερθέντα ἀποτελοῦν μία ἀσθενῆ σκιαγραφία τοῦ π. Ἀθανασίου, μέ βάση αὐτά, τά ὁποία μπορέσαμε νά κατανοήσωμε, κατά τήν διάρκεια τῆς μακροχρόνιας ἐπικοινωνίας μαζί του. Εἴθε νά τόν μιμηθοῦν οἱ νέοι ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας!
Τήν εὐχή του νά ἔχωμε. Ἀμήν.
Από το βιβλίο: “Ασκητές μέσα στον κόσμο” (Τρίτος τόμος). Εκδότης ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ» Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής. Απρίλιος 2020]
(Πηγή ψηφ. κειμένου: orp.gr, Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη)
https://alopsis.gr/ασκητές-μέσα-στον-κόσμο-γ-π-αθανάσιο/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου