Στὶς 21 Μαΐου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει καὶ πανηγυρίζει λαμπρὰ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης. Τόσο ὁ Μέγας Κων/νός, ὅσο καὶ ἡ ἁγία μητέρα του Ἑλένη ἀνήκουν στὶς μεγάλες προσωπικότητες τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι ἡ συμβολή τους γιὰ τὴν κατάπαυση τῶν τριακοσίων χρόνων διωγμῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ τὴν ἑδραίωση τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε καθοριστική. Ἐπίσης ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δὲν εἶναι μεγάλος μόνο γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν παγκόσμια ἱστορία, διότι ἀνήκει στοὺς μεγάλους ἡγέτες ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἔχοντας βάλλει τὴ δική του σφραγῖδα στὴ ροὴ τῶν ἱστορικῶν πραγμάτων, καὶ γιὰ τοῦτο δικαία του ἀπονεμήθηκε ὁ τίτλος τοῦ μεγάλου.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἦταν γιὸς τοῦ ἑλληνοϊλλυρικὴς καταγωγῆς Ρωμαίου ἀξιωματούχου Κωνστάντιου Χλωροῦ, ὁ ὁποῖος κατόπιν ἀνακηρύχτηκε Καίσαρας καὶ Αὔγουστος καὶ ἀνέλαβε τὴ διοίκηση τῶν δυτικῶν ἐπαρχιῶν τῆς ἀπέραντης αὐτοκρατορίας. Ἡ μητέρα του Ἑλένη, ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀπὸ τὸ Δρέπανο τῆς Βηθυνίας τῆς Μ. Ἀσίας, στολισμένη μὲ ἐξαιρετικὸ κάλλος σώματος καὶ ψυχῆς, ἀσπάστηκε νωρὶς τὸν Χριστιανισμό, ὁ ὁποῖος βρισκόταν ἀκόμη σὲ ἀπηνῆ διωγμὸ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες αὐτοκράτορες, τὰ σκοταδιστικὰ εἰδωλολατρικὰ ἱερατεῖα καὶ τοὺς δεισιδαίμονες ὄχλους. Τὸ 274 γέννησε τὸν Κωνσταντῖνο στὴν πόλη Ναϊσό, σημερινὴ Νίσσα της Σερβίας.
Τὸ 293 ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς κράτησε τὸ νεαρὸ Κωνσταντῖνο κοντά του στὴν Ἀνατολή, μαζὶ μὲ τὴ διαζευγμένη, ἀπὸ τὸν Καίσαρα Κωνστάντιο, μητέρα τοῦ Ἑλένη, γιὰ ἀσφάλεια καὶ ὑποταγὴ τοῦ δευτέρου στὴν ἐξουσία του, ὡς τὸ 305. Ἐκεῖ δόθηκε ἡ εὐκαιρία στὴν ἁγία μητέρα του νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία καὶ νὰ τὸν γαλουχήσει στὴ νέα πίστη.
Ὁ νεαρὸς Κωνσταντῖνος διακρινόταν γιὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ σώματός του, τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς του καὶ τὰ ἐξαιρετικά του πνευματικὰ καὶ φυσικὰ χαρίσματα. Τὸ 305 ἀνάλαβαν τὴ διοίκηση τῆς αὐτοκρατορίας, ὁ μὲν Γαλέριος στὴν Ἀνατολή, ὁ δὲ Κωνστάντιος στὴ Δύση. Τὸ ἴδιο χρόνο ὁ Κωνσταντῖνος μετέβη στὰ Τρέβηρα τῆς Γαλατίας, ὅπου συνάντησε τὸν ἄρρωστο πατέρα του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνέθεσε ἐκστρατεία στὴ Μ. Βρετανία. Στὶς 7 Ἰουλίου τοῦ 307 πέθανε ὁ Κωνστάντιος καὶ ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε τὸν Κωνσταντῖνο αὐτοκράτορα τῆς Δύσης. Παντρεύτηκε τὴ Μινερβίνα καὶ ἀπέκτησε ἕνα γιό, τὸν Κρίσπο. Ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη Ἀρελάτη καὶ ἄσκησε μιὰ πρωτόγνωρη φιλολαϊκὴ ἐξουσία, καὶ γι’ αὐτὸ ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸ λαό.
Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 312 στράφηκε ἐναντίον τοῦ τυραννικοῦ συναυτοκράτορά του τῆς Δύσης Μαξεντίου. Καθ’ ὁδὸν πρὸς τὴ Ρώμη, στὶς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 312, εἶδε τὸ γνωστὸ καὶ μεγαλειῶδες ὅραμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὸν μεσημεριανὸ οὐρανὸ καὶ τὴν ἐπιγραφή: «Ἐν Τούτῳ Νίκα». Τὴν ἑπόμενη νύχτα εἶδε στὸν ὕπνο του τὸ Χριστὸ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, παροτρύνοντάς τον νὰ κατασκευάσει λάβαρο μὲ τὸ Σταυρό, προκειμένου νὰ νικήσει τὸν ἀσεβῆ καὶ τυραννικὸ Μαξέντιο. Ὁ Κωνσταντῖνος ὑπάκουσε καὶ νίκησε τὸν ἀντίπαλό του καὶ μπῆκε θριαμβευτὴς καὶ ἐλευθερωτὴς στὴ Ρώμη.
Ἡ πρώτη του ἐνέργεια ἦταν νὰ σταματήσει τὸν συνεχιζόμενο φοβερὸ διωγμὸ τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸ περίφημο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων», τὸ ὁποῖο ὑπέγραψε μὲ τὸν συναυτοκράτορά του, Λικίνιο, τὸ 313. Αὐτὸ ὁ μεγάλος ἄνδρας ὁραματίστηκε καὶ συνέλαβε τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καὶ ὅρισε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τὴν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς πίστεως.
Τὸ 324 συγκρούεται μὲ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Λικίνιο, τὸν ὁποῖο νικᾶ καὶ γίνεται μονοκράτορας σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία, ἀρχίζοντας τὸ μεγαλειῶδες μεταρρυθμιστικὸ καὶ κοινωνικό του ἔργο. Ἔγινε προστάτης ὅλων τῶν πολιτῶν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θρησκευτική τους πίστη, γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν ἔγινε ἀκόμη Χριστιανὸς καὶ διατηροῦσε τὸν τίτλο τοῦ pontifix maximus, δηλαδὴ τοῦ ὕπατου ἀρχιερέα τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Ἀπελευθέρωσε ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὶς φυλακές, ποὺ εἶχε κλείσει ὁ Λικίνιος καὶ ἀνακάλεσε ὅσους βρισκόταν στὴν ἐξορία. Ἀπέδωσε τοὺς ναοὺς καὶ τὴν περιουσία στὴν Ἐκκλησία. Ἔκαμε πράξη στὸ κράτος, μὲ διατάγματα, τὴν κοινωνικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Καθιέρωσε ὑποχρεωτικὰ τὴ ὑποχρεωτικὴ δίκη στοὺς παραβάτες. Καθιέρωσε τὴν Κυριακὴ ἀργία. Κατάργησε τὴ δουλεία. Ἡ ἁγία Ἑλένη ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο, ἱδρύοντας ναοὺς καὶ ἐνισχύοντας τὴν Ἐκκλησία. Μὲ δικά της ἔξοδα πῆγε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀνακάλυψε τὸν Τίμιο Σταυρό.
Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος συνέβαλλε τὰ μέγιστα νὰ ἠρεμήσει ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρειανικὴ αἵρεση, συγκαλῶντας τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 325. Ἐγκαινίασε ἔτσι ἕναν νέο τρόπο, ἀπόλυτα δημοκρατικό, διακυβέρνησης τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς πολιτικὸς ἄρχων ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε πρωτοπόρος. Μετέφερε τὸ 325 τὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας στὸ Βυζάντιο, κόβοντας ἔτσι κάθε δεσμὸ μὲ τὸ εἰδωλολατρικὸ παρελθὸν καὶ βάζοντας τὰ θεμέλια γιὰ τὴ νέα χριστιανικὴ αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία θὰ ζήσει χίλια χρόνια.
Τὸ 337 σὲ μιὰ περιοδεία του στὴ Νικομήδεια ἀρρώστησε καὶ συναισθάνθηκε τὸ τέλος του. Ζήτησε νὰ λάβει τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Δὲν ξαναφόρεσε τὰ αὐτοκρατορικὰ ἐνδύματα, ἀλλὰ φοροῦσε τὸ λευκὸ χιτῶνα τοῦ Βαπτίσματος ὡς τὸ θάνατό του, στὶς 22 Μαΐου τοῦ 337. Ἡ Ἐκκλησία μας τοῦ ἀναγνώρισε τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες του καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο καὶ ἰσαπόστολο, μαζὶ μὲ τὴν ἁγία μητέρα του. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἱστορία ἀναγνωρίζοντας τὴ μοναδική του προσφορά τον ἀνακήρυξε μέγα.
Πολλοὶ ἐμπαθεῖς καὶ ἀνιστόρητοι ἐπιχειροῦν νὰ σπιλώσουν τὴν προσωπικότητά του, χαρακτηρίζοντάς τον ὡς «θηριώδη δολοφόνο», ἐπειδὴ ἀναγκάστηκε νὰ ἐφαρμόσει τὸ νόμο ἀπέναντι στὸν γιό του Κρίσπο καὶ τὴ σύζυγό του Φαύστα. Ξεχνοῦν ὅμως ὅτι τότε ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν ἀκόμη εἰδωλολάτρης, καὶ ὁ ὁποῖος γιὰ τὸ θλιβερὸ αὐτὸ συμβὰν ἔκλαιγε καὶ θρηνοῦσε σὲ ὅλη του τὴν κατοπινὴ ζωή! Ξεχνοῦν ἐπίσης πὼς ὁ χαρακτηρισμὸς ἑνὸς ἀνθρώπου δὲν πρέπει ἐξαρτᾶται ἀπὸ μεμονωμένα συμβάντα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ συνολικὴ ἀξιολόγηση τῆς ζωῆς του καὶ τοῦ ἔργου του!
https://alopsis.gr/μέγας-κωνσταντίνος-ο-μεγάλος-της-εκκλ/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου