ια΄. Εὐλάβεια σέ ἱερωμένους
Οταν ἤμουνα στρατιώτης στήν Ἀθήνα, ὅποιον ἔβλεπα στόν δρόμο, ἔλεγα “Καλημέρα”, “Καλησπέρα”, (ἀλλ᾽ αὐτοί) δέν μέ μιλοῦσαν. Τό εἶχα παράπονο, γιατί λέω “ἐμεῖς στό χωριό μας λέμε “Καλημέρα”, “Καλησπέρα”, “Χαίρετε”, “γειά σας”, ἐδῶ;”.
»Εἶπα, λοιπόν, στόν συνταγματάρχη μου, αὐτός ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, καί μοῦ λέει: “Ἄκουσε νά σοῦ πῶ, παιδί μου. Ἐδῶ, παιδί μου, δέν λένε “Χαίρετε”, ἐκτός ἄν εἶναι κανένας γνωστός, ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς γνωστοί, κανένας Ἱερέας, κανένας γνωστός μας ἄνθρωπος”.
»Κάποτε, ἐκεῖ στήν Ἁγία Τριάδα Πειραιῶς, ἀπέναντι, βλέπω ἀπό μακριά ἕναν παπά καί τοῦ κάνω ὑπόκλιση, αὐτός μοῦ κάνει νόημα “ἔλα–ἐδῶ, ἔλα–ἐδῶ”. “Πάτερ μου, πῶς νά ᾽ρθῶ; ἐδῶ εἶναι λεωφόρος, θά μέ κόψουν τά αὐτοκίνητα” –ἔρχονταν ἀπό τόν Ἅγιο Βασίλειο ἀπάνω, ἔρχονταν ἀπ᾽ τήν Τερψιθέα τά τράμ καί τά αὐτοκίνητα– “θά μέ κόψουν τά αὐτοκίνητα”. “Μή φοβᾶσαι, λέει, ἔλα”. Τελικά μέ δυσκολία πέρασα, κόντεψαν νά μέ κόψουν, ἕνα μέ πάτησε στό παπούτσι. Πῆγα, λοιπόν, ἔβαλα μετάνοια, τοῦ φίλησα τό χέρι. Μοῦ λέει:
— Ὅταν βλέπης παπά, νά τοῦ φιλήσης τό χέρι, γιά νά παίρνης εὐλογία. Τοῦ λέω:
— Πάτερ, καί ἐμεῖς εἴμαστε ἀπό οἰκογένεια πνευματική καί τό σόϊ μας ἀπό γενεές γενεῶν ἦταν ὅλο ἱερομόναχοι στήν Μικρά Ἀσία.
»Κάποτε, ἐρχόμουνα ἀπό τήν Ἀνωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση, εἶχα πάει κάτι ἔγγραφα, καί κάτω στόν ἠλεκτρικό στό Μοναστηράκι βλέπω τόν μα- καρίτη, τόν ἀείμνηστο τόν Δεσπότη τῶν Καλαβρύτων τόν Γεώργιο. Ἐγώ τόν γνώρισα, εἶχε αὐτός τό ἐγκόλπιο ἀπό μέσα, ἀλλά ἐγώ τόν γνώρισα, γιατί πήγαινα στήν ἐκκλησία στό Ἱερό καί τόν γνώρισα ὅταν ἦταν στόν Πειραιᾶ πρίν γίνη Δεσπότης. Λέω, “θά μπῶ καί ἐγώ στό τραῖνο νά πιάσω μιά θέση, νά τήν προσφέρω στόν Δεσπότη”, ἄν καί ντρεπόμουνα νά σπρώξω τόν κόσμο νά μπῶ μέσα στό τραῖνο. Μπῆκα τελικά μέσα, βρῆκα μιά θέση, κάθομαι, ὁ Δε- σπότης πῆγε νά πιαστῆ ἀπό κάτι λουριά πού εἶχε ἐκεῖ καί κόντεψε νά πέση πάνω στόν κόσμο καί λέει ὁ εἰσπράκτωρ: “Μία θέση γιά τόν Δέσποτα”. Μία κυρία εἶχε δύο μικρά τό ἕνα ἀπό δεξιά τό ἄλλο ἀπό ἀριστερά. Λέει (ξανά ὁ εἰσπράκτωρ) :
— Μαντάμ–μαντάμ, σέ παρακαλῶ, μιά θέση γιά τόν Δέσποτα.
— Τήν πληρώνω ἐγώ, κύριε εἰσπράκτορ, τήν θέση, τοῦ ἀπάντησε.
— Ἔ! βάλτο τό ἕνα τό παιδάκι πάνω στήν ποδιά σου, τῆς λέει, νά καθήση καί ὁ Δέσποτας.
— Δέν πειράζει, δέν πειράζει, εἶπε ὁ Δεσπότης.
»Μέ κοίταξε αὐτός καλά–καλά, μετά μοῦ λέει:
— Βρέ, στρατιώτα, ἐσύ εἶσαι ἀδύνατος, λεπτός ἄνθρωπος καί κουρασμένος, κάθησε στρατιώτα μου ἐσύ.
— Σεβασμιώτατε, τήν θέση τήν πῆρα γιά σᾶς. Τήν εὐχή σας, ὁρίστε καθῆστε. Ἔβαλα μιά μετάνοια, τοῦ φίλησα τό χέρι καί κάθησε ὁ Δεσπότης.
»Ἔτσι ἔμαθα ἀπό τούς γονεῖς μου. Ἔτσι πέρασα στήν Ἀθήνα, μέ τούς παπᾶδες καί μέ τήν Ἐκκλησία, τίποτα ἄλλο, καί τήν ὑπηρεσία μου ὡς στρα-τιώτης. Ἀλλά δέν μ᾽ ἀδίκησε ὁ Θεός⋅ 36 μῆνες μέ φύλαγε τό χέρι τοῦ Θεοῦ».
ιβ΄. Ὁ Διοικητής του
ό δακτυλάκι τοῦ Διοικητῆ μου τό ᾽χω (μέχρι) σήμερα καί τό θυμιάζω, (ἐπειδή) ἔγραφε τίς ἄδειες ἐξόδου μου, γιά νά πηγαίνω στήν Ἐκκλησία νά κοινωνῶ καί νά ἐξομολογοῦμαι. Ὁ Διοικητής μοῦ ᾽λεγε: ”Σέ ὑποστηρίζω ἀπό συμφέρον, γιά νά μέ μνημονεύης, ὅταν πεθάνω”. Ἔπαιρνε φτωχοκόριτσα, τούς ἔβαζε λεφτά στήν Τράπεζα, τά μά-θαινε δουλειά, τά καλοτάϊζε, τά καλοπάντρευε, τά ἀποκαθιστοῦσε. Τέτοια ἔκανε».
ιγ΄. Μακαρία ἁπλότης
ά σᾶς πῶ τώρα τί ἁπλότητα εἴχαμε ἐκεῖνα τά χρόνια; Θά γελάσετε. Μοῦ λέει κάποτε ὁ Διοικητής μου –ἦταν Συνταγματάρχης– “δέν μοῦ λές, παιδί μου, Ἰάκωβε, τί ὥρα εἶναι;”. Τώρα ἐγώ πού δέν ἤξερα τήν ὥρα τί νά τοῦ πῶ; Γιά νά μήν τοῦ πῶ ὅτι δέν ξέρω, σκέφθηκα ἄς τοῦ πῶ μιά ὥρα (καί) αὐτός θά κοιτάξη τό ρολόϊ. Κοιτάζω, βλέπω δύο δείχτες. Ὁ μεγάλος (πού) λέει τήν ὥρα καί ὁ μικρός (τά λεπτά).
— Ἡ ὥρα εἶναι τέσσερις.
— Πάρε τό κορίτσι, μοῦ λέει, νά μᾶς πῆ τήν ὥρα.
— Μέ κορίτσια ἐγώ δέν μιλάω, κύριε Συνταγματάρχα. Ἐγώ ἔχω προορισμό, θά πάω στό Μοναστή- ρι, ἐγώ ἀπό παιδί μέ κορίτσια δέν μιλάω.
— Καλά, μοῦ λέει, πάρε τό 14 στό τηλέφωνο. (Αὐ- τός ἦταν ὁ ἀριθμός γιά τήν ὥρα).
»Παίρνω καί λέει ἀπό μέσα μιά λεπτή κοριτσίστικη φωνή εἴκοσι. Τό παρατάω ἀμέσως κάτω.
— Τί εἶπε, μοῦ λέει ὁ Διοικητής, τό κορίτσι;
— Μέ συγχωρεῖτε, κύριε Διοικητά, μιά κοπέλλα φώναξε εἴκοσι.
»Κατάλαβε αὐτός ὅτι ἡ ὥρα ἦταν 8.00΄. Καί πόσα καί πόσα (ἄλλα τέτοια γεγονότα!).
»Ἀλλά ἐκεῖνα τά χρόνια μπορεῖ νά ἤμασταν ἁπλά παιδιά καί φτωχοί ἄνθρωποι ἀλλά εἴχαμε τιμή καί ἠθική. Ὅ,τι μᾶς λέγαν οἱ γονεῖς μας τό κάναμε».
ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ 4
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 28-32
Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις
https://enromiosini.gr/biografies/agios-iakovos-tsalikis-diigiseis-4/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου