Στήν αὐγή τῆς ζωῆς μου
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
«.....Εὐτυχισμένα, εὐτυχισμένα, μά ἀνεπίστρεπτα παιδικά χρόνια! Πῶς νά μή σᾶς ἀγαπῶ... Ἡ ἀνάμνησή σας ζωογονεῖ καί ἀνεβάζει στά οὐράνια τήν ψυχή μου! Εἶστε γιά μένα ἡ πηγή τῆς πιό βαθειάς εὐφροσύνης! ... Αὐτά τά λόγια τοῦ Λέοντος Τολστόι ἔρχονται στό νοῦ μου καθώς ἐπιστρέφω νοερά στίς πηγές τῆς ζωῆς μου.
Γεννήθηκα τό 1885, 9 Νοεμβρίου, στήν πόλι Βιάτκα-τό σημερινό Κύρωφ –μέσα σέ μιά παραδοσιακή ὀρθόδοξη οἰκογένεια. Οἱ πρόγονοι τοῦ πατέρα μου ἦταν ἀξιωματικοί, πού ὑπηρέτησαν εὐσυνείδητα τήν πατρίδα. Πῆραν μέρος σέ πολέμους ἐναντίον ἀλλοεθνῶν ἐπιδρομέων, πού συχνά-πυκνά εἰσέβαλλαν στή Ρωσία. Ἀλλά διακρίθηκαν καί στούς ἀγῶνες γιά τήν ἀπελευθέρωση τῶν ἀδελφῶν μας Σλάβων ἀπό τόν τουρκικό ζυγό.
Ὁ πατέρας μου καί τ’ ἀδέλφια του ἦταν οἱ πρῶτοι ἀπ’ τή γενιά μας πού σπούδασαν σέ ἀνώτερες στρατιωτικές σχολές. Θυμᾶμαι τόν πατέρα μου, Ἀλέξανδρο Ἀλεξάντροβιτς, νά ὑπηρετεῖ σάν ἀξιωματικός στό τάγμα τροφοδοσίας, πού εἶχε τήν ἕδρα του πρῶτα στό Καζάν κι ἔπειτα στή Βιάτκα.
Σ’ αὐτό τό τάγμα ὑπηρέτησε μέχρι τό 1917. Ἔλαβε μέρος στό ρωσικοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1870 και σ’ ὅλους τούς μετέπειτα πολέμους. Τραυματίστηκε σέ πολλές μάχες καί τιμήθηκε μέ παράσημα καί διακρίσεις. Ὁ θάνατος τόν βρῆκε το 1921 στό Κύρωφ.
Ὁ μοναδικός ἀδελφός μου Ἱλαρίων, φοίτησε στή στρατιωτική ἀκαδημία Ἀλεξέγιεβσκυ τῆς Μόσχας. Μετά τήν ἀποφοίτησή του τοποθετήθηκε σάν ἀξιωματικός στό σύνταγμα Σβιάζσκυ. Ἦταν ἱκανός ὁμιλητής, καί ἔκανε ἠθικοπλαστικές ὁμιλίες καί διαλέξεις, ὄχι μόνο στούς στρατιῶτες, ἀλλά καί σέ διάφορες σχολές, ἀγροκτήματα καί ἐργοστάσια. Ἀπέκτησε πολλούς φίλους καί θαυμαστές –στρατιωτικούς, ἀγρότες καί ἐργάτες.
Ὅλοι ἐκτιμοῦσαν τό ζωντανό ἐνδιαφέρον του γιά τόν ἄνθρωπο. Μερικοί ἀκόμα καί σήμερα μοῦ γράφουν, ἐκδηλώνοντας ἰδιαίτερη ἐκτίμηση καί ἀγάπη στό πρόσωπό του.
Ἔχοντας κοινούς πόθους καί κοινές ἐπιδιώξεις μέ τόν ἀδελφό μου, ἔζησα φιλικά καί ἁρμονικά μαζί του. Πρέπει ὅμως νά πῶ ὅτι καί οἱ δύο μας ὀφείλουμε πολλά στήν ἀξέχαστη μητέρα μας Ἀντωνίνα Εὐλαμπιέβνα. Αὐτή μᾶς ἐνέπνευσε τό φόβο τοῦ Θεοῦ, αὐτή καλλιέργησε στήν ψυχή μας τήν ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, αὐτή μᾶς φύτεψε τόν πόθο νά ὑπηρετήσουμε μέ αὐταπάρνηση τό λαό μας καί τήν πατρίδα μας.
Οἱ πρῶτες μου κιόλας παιδικές ἀναμνήσεις συνδέονται μέ τήν Ἐκκλησία, καί συγκεκριμένα μέ τόν καθεδρικό ναό τῆς πόλεως.
Μέ πήγαιναν ἐκεῖ, πολύ μικρό ἀκόμα, ἡ μητέρα καί ἡ γιαγιά μου. Παίρναμε ἕναν ἥσυχο καί σκιερό δρόμο καί βαδίζαμε κάτω ἀπό τόν γκριζογάλανο οὐρανό, πού τόν πλημμύριζαν οἱ ἦχοι τῆς καμπάνας. Μέσα στό ναό ὅλα μοῦ προκαλοῦσαν δέος. Στό νοῦ μου ἔχουν τυπωθεῖ βαθιά καί ἀνεξίτηλα τό ἀμυδρό καί κατανυκτικό φῶς τῶν κεριῶν, οἱ μεγάλες καί πολύχρωμες καντῆλες, ἡ ὑποβλητική λατρευτική τάξη, ἡ ὑπέροχη ψαλμωδία τῆς χορωδίας καί , περισσότερο ἀπ’ ὅλα, ἡ μεγαλόπρεπη λειτουργία, πού τελοῦσε ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπός μας.
Δέν εἶναι λοιπόν καθόλου παράξενο, πού, σέ νηπιακή ἀκόμα ἡλικία, ἀναπαρίστανα συχνά στό μικρό μου δωμάτιο ὅ,τι γινόταν στό ναό. «Τελοῦσα» ἀκολουθίες, ἔψελνα, θύμιαζα καί «λειτουργοῦσα», ἀντιγράφοντας τόν ἐπίσκοπό μας: Φοροῦσα ἕνα σεντόνι γιά ἀρχιερατικό μανδύα κι ἕνα κυλινδρικό κουτί γιά μίτρα!
Στό σπίτι μᾶς εἶχαν μάθει νά προσευχόμαστε κάθε μέρα, πρωί καί βράδυ. Ἐγώ λοιπόν, γονατιστός μπροστά σέ μιά εἰκόνα, πού τή φώτιζε ἁπαλᾶ ἕνα καντήλι, ἔλεγα δυνατά:
-Θεούλη μου, κάνε με δεσπότη... Θεούλη μου, κάνε με δεσπότη.... Χάριζε ὑγεία στόν πατέρα, στή μητέρα, στόν ἀδελφό μου, τό Λαρινάκι, στή νονά μου καί στό σκυλάκι μου, τό Λάντισκε...
Αὐτή ἦταν ἡ ἁπλοϊκή μου προσευχή.
Ἔπειτα ἀπό λίγα χρόνια, ὅταν ἥμουν πιά ἕνα ζωηρό καί σκανταλιάρικο ἀγοράκι, ἡ γιαγιά μου μέ πῆγε σέ μιά ἀρχιερατική λειτουργία, στήν ἀνδρική μονή Βιάσκυ. Ἕνας ἀπερίγραπτος ἐνθουσιασμός μέ κυρίεψε, καθώς πλησίαζα τόν ἀρχιερέα, στό τέλος τῆς λειτουργίας, γιά νά πάρω τήν εὐλογία του καί ν’ ἀσπαστῶ τόν τίμιο Σταυρό.
Ὁ ἐπίσκοπος Βαρσανούφιος (Κουργκάνωφ, †1904) ἔριξε πάνω μου ἕνα ἐπίμονο καί ἑρευνητικό βλέμμα. Ἔπειτα ρώτησε τή γιαγιά μου:
-Ποιός εἶν’ αὐτός;
-Ὁ ἐγγονός μου.
-Θά γίνει δεσπότης! εἶπε μέ βεβαιότητα ὁ ἐπίσκοπος.
-Δεσπόόότης!!! Αὐτό τό ζιζάνιο, δεσπότης! ἀντέδρασε μέ ἁπλότητα ἡ γιαγιά.
-Ναί θά γίνει δεσποτης! ἐπανέλαβε προφητικά ὁ ἀρχιερέας.
Αὐτό τό διάλογο τόν θυμήθηκα πολύ ἔντονα τό 1961, ὅταν συμπλήρωσα σαρανταπέντε χρόνια ἀρχιερωσύνης. Τότε ὅμως, στήν αὐγή τῆς ζωῆς μου, στά ἀμέριμνα χρόνια τά γεμάτα παιχνίδια καί ἀταξίες, αὐτή ἡ ἀρχιερατική πρόρρηση φάνηκε παράξενη, ἰδιαίτερα μάλιστα ἄν συνδυαστεῖ μέ τό ἀκόλουθο περιστατικό.
Ἤμασταν ἀκόμα δυό ἄμυαλα τρελλόπαιδα ὁ Ἱλαρίων κι ἐγώ, ὅταν βρήκαμε στό δωμάτιό μας ἕνα κουτί σπίρτα. Γιά κακή μας τύχη, κανένας μεγάλος δέν βρέθηκε τότε κοντά μας. Ἀρχίσαμε λοιπόν νά τ’ ἀνάβουμε καί νά καῖμε ὅ,τι χαρτιά βρίσκαμε. Ὅταν τέλειωσαν τά χαρτιά, πήραμε τά βιβλία. Ὕστερα ξύλινα παιχνίδια. Στό τέλος, ὅ,τι βλέπαμε γύρω μας τό ρίχναμε στή φωτιά. Κι ἐμεῖς οἱ προκομμένοι, στρογγυλοκαθισμένοι σ’ ἕνα σεντούκι, ἀπολαμβάναμε χειροκροτώντας τό θέαμα. Πεθαίναμε μάλιστα στά γέλια, ὅταν οἱ φλόγες τινάζονταν πιό ψηλά ἀπό τό μπόι μας.
Οἱ καπνοί εἶχαν ἀρχίσει νά γεμίζουν ὁλόκληρο τό σπίτι. Τότε ἕνας ἱποκκόμος τοῦ πατέρα, πού βρισκόταν στήν κουζίνα, ἔτρεξε στό δωμάτιο, μᾶς ἔσυρε ἔξω κι ἔσβησε μέ πολύ κόπο τή φωτιά. Ὅταν ἐπέστρεψαν στό σπιτι οἱ γονεῖς, μᾶς μάλωσαν αὐστηρά, ἀλλά δέν μᾶς ἔδειραν. Μᾶς ἔβαλαν ὅμως μιά τιμωρία, πού τή θεωρούσαμε πολύ ταπεινωτική: Νά καθήσουμε γιά ὥρα πολλή γονατιστοί σέ μιά γωνιά.
Πολύ νωρίς διαπίστωσα ὅτι ὁ πατέρας ἀγαποῦσε τό μεγαλύτερο ἀδελφό μου περισσότερο ἀπό μένα. Κι αὐτό γιατί διέψευσα τήν ἐλπίδα καί τήν ἐπιθυμία του ν’ ἀποκτήση μιά κόρη. Πόσο πληγωνόταν ἡ παιδική μου καρδιά, ὅταν στίς γιορτές ὁ πατέρας χάριζε ἀκριβά δῶρα στόν Ἱλαρίωνα -ἄλλοτε ἕνα ποδήλατο, ἄλλοτε μιά μεγάλη θήκη μέ εἴδη ζωγραφικῆς, ἄλλοτε ἕνα κουτί μέ ξύλινους κύβους- καί σέ μένα ἔδινε μόνον μιάν ἀσημένια πεντάρα!
Τήν ὁλοφάνερη θλίψη μου τήν ἔβλεπαν τόσο ἡ μητέρα, ὅσο καί ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός μου. Γι’ αὐτό μοῦ ἔδειχναν ἰδιαίτερη στοργή καί συμπάθεια στίς δύσκολος ὧρες.
Μιά φορά μόνο, θυμᾶμαι, πού ὁ πατέρας μοῦ χάρισε ἕνα πολύ ὡραῖο κουτί μέ σοκολατένια παιχνίδια. Ἡ χαρά μου ἦταν τότε ἀπερίγραπτη. Ὅρμησα πάνω του, τόν ἀγκάλιασα καί τόν γέμισα φιλιά καί εὐχαριστίες. Ὕστερα φώναξα ἐνθουσιαμένος τόν Ἱλαρίωνα καί μοιράστηκα μαζί του τό περιεχόμενο τοῦ κουτιοῦ.
Ἡ μητέρα πάντως μᾶς ἀντιμετώπιζε καί τούς δυό μέ τά ἴδια αἰσθήματα. Ἦταν πάντα τρυφερή καί ἐγκάρδια. Μέ τό χάδι καί τό γλυκό λόγο, μέ τή στοργή καί τήν ὑπομονή της, μᾶς ἐνέπνευσε τήν πίστη στό Θεό καί τήν ἀγάπη στόν ἄνθρωπο.
Ἀλλά καί οἱ δύο γιαγιάδες μας, μέ ἀξιοθαύμαστη παιδαγωγική δεξιοτεχνία καί σύνεση, ἔσπειραν μέσα μας τό σπόρο τῆς πίστεως.
Ἡ μία, τῆς μητέρας μου ἡ μητέρα, ἦταν πρεσβυτέρα, χήρα τοῦ πρωτοπρεσβύτερου Εὐλαμπίου. Αὐτή ἦταν μάλιστα καί ἡ νονά μου. Ἡ ἄλλη, ἡ μητέρα τοῦ πατέρα μου, εἶχε γεννηθεῖ στήν ἡλιόλουστη Μολδαβία. Ὁ παππούς μου εἶχε πάρει μέρος στό ρωσοτουρκικό πόλεμνο τοῦ 1870 καί εἶχε πολεμήσει στίς ἐπιχειρήσεις τῆς Μολδαβίας.
Μετά τό τέλος τοῦ πολέμου νυμφεύθηκε αὐτή τήν ὄμορφη καί λεβεντοκόρη Μολδαβή καί τήν ἔφερε στή Βιάτκα. Ἡ μορφή της ζωντάνεψε στή μνήμη μου τό καλοκαίρι τοῦ 1956, ὅταν μέ τήν εὐλογία τοῦ πατριάρχη Μόσχας Ἀλεξίου Α΄ καί τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ὀδησσοῦ Βόριδος ταξίδεψα καί λειτούργησα σέ πόλεις καί χωριά τῆς Μολδαβίας.
Ἡ παραδοσιακή ὀρθόδοξη ρωσική οἰκογένεια, μέσα στήν ὁποία γεννήθηκα καί μεγάλωσα, εἶχε γερά θρησκευτικά θεμέλια καί ἀρχές, πού κληρονόμησε ἀπό τίς προηγούμενες γενιές. Ἡ μνήμη μου δέν συγκρατεῖ οὔτε μιά περίπτωση παιδικοῦ καυγᾶ, οὔτε καί ἔντονες φιλονικίες ἀνάμεσα στούς μεγαλυτέρους. Ἀκόμα κι ὅταν ἐμεῖς τό παρακάναμε στίς ἀταξίες καί τή φασαρία, οἱ γονεῖς ποτέ δέν μᾶς χτυποῦσαν. Μᾶς ἔλεγαν μόνο μ’ ἕνα συγκρατημένο χαμόγελο:
-Ὤ, πόσο ἐνοχλητικοί καταντήσατε μέ τούς θορύβους σας! Καλύτερα νά μήν ὑπήρχατε!
Τότε ἐμεῖς ξαπλώναμε σ’ ἕνα ντιβάνι, σταυρώναμε τά χέρια στό στῆθος, κλείναμε τά μάτια καί ἀνακοινώναμε σοβαρά-σοβαρά:
-Νά, τώρα πιά πεθάναμε!
Ἡ μητέρα, μέ στεγνό ὕφος καί ἥρεμη φωνή, ἀπαντοῦσε συνήθως:
-Ἐντάξει. Πολύ καλά!
Μετά ἀπ’ αὐτό σταματούσαμε κάθε φασαρία.
Ὅπως ἔγραψα πιό πάνω, μέ στενοχωροῦσε πολύ πού ὁ πατέρας ἔδειχνε περισσότερη ἀγάπη στόν Ἱλαρίωνα. Κάποια φορά μάλιστα δέν ἄντεξα καί ρώτησα τήν μήτερα:
-Ποιά εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἄδικης συμπεριφορᾶς τοῦ πατέρα ἀπέναντί μου;
Κι ἐκείνη, χαϊδεύοντας τρυφερά τό κεφάλι μου, ἀποκρίθηκε
-Συμβαίνει καμιά φορά, δυστυχῶς, νά ἐκδηλώνει δυσμένεια ὁ πατέρας ἤ καί ἡ μητέρα πρός τό ἕνα ἤ τό ἄλλο παιδί. Ἀλλ’ αὐτό ἀργά ἤ γρήγορα ξεπερνιέται.
Ἡ μητέρα εἶχε δίκιο! Ὅταν σέ ἡλικία εἰκοσιδύο ἐτῶν ἔγινα ἱερομόναχος καί ξεκίνησα ἀπό τό Καζάν, ὅπου σπούδασα τή θελογία, γιά τήν Καμτσάτκα, ὁ πατέρας ἄλλαξε τελείως τή συμπεριφορά του ἀπέναντί μου. Ἔγινε ἀγνώριστος. Τρυφερός καί στοργικός. Τά γράμματα πού μοῦ ἔστελνε ἦταν πάντα γραμμένα μέ βαθειά ἀγάπη καί ἐγκάρδιο ἐνδιαφέρον.
Μέ τά ἴδια αἰσθήματα μέ ἀντιμετώπιζζε καί ὅταν ἐρχόμουν ἀργότερα στήν Πετρούπολη, σάν ἐκπρόσωπος τῆς ἱεραποτολῆς τῆς Καμτσάτκας.
Στίς ἐλάχιστες μέρες πού ἔμενα κάθε φορά στό πατρικό σπίτι, μέ συγκινοῦσε ἡ φροντίδα καί ἡ στοργή του γιά μένα. Δέν ἔφευγε οὔτε λεπτό ἀπό κοντά μου. Καί θλιβόταν πολύ, ὅταν κάποιες ὑποθέσεις μέ ἀνάγκαζαν ν’ ἀπουσιάσω γιά μερικές ὧρες. Τότε στεκόταν ἀμίλητος στό παράθυρο καί μέ ἀνυπομονησία περίμενε τήν ἐπιστροφή μου.
Ποῦ ὀφειλόταν, ἄραγε, ἡ ἀλλαγή αὐτή τῶν αἰσθημάτων τοῦ πατέρα ἀπέναντί μου; Δυσκολεύομαι ἀκόμα καί σήμερα νά βγάλω κάποιο συμπέρασμα.
Ἴσως νά ἦταν ἡ ἐπίδραση πού ἄσκησε πάνω του ἡ ἔνταξή μου στό μοναχισμό καί ἡ τόσο συγκινητική καί βαθυστόχαστη ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, στήν ὁποία παραβρέθηκε. Ἴσως πάλι νά τόν ἐπηρέασε ἡ ξαφνική μου ἀπόφαση ν’ ἀποδυθῶ στή γεμάτη στερήσεις καί δοκιμασίες ἱεραποστολική διακονία, στή μακρινή καί ἄγνωστη Καμτσάτκα.
Δέν ξέρω, ἀλλά φαίνεται ὅτι αὐτά τά σημαντικά γεγονότα τῆς ζωῆς μου προκάλεσαν μιά βαθειά ἀλλαγή στόν ψυχικό κόσμο τοῦ πατέρα μου, ἄν καί ὁ ἴδιος δέν διακρινόταν γιά τήν ἰδιαίτερη θρησκευτικότητά του. Ἦταν ὁ τύπος τοῦ χριστιανοῦ τῶν πνηγύρεων, καί πήγαινε στήν ἐκκλησία μόνο δύο-τρεῖς φορές τό χρόνο.
Θά τελειώσω τίς ἀναμνήσεις τῶν παιδικῶν μου χρόνων μέ τήν περιγραφή μερικῶν συνηθειῶν καί ἐκδηλώσεών μου, πού ἀποκαλύπτουν τίς βάσεις τῆς διαμορφώσεως τοῦ χαρακτήρα μου.
Ἀγαποῦσα πολύ νά προσεύχομαι γιά τούς νεκρούς. Μόλις ἀντίκρυζα στήν ἐκκλησία ἕνα φέρετρο, φρόντιζα νά μάθω τό ὄνομα τοῦ νεκροῦ. Ἔτρεχα κατόπιν στό περίπτερο τῆς μονῆς τῆς Βιάτκα. Ἐκεῖ πουλοῦσαν βιβλιαράκια καί εἰκόνες. Οἱ μοναχοί μ’ ἀγαποῦσαν πολύ, καί μοῦ τά ἔδιναν μέ πίστωση.
Ἐγώ ὅμως, μέ συνέπεια καί φιλοτιμία, τά πλήρωνα σύντομα. Ἀπό τό περίπτερο αὐτό ἔπαιρνα εἴτε μιά μικρή εἰκόνα τοῦ ἁγίου, πού τό ὄνομά του εἶχε ὁ νεκρός, εἴτε ἕνα μικρό Εὐαγγέλιο. Στήν πίσω πλευρά τους ἔγραφα γράμμα στό Θεό. Μέ τήν παιδική μου ἁπλότητα παρακαλοῦσα τόν Ὕψιστο νά συγχωρήση τίς ἁμαρτίες τοῦ νεκροῦ, καί νά ἐλεήσει καί μένα, τό μικρό Κόλια (Νικολάκη).
Ἰδιαίτερα ὅμως προσευχόμουν καί γιά τούς νεκρούς συγγενεῖς μου, γνωστούς καί ἀγνώστους.
Ἐνῶ ἤμουν ἀκόμα πολύ μικρός, ζήλευα τά μεγαλύτερα παιδιά, πού διακονοῦσαν στό ἱερό τῆς ἐκκλησίας. Κάποια φορά, ὡστόσο, κατάφερα νά χωθῶ μέσα, τήν ὥρα μιᾶς ἀκολουθίας. Ὅταν ὁ λειτουργός ζήτησε τό θυμιατό, τό πῆρα καί τοῦ τό πρόσφερα μέ μεγάλη εὐλάβεια καί μεγαλοπρέπεια. Αὐτό τό σχεδόν ἀσήμαντο περιστατικό ἄφησε μέσα μου μιά ἀπό τίς πιό γλυκειές ἀναμνήσεις τῶν παιδικῶν μου χρόνων.
Συμπαθοῦσα ἐπίσης πολύ τίς γριοῦλες ζητιάνες. Τίς βοηθοῦσα μέ πολλή ἀγάπη καί ἄκουγα μέ ἀνεξάντλητη ὑπομονή τίς ἀτέλειωτες διηγήσεις τους γιά τά βάσανα τῆς ζωῆς τους.
Θυμᾶμαι ἀκόμα τήν εὐχή, πού μοῦ ἔδωσε μιά τυφλή γριούλα, ἐπειδή γινόμουν συχνά ὁδηγός της:
-Ὁ Θεός νά σ’ ἀξιώσει, Νικολάκη, ἑκατό χρόνια νά ζήσης κι ἑκατό ρούβλια ν’ ἀποκτήσεις!
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.15-18
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου