Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Τύρου
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360 – 362 μ.Χ.). Σοφώτατος καὶ ἐγκρατέστατος Ἱεράρχης, διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ του μόρφωση καὶ τὴν πλήρη γνώση τῶν Γραφῶν.
Κατὰ τοὺς ἐπὶ Μαξιμιανοῦ καὶ Λικινίου (286 – 323 μ.Χ.) ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν κινηθέντες διωγμούς, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ ποιμνίου του, ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει στὴ Δυσσόπολη τῆς Θράκης, ὅπου παρέμεινε ἰδιωτεύων μέχρι τοῦ θανάτου αὐτῶν.
Ἀφοῦ ἐπανῆλθε στὴν Ἐπισκοπή του, ἐξακολούθησε νὰ κυβερνᾶ τὸ ποίμνιό του μὲ πατρικὴ φροντίδα, διδάσκοντας, στηρίζοντας καὶ ἐνισχύοντας αὐτό. Παρευρέθηκε στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαι τῆς Βιθυνίας, τὸ 325 μ.Χ., ἡ δὲ ζωὴ καὶ ἡ δράση του παρατάθηκε καθ’ ὅλη τὴ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου.
Ἀνακινηθέντων τῶν διωγμῶν ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.), κατέφυγε καὶ πάλι στὴ Θράκη, ἀλλά, συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐβασανίσθηκε σκληρὰ καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Δυσσόπολη (κατ’ ἄλλους στὴν Ἔδεσσα), τὸ 362 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑκατὸν ἑπτὰ ἐτῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δώρημα τέλειον, ἐκ τοῦ τῶν φώτων Πατρὸς, σοφίας τὴν ἔλλαμψιν, ὡς Ἱεράρχης σοφός, ἐδέξω Δωρόθεε· ὅθεν καὶ πλεονάσας, τὸν σὸν τάλαντον μάκαρ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, βαθυτάτῳ ἐν γήρᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασιν, Ἱερομάρτυς κηρύξας, δῶρον θεῖον ἅγιον, σαυτὸν προσῆξας τῷ Κτίστῃ, πρότερον, ἐν τῇ ἀσκήσει ἐνδιαπρέψας, ὕστερον, τῷ μαρτυρίῳ στερρῶς ἀθλήσας, καὶ νομίμως ὑπεδέξω, βραβεῖον νίκης, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς σοφίας μυσταγωγός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, θεοφάντωρ ὁ ἱερός· χαίροις ὁ Μαρτύρων, τῆς δωρεᾶς τρυφήσας, ὡς θεῖος Ἱεράρχης, Πάτερ Δωρόθεε.
Οἱ Ἅγιοι Φλωρέντιος, Ἰουλιανός, Κυριακός, Μαρκελλίνος καὶ Φαυστίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φλωρέντιος, Ἰουλιανός, Κυριακός, Μαρκελλίνος καὶ Φαυστίνος ἐμαρτύρησαν στὴν πόλη Περούτζια τῆς Ἰταλίας, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόλλων, Ἄρειος, Γοργίας, Εἰρήνη, Λεωνίδης, Μαρκιανός, Νίκανδρος, Παμβών, Σεληνιὰς καὶ Ὑπερέχιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀπόλλων, Ἄρειος, Γοργίας, Εἰρήνη, Λεωνίδης, Μαρκιανός, Νίκανδρος, Παμβών, Σεληνιὰς καὶ Ὑπερέχιος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἄθλησαν κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Ἀποτελοῦσαν ὅμιλο θεοφιλῶς ζώντων καὶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἀγωνιζομένων πιστῶν.
Ἕνεκα τῆς θεοφιλοῦς αὐτῶν δράσεως συνελήφθησαν, ὁδηγηθέντες δὲ ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου Ἀλεξανδρείας, ἀψηφοῦντες τὶς ἀπειλὲς καὶ ἀποκρούοντες τὶς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις, παρέμειναν ἀκλόνητοι στὴν πρὸς τὸν Χριστὸ πίστη τους. Κατόπιν τούτου διατάχθηκε ὁ ἐγκλεισμός τους στὴ φυλακὴ καὶ καταδικάσθηκαν στὸν ἐκ πείνας καὶ δίψας θάνατο. Οἱ Ἅγιοι ὑπέμειναν καρτερικὰ τὸ μαρτυρικὸ καὶ βραδὺ θάνατο, προσευχόμενοι καὶ δοξολογοῦντες τὸν Κύριο.
Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κόνων καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Ἔνθερμος κήρυκας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διεκήρυττε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὰ εὐεργετήματα αὐτῆς καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὴ δράση του αὐτὴ συνελήφθη, ἀρνηθεὶς δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἐρρίφθηκε στὴ θάλασσα, ὅπου εὑρῆκε τὸ μαρτυρικὸ διὰ πνιγμοῦ θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Νόννος ὁ Μάρτυρας
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Νόννου ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον καὶ ἑορταζόταν στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων στὸ ναὸ ποὺ εὑρισκόταν ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν.
Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Χριστόφορος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Τύρου
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα. Σύμφωνα μὲ τὸ συναξαριστικὸ ὑπόμνημα ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τύρου κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.) καὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (324 – 337 μ.Χ.) καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ θεολογική του παιδεία, τὴ συγγραφή, τὴν εὐφηΐα, τὴν ἐπιμέλεια.
Αὐτός, ἐπὶ διωγμοῦ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν ἔδρα τῆς Ἐπισκοπῆς του καὶ νὰ καταφύγει στὴν Ὀδυσσούπολη. Μετὰ τὸ τέλος τῶν τυράννων ἐπέστρεψε στὴν ἐπαρχία του, ἀλλὰ συνελήφθη καὶ ὑπέστη πολλὲς βασάνους ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη (361 – 363 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴν Τύρο, σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἑπτὰ ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Πλούταρχος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
Οἱ Συναξαριστὲς σιωποῦν γιὰ τὸν Ἅγιο Πλούταρχο. Ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται στὸ Χρονικὸν τοῦ Λεοντίου Μαχαιρᾶ. Στὸν ἐπισκοπικὸ κατάλογο Σαλαμῖνος ὁ Ἅγιος Πλούταρχος φέρεται ἕκτος Ἐπίσκοπος Κύπρου, ἐνῷ ἀλλοῦ ἀναφέρεται Πλούταρχος, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, δέκατος τέταρτος (περὶ τὸ 620 – 627 μ.Χ.) μετὰ τὸν Ἀπόστολο Βαρνάβα.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ἀπαντᾶ σὲ περιγραφὲς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας
Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος, κατὰ κόσμον Βινφρίδιος, ἐγεννήθηκε, περὶ τὸ ἔτος 680 μ.Χ., στὴν πόλη Κρέντιτον τοῦ Ντεβονσάϊρ τῆς Ἀγγλίας. Ἐσπούδασε στὶς μονὲς τοῦ Ἔξετερ καὶ τοῦ Νάτσελ, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπίδοσή του στὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα, τὴν ποίηση, τὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ἱστορία. Διέπρεψε ὡς καθηγητὴς μοναστηριακῶν σχολῶν καὶ συνέταξε τὴν πρώτη Λατινικὴ γραμματικὴ στὴ Βρετανία.
Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, μοναχὸς ἤδη μὲ τὸ ὄνομα Βονιφάτιος, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπὸ τότε ἐπιδόθηκε μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἐπιτυχία στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου καὶ τὴν ἱεραποστολή.
Τὸ 716 μ.Χ., μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου τῆς μονῆς τοῦ Νάτσελ, ἐπῆγε στὴ Φρισλανδία, γιὰ νὰ κηρύξει τὸν Χριστὸ στοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ὁ πόλεμος ὅμως ποὺ ἐξέσπασε ἀνάμεσα στὸν τοπικὸ βασιλέα Ράντμποντ καὶ τὸν Κάρολο Μαρτέλο, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀγγλία. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή, ἀποποιήθηκε τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, στὸ ὁποῖο τὸν ἐξέλιξε ἡ μοναστικὴ ἀδελφότητα τοῦ Νάτσελ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου.
Ἔτσι, τὸ 719 μ.Χ., ἀφοῦ ἐπῆρε τὴ σχετικὴ ἄδεια καὶ εὐλογία τοῦ Πάπα Γρηγορίου Β’ (715 – 731 μ.Χ.), ἐξεκίνησε γιὰ τὴ Γερμανία. Ἐπέρασε τὶς Κάτω Ἄλπεις καὶ τὴ Βαυαρία καὶ ἔφθασε στὴ Θουριγγία, ἀπ’ ὅπου ἄρχισε τὸ ἀποστολικό του ἔργο. Ὄχι μόνο ἐβάπτισε πολυάριθμους εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ καὶ τοὺς Χριστιανούς, ποὺ ἐζοῦσαν τότε στὴ Βαυαρία, τοὺς ἐβοήθησε νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ διάφορες πλάνες καὶ κακοδοξίες. Τὸ 720 μ.Χ., μαθαίνοντας πὼς ὁ Ράντμποντ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ Κάρολος Μαρτέλος εἶχε γίνει κύριος τῆς Φρισλανδίας, ἐπῆγε ἐκεῖ καὶ ἐνίσχυσε τὴν ἱεραποστολὴ τοῦ Ἁγίου Βιλλιβρόρδου († 7 Νοεμβρίου). Τρία χρόνια ἀργότερα ἦλθε πάλι στὰ Γερμανικὰ ἐδάφη. Ἐβάπτισε πλήθη εἰδωλολατρῶν, ἔκτισε ἐκκλησίες καὶ συγκρότησε πολλὲς Χριστιανικὲς κοινότητες στὴν Ἔσση καὶ τὴ Σαξονία.
Τὸ 723 μ.Χ., ὑπακούοντας σὲ κλήση τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Γρηγορίου Β’ (715 – 731 μ.Χ.), ἐπῆγε στὴ Ρώμη, ὅπου ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Ἐπιστρέφοντας στὴ Γερμανία, ἐγκατέστησε τὴν ἔδρα του στὴ Μαγεντία καὶ συνέχισε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο τὴν εὐαγγελική του διακονία.
Τὸ 732 μ.Χ., ὁ νέος Πάπας Γρηγόριος Γ’ (731 – 741 μ.Χ.) τὸν προήγαγε σὲ Ἀρχιεπίσκοπο καὶ Πριμάτο τῆς Γερμανικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς καὶ καταστάσεως Ἐπισκόπων.
Τὸ 738 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος μετέβη καὶ πάλι στὴ Ρώμη καὶ ἐνημέρωσε γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου καὶ τὰ προβλήματά του τὸν Πάπα, ὁ ὁποῖος τὸν ὀνόμασε τότε Λεγάτο τῆς Ἀποστολικῆς Ἕδρας.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Γερμανία, ὁ δούκας Ὀντίλο τὸν ἐκάλεσε στὴ Βαυαρία, γιὰ νὰ λύσει σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς περιοχῆς. Ἵδρυσε ἐκεῖ τέσσερις Ἐπισκοπὲς γιὰ τὴν καλύτερη διαποίμανση τῶν Χριστιανῶν, καθὼς καὶ ἄλλες τρεῖς στὴ Θουριγγία, τὴν Ἔσση καὶ τὴ Φραγκονία.
Ἡ σαγηνευτικὴ πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση στὸν υἱὸ τοῦ Καρόλου Μαρτέλου Καρλομάνο, βασιλέα τῆς Αὐστραλίας, Ἀλαμανίας καὶ Θουριγγίας (741 – 747 μ.Χ.), ὥστε παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο του, παραχώρησε τὸ βασίλειό του στὸ νεώτερο ἀδελφό του Πεπίνο τὸν Βραχύ, βασιλέα τῆς Νευστρίας, Βουργουνδίας καὶ Προβηγγίας καὶ ἔγινε μοναχός. Τὴν κουρά του ἐτέλεσε στὴ Ρώμη ὁ Πάπας Ζαχαρίας (741 – 752 μ.Χ.). Ἀρχικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε στὸ ὄρος Σοράκτο τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ συνέρρεαν πολλοὶ ἐπισκέπτες καὶ μάλιστα Ρωμαῖοι εὐγενεῖς, ἀποσύρθηκε, ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξη τοῦ Πάπα, στὴ μονὴ τοῦ ὄρους Κασσίνο, ὅπου ἔζησε μὲ ἄκρα ταπείνωση, κάνοντας τὰ πιο εὐτελὴ διακονήματα. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 755 μ.Χ., στὴν πόλη Βιὲν τῆς Γαλλίας, ὅπου εἶχε σταλεῖ, γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς του. Στὸ μεταξύ, ὁ ἀδελφός του Πεπίνος ὁ Βραχὺς († 768 μ.Χ.) ἀνακηρύχθηκε πρῶτος βασιλέας τοῦ ἑνωμένου κράτους τῶν Φράγκων. Ἡ στέψη του ἔγινε τὸ 751 μ.Χ. στὴν πόλη Σουασσὸν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ὁποῖο ἐσεβόταν ἀπεριόριστα.
Γιὰ τὴν εὐρύτερη ἐξάπλωση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως στὰ ἡμιάγρια καὶ ἀπολίτιστα Γερμανικὰ φύλα, ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἐκάλεσε ἀπὸ τὴ Βρετανία εὐσεβεῖς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀσχολήθηκαν ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ μὲ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Ἀνάμεσά τους ἦταν οἱ Ἅγιοι Βιγκβέρτος, Βουρχάρδος, Βιλλιβάλδος, Λοῦλλος, Θέκλα, Μπερτιγκίτα, Κοντρούδη καὶ Λαϊόβα.
Ἡ Ὁσία Λαϊόβα ἦταν ἀνεψιὰ τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου καὶ ἦλθε στὴ Γερμανία μαζὶ μὲ τριάντα ἀκόμη Βρετανίδες μοναχές, σταλμένες ἀπὸ τὴν πριγκίπισσα Τέλτα, ἡγουμένη τῆς μονῆς Βίνμπουρν.
Μὲ τὴν βοήθεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος κατόρθωσε τόσο νὰ ἑδραιώσει τὸ Χριστιανισμό, ὅσο καὶ νὰ ὀργανώσει διοικητικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία αὐτοῦ.
Σώζονται πολλὲς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου μὲ θεολογικὸ περιεχόμενο. Γράφοντας στὸν ἡγούμενο Ἀλδέριο, τὸν παρακαλεῖ νὰ μνημονεύει στὴ Θεία Λειτουργία τοὺς ἱεραποστόλους ποὺ ἐθυσιάστηκαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς μία μοναχή, ἀφοῦ περιγράφει τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπισε στὴν ἄσκηση τῆς ἱεραποστολῆς, βεβαιώνει ὅτι ἐποθοῦσε νὰ θυσιάσει καὶ τὴ ζωή του ἀκόμη γιὰ τὸν Κύριο. Σὲ ἕνα γράμμα του στὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Κουθβέρτο, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν κληρικῶν, καταλήγει: «Ἂς ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὸν Κύριο σὲ τοῦτες τὶς πικρὲς καὶ ὀδυνηρὲς ἡμέρες. Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τῶν Πατέρων μας, ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ κληρονομήσουμε, ὅπως ἐκεῖνοι, τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς μὴν εἴμαστε ζῶα ἄφωνα, φύλακες κοιμισμένοι, μισθωτοὶ ποὺ τὸ βάζουν στὰ πόδια μόλις δοῦν τὸ λύκο, ἀλλὰ ποιμένες ἄγρυπνοι καὶ εὐσυνείδητοι. Ἂς κηρύσσουμε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε περίσταση, ζώντας μέσα στὸν κόσμο ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀνήκουμε στὸν κόσμο».
Τὸ 754 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος, μὲ εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου Β’ (752 – 757 μ.Χ.), ἐχειροτόνησε καὶ ἄφησε διάδοχό του στὴ Γερμανία, τὸ συνεργάτη του, Ἅγιο Λοῦλλο. Ὁ ἴδιος, φλογερὸς ἐργάτης τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀπίστων, ἐπῆρε μαζί του μία ὁμάδα ζηλωτῶν τῆς ἱεραποστολῆς καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ἀνατολικὴ Φισλανδία, ὅπου μέσα σ’ ἔνα χρόνο μετέστρεψε καὶ ἐβάπτισε ἀρκετὲς χιλιάδες εἰδωλολατρῶν.
Ἐκεῖ ὅμως ἔλαβε καὶ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ τόσο ἐποθοῦσε. Στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 755 μ.Χ., παραμονὴ τῆς Πεντηκοστῆς, καθὼς ἐτοιμαζόταν νὰ τελέσει τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος σὲ νέους Χριστιανούς, στὶς ὄχθες ἑνὸς μικροῦ ποταμοῦ, ἐξαγριωμένοι εἰδωλολάτρες μὲ σπαθιὰ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τοῦ ἱεραποστολικοῦ καταυλισμοῦ καὶ ἔσφαξαν ὅλους τοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, συνολικὰ πενήντα δύο ψυχές: τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν Ἐπίσκοπο Ἐοβανό, τρεῖς ἱερεῖς, τρεῖς διακόνους, τέσσερις μοναχοὺς καὶ σαράντα λαϊκούς.
Ὁ Ἅγιος Ἐοβανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἐοβανὸς ἐγεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία. Ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, Ἐπίσκοπος Οὐτρέχτης καὶ ἐμαρτύρησε μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Βιντροῦγκος, Βαλτέριος, Ἀδελάριος, Ἀμοῦνδος, Σιρεβάλδος καὶ Βοσέας οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Βιντροῦγκος, Βαλτέριος, Ἀδελάριος, πρεσβύτεροι, καὶ οἱ Ἀμοῦνδος, Σιρεβάλδος καὶ Βοσέας, διάκονοι, κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Συνδέθηκαν πνευματικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο καὶ ἐμαρτύρησαν μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Βακκάριος, Γουνδίκαρος, Ἰλλέχερος καὶ Βοτεοῦλφος οἱ Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ὅσιοι Βακκάριος, Γουνδίκαρος, Ἰλλέχερος καὶ Βοτεοῦλφος ἦσαν μοναχοὶ ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Συνδέθηκαν πνευματικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο καὶ ἐμαρτύρησαν μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Φῆλιξ ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Φῆλιξ ἦταν μοναχὸς καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σὲ μονὴ τῆς πόλεως Φρίτζλαρ τῆς Γερμανίας καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ Σάξονες, τὸ 790 μ.Χ.
Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰγκὸρ ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰγκὸρ, ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου, στὶς 6 Αὐγούστου καὶ 19 Σεπτεμβρίου.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰγκὸρ μετεφέρθησαν ἀπὸ τὸ Κίεβο στὴν πόλη Τσέρνιγκωφ, τὸ 1150.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ἰγκὸρ ἐν Κιέβῳ
Σὲ αὐτὴ τὴν ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, προσευχόταν ὁ Ἅγιος Ἰγκὸρ († 19 Σεπτεμβρίου), ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τελευταίων στιγμῶν τῆς ζωῆς του. Ἡ εἰκόνα, ἡ ὁποία ἦταν ἑλληνική, ἐφυλασσόταν στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε ἐπὶ αὐτῆς ἐπιγραφή, στὴν ὁποία ἀναγραφόταν ὅτι ἀνῆκε στὸν Ἅγιο Ἰγκόρ. Ἡ σύναξή της ἑορτάζεται τὴν ἴδια ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰγκὸρ μετεκομίσθηκαν ἀπὸ τὸ Κίεβο στὴν πόλη Τσέρνιγκωφ.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος διετέλεσε Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας ἀπὸ τὸ ἔτος 1156 μέχρι τὸ 1158. Τὴ διοίκηση τοῦ Κιέβου εἶχε, ἀπὸ τὸ 1148, ἀναλάβει ὁ ἡγεμόνας τῆς Σουζδαλίας Γιούρι Ντολγκορούκι. Ὁ πρίγκιπας Ἰζιασλάβος ἀνακατέλαβε τὸ Κίεβο, ἀλλὰ πέθανε, τὸ 1155, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες τὸ Κίεβο καταλαμβανόταν πάλι ἀπὸ τὸν Γιούρι.
Διάδοχος τοῦ Ἰζιασλάβου ἦταν ὁ ἀδελφός του, ἡγεμόνας τοῦ Σμολένσκ Ροστισλάβος Μστισλάβιτς, ὁ ὁποῖος ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει στὴν πόλη Βλαδιμὶρ τῆς Βολυνίας. Ὁ Γιούρι ἐδέχθηκε τὸ βυζαντινὸ Μητροπολίτη Ἅγιο Κωνσταντίνο, ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Γιούρι († 1158) ὁ θρόνος περιῆλθε πάλι στὸν Ραστισλάβο. Αὐτὸς ἐζήτησε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τὸν Μητροπολίτη Θεόδωρο (1161), ἐνῷ ὁ Μητροπολίτης Κωνσταντίνος ἐφιλοξενεῖτο ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Τσέρνιγκωφ Ἀντωνίου († 1159).
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1159.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, ἐγεννήθηκε, τὸ 1218. Τὸ 1229, οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀπεστάλησαν στὸ Νόβγκοροντ ἀπὸ τὸν πατέρα τους Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς, ὡς ἀντιπρόσωποί του.
Τὸ 1232, ὁ νεαρὸς πρίγκιπας Θεόδωρος ἐκλήθηκε νὰ ὑπερασπισθεῖ μὲ τὸ σπαθὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ πολεμίσει μὲ τὰ Ρώσικα στρατεύματα κατὰ τῶν εἰδωλολατρῶν Μορδοβιανῶν πριγκίπων. Τὸ 1233, ὑπακούοντας στὴν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα του, νυμφεύεται τὴ Θεοδουλία, θυγατέρα τοῦ ἱεροῦ πρίγκιπος Μιχαὴλ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀλλὰ ξαφνικὰ πεθαίνει καὶ ἐνταφιάζεται στὴ μονὴ Γιοῦρεφ τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ Θεοδουλία, μετὰ τὸν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐφροσύνη († 25 Σεπτεμβρίου).
Οἱ Σουηδοί, τὸ 1614, ἔσπασαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔρριψαν τὸ τίμιο λείψανο στὸ χῶρο τοῦ κοιμητηρίου. Ἀργότερα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος μετέφερε τὰ ἱερὰ λείψανα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τὰ ἐναπέθεσε στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀπ’ ὅπου, τὸ 1919, ἀφαιρέθηκαν ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους.
Ἀκολουθία στὸν Ἅγιο Θεόδωρο ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ Νόβγκοροντ Γαβριήλ († 1801).
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀναχωρητὴς ἐκ Σερβίας
Ὁ Ὅσιος Πέτρος (Κόρισκϊυ) ἐγεννήθηκε, τὸ 1211, στὸ χωριὸ Οὐνγιμὶρ μεταξὺ τῆς πόλεως Πὲκ καὶ τοῦ Κοσόβου στὴ Σερβία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία αὐτὸς καὶ ἡ ἀδελφή του Ἑλένη ἀφιερώθηκαν στὸν Θεὸ καὶ προέκοπταν σὲ σοφία, ἡλικία καὶ χάρη ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἦταν σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν, εἶπε στοὺς γονεῖς του τὴν ἐπιθυμία του νὰ γίνει μοναχός. Ὅμως ὁ πατέρας του ἀπέθανε, ὅταν ὁ Πέτρος ἦταν μόνο δεκατεσσάρων ἐτῶν, καὶ ἔτσι ἀνέβαλε τὰ σχέδιά του, γιὰ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ μοναστήρι, προκειμένου νὰ φροντίσει τὴ μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή του.
Ἡ μητέρα του ἐκοιμήθηκε δύο χρόνια ἀργότερα. Ὁ Ὅσιος ἐρώτησε τὴν ἀδελφή του, ἐὰν ἐσκόπευε νὰ νυμφευθεῖ, διότι ἡ συνείδησή του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τὴν ἐγκαταλείψει. Ἡ Ἑλένη ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχὴ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ἔτσι ἐπώλησαν τὰ ὑπάρχοντά τους, διένειμαν τὰ χρήματα στοὺς πτωχοὺς καὶ ἔφθασαν στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὸ Πέκ. Ἡ Ἑλένη εἰσῆλθε σὲ μία γυναικεία μονή, ἡ ὁποία εὑρισκόταν ἐκεῖ κοντά, ἀλλὰ ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ ἡσυχαστικὸ βίο μαζὶ μὲ τὸν κατὰ σάρκα ἀδελφό της. Οἱ ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύκτας ἦσαν ἀφιερωμένες στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
῎Ομως οἱ δύο αὐτὲς φωτεινὲς λαμπάδες τῆς ἁγιότητος δὲν ἦσαν δυνατὸν νὰ μὴ φωτίσουν τὸν κόσμο. Πλῆθος κόσμου ἄρχισε νὰ συρρέει στὸν τόπο ἀσκήσεως τῶν δύο ἀδελφῶν, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία τους καὶ νὰ τοὺς συμβουλευθεῖ πνευματικά. Ὁ Ὅσιος Πέτρος καὶ ἡ ἀδελφή του, γιὰ νὰ μὴν ὑποκύψουν στὸν πειρασμὸ τῆς ματαιοδοξίας, κατέφυγαν σὲ ἀπομακρυσμένη περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Ἰβὰρ κοντὰ στὴν πόλη τοῦ Μαύρου ποταμοῦ.
Ὁ διακαὴς πόθος τοῦ ἐρημικοῦ βίου ὁδήγησε τὰ βήματα τοῦ Ὁσίου σὲ ἕνα βουνὸ κοντὰ στὴν πόλη Πρίζρεν. Ἐκεῖ ἄφησε τὴ μοναχὴ ἀδελφή του, γιὰ νὰ συνεχίσει τὴ μοναχική της πολιτεία, ἐνῷ ἐκεῖνος ἀνῆλθε στὸ ὄρος καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης σὲ ἕνα σπήλαιο τῆς περιοχῆς Κορίσα.
Ὁ ἀγώνας δὲν ἦταν εὔκολος. Ὁ Ὅσιος Πέτρος συνεχῶς καὶ μὲ ὅπλο τὴν προσευχὴ ἀντιστεκόταν στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶ παγίδες τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπιτέθηκε. Ὁ Ὅσιος προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Κύριο. Καὶ Ἐκεῖνος ἄκουσε τὴν προσευχή του. Σὲ ὅραμα τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπέτρεπε πλέον αὐτὲς τὶς ἐπιθέσεις.
Ὁ Ὅσιος λουσμένος μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς τῆς Θεότητος, συνέχισε τὴν ἁγία ζωή του καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Προβλέποντας τὸ τέλος του, ἔσκαψε ἕναν τάφο ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, προετοιμάσθηκε πνευματικά, ἀφοῦ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1275.
Τὴ νύχτα τῆς κοιμήσεώς του ἕνα οὐράνιο φῶς ἔλουσε τὸ σπήλαιο, ἐνῷ οἱ ὑπόλοιποι μοναχοὶ ἄκουγαν τοὺς Ἀγγέλους νὰ ψάλουν.
Ἑβδομήντα ἕτη ἀργότερα, ὁ βασιλέας Δουσὰν ἔκτισε μία ἐκκλησία στὴν Κορίσα καὶ μετέφερε ἐκεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Πέτρου. Στὴ συνέχεια τὰ ἱερὰ λείψανα μετεκομίσθησαν στὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ τῆς πόλεως Καλασχίν.
Οἱ Ὅσιοι Ἀγάπιος καὶ Νικόδημος
Οἱ Ὅσιοι Ἀγάπιος καὶ Νικόδημος ἦσαν μοναχοὶ τῆς ἱερᾶς μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ εἶχαν τὸ διακόνημα τοῦ δοχειάρη, διακονοῦντες μὲ προθυμία στὴν ἀποθήκη ποὺ εἶχαν τὸ λάδι. Στὸ βίο τους ἀκολούθησαν τὶς πνευματικὲς συμβουλὲς τοῦ Γέροντά τους Ὁσίου Γενναδίου τοῦ Δοχειάρη καὶ ἀξιώθηκαν μαζί του νὰ ἰδοῦν τὸ ὑπερφυὲς θαῦμα τῆς πληρώσεως τῶν κενῶν πίθων τοῦ δοχειοῦ, διὰ θαυμαστὴς ἐπεμβάσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλαιοβρύτιδος.
Οἱ Ὅσιοι αὐτοὶ Πατέρες μας, ἀφοῦ ἔζησαν θεοφιλῶς, ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη. Οἱ χαριτόβρυτες κάρες τους φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴ μονὴ Βατοπαιδίου.
Οἱ Ὅσιοι Βασιανὸς καὶ Ἰωνᾶς τῆς Περτόμα
Οἱ Ὅσιοι Βασιανὸς καὶ Ἰωνᾶς ἔζησαν τὸ 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στὴ μονὴ Σολόφκι ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, Μητροπολίτου Μόσχας († 9 Ἰανουαρίου). Ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη καί, τὸ 1599, οἱ Χριστιανοὶ ἀνήγειραν στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τους παρεκκλήσιο. Ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 1623, ὁ ἱερομόναχος Ἰάκωβος ἀνήγειρε τὴ μονὴ τῆς Περτόμα.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐν Χίῳ
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μάρκος ἦταν γόνος τοῦ εὐσεβοῦς Θεσσαλονικέως Χατζῆ – Κωνσταντῆ καὶ τῆς Μαρίας, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη, ὄπου καὶ διέμεναν. Ὁ Μάρκος, ἔμπορος στὸ ἐπάγγελμα, σὲ κάποιο ταξίδι του στὴ νῆσο Χίο, κατὰ τὸ 1788, ἐνυμφεύθηκε. Ἀργότερα παρακινούμενος καὶ ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Παΐσιο, ἐγκαταστάθηκε στὸ Κουσάντασι (Νέα Ἔφεσο), ὅπου συνδέθηκε παράνομα μὲ κάποια γυναίκα, ὀνομαζόμενη Μαρία, μετὰ τῆς ὁποίας συνελήφθη γιὰ μοιχεία, καὶ ὁδηγήθηκε στὸ δικαστήριο, ἀνώπιον τοῦ ἀγᾶ. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς ποινῆς προετίμησαν καὶ οἱ δύο νὰ ἐξωμόσουν. Ἔτσι ὁ μὲν Μάρκος ὑπέστη τὴν περιτομή, ἡ δὲ Μαρία ἐκλείσθηκε στὸ χαρέμι τοῦ ἀγᾶ.
Μετὰ τὴν πάροδο κάποιου χρόνου ὁ Μάρκος ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ἔνοχος γιὰ τὴν ἐξώμοση, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναζήτησε κάποιον πνευματικό, ὅπου μὲ συντριβὴ ἀπέθεσε ὅλο τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων του. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του καὶ ἑνὸς Χριστιανοῦ ἰατροῦ, ὁ ὁποῖος ἔπεισε τὸν ἀγᾶ ὅτι ἡ Μαρία ἔπασχε ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ τὴν θεραπεύσει μόνο κάποια Ἑβραία στὴ Σμύρνη, ὁ Μάρκος ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ ἀγᾶ, γιὰ νὰ συνοδεύσει τὴ γυναίκα του ὡς ἐκεῖ, μὲ τὴ ρητὴ ἐντολὴ νὰ γυρίσουν καὶ πάλι πίσω.
Ὅταν ἔφθασαν στὴ Σμύρνη ἐπιβιβάσθηκαν σ’ ἕνα πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν Τεργέστη. Ἐξ αἰτίας ὅμως κάποιων ἐμποδίων δὲν παρέμειναν ἐκεῖ, ἀλλὰ κατευθύνθηκαν στὴ Βενετία, ὅπου ἔλαβαν τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος καὶ τῆς Θείας Κοινωνίας, καὶ τέλος ἐνυμφεύθηκαν.
Τὰ γεγονότα αὐτὰ συνέβησαν τὸ 1792. Στὴ Βενετία δὲν παρέμειναν πολύ, ἀλλὰ περιπλανήθηκαν σὲ διάφορα μέρη, φοβούμενοι μήπως τοὺς ἀνακαλύψουν οἱ Τοῦρκοι. Ἐπειδὴ ὅμως πουθενὰ δὲν μποροῦσε νὰ εὕρει ἠρεμία ὁ Μάρκος, ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὸν τόπο τῆς ἀρνήσεως, γιὰ νὰ ἀποπλύνει καὶ μὲ τὸ αἷμά του τὸ ἁμάρτημά του.
Ἐγύρισε λοιπὸν στὸ Κουσάντασι, ὅπου ἐπισκέφθηκε τὸν πνευματικό του καὶ τοῦ ἐγνωστοποίησε τὴν ἐπιθυμία του. Αὐτὸς τότε προσπάθησε νὰ τὸν ἀποτρέψει, λέγοντάς του πὼς τὸ μαρτύριό του ἴσως ἐπιφέρει πολλὰ δεινὰ στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου, διότι οἱ Τοῦρκοι ἦταν ἤδη ἐξαγριωμένοι ἐξ αἰτίας τῆς ἀνεγέρσεως νέου ναοῦ στὴν πόλη, ἀλλὰ καὶ τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐξ Ἐφέσου, ποὺ εἶχε προηγηθεῖ († 5 Ἀπριλίου 1801).
Ἐπείσθηκε λοιπὸν ὁ Μάρκος καὶ ἐγκατέλειψε τὸ Κουσάντασι. Κατέφυγε στὴ Χίο, ὅπου, ἀφοῦ προετοιμάσθηκε κατάλληλα μὲ τὴ Θεία Κοινωνία, ἐπαρουσιάσθηκε στὸ δικαστήριο καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστό.
Ὁ δικαστὴς στὴν ἀρχὴ προσπάθησε μὲ κολακεῖες νὰ τὸν μεταπείσει, ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατό, διέταξε τὴ φυλάκισή του. Ὁ Μάρκος ὑπέμεινε μὲ καρτερία ὄλα τὰ βασανιστήρια χωρὶς νὰ καμφθεῖ. Συνολικὰ ὁδηγήθηκε τρεῖς φορὲς ἐνώπιον τοῦ δικαστοῦ, ὁ ὁποῖος διαπιστώνοντας τὸ σταθερὸ φρόνημα καὶ τὴν ἀμετάθετη γνώμη του νὰ παραμείνει Χριστιανὸς διέτεξε τὴ θανάτωσή του.
Συγκινητικὴ ἦταν ἡ συμμετοχὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἡ συνδρομή τους στὴν προετοιμασία τοῦ Μάρτυρος Μάρκου γιὰ τὸ μαρτύριο, μὲ νηστεῖες, δεήσεις καὶ προσευχές.
Πλῆθος κόσμου, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι, εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν τοποθεσία Βουνάκι, ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ γιὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ Νεομάρτυρος. Ἔτσι στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ 1801, ἡμέρα Τετάρτη, ὁ Νεομάρτυρας Μάρκος ἐκτελέσθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
Πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐπῆραν ὡς εὐλογία τεμάχια ἀπὸ τὰ ἀνδύματα, ἀλλὰ καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου δίδοντας ἀρκετὰ χρήματα στοὺς Τούρκους. Τέλος, ἐξαγόρασαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Νεομάρτυρος, τὸ ὁποῖο εὐωδίαζε, καὶ τὸ ἐνταφίασαν κρυφὰ σὲ ἄγνωστο μέρος.
Στὸ Συναξάριο τοῦ Ἁγίου σημειώνονται πολλὰ θαύματα ποὺ συνέβησαν μὲ τὰ τίμια λείψανα, τὸ αἷμα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐνδύματα τοῦ Νεομάρτυρος.
Τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μάρκου συνέγραψε ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἐνῷ Ἀκολουθία πρὸς τιμήν του συνέταξε ὁ Νικηφόρος ὁ Χίος. Ἡ Ἀκολουθία αὐτή, ὅπως καὶ ὁ βίος τοῦ Νεομάρτυρος, περιέχονται στὸ Νέον Λειμωνάριον. Ἐπίσης ἐπανεκδόθηκαν τὸ 1930 καὶ τὸ 1968 στὸ Νέον Χιακὸν Λειμωνάριον.
Μνήμη λυτρώσεως τῆς φοβερᾶς ἀπειλῆς ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ
Διαβάζουμε: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης φοβερᾶς ἀπειλῆς καὶ ἀνάγκης ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ, ὅτε μέλλοντας πάντας ἡμᾶς ὑπ’ αὐτῶν δικαίως αἰχμαλωτίζεσθαι καὶ φόνῳ μαχαίρας παραδίδοσθαι, ὁ Οἰκτίρμων καὶ Φιλάνθρωπος Θεός, διὰ σπάγχνα ἐλέους Αὐτοῦ, παρ’ ἐλπίδα πάντας ἡμᾶς ἐλυτρώσατο».
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἐτελεῖτο Λιτὴ στὸν Κάμπο, στὴν πεδιάδα τὴν ἐκτεινόμενη ἐπάνω ἀπὸ τὸ Ἕβδομον τοῦ Βυζαντίου, πρὸς ἀνάμνηση ἀποτυχούσης ἐπιδρομῆς βαρβάρων στὴ βασιλεύουσα. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ πανήγυρη ἐτελεῖτο στὸ Τριβουνάλιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Βαβύλα.
Μνήμη Θαύματος Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὡραιοτάτης ἐν Ἀκαρνανίᾳ
(† 23 Αὐγούστου)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360 – 362 μ.Χ.). Σοφώτατος καὶ ἐγκρατέστατος Ἱεράρχης, διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ του μόρφωση καὶ τὴν πλήρη γνώση τῶν Γραφῶν.
Κατὰ τοὺς ἐπὶ Μαξιμιανοῦ καὶ Λικινίου (286 – 323 μ.Χ.) ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν κινηθέντες διωγμούς, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ ποιμνίου του, ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει στὴ Δυσσόπολη τῆς Θράκης, ὅπου παρέμεινε ἰδιωτεύων μέχρι τοῦ θανάτου αὐτῶν.
Ἀφοῦ ἐπανῆλθε στὴν Ἐπισκοπή του, ἐξακολούθησε νὰ κυβερνᾶ τὸ ποίμνιό του μὲ πατρικὴ φροντίδα, διδάσκοντας, στηρίζοντας καὶ ἐνισχύοντας αὐτό. Παρευρέθηκε στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαι τῆς Βιθυνίας, τὸ 325 μ.Χ., ἡ δὲ ζωὴ καὶ ἡ δράση του παρατάθηκε καθ’ ὅλη τὴ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου.
Ἀνακινηθέντων τῶν διωγμῶν ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.), κατέφυγε καὶ πάλι στὴ Θράκη, ἀλλά, συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐβασανίσθηκε σκληρὰ καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Δυσσόπολη (κατ’ ἄλλους στὴν Ἔδεσσα), τὸ 362 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑκατὸν ἑπτὰ ἐτῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δώρημα τέλειον, ἐκ τοῦ τῶν φώτων Πατρὸς, σοφίας τὴν ἔλλαμψιν, ὡς Ἱεράρχης σοφός, ἐδέξω Δωρόθεε· ὅθεν καὶ πλεονάσας, τὸν σὸν τάλαντον μάκαρ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, βαθυτάτῳ ἐν γήρᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασιν, Ἱερομάρτυς κηρύξας, δῶρον θεῖον ἅγιον, σαυτὸν προσῆξας τῷ Κτίστῃ, πρότερον, ἐν τῇ ἀσκήσει ἐνδιαπρέψας, ὕστερον, τῷ μαρτυρίῳ στερρῶς ἀθλήσας, καὶ νομίμως ὑπεδέξω, βραβεῖον νίκης, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς σοφίας μυσταγωγός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, θεοφάντωρ ὁ ἱερός· χαίροις ὁ Μαρτύρων, τῆς δωρεᾶς τρυφήσας, ὡς θεῖος Ἱεράρχης, Πάτερ Δωρόθεε.
Οἱ Ἅγιοι Φλωρέντιος, Ἰουλιανός, Κυριακός, Μαρκελλίνος καὶ Φαυστίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φλωρέντιος, Ἰουλιανός, Κυριακός, Μαρκελλίνος καὶ Φαυστίνος ἐμαρτύρησαν στὴν πόλη Περούτζια τῆς Ἰταλίας, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόλλων, Ἄρειος, Γοργίας, Εἰρήνη, Λεωνίδης, Μαρκιανός, Νίκανδρος, Παμβών, Σεληνιὰς καὶ Ὑπερέχιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀπόλλων, Ἄρειος, Γοργίας, Εἰρήνη, Λεωνίδης, Μαρκιανός, Νίκανδρος, Παμβών, Σεληνιὰς καὶ Ὑπερέχιος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἄθλησαν κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Ἀποτελοῦσαν ὅμιλο θεοφιλῶς ζώντων καὶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἀγωνιζομένων πιστῶν.
Ἕνεκα τῆς θεοφιλοῦς αὐτῶν δράσεως συνελήφθησαν, ὁδηγηθέντες δὲ ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου Ἀλεξανδρείας, ἀψηφοῦντες τὶς ἀπειλὲς καὶ ἀποκρούοντες τὶς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις, παρέμειναν ἀκλόνητοι στὴν πρὸς τὸν Χριστὸ πίστη τους. Κατόπιν τούτου διατάχθηκε ὁ ἐγκλεισμός τους στὴ φυλακὴ καὶ καταδικάσθηκαν στὸν ἐκ πείνας καὶ δίψας θάνατο. Οἱ Ἅγιοι ὑπέμειναν καρτερικὰ τὸ μαρτυρικὸ καὶ βραδὺ θάνατο, προσευχόμενοι καὶ δοξολογοῦντες τὸν Κύριο.
Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κόνων καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Ἔνθερμος κήρυκας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διεκήρυττε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὰ εὐεργετήματα αὐτῆς καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὴ δράση του αὐτὴ συνελήφθη, ἀρνηθεὶς δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἐρρίφθηκε στὴ θάλασσα, ὅπου εὑρῆκε τὸ μαρτυρικὸ διὰ πνιγμοῦ θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Νόννος ὁ Μάρτυρας
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Νόννου ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον καὶ ἑορταζόταν στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων στὸ ναὸ ποὺ εὑρισκόταν ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν.
Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Χριστόφορος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Τύρου
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα. Σύμφωνα μὲ τὸ συναξαριστικὸ ὑπόμνημα ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τύρου κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.) καὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (324 – 337 μ.Χ.) καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ θεολογική του παιδεία, τὴ συγγραφή, τὴν εὐφηΐα, τὴν ἐπιμέλεια.
Αὐτός, ἐπὶ διωγμοῦ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν ἔδρα τῆς Ἐπισκοπῆς του καὶ νὰ καταφύγει στὴν Ὀδυσσούπολη. Μετὰ τὸ τέλος τῶν τυράννων ἐπέστρεψε στὴν ἐπαρχία του, ἀλλὰ συνελήφθη καὶ ὑπέστη πολλὲς βασάνους ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη (361 – 363 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴν Τύρο, σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἑπτὰ ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Πλούταρχος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
Οἱ Συναξαριστὲς σιωποῦν γιὰ τὸν Ἅγιο Πλούταρχο. Ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται στὸ Χρονικὸν τοῦ Λεοντίου Μαχαιρᾶ. Στὸν ἐπισκοπικὸ κατάλογο Σαλαμῖνος ὁ Ἅγιος Πλούταρχος φέρεται ἕκτος Ἐπίσκοπος Κύπρου, ἐνῷ ἀλλοῦ ἀναφέρεται Πλούταρχος, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, δέκατος τέταρτος (περὶ τὸ 620 – 627 μ.Χ.) μετὰ τὸν Ἀπόστολο Βαρνάβα.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ἀπαντᾶ σὲ περιγραφὲς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας
Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος, κατὰ κόσμον Βινφρίδιος, ἐγεννήθηκε, περὶ τὸ ἔτος 680 μ.Χ., στὴν πόλη Κρέντιτον τοῦ Ντεβονσάϊρ τῆς Ἀγγλίας. Ἐσπούδασε στὶς μονὲς τοῦ Ἔξετερ καὶ τοῦ Νάτσελ, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπίδοσή του στὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα, τὴν ποίηση, τὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ἱστορία. Διέπρεψε ὡς καθηγητὴς μοναστηριακῶν σχολῶν καὶ συνέταξε τὴν πρώτη Λατινικὴ γραμματικὴ στὴ Βρετανία.
Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, μοναχὸς ἤδη μὲ τὸ ὄνομα Βονιφάτιος, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπὸ τότε ἐπιδόθηκε μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἐπιτυχία στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου καὶ τὴν ἱεραποστολή.
Τὸ 716 μ.Χ., μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου τῆς μονῆς τοῦ Νάτσελ, ἐπῆγε στὴ Φρισλανδία, γιὰ νὰ κηρύξει τὸν Χριστὸ στοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ὁ πόλεμος ὅμως ποὺ ἐξέσπασε ἀνάμεσα στὸν τοπικὸ βασιλέα Ράντμποντ καὶ τὸν Κάρολο Μαρτέλο, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀγγλία. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή, ἀποποιήθηκε τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, στὸ ὁποῖο τὸν ἐξέλιξε ἡ μοναστικὴ ἀδελφότητα τοῦ Νάτσελ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου.
Ἔτσι, τὸ 719 μ.Χ., ἀφοῦ ἐπῆρε τὴ σχετικὴ ἄδεια καὶ εὐλογία τοῦ Πάπα Γρηγορίου Β’ (715 – 731 μ.Χ.), ἐξεκίνησε γιὰ τὴ Γερμανία. Ἐπέρασε τὶς Κάτω Ἄλπεις καὶ τὴ Βαυαρία καὶ ἔφθασε στὴ Θουριγγία, ἀπ’ ὅπου ἄρχισε τὸ ἀποστολικό του ἔργο. Ὄχι μόνο ἐβάπτισε πολυάριθμους εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ καὶ τοὺς Χριστιανούς, ποὺ ἐζοῦσαν τότε στὴ Βαυαρία, τοὺς ἐβοήθησε νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ διάφορες πλάνες καὶ κακοδοξίες. Τὸ 720 μ.Χ., μαθαίνοντας πὼς ὁ Ράντμποντ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ Κάρολος Μαρτέλος εἶχε γίνει κύριος τῆς Φρισλανδίας, ἐπῆγε ἐκεῖ καὶ ἐνίσχυσε τὴν ἱεραποστολὴ τοῦ Ἁγίου Βιλλιβρόρδου († 7 Νοεμβρίου). Τρία χρόνια ἀργότερα ἦλθε πάλι στὰ Γερμανικὰ ἐδάφη. Ἐβάπτισε πλήθη εἰδωλολατρῶν, ἔκτισε ἐκκλησίες καὶ συγκρότησε πολλὲς Χριστιανικὲς κοινότητες στὴν Ἔσση καὶ τὴ Σαξονία.
Τὸ 723 μ.Χ., ὑπακούοντας σὲ κλήση τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Γρηγορίου Β’ (715 – 731 μ.Χ.), ἐπῆγε στὴ Ρώμη, ὅπου ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Ἐπιστρέφοντας στὴ Γερμανία, ἐγκατέστησε τὴν ἔδρα του στὴ Μαγεντία καὶ συνέχισε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο τὴν εὐαγγελική του διακονία.
Τὸ 732 μ.Χ., ὁ νέος Πάπας Γρηγόριος Γ’ (731 – 741 μ.Χ.) τὸν προήγαγε σὲ Ἀρχιεπίσκοπο καὶ Πριμάτο τῆς Γερμανικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς καὶ καταστάσεως Ἐπισκόπων.
Τὸ 738 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος μετέβη καὶ πάλι στὴ Ρώμη καὶ ἐνημέρωσε γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου καὶ τὰ προβλήματά του τὸν Πάπα, ὁ ὁποῖος τὸν ὀνόμασε τότε Λεγάτο τῆς Ἀποστολικῆς Ἕδρας.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Γερμανία, ὁ δούκας Ὀντίλο τὸν ἐκάλεσε στὴ Βαυαρία, γιὰ νὰ λύσει σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς περιοχῆς. Ἵδρυσε ἐκεῖ τέσσερις Ἐπισκοπὲς γιὰ τὴν καλύτερη διαποίμανση τῶν Χριστιανῶν, καθὼς καὶ ἄλλες τρεῖς στὴ Θουριγγία, τὴν Ἔσση καὶ τὴ Φραγκονία.
Ἡ σαγηνευτικὴ πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση στὸν υἱὸ τοῦ Καρόλου Μαρτέλου Καρλομάνο, βασιλέα τῆς Αὐστραλίας, Ἀλαμανίας καὶ Θουριγγίας (741 – 747 μ.Χ.), ὥστε παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο του, παραχώρησε τὸ βασίλειό του στὸ νεώτερο ἀδελφό του Πεπίνο τὸν Βραχύ, βασιλέα τῆς Νευστρίας, Βουργουνδίας καὶ Προβηγγίας καὶ ἔγινε μοναχός. Τὴν κουρά του ἐτέλεσε στὴ Ρώμη ὁ Πάπας Ζαχαρίας (741 – 752 μ.Χ.). Ἀρχικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε στὸ ὄρος Σοράκτο τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ συνέρρεαν πολλοὶ ἐπισκέπτες καὶ μάλιστα Ρωμαῖοι εὐγενεῖς, ἀποσύρθηκε, ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξη τοῦ Πάπα, στὴ μονὴ τοῦ ὄρους Κασσίνο, ὅπου ἔζησε μὲ ἄκρα ταπείνωση, κάνοντας τὰ πιο εὐτελὴ διακονήματα. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 755 μ.Χ., στὴν πόλη Βιὲν τῆς Γαλλίας, ὅπου εἶχε σταλεῖ, γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς του. Στὸ μεταξύ, ὁ ἀδελφός του Πεπίνος ὁ Βραχὺς († 768 μ.Χ.) ἀνακηρύχθηκε πρῶτος βασιλέας τοῦ ἑνωμένου κράτους τῶν Φράγκων. Ἡ στέψη του ἔγινε τὸ 751 μ.Χ. στὴν πόλη Σουασσὸν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ὁποῖο ἐσεβόταν ἀπεριόριστα.
Γιὰ τὴν εὐρύτερη ἐξάπλωση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως στὰ ἡμιάγρια καὶ ἀπολίτιστα Γερμανικὰ φύλα, ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἐκάλεσε ἀπὸ τὴ Βρετανία εὐσεβεῖς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀσχολήθηκαν ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ μὲ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Ἀνάμεσά τους ἦταν οἱ Ἅγιοι Βιγκβέρτος, Βουρχάρδος, Βιλλιβάλδος, Λοῦλλος, Θέκλα, Μπερτιγκίτα, Κοντρούδη καὶ Λαϊόβα.
Ἡ Ὁσία Λαϊόβα ἦταν ἀνεψιὰ τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου καὶ ἦλθε στὴ Γερμανία μαζὶ μὲ τριάντα ἀκόμη Βρετανίδες μοναχές, σταλμένες ἀπὸ τὴν πριγκίπισσα Τέλτα, ἡγουμένη τῆς μονῆς Βίνμπουρν.
Μὲ τὴν βοήθεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος κατόρθωσε τόσο νὰ ἑδραιώσει τὸ Χριστιανισμό, ὅσο καὶ νὰ ὀργανώσει διοικητικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία αὐτοῦ.
Σώζονται πολλὲς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου μὲ θεολογικὸ περιεχόμενο. Γράφοντας στὸν ἡγούμενο Ἀλδέριο, τὸν παρακαλεῖ νὰ μνημονεύει στὴ Θεία Λειτουργία τοὺς ἱεραποστόλους ποὺ ἐθυσιάστηκαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς μία μοναχή, ἀφοῦ περιγράφει τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπισε στὴν ἄσκηση τῆς ἱεραποστολῆς, βεβαιώνει ὅτι ἐποθοῦσε νὰ θυσιάσει καὶ τὴ ζωή του ἀκόμη γιὰ τὸν Κύριο. Σὲ ἕνα γράμμα του στὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Κουθβέρτο, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν κληρικῶν, καταλήγει: «Ἂς ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὸν Κύριο σὲ τοῦτες τὶς πικρὲς καὶ ὀδυνηρὲς ἡμέρες. Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τῶν Πατέρων μας, ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ κληρονομήσουμε, ὅπως ἐκεῖνοι, τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς μὴν εἴμαστε ζῶα ἄφωνα, φύλακες κοιμισμένοι, μισθωτοὶ ποὺ τὸ βάζουν στὰ πόδια μόλις δοῦν τὸ λύκο, ἀλλὰ ποιμένες ἄγρυπνοι καὶ εὐσυνείδητοι. Ἂς κηρύσσουμε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε περίσταση, ζώντας μέσα στὸν κόσμο ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀνήκουμε στὸν κόσμο».
Τὸ 754 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος, μὲ εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου Β’ (752 – 757 μ.Χ.), ἐχειροτόνησε καὶ ἄφησε διάδοχό του στὴ Γερμανία, τὸ συνεργάτη του, Ἅγιο Λοῦλλο. Ὁ ἴδιος, φλογερὸς ἐργάτης τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀπίστων, ἐπῆρε μαζί του μία ὁμάδα ζηλωτῶν τῆς ἱεραποστολῆς καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ἀνατολικὴ Φισλανδία, ὅπου μέσα σ’ ἔνα χρόνο μετέστρεψε καὶ ἐβάπτισε ἀρκετὲς χιλιάδες εἰδωλολατρῶν.
Ἐκεῖ ὅμως ἔλαβε καὶ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ τόσο ἐποθοῦσε. Στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 755 μ.Χ., παραμονὴ τῆς Πεντηκοστῆς, καθὼς ἐτοιμαζόταν νὰ τελέσει τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος σὲ νέους Χριστιανούς, στὶς ὄχθες ἑνὸς μικροῦ ποταμοῦ, ἐξαγριωμένοι εἰδωλολάτρες μὲ σπαθιὰ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τοῦ ἱεραποστολικοῦ καταυλισμοῦ καὶ ἔσφαξαν ὅλους τοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, συνολικὰ πενήντα δύο ψυχές: τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν Ἐπίσκοπο Ἐοβανό, τρεῖς ἱερεῖς, τρεῖς διακόνους, τέσσερις μοναχοὺς καὶ σαράντα λαϊκούς.
Ὁ Ἅγιος Ἐοβανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἐοβανὸς ἐγεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία. Ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, Ἐπίσκοπος Οὐτρέχτης καὶ ἐμαρτύρησε μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Βιντροῦγκος, Βαλτέριος, Ἀδελάριος, Ἀμοῦνδος, Σιρεβάλδος καὶ Βοσέας οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Βιντροῦγκος, Βαλτέριος, Ἀδελάριος, πρεσβύτεροι, καὶ οἱ Ἀμοῦνδος, Σιρεβάλδος καὶ Βοσέας, διάκονοι, κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Συνδέθηκαν πνευματικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο καὶ ἐμαρτύρησαν μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Βακκάριος, Γουνδίκαρος, Ἰλλέχερος καὶ Βοτεοῦλφος οἱ Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ὅσιοι Βακκάριος, Γουνδίκαρος, Ἰλλέχερος καὶ Βοτεοῦλφος ἦσαν μοναχοὶ ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Συνδέθηκαν πνευματικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο καὶ ἐμαρτύρησαν μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Φῆλιξ ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Φῆλιξ ἦταν μοναχὸς καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σὲ μονὴ τῆς πόλεως Φρίτζλαρ τῆς Γερμανίας καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ Σάξονες, τὸ 790 μ.Χ.
Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰγκὸρ ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰγκὸρ, ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου, στὶς 6 Αὐγούστου καὶ 19 Σεπτεμβρίου.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰγκὸρ μετεφέρθησαν ἀπὸ τὸ Κίεβο στὴν πόλη Τσέρνιγκωφ, τὸ 1150.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ἰγκὸρ ἐν Κιέβῳ
Σὲ αὐτὴ τὴν ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, προσευχόταν ὁ Ἅγιος Ἰγκὸρ († 19 Σεπτεμβρίου), ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τελευταίων στιγμῶν τῆς ζωῆς του. Ἡ εἰκόνα, ἡ ὁποία ἦταν ἑλληνική, ἐφυλασσόταν στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε ἐπὶ αὐτῆς ἐπιγραφή, στὴν ὁποία ἀναγραφόταν ὅτι ἀνῆκε στὸν Ἅγιο Ἰγκόρ. Ἡ σύναξή της ἑορτάζεται τὴν ἴδια ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰγκὸρ μετεκομίσθηκαν ἀπὸ τὸ Κίεβο στὴν πόλη Τσέρνιγκωφ.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος διετέλεσε Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας ἀπὸ τὸ ἔτος 1156 μέχρι τὸ 1158. Τὴ διοίκηση τοῦ Κιέβου εἶχε, ἀπὸ τὸ 1148, ἀναλάβει ὁ ἡγεμόνας τῆς Σουζδαλίας Γιούρι Ντολγκορούκι. Ὁ πρίγκιπας Ἰζιασλάβος ἀνακατέλαβε τὸ Κίεβο, ἀλλὰ πέθανε, τὸ 1155, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες τὸ Κίεβο καταλαμβανόταν πάλι ἀπὸ τὸν Γιούρι.
Διάδοχος τοῦ Ἰζιασλάβου ἦταν ὁ ἀδελφός του, ἡγεμόνας τοῦ Σμολένσκ Ροστισλάβος Μστισλάβιτς, ὁ ὁποῖος ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει στὴν πόλη Βλαδιμὶρ τῆς Βολυνίας. Ὁ Γιούρι ἐδέχθηκε τὸ βυζαντινὸ Μητροπολίτη Ἅγιο Κωνσταντίνο, ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Γιούρι († 1158) ὁ θρόνος περιῆλθε πάλι στὸν Ραστισλάβο. Αὐτὸς ἐζήτησε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τὸν Μητροπολίτη Θεόδωρο (1161), ἐνῷ ὁ Μητροπολίτης Κωνσταντίνος ἐφιλοξενεῖτο ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Τσέρνιγκωφ Ἀντωνίου († 1159).
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1159.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, ἐγεννήθηκε, τὸ 1218. Τὸ 1229, οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀπεστάλησαν στὸ Νόβγκοροντ ἀπὸ τὸν πατέρα τους Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς, ὡς ἀντιπρόσωποί του.
Τὸ 1232, ὁ νεαρὸς πρίγκιπας Θεόδωρος ἐκλήθηκε νὰ ὑπερασπισθεῖ μὲ τὸ σπαθὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ πολεμίσει μὲ τὰ Ρώσικα στρατεύματα κατὰ τῶν εἰδωλολατρῶν Μορδοβιανῶν πριγκίπων. Τὸ 1233, ὑπακούοντας στὴν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα του, νυμφεύεται τὴ Θεοδουλία, θυγατέρα τοῦ ἱεροῦ πρίγκιπος Μιχαὴλ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀλλὰ ξαφνικὰ πεθαίνει καὶ ἐνταφιάζεται στὴ μονὴ Γιοῦρεφ τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ Θεοδουλία, μετὰ τὸν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐφροσύνη († 25 Σεπτεμβρίου).
Οἱ Σουηδοί, τὸ 1614, ἔσπασαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔρριψαν τὸ τίμιο λείψανο στὸ χῶρο τοῦ κοιμητηρίου. Ἀργότερα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος μετέφερε τὰ ἱερὰ λείψανα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τὰ ἐναπέθεσε στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀπ’ ὅπου, τὸ 1919, ἀφαιρέθηκαν ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους.
Ἀκολουθία στὸν Ἅγιο Θεόδωρο ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ Νόβγκοροντ Γαβριήλ († 1801).
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀναχωρητὴς ἐκ Σερβίας
Ὁ Ὅσιος Πέτρος (Κόρισκϊυ) ἐγεννήθηκε, τὸ 1211, στὸ χωριὸ Οὐνγιμὶρ μεταξὺ τῆς πόλεως Πὲκ καὶ τοῦ Κοσόβου στὴ Σερβία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία αὐτὸς καὶ ἡ ἀδελφή του Ἑλένη ἀφιερώθηκαν στὸν Θεὸ καὶ προέκοπταν σὲ σοφία, ἡλικία καὶ χάρη ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἦταν σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν, εἶπε στοὺς γονεῖς του τὴν ἐπιθυμία του νὰ γίνει μοναχός. Ὅμως ὁ πατέρας του ἀπέθανε, ὅταν ὁ Πέτρος ἦταν μόνο δεκατεσσάρων ἐτῶν, καὶ ἔτσι ἀνέβαλε τὰ σχέδιά του, γιὰ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ μοναστήρι, προκειμένου νὰ φροντίσει τὴ μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή του.
Ἡ μητέρα του ἐκοιμήθηκε δύο χρόνια ἀργότερα. Ὁ Ὅσιος ἐρώτησε τὴν ἀδελφή του, ἐὰν ἐσκόπευε νὰ νυμφευθεῖ, διότι ἡ συνείδησή του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τὴν ἐγκαταλείψει. Ἡ Ἑλένη ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχὴ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ἔτσι ἐπώλησαν τὰ ὑπάρχοντά τους, διένειμαν τὰ χρήματα στοὺς πτωχοὺς καὶ ἔφθασαν στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὸ Πέκ. Ἡ Ἑλένη εἰσῆλθε σὲ μία γυναικεία μονή, ἡ ὁποία εὑρισκόταν ἐκεῖ κοντά, ἀλλὰ ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ ἡσυχαστικὸ βίο μαζὶ μὲ τὸν κατὰ σάρκα ἀδελφό της. Οἱ ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύκτας ἦσαν ἀφιερωμένες στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
῎Ομως οἱ δύο αὐτὲς φωτεινὲς λαμπάδες τῆς ἁγιότητος δὲν ἦσαν δυνατὸν νὰ μὴ φωτίσουν τὸν κόσμο. Πλῆθος κόσμου ἄρχισε νὰ συρρέει στὸν τόπο ἀσκήσεως τῶν δύο ἀδελφῶν, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία τους καὶ νὰ τοὺς συμβουλευθεῖ πνευματικά. Ὁ Ὅσιος Πέτρος καὶ ἡ ἀδελφή του, γιὰ νὰ μὴν ὑποκύψουν στὸν πειρασμὸ τῆς ματαιοδοξίας, κατέφυγαν σὲ ἀπομακρυσμένη περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Ἰβὰρ κοντὰ στὴν πόλη τοῦ Μαύρου ποταμοῦ.
Ὁ διακαὴς πόθος τοῦ ἐρημικοῦ βίου ὁδήγησε τὰ βήματα τοῦ Ὁσίου σὲ ἕνα βουνὸ κοντὰ στὴν πόλη Πρίζρεν. Ἐκεῖ ἄφησε τὴ μοναχὴ ἀδελφή του, γιὰ νὰ συνεχίσει τὴ μοναχική της πολιτεία, ἐνῷ ἐκεῖνος ἀνῆλθε στὸ ὄρος καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης σὲ ἕνα σπήλαιο τῆς περιοχῆς Κορίσα.
Ὁ ἀγώνας δὲν ἦταν εὔκολος. Ὁ Ὅσιος Πέτρος συνεχῶς καὶ μὲ ὅπλο τὴν προσευχὴ ἀντιστεκόταν στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶ παγίδες τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπιτέθηκε. Ὁ Ὅσιος προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Κύριο. Καὶ Ἐκεῖνος ἄκουσε τὴν προσευχή του. Σὲ ὅραμα τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπέτρεπε πλέον αὐτὲς τὶς ἐπιθέσεις.
Ὁ Ὅσιος λουσμένος μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς τῆς Θεότητος, συνέχισε τὴν ἁγία ζωή του καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Προβλέποντας τὸ τέλος του, ἔσκαψε ἕναν τάφο ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, προετοιμάσθηκε πνευματικά, ἀφοῦ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1275.
Τὴ νύχτα τῆς κοιμήσεώς του ἕνα οὐράνιο φῶς ἔλουσε τὸ σπήλαιο, ἐνῷ οἱ ὑπόλοιποι μοναχοὶ ἄκουγαν τοὺς Ἀγγέλους νὰ ψάλουν.
Ἑβδομήντα ἕτη ἀργότερα, ὁ βασιλέας Δουσὰν ἔκτισε μία ἐκκλησία στὴν Κορίσα καὶ μετέφερε ἐκεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Πέτρου. Στὴ συνέχεια τὰ ἱερὰ λείψανα μετεκομίσθησαν στὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ τῆς πόλεως Καλασχίν.
Οἱ Ὅσιοι Ἀγάπιος καὶ Νικόδημος
Οἱ Ὅσιοι Ἀγάπιος καὶ Νικόδημος ἦσαν μοναχοὶ τῆς ἱερᾶς μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ εἶχαν τὸ διακόνημα τοῦ δοχειάρη, διακονοῦντες μὲ προθυμία στὴν ἀποθήκη ποὺ εἶχαν τὸ λάδι. Στὸ βίο τους ἀκολούθησαν τὶς πνευματικὲς συμβουλὲς τοῦ Γέροντά τους Ὁσίου Γενναδίου τοῦ Δοχειάρη καὶ ἀξιώθηκαν μαζί του νὰ ἰδοῦν τὸ ὑπερφυὲς θαῦμα τῆς πληρώσεως τῶν κενῶν πίθων τοῦ δοχειοῦ, διὰ θαυμαστὴς ἐπεμβάσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλαιοβρύτιδος.
Οἱ Ὅσιοι αὐτοὶ Πατέρες μας, ἀφοῦ ἔζησαν θεοφιλῶς, ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη. Οἱ χαριτόβρυτες κάρες τους φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴ μονὴ Βατοπαιδίου.
Οἱ Ὅσιοι Βασιανὸς καὶ Ἰωνᾶς τῆς Περτόμα
Οἱ Ὅσιοι Βασιανὸς καὶ Ἰωνᾶς ἔζησαν τὸ 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στὴ μονὴ Σολόφκι ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, Μητροπολίτου Μόσχας († 9 Ἰανουαρίου). Ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη καί, τὸ 1599, οἱ Χριστιανοὶ ἀνήγειραν στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τους παρεκκλήσιο. Ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 1623, ὁ ἱερομόναχος Ἰάκωβος ἀνήγειρε τὴ μονὴ τῆς Περτόμα.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐν Χίῳ
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μάρκος ἦταν γόνος τοῦ εὐσεβοῦς Θεσσαλονικέως Χατζῆ – Κωνσταντῆ καὶ τῆς Μαρίας, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη, ὄπου καὶ διέμεναν. Ὁ Μάρκος, ἔμπορος στὸ ἐπάγγελμα, σὲ κάποιο ταξίδι του στὴ νῆσο Χίο, κατὰ τὸ 1788, ἐνυμφεύθηκε. Ἀργότερα παρακινούμενος καὶ ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Παΐσιο, ἐγκαταστάθηκε στὸ Κουσάντασι (Νέα Ἔφεσο), ὅπου συνδέθηκε παράνομα μὲ κάποια γυναίκα, ὀνομαζόμενη Μαρία, μετὰ τῆς ὁποίας συνελήφθη γιὰ μοιχεία, καὶ ὁδηγήθηκε στὸ δικαστήριο, ἀνώπιον τοῦ ἀγᾶ. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς ποινῆς προετίμησαν καὶ οἱ δύο νὰ ἐξωμόσουν. Ἔτσι ὁ μὲν Μάρκος ὑπέστη τὴν περιτομή, ἡ δὲ Μαρία ἐκλείσθηκε στὸ χαρέμι τοῦ ἀγᾶ.
Μετὰ τὴν πάροδο κάποιου χρόνου ὁ Μάρκος ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ἔνοχος γιὰ τὴν ἐξώμοση, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναζήτησε κάποιον πνευματικό, ὅπου μὲ συντριβὴ ἀπέθεσε ὅλο τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων του. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του καὶ ἑνὸς Χριστιανοῦ ἰατροῦ, ὁ ὁποῖος ἔπεισε τὸν ἀγᾶ ὅτι ἡ Μαρία ἔπασχε ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ τὴν θεραπεύσει μόνο κάποια Ἑβραία στὴ Σμύρνη, ὁ Μάρκος ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ ἀγᾶ, γιὰ νὰ συνοδεύσει τὴ γυναίκα του ὡς ἐκεῖ, μὲ τὴ ρητὴ ἐντολὴ νὰ γυρίσουν καὶ πάλι πίσω.
Ὅταν ἔφθασαν στὴ Σμύρνη ἐπιβιβάσθηκαν σ’ ἕνα πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν Τεργέστη. Ἐξ αἰτίας ὅμως κάποιων ἐμποδίων δὲν παρέμειναν ἐκεῖ, ἀλλὰ κατευθύνθηκαν στὴ Βενετία, ὅπου ἔλαβαν τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος καὶ τῆς Θείας Κοινωνίας, καὶ τέλος ἐνυμφεύθηκαν.
Τὰ γεγονότα αὐτὰ συνέβησαν τὸ 1792. Στὴ Βενετία δὲν παρέμειναν πολύ, ἀλλὰ περιπλανήθηκαν σὲ διάφορα μέρη, φοβούμενοι μήπως τοὺς ἀνακαλύψουν οἱ Τοῦρκοι. Ἐπειδὴ ὅμως πουθενὰ δὲν μποροῦσε νὰ εὕρει ἠρεμία ὁ Μάρκος, ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὸν τόπο τῆς ἀρνήσεως, γιὰ νὰ ἀποπλύνει καὶ μὲ τὸ αἷμά του τὸ ἁμάρτημά του.
Ἐγύρισε λοιπὸν στὸ Κουσάντασι, ὅπου ἐπισκέφθηκε τὸν πνευματικό του καὶ τοῦ ἐγνωστοποίησε τὴν ἐπιθυμία του. Αὐτὸς τότε προσπάθησε νὰ τὸν ἀποτρέψει, λέγοντάς του πὼς τὸ μαρτύριό του ἴσως ἐπιφέρει πολλὰ δεινὰ στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου, διότι οἱ Τοῦρκοι ἦταν ἤδη ἐξαγριωμένοι ἐξ αἰτίας τῆς ἀνεγέρσεως νέου ναοῦ στὴν πόλη, ἀλλὰ καὶ τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐξ Ἐφέσου, ποὺ εἶχε προηγηθεῖ († 5 Ἀπριλίου 1801).
Ἐπείσθηκε λοιπὸν ὁ Μάρκος καὶ ἐγκατέλειψε τὸ Κουσάντασι. Κατέφυγε στὴ Χίο, ὅπου, ἀφοῦ προετοιμάσθηκε κατάλληλα μὲ τὴ Θεία Κοινωνία, ἐπαρουσιάσθηκε στὸ δικαστήριο καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστό.
Ὁ δικαστὴς στὴν ἀρχὴ προσπάθησε μὲ κολακεῖες νὰ τὸν μεταπείσει, ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατό, διέταξε τὴ φυλάκισή του. Ὁ Μάρκος ὑπέμεινε μὲ καρτερία ὄλα τὰ βασανιστήρια χωρὶς νὰ καμφθεῖ. Συνολικὰ ὁδηγήθηκε τρεῖς φορὲς ἐνώπιον τοῦ δικαστοῦ, ὁ ὁποῖος διαπιστώνοντας τὸ σταθερὸ φρόνημα καὶ τὴν ἀμετάθετη γνώμη του νὰ παραμείνει Χριστιανὸς διέτεξε τὴ θανάτωσή του.
Συγκινητικὴ ἦταν ἡ συμμετοχὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἡ συνδρομή τους στὴν προετοιμασία τοῦ Μάρτυρος Μάρκου γιὰ τὸ μαρτύριο, μὲ νηστεῖες, δεήσεις καὶ προσευχές.
Πλῆθος κόσμου, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι, εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν τοποθεσία Βουνάκι, ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ γιὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ Νεομάρτυρος. Ἔτσι στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ 1801, ἡμέρα Τετάρτη, ὁ Νεομάρτυρας Μάρκος ἐκτελέσθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
Πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐπῆραν ὡς εὐλογία τεμάχια ἀπὸ τὰ ἀνδύματα, ἀλλὰ καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου δίδοντας ἀρκετὰ χρήματα στοὺς Τούρκους. Τέλος, ἐξαγόρασαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Νεομάρτυρος, τὸ ὁποῖο εὐωδίαζε, καὶ τὸ ἐνταφίασαν κρυφὰ σὲ ἄγνωστο μέρος.
Στὸ Συναξάριο τοῦ Ἁγίου σημειώνονται πολλὰ θαύματα ποὺ συνέβησαν μὲ τὰ τίμια λείψανα, τὸ αἷμα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐνδύματα τοῦ Νεομάρτυρος.
Τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μάρκου συνέγραψε ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἐνῷ Ἀκολουθία πρὸς τιμήν του συνέταξε ὁ Νικηφόρος ὁ Χίος. Ἡ Ἀκολουθία αὐτή, ὅπως καὶ ὁ βίος τοῦ Νεομάρτυρος, περιέχονται στὸ Νέον Λειμωνάριον. Ἐπίσης ἐπανεκδόθηκαν τὸ 1930 καὶ τὸ 1968 στὸ Νέον Χιακὸν Λειμωνάριον.
Μνήμη λυτρώσεως τῆς φοβερᾶς ἀπειλῆς ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ
Διαβάζουμε: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης φοβερᾶς ἀπειλῆς καὶ ἀνάγκης ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ, ὅτε μέλλοντας πάντας ἡμᾶς ὑπ’ αὐτῶν δικαίως αἰχμαλωτίζεσθαι καὶ φόνῳ μαχαίρας παραδίδοσθαι, ὁ Οἰκτίρμων καὶ Φιλάνθρωπος Θεός, διὰ σπάγχνα ἐλέους Αὐτοῦ, παρ’ ἐλπίδα πάντας ἡμᾶς ἐλυτρώσατο».
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἐτελεῖτο Λιτὴ στὸν Κάμπο, στὴν πεδιάδα τὴν ἐκτεινόμενη ἐπάνω ἀπὸ τὸ Ἕβδομον τοῦ Βυζαντίου, πρὸς ἀνάμνηση ἀποτυχούσης ἐπιδρομῆς βαρβάρων στὴ βασιλεύουσα. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ πανήγυρη ἐτελεῖτο στὸ Τριβουνάλιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Βαβύλα.
Μνήμη Θαύματος Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὡραιοτάτης ἐν Ἀκαρνανίᾳ
(† 23 Αὐγούστου)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου