Πρὶν
ἐπιχειρήσουμε μία προσέγγιση στὸ περίπλοκο αὐτὸ
ἐρώτημα, οἰκογένεια ἢ ἐπάγγελμα
θὰ ἦταν
χρήσιμο, νομίζω, νὰ
ρίξουμε μία μικρὴ ματιὰ στὸ ἱστορικό,
κοινωνικὸ καὶ οἰκονομικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο οἱ δύο αὐτὲς
ἔννοιες ἀναπτύχθηκαν, συνδέθηκαν ἢ ἀποχωρίστηκαν,
στὸ δικό μας
τουλάχιστον χῶρο καὶ στὴ δική μας ἐποχή.
Ὁ αἰώνας
μας, μὲ τὴ βιομηχανική του ἐπανάσταση, καὶ ἀργότερα
μὲ τοὺς δύο Παγκόσμιους πολέμους ποὺ τὸν
σημάδεψαν, βρέθηκε ν΄ ἀντιμετωπίζει
γιὰ πολλὰ χρόνια μία ἔντονη καὶ διαρκῆ ἀντιπαράθεση
ἀνάμεσα στὶς δύο τάξεις: τὴν ἐργατικὴ καὶ τὴν
ἐργοδοτική. Ὅπως καὶ ἂν
τὸ κοινωνικὸ σύστημα ἀποκαλοῦσε αὐτὴ
τὴν ἀντιπαράθεση
«Καπιταλισμό», «Σοσιαλισμό», «Ἐπανάσταση»,
«Ἀνεργία», «Συνδικαλισμό», «Ἀπεργία», «Μποϋκοτάζ», τὸ βέβαιο εἶναι πὼς ἕνα
βαθὺ καί, πολλὲς φορές, αἱματηρὸ ρῆγμα
δημιουργήθηκε ἀνάμεσα στοὺς δύο «ἀντιπάλους». Ποὺ γιὰ νὰ
γεφυρωθεῖ κάπως, ἡ τάξη ποὺ χορηγοῦσε τὴν ἐργασία
βρέθηκε ἀναγκασμένη
νὰ παραχωρήσει πολλὰ προνόμια στὴν τάξη ποὺ εἶχε
ἀνάγκη ἀπ΄ αὐτὴ
τὴν ἐργασία.
Κι ἔτσι, ἐνῶ
στὶς ἀρχὲς
τοῦ αἰώνα, ὁ βιομηχανικὸς ἐργάτης,
λόγου χάρη, ἔμπαινε στὸ ἐργοστάσιο
πρὶν χαράξει ὁ ἥλιος
κι ἔβγαινε ἀφοῦ
εἶχε δύσει, ἀνασφάλιστος, ἀβέβαιος γιὰ τὸ
αὔριο, θύμα κι αὐτὸς
κι ἡ οἰκογένειά του τῶν ὀρέξεων
ἑνὸς
ἀνάλγητου, κατὰ κανόνα, ἐργοδότη, ἀπὸ
τὰ μέσα τοῦ αἰώνα
κι ἐδῶθε, μὲ τοὺς ἀγῶνες του, μὲ τὴν
πίεση, μὲ τὸν ἐκβιασμό,
κατάφερε νὰ ἀνατρέψει τὶς ἄνισες
κι ἄδικες συνθῆκες ἐργασίας καὶ νὰ
ἐξασφαλίσει ἀνθρωπινότερες συνθῆκες διαβίωσης. Πέτυχε τὸ ὀκτάωρο,
καὶ σὲ πολλὲς εἰδικότητες τὸ ἑπτάωρο,
πέτυχε τὸ πενθήμερο,
τὸ «ρεπό», τὶς ἄδειες
τοῦ καλοκαιριοῦ, τὰ ἐπιδόματα,
τὰ δῶρα
τῶν ἑορτῶν, τὴν κοινωνικὴ περίθαλψη καὶ τὴ
συνταξιοδότηση. Καὶ
σὲ μερικὲς περιπτώσεις μάλιστα μὲ τέτοιο ὑπερβολικὸ καὶ προκλητικὸ τρόπο, ποὺ ἡ
ἀποκατάσταση αὐτῆς
τῆς ὁμολογημένης
ἀδικίας νὰ καταντᾶ σχεδὸν ἄδικη.
Αὐτὸ τὸ
ἐπεσήμανε ἡ τάξη ποὺ εἶχε
χορηγήσει τὰ προνόμια.
Καὶ περίμενε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιτεθεῖ, μὲ τὸν
τρόπο της φυσικά, καὶ
σιγὰ-σιγά, «ἀνεπαισθήτως», ποὺ θὰ
ἔλεγε κι ὁ ποιητής, νὰ ἐπαναφέρει
στὶς σχέσεις
«κεφαλαίου-ἐργασίας» τὴ διασαλευθεῖσα «ἁρμονία», ποὺ τόσο τὴ συνέφερε.
Ἐδῶ
ἀκριβῶς, κατὰ τὴ
γνώμη μας, ὀφείλεται καὶ ἡ
μεγάλη διαταραχὴ στὶς «κατὰ παράδοσιν» σχέσεις οἰκογένειας-ἐπαγγέλματος.
Ἂς τὶς δοῦμε αὐτὲς
τὶς σχέσεις, ὅπως τὶς γνωρίσαμε ἐμεῖς
οἱ κάτοικοι αὐτοῦ
του αἰώνα ποὺ πέρασε, ἐμεῖς
οἱ πολίτες αὐτοῦ
του τόπου, ὅπως τὶς μάθαμε ἀπὸ
τοὺς παπποῦδες κι ἀπὸ
τοὺς γονεῖς μας.
Ἡ οἰκογένεια
τῆς νονᾶς μου εἶχε ἑφτὰ
παιδιά. Πέντε κορίτσια καὶ
δύο ἀγόρια. Ὁ παπποὺς ἦταν
ἕνας μικρέμπορος στὴν ἐπαρχία.
Οἱ οἰκογένειες
ποὺ ἔκαναν αὐτὰ
τὰ ἑφτὰ παιδιά, ὅταν παντρεύτηκαν, καὶ παντρεύτηκαν ὅλα, ἦταν πολυμελεῖς. Ἀπὸ
πέντε παιδιὰ κι ἀπάνω ἡ καθεμιά. Κι αὐτὰ
τὰ παιδιὰ ἀναστήθηκαν,
μεγάλωσαν, πῆγαν σχολεῖο, σπούδασαν μὲ τὴ
δουλειά, μὲ τὸ ἐπάγγελμα
τοῦ πατέρα
μονάχα. Μιλάω γιὰ οἰκογένειες μέσης ἀστικῆς ἢ
ἀγροτικῆς τάξης. Ὄχι γιὰ τὶς
πολὺ πλούσιες οὔτε γιὰ τὶς
πολὺ φτωχές.
Σ΄ αὐτές, λοιπόν, τὶς οἰκογένειες ὅταν ὁ πατέρας ρωτιόταν γιὰ τὸ
ἐπάγγελμά του, ἀπαντοῦσε ἀνάλογα: Δημόσιος ὑπάλληλος, ἐπαγγελματίας, δικηγόρος, γιατρός, ἀξιωματικός, ἀγρότης, ψαράς, ἔμπορος, ἐκπαιδευτικός, ἱερέας καὶ τὰ
παρόμοια. Ὅταν ρωτοῦσαν τὴ μητέρα, ἐκείνη ἔσκυβε τὸ κεφάλι κι ἀπαντοῦσε χαμηλόφωνα: Οἰκιακά. Τὸ ΄λέγε σὰν νὰ ντρεπόταν. Σὰν νὰ ἦταν
κάτι ταπεινωτικὸ γὶ΄ αὐτήν. Κι ἦταν ταπεινωτικό. Γιατί αὐτὸ
τὸ ἐπάγγελμα
δὲν ἦταν
ἐπάγγελμα, ἦταν δουλεία τὶς περισσότερες φορές. Καὶ δὲν
ἦταν ἕνα ἐπάγγελμα. Ἦταν δέκα μαζί.
Ἡ μητέρα ποὺ μεγάλωσε ἐμένα καὶ τὰ τέσσερα ἀδέλφια μου, οἱ μητέρες τῶν φίλων μου, οἱ μητέρες στοὺς τόπους ποὺ τὶς γνώρισα ἐγὼ - καὶ γνώρισα πολλὲς γιατί ὁ πατέρας μου ἦταν τελωνιακὸς καὶ τὸν μετέθεταν ἀπ΄ τὴ μία πόλη στὴν ἄλλη, ὅλες οἱ μητέρες τοῦ καιροῦ μου καὶ τῆς τάξης μου ποὺ θυμᾶμαι ἐγώ, ἦταν σκλάβες. Ἦταν
συγχρόνως μαγείρισσες, ζυμώτριες, φουρνάρισσες, μοδίστρες, βρεφοκόμοι,
μπαλωματοῦδες,
πλέκτριες, ὑφάντριες,
κεντίστρες, πλύντριες, καθαρίστριες, καὶ
τ΄ ἀπογεύματα,
ποὺ γύριζαν τὰ παιδιὰ ἀπ΄
τὸ σχολεῖο, γινόντουσαν καὶ δασκάλες νὰ τὰ
«διαβάσουν». Κι ἔμενε, ὅταν ἔγερνε ἡ μέρα, κι ἄλλο ἕνα «ἐπάγγελμα» νὰ διεκπεραιώσουν. Ἐπάγγελμα εἶχε καταντήσει, δυστυχῶς, γι΄ αὐτές. Τὸ ἐπάγγελμα
τῆς συζύγου. Πῶς νὰ ἐπιτελεσθεῖ, ὕστερα
ἀπὸ
τόση πολύωρη κι ἐξαντλητικὴ κόπωση; Τώρα ποὺ τὸ
σκέπτομαι, ἀναρωτιέμαι
μήπως ἡ ἔκφραση: «Συζυγικὸ καθῆκον», ἔχει ἐδῶ
ἀκριβῶς τὶς ρίζες καὶ τὴν
προέλευσή της.
Αὐτὴ ἦταν
ἡ σχέση ἐπαγγέλματος καὶ οἰκογένειας
γιὰ πολλὰ χρόνια ἐδῶ,
στὸν δικό μου
τόπο, ὅπως τὴ γνώρισα ἐγώ, καὶ σὲ
χιλιάδες ἄλλους
τόπους ποὺ δὲν τοὺς γνώρισα, ἀλλὰ
ποὺ τοὺς ξέρω ἀπὸ
διαβάσματά μου, καὶ
σὲ χιλιάδες ἄλλα χρόνια ποὺ προηγήθηκαν. Οἰκογένεια ἦταν τὸ ἐπάγγελμα
τῆς μητέρας ν΄ ἀνασταίνει παιδιά, καὶ ἐπάγγελμα
ἦταν ἡ δουλειὰ τοῦ πατέρα ποὺ ἔφερνε
στὸ σπίτι τὰ χρήματα γιὰ ν΄ ἀναστηθεῖ αὐτὴ ἡ
οἰκογένεια.
Καὶ
κάποτε ἦλθε ἡ ἀπελευθέρωση
τῆς γυναίκας. Κάποιες ἰσορροπίες ἄρχισαν ν΄ ἀνατρέπονται. Ἡ γυναίκα θὰ μποροῦσε πιὰ νὰ
ἐργάζεται κι ἔξω ἂπ΄ τὸ σπίτι καὶ νὰ
συνεισφέρει κι αὐτὴ στὸ οἰκογενειακὸ εἰσόδημα.
Εἶχε καταφέρει τώρα κι αὐτὴ
νὰ ΄χει τὸ ἐπάγγελμά
της. Νὰ πάψει πιὰ νἄναι
δούλα στὸ σπίτι. Καὶ δὲν
ὑποψιαζόταν πὼς αὐτή της ἡ ἐπιτυχία
πρόσθετε ἄλλη μία
δουλεία στὴ ζωή της. Τὴ δουλεία τῆς ἐλευθερίας
της.
Ὅπως καὶ νἄναι, τώρα, μὲ δύο μισθούς, τὰ πράγματα θ΄ ἄρχιζαν - ἔτσι εἶχαν ἐλπίσει - νὰ καλλιτερεύουν καὶ γιὰ κείνη καὶ γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ γιὰ τὸν σύζυγο-πατέρα, ποὺ δὲν θὰ σήκωνε πιὰ μόνος στοὺς ὤμους του τὰ οἰκογενειακὰ βάρη. Μὰ
γιὰ τὰ παιδιά τους δὲν εἶχε ἀλλάξει τίποτα. Ἴσα-ἴσα, ἡ ἀπουσία
τῆς μάνας ἀπὸ
τὸ σπίτι δυσκόλεψε τὰ πράγματα, ἐνῶ
οἱ ἀνάγκες
ὄχι μόνον παρέμεναν οἱ ἴδιες
ἀλλά, μέρα μὲ τὴ
μέρα, μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ τρόπου ζωῆς, μεγάλωναν.
Τί ἔπρεπε νὰ γίνει; Πῶς θὰ τὰ
΄βγαζαν πέρα; Γιατί σ΄ αὐτὸ τὸ
διάστημα ἄρχισε νὰ ἐκδηλώνεται
ἔντονη ἡ ἀντίδραση
τῆς οἰκονομικῆς τάξης ποὺ κάποτε, κάτω ἀπὸ
πίεση, εἶχε ἀναγκαστεῖ νὰ
παραχωρήσει ἐκεῖνα τὰ περίεργα προνόμια στοὺς ἐργαζομένους.
Ὀκτάωρα, δηλαδή, ἐπιδόματα, ἀσφαλίσεις, συντάξεις, ρεπό, δῶρα. Ποῦ ἀκούστηκε;
Αὐτὸ
τὸ «διαφυγὸν κέρδος» ἔπρεπε οἱ προνομιοῦχοι νὰ τὸ
ἐπανακτήσουν. Μὲ ποιὸν τρόπο ὅμως; Ὄχι φυσικὰ μὲ
τὴ βία, ἀλλὰ
μὲ τὴν
κοινωνία τῆς εὐημερίας καὶ τῆς
ἀφθονίας.
Κι ἔριξαν στὴν ἀγορά,
μὲ τὴ
βοήθεια μίας ταχύτατα ἐξελισσόμενης
τεχνολογίας, τοῦ κόσμου τὰ ἀγαθά.
Ὅλων τῶν εἰδῶν:
ὑλικά, πνευματικά, ψυχαγωγικά,
θεραπευτικά, καλλιτεχνικὰ
γιὰ κάθε γοῦστο καὶ γιὰ κάθε βαλάντιο. Αὐτὸ
τὸ τελευταῖο ἀκουγόταν
κάπως τσουχτερό, ἀλλὰ τί νὰ κάνουμε, ἡ πρόοδος καὶ ἡ
εὐημερία θέλουν θυσίες.
- Δηλαδή; Ρώτησε ἡ σύζυγος-μητέρα.
- Θὰ δουλέψω καὶ ὑπερωρίες,
ἀπάντησε ὁ σύζυγος-πατέρας. Θὰ δουλέψω καὶ τ΄ ἀπόγευμα σὲ μία δεύτερη δουλειά. Πῶς ἀλλιῶς θὰ τὰ
βγάλουμε πέρα;
- Θ΄ ἀρχίσω νὰ παίρνω κι ἐγὼ δουλειὰ στὸ σπίτι, ὑπερθεμάτισε πρόθυμα ἡ ἀστόχαστη σύζυγος-μητέρα.
Κι ὕστερα, σὰν νὰ καλοσκέφτηκε αὐτὸ
ποὺ εἶπε, ρώτησε μὲ κάποιο δισταγμό:
- Καὶ τὰ
παιδιὰ ποὺ λέγαμε;
- Ποιὰ παιδιά;
- Νά, εἴχαμε πεῖ, πὼς ὅταν θὰ παντρευόμαστε θὰ γεμίζαμε τὸ σπίτι κουτσούβελα...
- Ναί, ἀλλὰ
πήραμε τὸ πλυντήριο.
Καὶ τὸ ψυγεῖο. Καὶ τὸν
καταψύκτη. Καὶ τὸ αὐτοκίνητο.
Καὶ τὸ στερεοφωνικό. Καὶ τὸ
καινούργιο σαλόνι. Καὶ
τὸν φοῦρνο τῶν μικροκυμάτων. Κι εἴχαμε, μὴν ξεχνᾶς, καὶ τὶς
δόσεις γιὰ κεῖνο τὸ οἰκοπεδάκι
στὸ
Πόρτο-Ράφτη.
Γίνηκε σιωπή.
Κι ὕστερα ἡ σύζυγος (ἐδῶ
τὸ - «μητέρα» κόβεται), ρώτησε,
δαγκώνοντας τὰ χείλη της,
τὸν σύζυγο (κι ἐδῶ
ἐκεῖνο
τὸ «πατέρα», κόβεται κι αὐτό).
- Οὔτε ἕνα;
- Τί ἕνα; Ρώτησε ὁ σύζυγος αἰφνιδιασμένος.
- Λέω, οὔτε ἕνα μωράκι;
Ξανάγινε σιωπή. Κι
ὕστερα ὁ σύζυγος εἶπε κομπιάζοντας.
- Κι ἐγὼ
τὸ θέλω Αἰμιλία... Τὸ ξέρεις πόσο τὸ θέλω...
Ἄναψε τσιγάρο καὶ συνέχισε δύσκολα.
- Ἀλλὰ ἕνα
παιδὶ σήμερα εἶναι μεγάλο πρόβλημα γιὰ τοὺς γονεῖς, ποὺ ἐργάζονται
κι οἱ δύο. Ὁ γιατρὸς ποὺ θὰ
παρακολουθεῖ τὴν ἐγκυμοσύνη
σου, τὸ
μαιευτήριο, μία γέννα σήμερα κοστίζει δύο ἑκατομμύρια
δραχμές, ὕστερα ὁ παιδίατρος, τὸ καροτσάκι τοῦ μωροῦ, τὰ ἐμβόλιά
του, τὰ ρουχαλάκια
του, οἱ πάνες, ἡ νταντά, ἡ μπέϊμπυσιτερ, ἐμεῖς
οἱ δύο, βλέπεις ἐργαζόμαστε πρωὶ-ἀπόγευμα,
δὲν μποροῦμε ν΄ ἀφήνουμε μονάχο τὸ παιδί. Ἄσε ποὺ ἅμα
μεγαλώσει λίγο θ΄ ἀρχίσουν
τὰ σχολεῖα, καὶ τὰ
φροντιστήρια κι οἱ
ξένες γλῶσσες... Ἕνα παιδὶ σήμερα, Αἰμιλία...
Καὶ αὐτὸ τὸ παιδὶ δὲν γεννήθηκε. Τὸ
ἐπάγγελμα τῶν δύο γονιῶν ἐμπόδισε,
σ΄ αὐτὴ τὴν
περίπτωση, τὴ δημιουργία
μίας ὁλοκληρωμένης
οἰκογένειας.
Εἶναι
ἄραγε μιὰ περίπτωση ποὺ ἀποτελεῖ ἐξαίρεση;
Ἢ εἶναι
ὁ κανόνας; Ποὺ κάποιοι τολμηροὶ ἴσως
τὸν καταργοῦν καὶ προχωροῦν ἴσαμε
τὸ πρῶτο, ἢ καὶ τὸ
δεύτερο παιδί; Καὶ
σταματοῦν ἐκεῖ;
Δὲν εἴμαστε ἁρμόδιοι ν΄ ἀπαντήσουμε. Ἐμεῖς
μία κοινή, μία κοινότατη ἱστορία
ἀφηγούμαστε. Γιὰ κείνη τὴν παλιὰ τὴν
οἰκογένεια ποὺ ξέραμε, τὴν οἰκογένεια τῶν παππούδων καὶ τῶν
γονιῶν μας, ποὺ μεγαλώσαμε μέσα σ΄ αὐτὴν
καὶ ποὺ τὴν
εἴχαμε κάποτε ἀγαπήσει. Τώρα αὐτὴ
ἡ οἰκογένεια
βλέπουμε νὰ
κλονίζεται, νὰ χάνεται
σιγὰ-σιγά,
χτυπημένη ἀπὸ τὰ
ἀγαθὰ τῆς
εὐημερίας. Κι ἀπὸ
τοὺς ἴδιους ποὺ θὰ
΄πρεπε νὰ τὴν ὑπερασπιστοῦν. Ἂς μὴν τοὺς ἀδικοῦμε. Ἡ ἀνάγκη
τῶν καιρῶν μπερδεύει τοὺς ἀνθρώπους.
Κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴ
σειρὰ τους
μπερδεύουν τὶς λέξεις.
Κι οἱ λέξεις τοὺς ἐκδικοῦνται. Τοὺς παραπλανοῦν. Ἡ ἐπιτυχία
παίρνει τὴ θέση τῆς εὐτυχίας, καὶ τὸ
μερτικὸ σ΄ αὐτὴ
τὴν εὐτυχία μέρα τὴ μέρα λιγοστεύει καὶ δὲν
τὸ καταλαβαίνουμε. Τ΄ ἀφήνουμε ἄβουλοι νὰ λιγοστεύει.
Κι ἔτσι, ἐνῶ
κάποτε εἴχαμε μία οἰκογένεια λόγου χάρη μὲ πέντε παιδιὰ κι ἕνα ἐπάγγελμα, τώρα, στὴ θέση της, ἔχουμε πέντε ἐπαγγέλματα στὴν ἴδια
οἰκογένεια κι ἕνα παιδί.
Πρῶτα, τὰ πέντε παιδιὰ τὰ βόλευε ἡ μάνα μ΄ ἕνα παντελόνι, ποὺ μεταβιβαζόταν μὲ μπαλώματα, προσθῆκες καὶ μετατροπές, ἀπ΄ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, καὶ στὰ πέντε παιδιά. Τώρα
ἔχουμε πέντε συγχρόνως παντελόνια (καὶ μάλιστα signes), γιὰ τὸν
ἕνα καὶ μοναδικὸ γόνο τῆς ἴδιας
οἰκογένειας, ποὺ τὴν
ἀποτελοῦν ὁ
πατέρας, ἡ μητέρα, ὁ γόνος αὐτὸς
καὶ τὰ πέντε παντελόνια του. Ποὺ τὰ
φοράει ὅλα αὐτός. Ὅπως φοράει καὶ τὶς
πέντε ζακέτες του, τὰ
πέντε πουλόβερ του, τὰ
πέντε ζευγάρια παπούτσια του, τὰ
πέντε πανωφοράκια του, ὅλα
μόνος του. Κι ὅλα signes.
Τὰ τέσσερα ἀδερφάκια του, ποὺ θὰ
μποροῦσαν νὰ τὰ
μοιραστοῦν μαζί του,
δὲν ἦρθαν.
Δὲν ἦρθαν
ποτὲ στὴ ζωή. Κι οὔτε θὰ ΄ρθοῦν. Ἐμποδίζει τὸν ἐρχομό
τους ἡ
καταναλωτική μας κοινωνία. Κι οἱ
δύο γονεῖς, ὅταν μεγαλώσει τὸ μοναδικὸ παιδὶ καὶ φύγει ἀπὸ
τὴν οἰκογένεια, θὰ μείνουν μονάχοι. Μὲ τὴν
ἐρημιά τους. Μία ἐρημιά, ὅμως, signee.
(Περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ»)
(Πηγή ηλ. κειμένου: www.agiazoni.gr)
http://www.alopsis.gr/alopsis/oikogen4.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου