Στό Ἀντιμήνσιο συρράπτεται ἕνα ἄλλο ὕφασμα, κόκκινο, μεταξωτό, πού λέγεται "εἰλητό" κι ἐκεῖ εἵναι ἀποτυπωμένος ὁ πανάγιος Τάφος. Ἐκεῖνο δέν μποροῦμε νά τό δοῦμε. Στά Ἀντιμήνσια πολλές φορές ράβουμε καί ἅγια Λείψανα στίς ἄνω γωνίες τους.
Ἐπάνω στό Ἀντιμήνσιο τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία καί χρησιμοποιεῖται ἐνίοτε ἀντί Ἁγίας Τραπέζης. Μυρίζει ἅγιο μῦρο, διότι μέ Ἀντιμήνσια σκουπίζουμε τό μῦρο κατά τόν καθαγιασμό τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ἔτσι "καθιερώνεται" καί ἁγιάζεται καί στή συνέχεια ὑπογράφεται, φέρον τήν σφραγῖδα τοῦ καθαγιάζοντος ἐπισκόπου.
Ἀρκετές φορές μοῦ ἔχουν ἀναφέρει εὐλαβεῖς ἱερεῖς καί διάκονοι ὅτι, κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας καί μετά τόν Χερουβικό Ὕμνο, ὁπότε τό Ἀντιμήνσιο εἶναι ἀνοικτό, καί εἰς ἀνύποπτον χρόνον, ἐξέρχεται ἐξ αὐτοῦ ἄρρητος εὐωδία ἁγίων Λειψάνων!
Γιά παράδειγμα ἀναφέρω τόν ἱερέα π. Δημήτριο Γκαγκαστάθη, πού ὡμολογοῦσε ὅτι: "Κατά τήν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ ἡ Ἁγία Τράπεζα ἔβγαλε ἄρωμα... Ἔβγαινε ὡς ἕνας μικρός στῦλος καπνοῦ καί εὐωδίαζεν ὅλον τόν Ναό. Κατανυκτική Λειτουργία, πού δέν περιγράφεται. Νά, ἡ Θρησκεία μας, φωνάζει ὅτι εἶναι ζωντανή!"
"Καί τώρα σέ κέθε Θεία Λειτουργία ἡ Ἁγία Τράπεζα τῶν Ταξιαρχῶν βγάζει ἄρωμα μετά τήν Μεγάλην Εἴσοδον, πού βάζω τά Ἄχραντα Μυστήρια ἐπάνω" (1).
Στό
κέντρο τῆς ἁγίας Τραπέζης, στήν κεντρική κολώνα, πού συμβολίζει τόν
Κύριο, τοποθετοῦμε ἐπίσης ἅγια Λείψανα Μαρτύρων, διότι στό Αἷμα καί στή
Θυσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί στά αἵματα τῶν Μαρτύρων
στερεώθηκε ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποῖας ἡ πορεία εἶναι ματωμένη. Γι᾿ αὐτό καί ἡ
σωτηρία μας ἐπιτυγχάνεται διά πολλῶν θλίψεων, κόπων, ἀγώνων καί
στεναγμῶν. Δέν βαδίζουμε ἐπάνω σέ βαμβάκι, οὔτε σέ βελοῦδο. Διερχόμεθα
διά πολλῶν θλίψεων· πονᾶμε πολύ, ἐπειδή ἀκριβῶς καί ἡ ἡδονή τῆς ἁμαρτίας
ὑπῆρξε πολλή στή ζωή μας.
Κάποιος ἱερομόναχος, αὐτοαποκαλούμενος "ἀπελπισμένος", στό βιβλίο "ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ", διηγεῖται δῆθεν γιά κάποιον ἄλλον, στήν πραγματικότητα ὅμως γιά τόν ἑαυτό του, ὅτι ἥρθε, τήν ὥρα πού προσηύχετο μέ τήν εὐχούλα, μέ τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με", σέ ἔκστασι... καί εἶδε ἕνα ἄπειρο πλῆθος δαιμόνων - σάν τήν ἄμμο τῆς θαλάσσης, τόσοι πολλοί ἦταν - νά τοῦ ἐπιτίθενται γεμᾶτο λύσσα.
Οἱ διαθέσεις τους ἦταν φονικές. Ἀπ᾿ ὅλα τά μέρη, ἀγριεμένοι φοβερά, ὡρμοῦσαν ἐναντίον του, γιά νά τόν κατασπαράξουν...
Συνῆλθε καί ἔντρομος ἔτρεξε πρός τήν Ἐκκλησία.
-- Πού θά καταφύγω; ἀναρωτήθηκε μές στόν λογισμό του. Ποῦ ἀλλοῦ, παρά στόν φρικτό Γολγοθᾶ, στήν Ἁγία Τράπεζα, ὅπου καθημερινά μέ δάκρυα καί μέ συντριβή ἱερουργῶ τά Πανάχραντα Μυστήρια. Θά πέσω ἐκεῖ στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί τῆς γλυκυτάτης Παναχράντου Μητρός Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἔχοντας αὐτά στόν νοῦ καί στόν λογισμό του, τρέχοντας ἔφθασε στόν Ναό. Μπαίνοντας μέσα εἶδε τόν Κύριο καί τήν Θεοτόκο στίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου σάν ζωντανούς καί μέ βασιλική δόξα. Τό Θεῖο Πρόσωπο τοῦ Κυρίου εἵχε μία ἀνέκφραστη ὡραιότητα καί ἄστραφτε πιό δυνατά καί ἀπό τόν ἥλιο. Ὅλο τό ἐκκλησάκι ἦταν λουσμένο ἀπό τήν θεϊκή Του ἀκτινοβολία. Τά πάντα στολίζονταν λαμπροφόρα. Οἱ καντῆλες, τά μανουάλια, τά λίγα στασίδια, τά ἀναλόγια τῶν ψαλτῶν, ὁ μικρός πολυέλαιος πού ἦταν κρεμασμένος ἀπό πάνω, τό μικρό δεσποτικό, τό Ἅγιο Βῆμα, ἡ Ἁγία Τράπεζα, τά ἄμφια, τά ἐξαπτέρυγα, ἡ Ἁγία Πρόθεσις, τά πάντα ἦσαν ὁλόλαμπρα, γεμάτα φῶς καί δόξα! Καί προπαντός οἱ ἁγιογραφίες, γύρω - γύρω στούς τοίχους τοῦ Ναοῦ: παροῦσα, λαμπροφορεμένη καί δεδοξασμένη ἡ Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
Ὁ ἱερεύς ἐκεῖνος καί ἀσκητής, δέν μπόρεσε νά ξανακοιτάξη τό Πρόσωπο τῆς τρισηλίου Δόξης τοῦ Κυρίου! Μόνο προσκύνησε... ἄγγιξε ἤ δέν ἄγιξε τό προτεινόμενο χέρι τοῦ Κυρίου γιά ἀσπασμό.
Κάποιος ἱερομόναχος, αὐτοαποκαλούμενος "ἀπελπισμένος", στό βιβλίο "ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ", διηγεῖται δῆθεν γιά κάποιον ἄλλον, στήν πραγματικότητα ὅμως γιά τόν ἑαυτό του, ὅτι ἥρθε, τήν ὥρα πού προσηύχετο μέ τήν εὐχούλα, μέ τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με", σέ ἔκστασι... καί εἶδε ἕνα ἄπειρο πλῆθος δαιμόνων - σάν τήν ἄμμο τῆς θαλάσσης, τόσοι πολλοί ἦταν - νά τοῦ ἐπιτίθενται γεμᾶτο λύσσα.
Οἱ διαθέσεις τους ἦταν φονικές. Ἀπ᾿ ὅλα τά μέρη, ἀγριεμένοι φοβερά, ὡρμοῦσαν ἐναντίον του, γιά νά τόν κατασπαράξουν...
Συνῆλθε καί ἔντρομος ἔτρεξε πρός τήν Ἐκκλησία.
-- Πού θά καταφύγω; ἀναρωτήθηκε μές στόν λογισμό του. Ποῦ ἀλλοῦ, παρά στόν φρικτό Γολγοθᾶ, στήν Ἁγία Τράπεζα, ὅπου καθημερινά μέ δάκρυα καί μέ συντριβή ἱερουργῶ τά Πανάχραντα Μυστήρια. Θά πέσω ἐκεῖ στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί τῆς γλυκυτάτης Παναχράντου Μητρός Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἔχοντας αὐτά στόν νοῦ καί στόν λογισμό του, τρέχοντας ἔφθασε στόν Ναό. Μπαίνοντας μέσα εἶδε τόν Κύριο καί τήν Θεοτόκο στίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου σάν ζωντανούς καί μέ βασιλική δόξα. Τό Θεῖο Πρόσωπο τοῦ Κυρίου εἵχε μία ἀνέκφραστη ὡραιότητα καί ἄστραφτε πιό δυνατά καί ἀπό τόν ἥλιο. Ὅλο τό ἐκκλησάκι ἦταν λουσμένο ἀπό τήν θεϊκή Του ἀκτινοβολία. Τά πάντα στολίζονταν λαμπροφόρα. Οἱ καντῆλες, τά μανουάλια, τά λίγα στασίδια, τά ἀναλόγια τῶν ψαλτῶν, ὁ μικρός πολυέλαιος πού ἦταν κρεμασμένος ἀπό πάνω, τό μικρό δεσποτικό, τό Ἅγιο Βῆμα, ἡ Ἁγία Τράπεζα, τά ἄμφια, τά ἐξαπτέρυγα, ἡ Ἁγία Πρόθεσις, τά πάντα ἦσαν ὁλόλαμπρα, γεμάτα φῶς καί δόξα! Καί προπαντός οἱ ἁγιογραφίες, γύρω - γύρω στούς τοίχους τοῦ Ναοῦ: παροῦσα, λαμπροφορεμένη καί δεδοξασμένη ἡ Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
Ὁ ἱερεύς ἐκεῖνος καί ἀσκητής, δέν μπόρεσε νά ξανακοιτάξη τό Πρόσωπο τῆς τρισηλίου Δόξης τοῦ Κυρίου! Μόνο προσκύνησε... ἄγγιξε ἤ δέν ἄγιξε τό προτεινόμενο χέρι τοῦ Κυρίου γιά ἀσπασμό.
Μέ φόβο πλησίασε στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀσπάσθηκε τό
παρθενικό Της χέρι ἐπάνω στήν εἰκόνα καί τόλμησε νά Τήν κοιτάξη στό
Πρόσωπο. Στήν ἁγία Της ἀγκαλιά εἶδε τό Θεῖο Βρέφος καθισμένο σάν σέ
Θρόνο Χερουβικό... καί ἦταν τόσο ταιριαστό τό θεϊκό αὐτό σύμπλεγμα, ὅσο ἡ
ὀμορφιά καί ἡ εὐωδία σ᾿ ἕναν πάλλευκο κρίνο ἤ σ᾿ ἕνα μπουκέτο ἀπό
μυρωμένα τριαντάφυλλα... Ὀμορφιά, εὐωδία!...Ἡ Θεοτόκος κοίταζε τόν ἱερέα μέ ἄπειρη γλυκύτητα καί μέ τόση πραότητα, ὥστε ἐκεῖνος πῆρε θάρρος καί ρώτησε:
-- Παναγία μου! γλυκειά μου Παναγία καί Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ μου, πῶς θά γλιτώσω ἀπό τούς δαίμονες πού μέ κυνηγοῦν;
-- Μέ τό Ὅνομα τοῦ Υἱοῦ μου καί μέ τό Ὄνομα τό δικό μου θά νικᾶς καί θά ἐξολοθρεύης τούς δαίμονες, ἀπάντησε ἡ Θεοτόκος.
"Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με",
" Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς",
" Ὑπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι".
Καί ἐδῶ, μέσα στόν Ναό, καί στό κελλάκι καί ἔξω, ἐργαζόμενος καί ἡσυχάζων, παντοῦ καί πάντοτε, τό Ὄνομα τοῦ Υἱοῦ μου καί τό Ὄνομα τό δικό μου νά ἐπικαλῆσαι, συνέχισε ἡ Θεοτόκος.
Ὁ ἱερομόναχος ἔκανε μιά στρωτή μετάνοια, βγῆκε ἔξω ἀπό τό ἐκκλησάκι καί φώναξε μέ ὅλη του τή δύναμι:
"Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με!",
"Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία!"
Ἄμέσως οἱ ἀνίσχυροι, οἱ ἀδύνατοι, οἱ δειλοί δαίμονες ἐξαφανίστηκαν ὅλοι ἀπό μπροστά του σάν ἀστραπή (2).
(1). Ἐκδ. Ὁρθόδοξος Κυψέλη, "Παπα - Δημήτρης Γγκαγκαστάθης, Βίος - θαύματα, νουθεσίαι καί ἐπιστολαι", Θεσ/νίκη 1975, σελ. 187.
(2). Ἀνωνύμου Ἡσυχαστοῦ, "Νηπτική Θεωρία", Λόγος 1ος,... ὅ. π., σελ. 30 - 31.
Ἀπό τό βιβλίο: "ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου