Ἅγίου
Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Συνείδηση
εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ πνεύματος τοῦ
ἀνθρώπου, αἴσθηση λεπτή καί φωτεινή,
πού ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό.
Ἡ αἴσθηση
αὐτή ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό πιό
καθαρά ἀπ᾿ ὅσο ὁ νοῦς. Πιό δύσκολο
εἶναι νά παραπλανήσει κανείς τή συνείδηση
παρά τόν νοῦ. Καί τόν πλανεμένο νοῦ,
πού τόν ὑποστηρίζει τό φιλάμαρτο θέλημα,
γιά πολύν καιρό τόν ἀντιμάχεται ἡ
συνείδηση.
Ἡ συνείδηση
εἶναι ὁ φυσικός νόμος1.
Ἡ συνείδηση
χειραγωγοῦσε τόν ἄνθρωπο πρίν τοῦ
δοθεῖ ὁ γραπτός νόμος. Ἡ μεταπτωτική
ἀνθρωπότητα βαθμιαῖα οἰκειώθηκε ἕναν
λαθεμένο τρόπο σκέψεως γιά τόν Θεό, τό
καλό καί τό κακό. Ἡ λαθεμένη σκέψη
ἐπηρέασε, φυσικά, καί τή συνείδηση.
Ἔτσι, ὁ γραπτός νόμος ἀποτέλεσε
ἀναγκαιότητα γιά τή χειραγώγηση τοῦ
ἀνθρώπου στήν ἀληθινή θεογνωσία καί
τή θεοφιλή διαγωγή.
« προσερχώμεθα μετά ἀληθινῆς καρδίας ἐν πληροφορίᾳ
πίστεως ἐρραντισμένοι τάς καρδίας ἀπό συνειδήσεως πονηρᾶς
καί λελουμένοι τό σῶμα ὕδατι καθαρῷ κατέχωμεν
τήν ὁμολογίαν τῆς ἐλπίδος ἀκλινῆ· πιστός γέρ ὁ ἐπαγγειλάμενος·»
Ἐβρ. ι΄: 22 - 23
Ἡ διδασκαλία
τοῦ Χριστοῦ, ἐπισφραγισμένη μέ τό ἅγιο
Βάπτισμα, θεραπεύει τή συνείδηση ἀπό
τήν κακή προδιάθεση2
μέ τήν ὁποία τή δηλητηρίασε ἡ ἁμαρτία.
Ἡ ὀρθή λειτουργία τῆς συνειδήσεως
ἀποκαθίσταται, ἐνισχύεται καί
σταθεροποιεῖτε μέ τήν τήρηση τῆς
διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀποκατάσταση
τῆς ὑγείας καί ἡ ὀρθή λειτουργία τῆς
συνειδήσεως εἶναι δυνατές μόνο στούς
κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέσω
τοῦ θείου νόμου της, πού κατευθύνει
ὀρθά τόν νοῦ. Γιατί κάθε λαθεμένη σκέψη
ἐπιδρᾶ ἀρνητικά στή συνείδηση καί τή
λειτουργία της.
Οἱ θεληματικές
ἁμαρτίες σκοτίζουν, ἐξασθενίζουν,
καταπνίγουν, ἀποκοιμίζουν τή συνείδηση.
« καί τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν καί τῶν ἀνομιῶν
αὐτῶν οὐ μή μνησθῶ ἔτι »
Ἑβρ. ι΄ : 17
Κάθε ἁμαρτία
πού δέν ἐξαλείφεται μέ τή μετάνοια,
ἀφήνει τή βλαπτική σφραγίδα της στή
συνείδηση.
Ἡ ἑκούσια
καί συνεχής ἁμαρτωλή ζωή σχεδόν νεκρώνει
τή συνείδηση. Δέν εἶναι δυνατόν, ὡστόσο,
αὐτή νά νεκρωθεῖ ἐντελῶς. Θά συνοδεύει
τόν ἄνθρωπο μέχρι τό φοβερό Κριτήριο
τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ θά τόν ἐνοχοποιήσει,
ἄν τήν καταπατοῦσε.
«Ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχύ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αὐτοῦ,
μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ καί ὁ κριτής σέ παραδῷ τῷ
ὑπηρέτη, καί εἰς φυλακήν βληθήση·»
Ματθ. ε΄ : 25.
Σύμφωνα μέ
τούς ἁγίους Πατέρες, ὀ ἀντίδικος τοῦ
ἀνθρώπου, πού ἀναφέρεται στό Εὐαγγέλιο3,
εἵναι ἡ συνείδηση. Καί πράγματι εἶναι
ἀντίδικος, γιατί ἐναντιώνεται σέ κάθε
ἄνομο ἐγχείρημά μας.
«ἀμήν λέγω σοι, οὐ μή ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν
ἕως οὕ ἀποδῷς τόν ἔσχατον κοδράντην
Ματθ. ε΄ : 26
Βαδίζοντας
πρός τόν οὐρανό, στή διάρκεια τῆς
ἐπίγειας ζωῆς σου, νά ἔχεις εἰρηνικές
σχέσεις μ᾿ αὐτόν τόν ἀντίδικο, γιά νά
μή γίνει κατήγορός σου τότε πού θ᾿
ἀποφασίζεται ἡ κατάστασή σου στήν
αἰωνιότητα.
Λέει
ἡ Γραφή: «Θά ἀπαλλάξει τήν ψυχή
ἀπό τά δεινά ἕνας ἀξιόπιστος μάρτυρας»4.
Ἀξιόπιστος μάρτυρας
εἶναι ἡ ἄμεμπτη συνείδηση. Ἡ ἄμεμπτη
αὐτή συνείδηση τήν ψυχή πού ἀκούει τίς
συμβουλές της θά τή λυτρώσει ἀπό τίς
ἁμαρτίες της μέχρι τόν θάνατο καί ἀπό
τά αἰώνια βάσανα μετά τόν θάνατο.
« καί πάντες τό αὐτό πόμα πνευματικόν ἔπιον·
ἔπιον γάρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας,
ἡ δέ πέτρα ἦν ὁ Χριστός »
Α΄ Κορ. ι΄ : 4
Ὅπως
ἡ κόψη τοῦ μαχαιριοῦ ἀκονίζεται μέ
τήν πέτρα, ἔτσι καί ἡ συνείδση ἀκονίζεται
ἀπό τή νοητή πέτρα5,
τόν Χριστό, μέ τή μελέτη τοῦ λόγου Του,
πού τή φωτίζει, καί τήν τήρηση τῶν
εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.
Φωτισμένη
καί ἀκονισμένη ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ
Χριστοῦ ἡ συνείδηση, λεπτομερειακά
καί ὁλοκάθαρα φανερώνει στόν ἄνθρωπο
τίς ἁμαρτίες του, ἀκόμα καί τίς πιό
μικρές.
Μήν
ἀσκεῖς βία στόν ἀντίδικό σου –μήν
παραβιάζεις τή συνείδησή σου! Διαφορετικά,
θά στερηθεῖς τήν πνευματική σου
ἐλευθερία. Ἡ ἁμαρτία θά σέ αἰχμαλωτίσει
καί θά σέ δέσει. Θλίβεται ὁ προφήτης
μαζί μέ τόν Θεό γι᾿ αὐτούς πού
ἐπιβουλεύονται τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό,
παραβιάζοντας τή συνείδησή τους: «
Ὁ Ἐφραίμ καταπίεσε νά ἀκολουθεῖ τή
ματαιότητα»6.
Ἡ
«κόψη» τῆς
συνειδήσεως εἶναι πολύ λεπτή, πολύ
εὐαίσθητη, γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος πρέπει
νά τή φυλάει προσεκτικά. Καί τή φυλάει,
ὅταν ἐκτελεῖ ὅλες τίς ὑποδείξεις τῆς
συνειδήσεως καί ὅταν, σέ περίπτωση
ἀθετήσεως κάποιας ἀπ᾿ αὐτές λόγω
ἀδυναμίας ἤ πλάνης, μετανοεῖ μέ δάκρυα.
Καμιάν
ἁμαρτία μή θεωρεῖς ἀσήμαντη. Κάθε
ἁμαρτία ἀποτελεῖ παράβαση τοῦ θείου
νόμου, ἐναντίωση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
καταπάτηση τῆς συνειδήσεως. Ἄλλωστε,
ἀπό τά μικρά, ἀπό τά μηδαμινά, ὅπως
νομίζουμε, ἁμαρτήματα ὁδηγούμαστε
σιγά-σιγά στά μεγάλα. “Πόσο σοβαρό εἶναι
αὐτό; Εἶναι βαριά ἁμαρτία; Μήπως δέν
εἶναι κάν ἁμαρτία; Ναί, δέν εἶναι
ἁμαρτία!”. Ἔτσι σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος
πού δέν ἐνδιαφέρεται γιά τή σωτηρία
του, ὅταν ἀποφασίζει νά γευθεῖ τήν
ἁμαρτωλή τροφή, τήν τροφή πού ἀπαγορεύει
ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Μέ ἀβάσιμους
συλλογισμούς καταπατᾶ διαρκῶς τή
συνείδησή του. Ἔτσι, μέ τόν καιρό, ἡ
«κόψη» της στομώνει καί ἡ φωτεινότητά
της μειώνεται. Στήν ψυχή ἁπλώνονται τό
σκοτάδι καί ἡ παγωνιά –ἡ ἀμέλεια καί
ἡ ἀναισθησία.
Τελικά
ἡ ἀναισθησία γίνεται πάγια κατάσταση
τῆς ψυχῆς. Συχνά, μάλιστα, συμβαίνει
νά εἶναι ἱκανοποιημένη ἡ ψυχή μέ τήν
ἀναισθησία της, θεωρώντας την κατάσταση
εὐάρεστη στόν Θεό, κι ἔτσι νά ἔχει τή
συνείδησή της ἀναπαυμένη. Στήν
πραγματικότητα, βέβαια, ἀφοῦ ἔχασε τή
μακάρια συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς
της, πού εἶναι ἡ βάση τῆς πνευματικῆς
ζωῆς, τύφλωσε καί ἀποκοίμισε τή
συνείδηση7.
Ἀθέατες
τότε, μέσα στό βαθύ σκοτάδι τῆς
ἀναισθησίας, διάφορες ἁμαρτίες ὁρμοῦν
σάν ληστές μέσα στήν ψυχή καί τήν κάνουν
κρησφύγετό τους. Οἱ ἁμαρτίες αὐτές,
μένοντας ἐκεῖ γιά πολύ, γίνονται
συνήθειες. Μέ τόν καιρό ἑδραιώνονται
καί ἰσχυροποιοῦνται ὅσο καί οἱ φυσικές
ἰδιότητες τῆς ψυχῆς, καμιά φορά μάλιστα
ξεπερνοῦν σέ δύναμή ἀκόμα κι αὐτές
τίς φυσικές ἰδιότητες. Οἱ ἁμαρτωλές
συνήθειες ὀνομάζονται πάθη. Χωρίς νά
τό συνειδητοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος,
ἁλυσοδένεται σιγά -σιγά ἀπό τήν ἁμαρτία
καί γίνεται αἰχμάλωτός της, δοῦλος
της.
Ὅποιος
ἀδιαφορεῖ συστηματικά γιά τίς ὑπομνήσεις
τῆς συνειδήσεως, ἀφήνει τόν ἑαυτό του
νά αἰχμαλωτιστεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μόνο μέ ἔντονο
προσωπικό ἀγώνα καί μέ τή δυναμική
βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά μπορέσει νά σπάσει
τίς ἁλυσίδες του καί νά ἐλευθερωθεῖ
ἀπό τά πάθη. Γιατί τά πάθη ταυτίστηκαν
μέ τή φύση του, ἔγιναν, θαρρεῖς, ἰδιότητές
της.
« ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διά τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πολλοί,
λέγω ὑμῖν, ζητήσουσιν εἰσελθεῖν καί ἰσχύσουσιν »
Λουκ. ιγ΄: 24
Ἀγαπητέ
μου ἀδελφέ! Μ᾿ ὅλη τήν προσοχή καί τήν
ἐπιμέλεια φύλαξε τή συνείδησή σου.
Φύλαξε
τή συνείδησή σου, πρῶτον, ὡς πρός τή
σχέση σου μέ τόν Θεό. Νά τηρεῖς ὅλες
τίς ἐντολές Του, τόσο ὅταν σέ βλέπουν
οἱ ἄνθρωποι ὅσο καί ὅταν δέν σέ βλέπουν.
Γιατί καί ὅταν δέν σέ βλέπουν οἱ
ἄνθρωποι, ὅ,τι κάνεις, ἀκόμα καί ὅ,τι
σκέφτεσαι, γίνεται γνωστό στόν Θεό καί
στή συνείδησή σου.
Φύλαξε
τή συνείδησή σου, δεύτερον, ὡς πρός τή
σχέση σου μέ τόν πλησίον. Μήν ἀρκεῖσαι
σέ μιάν εὐπρεπή ἐξωτερική συμπεριφορά
πρός τούς συνανθρώπους σου. Πρέπει ἀπό
τή συμπεριφορά σου νά ἱκανοποιεῖται
ἡ συνείδησή σου. Καί ἡ συνείδηση
ἱκανοποιεῖτε, ὅταν ὄχι μόνο οἱ πράξεις
σου ἀλλά καί τά αἰσθήματά σου γιά τόν
πλησίον ἀνταποκρίνονται στίς ἐντολές
τοῦ Εὐαγγελίου.
Φύλαξε
τή συνείδησή σου, τρίτον, ὡς πρός τά
πράγματα, ἀποφεύγοντας τά περιττά καί
τά πολυτελή. Νά θυμᾶσαι πώς ὅλα τά
ἀντικείμενα πού χρησιμοποιεῖς στήν
καθημερινή σου ζωή εἵναι δῶρα τοῦ
Θεοῦ.
Φύλαξε
τή συνείδησή σου, τέταρτον, ὡς πρός τόν
ἴδιο σου τόν ἑαυτό. Μήν ξεχνᾶς πώς
εἶσαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί πρέπει νά
Τοῦ μοιάσεις8,
νά Τοῦ παρουσιάσεις κάποτε αὐτή τήν
εἰκόνα καθαρή καί ἄμεμπτη.
« ἀφ᾿ οὕ ἄν ἐγερθῇ ὁ οἰκοδεσπότης καί ἀποκλείσῃ
τήν θύραν, καί ἄρξησθε ἔξω ἑστάναι καί κρούειν
τήν θύραν λέγοντες·
Κύριε Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· καί ἀποκριθεῖς ἐρεῖ ὑμῖν,
οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· »
Λουκ. 13 : 25
Ἀλίμονο,
ἀλλίμονο στήν ψυχή, στήν ὁποία ὁ Κύριος,
τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, δέν θ᾿ ἀναγνωρίσει
τήν εἰκόνα Του! Ἀλίμονο στήν ψυχή, στήν
ὁποία δέν θά βρεῖ καμιάν ὁμοιότητα μέ
τόν ἑαυτό Του! Αὐτή ἡ ψυχή θ᾿ ἀκούσει
τήν τρομερή καταδίκη: « Δέν σέ
ξέρω! »9.
Ἡ ἄχρηστη εἰκόνα
θά ριχθεῖ στήν ἄσβεστη φλόγα τῆς
γέεννας.
« καί ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ·
ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας »
Λουκ. 13 : 27
Ἀνέκφραστη
καί ἀτελεύτητη, ἀπεναντίας, θά εἶναι
ἡ χαρά τῆς ψυχῆς, στήν ὁποία ὁ Κύριος
θ᾿ ἀναγνωρίσει τήν εἰκόνα Του, στήν
ὁποία θά δεῖ τήν προπτωτική θεία
ὀμορφιά, δῶρο τῆς ἄπειρης ἀγαθότητάς
Του στό πλάσμα Του. Αὐτή ἡ ὀμορφιά τῆς
ἀνθρώπινης ψυχῆς μετά τήν προπατορική
πτώση χάθηκε, ἀλλά ἀποκαταστάθηκε καί
αὐξήθηκε μέ τή λυτρωτική οἰκονομία
τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός μᾶς ἔδωσε
ἐντολή νά διατηροῦμε τή θεία ὀμορφιά
τῆς ψυχῆς μας ἀκέραιη καί ἄσπιλη,
ἀποφεύγοντας ὅλες τίς ἁμαρτίες καί
τηρώντας ὅλες τίς εὐαγγελικές ἐντολές.
Τῆς ἀποφυγῆς
τῶν ἁμαρτιῶν καί τῆς τηρήσεως τῶν
ἐντολῶν ἄγρυπνος ἐπιτηρητής καί
ἀσίγητος παρακινητής εἵναι ἡ συνείδηση.
Ἀμήν.
Τέλος
καί τῷ Θεῷ δόξα!
Ματθ. κε΄: 13
Ἐκδόσεις: Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττική.
1Ἀββᾶ
Δωροθέου, ὅ.π., Γ΄, 40.
Ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἔβαλε μέσα του ἕνα θεῖο σπέρμα, σάν ἕνα εἶδος λογισμοῦ πιό θερμοῦ καί φωτεινοῦ, νά ἔχει τή θέση τῆς σπίθας, γιά νά φωτίζει τό νοῦ καί νά τοῦ δείχνει νά ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό ( Ἐξ ἀρχῆς πλάττων ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, νόμον αὐτῷ φυσικόν ἐγκατέθηκε. Καί τί ποτέ ἐστιν νόμος φυσικός; Τό συνειδός ἡμῖν διήρθρωσε, καί αὐτοδίδακτον ἐποίησε τήν γνῶσιν τῶν καλῶν καί τῶν οὐ τοιούτων). Αὐτό ὀνομάζεται συνείδηση, καί εἶναι ὁ φυσικός νόμος (Ἰωαν, Χρυσ. P. G. 49, 131- 133). Αὐτός εἶναι τά πηγάδια πού ἄνοιγε ὁ Ἰακώβ, ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν οἱ Πατέρες, καί τά παράχωναν οἱ Φιλισταῖοι (Γεν. 26:15). Μ᾿ αὐτό τό νόμο, δηλαδή μέ τή συνείδηση, συμμορφώθηκαν οἱ Πατριάρχες καί ὅλοι οἱ ἅγιοι πού ἔζησαν πρίν ἀπό τό γραπτό νόμο καί εὐαρέστησαν στό Θεό. Ἐπειδή ὅμως αὐτή παραχώθηκε καί καταπατήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ τήν προοδευτική ἐξάπλωση τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τό γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τούς ἁγίους Προφῆτες, χρειαστήκαμε τήν ἐνανθρώπιση τοῦ ἴδιου τοῦ Δεσπότη μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά τήν ξαναφέρει στό φῶς καί νά τήν ἀναστήσει, γιά νά ξαναδώσει ζωή, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, σ᾿ ἐκείνη τήν σπίθα πού ἦταν παραχωμένη. Τώρα λοιπόν, εἶναι στό χέρι μας ἤ νά τήν παραχώσουμε πάλι ἤ νά τήν ἀφήσουμε νά λάμπει καί νά μᾶς φωτίζει, ἄν συμμορφωνόμαστε μέ τίς ὑποδείξεις της. Γιατί ὅταν ἡ συνείδηση μας μᾶς ὑπαγορεύει νά κάνουμε αὐτό καί ἀδιαφοροῦμε, καί πάλι μᾶς λέει νά κάνουμε ἐκεῖνο καί δέν τό κάνουμε ἀλλά σταθερά καί ἀδιάκοπα τήν καταπατοῦμε, ἔτσι τή θάβουμε καί δέν μπορεῖ πιά νά φωνάξει δυνατά μέσα μας, ἀπό τό βάρος πού τή σκεπάζει. Ὅπως ἀκριβῶς τό λυχνάρι πού δίνει θαμπό φῶς, ἔτσι καί αὐτή ἀρχίζει νά μᾶς δείχνει ὅλο πιό θολά, ὅλο πιό σκοτεινά τά πράγματα, ὅπως συμβαίνει καί μέ τό θολωμένο ἀπό τά πολλά χώματα νερό, πού δέν μπορεῖ νά δεῖ κανείς μέσα τό πρόσωπο του. Ἔτσι σιγά-σιγά καταντᾶμε νά μήν αἰσθανόμαστε ἐκεῖνα πού μᾶς ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή μας καί νά φτάνουμε στό σημεῖο νά νομίζουμε ὅτι δέν τήν ἔχουμε καθόλου. Ὅμως δέν ὑπάρχει κανένας πού νά μήν τήν ἔχει. Γιατί αὐτό εἶναι κάτι θεϊκό, ὅπως ἤδη εἴπαμε, καί δέν χάνεται ποτέ, ἀλλά πάντα μᾶς θυμίζει ἐκεῖνο πού ὀφείλουμε νά κάνουμε. Ἐμεῖς ὅμως δέν τήν αἰσθανόμαστε γιατί, ὅπως εἵπα, τήν καταφρονοῦμε καί τήν καταπατοῦμε.
Ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἔβαλε μέσα του ἕνα θεῖο σπέρμα, σάν ἕνα εἶδος λογισμοῦ πιό θερμοῦ καί φωτεινοῦ, νά ἔχει τή θέση τῆς σπίθας, γιά νά φωτίζει τό νοῦ καί νά τοῦ δείχνει νά ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό ( Ἐξ ἀρχῆς πλάττων ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, νόμον αὐτῷ φυσικόν ἐγκατέθηκε. Καί τί ποτέ ἐστιν νόμος φυσικός; Τό συνειδός ἡμῖν διήρθρωσε, καί αὐτοδίδακτον ἐποίησε τήν γνῶσιν τῶν καλῶν καί τῶν οὐ τοιούτων). Αὐτό ὀνομάζεται συνείδηση, καί εἶναι ὁ φυσικός νόμος (Ἰωαν, Χρυσ. P. G. 49, 131- 133). Αὐτός εἶναι τά πηγάδια πού ἄνοιγε ὁ Ἰακώβ, ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν οἱ Πατέρες, καί τά παράχωναν οἱ Φιλισταῖοι (Γεν. 26:15). Μ᾿ αὐτό τό νόμο, δηλαδή μέ τή συνείδηση, συμμορφώθηκαν οἱ Πατριάρχες καί ὅλοι οἱ ἅγιοι πού ἔζησαν πρίν ἀπό τό γραπτό νόμο καί εὐαρέστησαν στό Θεό. Ἐπειδή ὅμως αὐτή παραχώθηκε καί καταπατήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ τήν προοδευτική ἐξάπλωση τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τό γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τούς ἁγίους Προφῆτες, χρειαστήκαμε τήν ἐνανθρώπιση τοῦ ἴδιου τοῦ Δεσπότη μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά τήν ξαναφέρει στό φῶς καί νά τήν ἀναστήσει, γιά νά ξαναδώσει ζωή, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, σ᾿ ἐκείνη τήν σπίθα πού ἦταν παραχωμένη. Τώρα λοιπόν, εἶναι στό χέρι μας ἤ νά τήν παραχώσουμε πάλι ἤ νά τήν ἀφήσουμε νά λάμπει καί νά μᾶς φωτίζει, ἄν συμμορφωνόμαστε μέ τίς ὑποδείξεις της. Γιατί ὅταν ἡ συνείδηση μας μᾶς ὑπαγορεύει νά κάνουμε αὐτό καί ἀδιαφοροῦμε, καί πάλι μᾶς λέει νά κάνουμε ἐκεῖνο καί δέν τό κάνουμε ἀλλά σταθερά καί ἀδιάκοπα τήν καταπατοῦμε, ἔτσι τή θάβουμε καί δέν μπορεῖ πιά νά φωνάξει δυνατά μέσα μας, ἀπό τό βάρος πού τή σκεπάζει. Ὅπως ἀκριβῶς τό λυχνάρι πού δίνει θαμπό φῶς, ἔτσι καί αὐτή ἀρχίζει νά μᾶς δείχνει ὅλο πιό θολά, ὅλο πιό σκοτεινά τά πράγματα, ὅπως συμβαίνει καί μέ τό θολωμένο ἀπό τά πολλά χώματα νερό, πού δέν μπορεῖ νά δεῖ κανείς μέσα τό πρόσωπο του. Ἔτσι σιγά-σιγά καταντᾶμε νά μήν αἰσθανόμαστε ἐκεῖνα πού μᾶς ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή μας καί νά φτάνουμε στό σημεῖο νά νομίζουμε ὅτι δέν τήν ἔχουμε καθόλου. Ὅμως δέν ὑπάρχει κανένας πού νά μήν τήν ἔχει. Γιατί αὐτό εἶναι κάτι θεϊκό, ὅπως ἤδη εἴπαμε, καί δέν χάνεται ποτέ, ἀλλά πάντα μᾶς θυμίζει ἐκεῖνο πού ὀφείλουμε νά κάνουμε. Ἐμεῖς ὅμως δέν τήν αἰσθανόμαστε γιατί, ὅπως εἵπα, τήν καταφρονοῦμε καί τήν καταπατοῦμε.
2Βλ.
Ἐβρ. 10:22.
3Βλ.
Ματθ. 5:25. Λουκ. 12:58.
4Παροιμ.
14:25.
5Βλ.
Α΄ Κορ. 10:4.
6Ὡσηέ
5:11.
7Βλ.
Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ.π., ΙΖ΄.
8Βλ.
Γέν. 1:26-27.
9Πρβλ.
Ματθ. 25:12 Λουκ. 13:25, 27.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου