“ΟΤΙ
ΠΡΕΠΕΙ ΣΟΙ ΠΑΣΑ ΔΟΞΑ, ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ,
ΤΩ
ΠΑΤΡΙ ΚΑΙ ΤΩ ΥΙΩ ΑΓΙΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ,
ΝΥΝ
ΚΑΙ ΑΕΙ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ”.
Ὅλες
οἱ αἰτήσεις καί οἱ Εὐχές τῆς Θείας
Λειτουργίας καταλήγουν σέ μιά δοξολογική
ἀναφορά στήν Ἁγία Τριάδα, ὅπως:
- “ Ὅτι σόν τό κράτος καί σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰνῶνας τῶν αἰώνων”.
- “ Ὅτι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις, καί σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων”.
- “ Ὅτι Ἅγιος εἶ, ὁ Θεός ἡμῶν, καί σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων”.
- “ Ὅτι ὑπό τοῦ κράτους σου πάντοτε φυλαττόμενοι, σοί δόξαν ἀναπέμπωμεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων”.
- “Διά τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Μονογενοῦς σου Υἱοῦ, μεθ᾿ οὖ εὐλογητός εἶ, σύν τῷ Παναγίῳ καί ἀγαθῷ καί ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων”.
“
Ὅτι σύ εἶ ὁ
ἁγιασμός ἡμῶν καί σοί τήν δόξαν
ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί
τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς
τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων”.
Ἡ
τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως βλέπουμε,
δέν ἀναφέρεται μόνο μία φορά μέσα στή
Θεία Λειτουργία, ἀλλά πάρα πολλές·
ἰδίως ὅταν οἱ ἱεροψάλτες ψάλλουν τούς
Κανόνες, λένε συνέχεια “Δόξα Πατρί καί
Υἱῷ καί Ἁγίῳ Πνεύματι”.
Τό Δόγμα τῆς
Ἁγίας Τριάδος εἶναι τό πιό σπουδαῖο,
τό πιό προσφιλές, τό θεμελιῶδες Δόγμα
τῆς πίστεώς μας. Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί
τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ὁ Τριαδικός
Θεός μας, ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν. Ἕνας
Θεός, ἀλλά τρία Πρόσωπα, τρισυπόστατος.
Αὐτό τό Μυστήριο εἶναι ἀκατάληπτο,
φοβερό, ἀξεπέραστο γιά τά μυαλά μας.
Τό
Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἦταν ἄγνωστο
στούς ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Μόνο σέ μερικά χωρία της ἔρριχνε κάποιες
ἀκτῖνες ἡ Ἁγία Τριάς ἀπό τήν τριπλή
της Θεότητα καί ἔτσι ἐφωτίζοντο κάπως
οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ὅ,τι ὅμως
ἦταν σκεπασμένο καί σκοτεινό γιά
ὁλόκληρο τόν ἀρχαῖο κόσμο, ἀκόμα καί
γιά τούς Ἱουδαίους, φάνηκε καί ἔλαμψε,
ὅταν ἦρθε ὁ Χριστός στόν κόσμο.
Σ᾿
ὅλους αὐτούς πού ἀμφιβάλλουν καί
ἀπιστοῦν στό Δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος,
ἀναφέρουμε τό παράδειγμα τοῦ ἱεροῦ
Αὐγουστίνου:
Κουρασμένος
ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἀπό τίς σκέψεις
σχετικά μέ τό Δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος,
εἰδικώτερα μέ τό ὁμοούσιον τῆς Θεότητος
τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, περπατοῦσε κάποτε στήν
ἀκρογιαλιά.
Ἐκεῖ
συνάντησε ἕνα μικρό παιδάκι, πού εἶχε
ἀνοίξει ἕναν λάκκο στήν ἄμμο καί μ᾿
ἕνα κουβαδάκι ἔπαιρνε ἀπό τή θάλασσα
νερό καί τό ἔρριχνε μέσα. Πήγαινε κι
ἐρχόταν, πήγαινε κι ἐρχόταν τό παιδάκι...
Τό
παρακολουθοῦσε λοιπόν ἔτσι, ποιός
ξέρει πόση ὥρα ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος.
Στό τέλος τό πλησίασε καί τοῦ εἶπε:
- Τί κάνεις, βρέ παιδάκι μου, ἐδῶ πέρα;
- Νά, προσπαθῶ νά ἀδειάσω τή θάλασσα μέσα στή λακκούβα.
- Καλά, βρέ ἀγόρι μου, τοῦ λέει, ὅλη αὐτή ἡ θάλασσα ἀδειάζει μέσα ἐδῶ; Χωράει; Αὐτό εἶναι ἀδύνατον!
- Ἄν δέν χωράη ἡ θάλασσα μέσα σ᾿ αὐτόν τόν λάκκο κι ἄν αὐτό εἶναι ἀκατόρθωτο καί ἀδύνατον, ἔτσι, καί ἀσυγκρίτως περισσότερο, τό Ἄπειρον τοῦ Θεοῦ, τό Ἄπειρον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ..., δέν μποροῦν νά χωρέσουν στό περιορισμένο μυαλουδάκι σου..., τοῦ εἶπε τό παιδί (πού ὁπωσδήποτε ἦταν ἀπεσταλμένος Ἄγγελος τοῦ Κυρίου) καί ἐξαφανίστηκε1.
Ὅλες
λοιπόν οἱ αἰτήσεις καί οἱ Εὐχές στή
Θεία Λειτουργία, ἀλλά καί σέ κάθε
Μυστήριο, καταλήγουν σέ δοξολογικό ὕμνο
πρός τήν Ἁγία Τριάδα. Διότι σέ ὅ,τι
γίνεται μέσα στή Θεία Λατρεία, μέσα στόν
Ἱερό Ναό καί σέ κάθε Ναό, εἶναι παρῶν
ὁ ζῶν Τριαδικός Θεός! Καί διά τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος μᾶς βοηθάει ὅλους, μηδενός
ἐξαιρουμένου. Προσεύχεται μαζί μας,
“ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς
ἀλαλήτοις”2.
Ἄν
ὁ Τριαδικός Θεός δέν εἶναι παρών,
ζωντανός, ἀληθινός, μέσα μας, γύρω μας,
πάνω στό ἅγιο Θυσιαστήριο, ἄν δέν εἶναι
“πανταχοῦ παρών” καί εἰδικώτερα μέσα
στόν Ναό, τότε θά ἦταν ἡ Θεία Λατρεία
μας χαμένες καί κούφιες φωνές στόν ἀέρα,
σάν ἐκεῖνες τῶν ἱερέων τοῦ Βάαλ, πού
φώναζαν ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ
μπροστά στόν Προφήτη Ἠλία καί στούς
βασιλεῖς τους, γιά νά πάρουν φωτιά τά
ξύλα μιᾶς εἰδωλολατρικῆς θυσίας. Ἐπί
λέξει λέγει τό ἱερό κείμενο: “καί οὐκ
ἦν φωνή καί οὐκ ἦν ἀκρόασις”3.
Καί ἔμεινε ἡ φράσις αὐτή καί τήν λέμε
συχνά. Κανένας δέν ἄκουγε καί κανένας
δέν ἀπαντοῦσε.
Ὁ
Προφήτης Ἠλίας θέλησε νά ἀποδείξη
στούς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, στούς Ἰσραηλίτες
καί στούς ἀσέβεῖς βασιλεῖς, εἰδικώτερα
στήν βασίλισσα Ἰεζάβελ, πού τόν κατεδίωκε
καί προσπαθοῦσε νά σπείρη στό λαό τοῦ
Ἰσραήλ τή λατρεία τοῦ Βάαλ, ποιός εἶναι
ὁ ἀληθινός Θεός:
- Θά μαζέψουμε ξύλα γιά νά κάνουμε θυσία. Ἐσείς μαζέψτε τά ἐδῶ καί κάντε τίς προσευχές σας κι ἐγώ θά τά μαζέψω ἐκεῖ, τούς εἶπε. Ὅποιος μέ τίς προσευχές του κάνει τά ξύλα νά πάρουν ἀπό μόνα τους φωτιά, αὐτός σημαίνει ὅτι ἐπικαλεῖται τόν ἀληθινό Θεό.Πράγματι λοιπόν ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ φώναζαν οἱ ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, ἀλλά τά ξύλα δέν πῆραν φωτιά.Ὁ Προφήτης Ἠλίας μάζεψε ξύλα, τά ἔβρεξε μέ πολύ νερό καί μάλιστα γύρω ἀπό τά ξύλα ἔκανε κι ἕνα αὐλάκι μέ νερό! Σήκωσε μιά φορά τά χέρια του καί πρίν προλάβη νά τά κατεβάση, ἐνῶ ὁ οὐρανός ἦταν καταγάλανος, ἀστραπή φοβερή ἔπεσε πάνω στά ξύλα καί τά ἔζωσε μέ φωτιά, ἀκόμα καί τίς πέτρες, κατακαίοντάς τα ὅλα!Ἀκολούθησε ἡ σφαγή τῶν τριακοσίων ἐκείνων ἱερέων τοῦ Βάαλ, τῶν εἰδωλολατρῶν. Καί τότε τό μῖσος τῆς Ἰεζάβελ ἦταν φοβερό. Κατεδίωξε τόν Προφήτη κι ἐκεῖνος κατέφυγε στά βουνά...4.
Ἀλλά
ἐπειδή ὄντως ὁ Τριαδικός Θεός μας
εἶναι παρών, ζωντανός, ἀληθινός, μέσα
στόν Ναό μας, ὅπως καί σέ κάθε Ὀρθόδοξο
Ναό, γι᾿ αὐτό ἡ κοινωνία μας μετά τοῦ
Θεοῦ εἶναι ζωντανή, πραγματική. Εἶναι
ἕνωσις, εἶναι θεοκοινωνία.
Ὁ
ἱερεύς, ὁ Λειτουργός τοῦ Ὑψίστου,
μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα, εὔχεται,
παρακαλεῖ, εὐχαριστεῖ, δοξολογεῖ τόν
Θεό, ὑψώνοντας τά χέρια του πρός Αὐτόν
ὡς ἄλλος Μωϋσῆς. Τά τελούμενα μέσα στή
Θεία Λατρεία μᾶς ἀποκαλύπτουν τό πόσο
Φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Θεός, πόσο Ἀγαθός,
τοῦ Ὀποίου ἡ ἀγάπη εἶναι: ἀκατάληπτη
στίς
ἐκδηλώσεις της· ἀπεριόριστη
στό
μέγεθός της, ἀνυπέρβλητη
στήν
προσφορά της, ἀρχοντική
στό
ἦθος της.
Ἀπό
τόν Πανάγιο ἐν Τριάδι Θεό δέν δεχόμεθα
στή Θεία Λατρεία ἀνθρώπινες ἐλεημοσύνες
καί συμπόνοιες, ἀλλά ἀγάπη βασιλική,
ἡγεμονική, μεγαλόπρεπη. Ἀγάπη, στρώνει
τό Τραπέζι τῆς Αἰωνίου ζωῆς καί μᾶς
καλεῖ στό Κυριακό Δεῖπνο καί στό Ποτήριο
τῆς ἀθανασίας.
Ἡ
θεϊκή ἀγάπη αὐτοαναγκάζεται – εἶναι
ἀνθρωποπαθής ἡ ἐκφρασις, δέν ἀναγκάζεται
ποτέ ὁ Θεός. – Αὐτοαναγκάζεται στήν
προσφορά της, διότι λέγει: “οὐχί ταῦτα
ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν;5
Αὐτή
ἡ ἴδια εἶναι ἐκείνη πού μᾶς ἀναγκάζει
καί μᾶς σπρώχνει στό Δεῖπνο τῆς Αἰωνίου
ζωῆς. Τό εἶπε: “ἀνάγκασον εἰσελθεῖν”6.
Μέ τό ζόρι θέλει νά μᾶς σώση, μᾶς σπρώχνει
στή σωτηρία. Κι ἐμεῖς... – τί νά πῶ τώρα;
– ἀντιδροῦμε πεισματικά. Πῶς λοιπόν
νά μήν δοξολογήσουμε καί νά μήν
εὐχαριστήσουμε τόν ἐν Τριάδι Θεό;
ΤΑ
ΑΝΤΙΦΩΝΑ
Μετά
τήν ἐκφώνισι “ὅτι
πρέπει σοι πᾶσα δόξα, τιμή καί
προσκύνησις...”,
εἰσερχόμεθα στά ΑΝΤΙΦΩΝΑ.
Τό
πρῶτο
ἀντίφωνο ψάλλεται
ἀμέσως μετά τήν ἐκφώνισι τοῦ Ἱερέως
“ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα, τιμή καί
προσκύνησις..”
Τό
δεύτερο
ἀντίφωνο ψάλλεται
μετά τήν ἐκφώνησι “ ὅτι ἀγαθός καί
φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις καί Σοί τήν
δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ
καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι”.
Τό
πιό συνηθισμένο πρῶτο ἀντίφωνο εἶναι
τό “εὐλόγη,
ἡ ψυχή μου, τόν Κύριον” (Ψαλμ.
102 : 1).
τό
δεύτερο εἶναι τό “αἴνει,
ἡ ψυχή μου...” (Ψαλμ.
145 : 1).
καί
τό τρίτο εἶναι οἱ “Μακαρισμοί”.
.......
Καί
ἐρχόμεθα στό πρῶτο ἀντίφωνο:
“Εὐλόγει,
ἡ ψυχή μου, τόν Κύριον καί πάντα τά ἐντός
μου
τό
ὄνομα τό ἅγιον Αὐτοῦ”
Γιατί
“εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τόν Κύριον”;
Διότι: “ οἰκτίρμων καί ἐλεήμων ὁ
Κύριος, μακρόθυμος καί πολυέλεος”. Ὁ
στίχος αὐτός ἀποτελεῖ τήν πλέον
θαυμαστή περίληψι τοῦ ὅλου ψαλμοῦ. Ὁ
102ος ψαλμός εἶναι ὁ πλέον ὑπέροχος
ὕμνος, ἡ πιό μεγάλη δοξολογία τῶν
οἰκτιρμῶν καί τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ
Ἁγίου Θεοῦ. Ἡ ψυχή κατασυγκινεῖται
μπροστά στό πέλαγος τοῦ θείου ἐλέους,
μπροστά στήν ἄπειρη φιλανθρωπία καί
τήν μακροθυμία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Ψάλλεται
ὁλόκληρος στίς Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου
Ὄρους καί στόν κόσμο, ὅταν γίνονται
ἀγρυπνίες στούς Ναούς, γιά νά ζωντανέψουν
οἱ καρδιές μας καί νά κινηθοῦν μέ
εὐγνωμοσύνη στή δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
“Εὐλόγει, ἡ ψυχή
μου, τόν Κύριον”.
- Ὅλες μας οἱ ἐσωτερικές δυνάμεις, ὅλες οἱ καρδιακές δονήσεις,
- ὅλες οἱ ἰδιότητες καί οἱ ἰκανότητες τῆς ψυχῆς,
- ἐξ ὅλης ψυχῆς, καρδίας, διανοίας καί ἰσχύος,
- ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός μας,
- εὐλογεῖ, δοξολογεῖ , ἀνυμνεῖ, εὐχαριστεῖ καί ὑπερυψοῖ τόν Κύριον εἰς τούς αἰῶνας. Καί πῶς νά μήν Τόν δοξολογήσουμε; πῶς νά μήν Τόν εὐχαριστήσουμε, ἀφοῦ διαρκῶς, μέρα – νύχτα μᾶς εὐεργετεῖ; Μᾶς περιμένει μέ ἀνοιχτή ἀγκαλιά, γιά νά μᾶς χαρίση τόν Παράδεισο, τόν οὐρανό, τό φῶς, τήν αἰωνιότητα. Μᾶς εὐεργετεῖ καί μᾶς συγχωρεῖ συνεχῶς, διότι δέν περνᾶ ἡμέρα καί ὥρα καί στιγή χωρίς νά ἁμαρτήσουμε. Μᾶς συγχωρεῖ κατά τέτοιον τρόπον, ὥστε στήν ψυχή μας δέν παραμένει ἴχνος ἐνοχῆς, σπίλος ἤ ρυτίδα ἁμαρτίας ἤ σκιά ἁμαρτίας. Τά πάντα συγχωρεῖ!
Οἱ
ψαλμοί λοιπόν ἤ ψάλλονται ὁλόκληροι
ἤ ψάλλονται στίχοι ἀπ᾿ αὐτούς καί δι᾿
αὐτῶν προκηρύσσεται ἡ ἐνανθρώπησις
τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἐνῶ μέ τά ἐφύμνια:
α)
“ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου...”,
β)
“σῶσον ἡμᾶς, Υἱέ Θεοῦ...” καί
γ)
“ὁ Μονογενής Υἱός...”,
φανερώνεται
ὅτι αὐτό τό γεγονός ἔχει πραγματοποιηθῆ.
Μέ τά πρῶτα προκηρύσσεται, προαναγγέλλεται
ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ, καί μέ τά
δεύτερα δηλώνεται ὅτι τό γεγονός ἔχει
πραγματοποιηθῆ, εἶναι δηλαδή παρόν. Ὁ
Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ἀντικρύζουμε
στήν Μικρά Εἴσοδο, στή θέα τοῦ Εὐαγγελίου,
πρόσωπο πρός Πρόσωπο Ἐκεῖνον, τόν
Ὁποῖον λατρεύουμε, Ἐκεῖνον πρός τόν
Ὁποῖον προσευχόμεθα, Ἐκείνου τοῦ
Ὁποίου σέ λίγο θά πάρουμε τό Τίμιο Σῶμα
καί τό Πανάγιο Αἷμα.
“Ὁ
Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ,
ἀθάνατος ὑπάρχων καί καταδεξάμενος
διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν σαρκωθῆναι
ἐκ τῆς Ἁγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου
Μαρίας, ἀτρέπτως ἐνανθρωπήσας, σταυρωθείς
τε, Χριστέ ὁ Θεός, θανάτῳ θάνατον
πατήσας, εἷς ὤν τῆς Ἁγίας Τριάδος,
συνδοξαζόμενος τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ
Πνεύματι, σῶσον ἡμᾶς.”
Αὐτόντόν
ὕμνο τόν συνέθεσε ὁ Αὐτοκράτορας
Ἰουστινιανός, γιά νά ψάλλεται στόν
μεγάλο Ναό πού ἔκτισε, τῆς τοῦ Θεοῦ
Σοφίας. Ἡ ἑρμηνεία του εἶναι:
“Χριστέ,
πού εἶσαι ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος
τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός μας Σύ πού εἶσαι
Ἀθάνατος καί Αἰώνιος καί καταδέχτηκες
γιά τή σωτηρία μας νά σαρκωθῆς ἀπό τήν
Ἁγία Θεοτόκο καί Ἀειπάρθενο Μαρία καί
νά γίνης ἄνθρωπος σταυρώθηκες καί
νίκησες τόν θάνατο, Ἐσύ πού εἶσαι τό
Ἕνα Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὡς
Θεός δοξάζεσαι μαζί μέ τόν Πατέρα καί
τό Ἅγιον Πνεῦμα, σῶσε μας”.
Αὐτό
τό τροπάριο εἶναι ἕνας Χριστολογικός
ὕμνος, πού περιλαμβάνει συνοπτικά ἕξι
ἀπό τά ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Στά πρωτοχριστιανικά χρόνια ἐθεωρεῖτο
τό “Σύμβολο τῆς Πίστεως “ γιά τούς
χριστιανούς.
“Μέ
τόν ὕμνο αὐτόν, μᾶς λέγει ὁ Ἱερός
Νικ. Καβάσιλας, ὁ Θεός ἀναλαμβάνει
τόν ἀγῶνα κατά τοῦ κακοῦ ὑπέρ τῶν
ἀνθρώπων, διότι ἦταν καί τέλειος
ἄνθρωπος... καί ὄντας ἄνθρωπος νικᾶ
τήν ἁμαρτία, ὡς πεντακάθαρος ἀπό κάθε
ἁμαρτία, γιατί ἦταν καί Θεός. Μέ αὐτόν
τόν τρόπο ἀπαλλάσσεται ἡ ἀνθρώπινη
φύσις ἀπό τήν ντροπή καί στεφανώνεται
μέ τό στεφάνι τῆς νίκῆς, γιατί ἔπεσε
ἡ ἁμαρτία”7.
Τῷ
Θεῷ
δόξα.
Ἀμήν!
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
ΚΑΤΑ
ΤΗΝ
ΘΕΙΑ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ”
Πρωτ.
π.
Στεφάνου
Κ.
Ἀναγνωστόπουλου
1Καντιώτου
Αὐγ., Μητρ. Φλωρίνης, “Εἰς τήν Θείαν
Λειτουργίαν”, τεῦχ. Α..., ὅ. π., σελ. 39.
2Ρωμ.
Η΄: 26.
3Γ.
Βασ. ιη΄: 26.
4Γ.
Βασ. 18, 19-40.
5Λουκ.
κδ΄: 26.
6Λουκ.
ιδ΄: 23.
7Ἁγίου
Νικ. Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς,
Λόγος Δ, P. G. 150. 589C.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου