ΕΝΑ
ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ
ΠΑΥΛΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Καθώς
ἡ
ἅμαξα
ἔτρεχε
στά
μισοσκότεινα
σοκάκια
τῆς
Πόλης,
ὁ
Παῦλος
καθισμένος
μέσα
στό
σκοτεινό
κουβοῦκλιο
– φανάρι
δέν
εἶχαν
ἀνάψει
ἴσως
γιά
λόγους
ἀσφαλείας
– προσπάθησε
νά
προσανατολιστῆ
κατά
ποῦ
πήγαιναν.
Σύντομα
κατάλαβε
ὅτι
κατευθύνονταν
ἀνατολικά.
Δίπλα
του
κάλπαζαν
ἀνά
τρεῖς
ἱππεῖς
σέ
κάθε
πλευρά.
Ἦταν
τόσο
γρήγορο
τό
τρέξιμο,
πού
νόμιζε
κανείς
πώς
ἡ
ἅμαξα
θά
ἀναποδογύριζε
κάθε
φορά
πού
πηδοῦσε
σκληρά
πάνω
στά
φαγωμένα
καλντερίμια.
Σέ
κάθε
τράνταγμα
ἔνοιωθε
ὅλα
του
τά
κόκκαλα
νά
πονοῦν.
Μή
φανταστῆ
κανεῖς
πώς
ὁ
Κωνστάντιος
τοῦ
διέθεσε
καμμιά
αὐτοκρατορική
ἅμαξα
μέ
μαλακά
μαξιλάρια.
Ἦταν
μιά
παλιά
ταχυδρομική,
πού
ἀντί
γιά
καθίσματα
εἶχε
σκληρές
χοντροσανίδες.
Τό
μίσος
δέν
γνωρίζει
νά
ξεκουράζη,
γνωρίζει
μόνο
νά
ταλαιπωρῆ.
Ὁ
τρελλός αὐτός
καλπασμός
κράτισε
πολλή
ὥρα.
Ἦταν
φανερό
πώς
βιάζονταν
νά
φθάσουν
σέ
λιμάνι,
πρίν
φέξη
καλά.
Βεβαίως
ὄχι
στόν
κεντρικό
λιμένα.
Μᾶλλον
πρός
τόν
Βοσπόριον.
Πράγματι
ἐκεῖ
ἔφθασαν
πρίν
ξημερώση.
Στό
λιμένα
ὅλα
ἡσύχαζαν
ἀκόμη.
Ἀραγμένα
μεγάλα
καί
μικρά
πλοῖα,
τρικάταρτα
μέ
μαζεμένα
τά
πανιά,
πλατύσκαφες
μαοῦνες,
ὅλα
ἔμοιαζαν
νά
κοιμοῦνται
ἐπάνω
στά
ἥσυχα
νερά,
σάν
σέ
χρυσωμένο
κλινάρι
ἀπ᾿
τό
φεγγάρι,
πού
ἔδυε
βυθισμένο
στό
πέλαγος...
Οἱ
ναυτικοί
καί
οἱ
ψαράδες
τοῦ
Κεράτιου
ἀγαποῦσαν
πολύ
τόν
Πατριάρχη,
γιατί
ἡ
στοργή
του
συχνά
τόν
ἔφερνε
κοντά
τους
ἀπό
τότε,
πού
ἀκόμη
ἦταν
πρεσβύτερος.
Τώρα
ἀναπαύονταν
οἱ
περισσότεροι
μέσα
στά
πλωτά
καταλύματά
τους.
Ἄν
γνώριζαν
τί
συνέβαινε
ἐκείνη
τήν
ὥρα,
σίγουρα
ἡ
εὐψυχία
τους
μαζί
μέ
τήν
ἀγάπη
τους
θά
ἐμπόδιζε
τό
ἔργο
τῆς
Βασιλικῆς
φρουρᾶς.
Ὁ
ἱερός
ἄνδρας
ἀγκάλιασε
μέ
τό
βλέμμα
ὁλόκληρο
τό
λιμάνι,
καθώς
καί
τίς
συνοικίες
τῶν
ψαράδων
καί
ἡ
ἀγάπη
του,
παρ᾿
ὅτι
ζοῦσε
δύσκολες
στιγμές,
ἔγινε
προσευχή
καί
τούς
σκέπασε.
Ἡ
φρουρά,
ὅσο
μποροῦσε
πιό
ἀθόρυβα,
πλησίασε
ἕνα
πλεούμενο,
πού
φαίνεται
πώς
ἦταν
εἰδοποιημένο
καί
περίμενε
μές
στό
σκοτάδι.
Τόν
ἔβαλαν
μέσα,
πήδησαν
κι
ἐκεῖνοι
καί
ἀμέσως
ξεκίνησαν
μέ
γοργή
κωπηλασία,
γιά
νά
βγοῦν
ἀπό
τό
λιμάνι.
Ὁ
Πατριάρχης
γύρισε
καί
κοίταξε
τίς
φυσιογνωμίες
τοῦ
πληρώματος.
Ἦσαν
ὅλοι
ἄγνωστοι.
Σκοτεινά
πρόσωπα
τοῦ
ὑποκόσμου,
πού
συνήθως
πληρώνονται
γιά
νά
κάνουν
τίς
δουλειές,
πού
δέν
θἄκαναν
ποτέ
τίμιοι
ἄνθρωποι.
Εὐτυχῶς
τό
ταξίδι
δέν
κράτησε
πολύ
καί
σύντομα
ὁ
Παῦλος
πάτησε
τό
πόδι
του
στήν
Ἀσιατική
ἀκτή.
Ἐν
μέρει
ἔκανε
τό
ἀντίστροφο
ταξίδι
τοῦ
Ἀποστόλου
τῶν
Ἐθνῶν,
τοῦ
ὁποίου
ἔφερε
τό
ὄνομα.
Ἐκεῖνος
μετέδωσε
τήν
ἀλήθεια,
ὁ
Παῦλος
τώρα
τήν
ὑπερασπιζόταν.
Γνώριζε
ὁ
ἄνθρωπος
τοῦ
Θεοῦ
ὅτι
δέν
ἀρκεῖ
νά
κατέχη
κάποιος
τήν
ἀλήθεια.
Πρέπει
νά
τή
ζῆ
καί
νά
τήν
ὑπερασπίζεται
μέχρι
θανάτου.
Ἀκόμη
ἤξερε
πώς
ἡ
Ἀλήθεια
εἶναι
ἀνίκητη,
γιατί
εἶναι
ὁ
ἴδιος
ὁ
Χριστός·
ὁ
Χριστός,
ἡ
ἀγάπη
τοῦ
Ὁποίου
ἐκάλυπτε
ὅλο
τό
βάθος
καί
ὅλη
τήν
ἔκτασι
τῆς
Ἁγίας
προσωπικότητάς
του.
Ἐκεῖνος
ἦταν
τό
κέντρο
τῆς
σκέψης
καί
τῆς
καρδιᾶς
του.
Τό
παρόν
καί
τό
μέλλον
του·
καί
μοναδικός
καί
ἀσίγαστος
πόθος
του
ἡ
ἕνωση
μαζί
του
καί
ἡ
Βασιλεία
Του.
Ἀπό
ὅλα
αὐτά
πού
ἦταν
συγκροτημένη
ἡ
ἐσωτερική
ζωή
του,
πήγαζε
ἡ
γαλήνη
του.
Τίποτε
ἀπό
τά
ἐξωτερικά
γεγονότα
δέν
τόν
ἄγγιζε
ἐσωτερικά
τόσο,
ὥστε
νά
διαταραχθῆ
ἡ
εἰρήνη
πού
τοῦ
χάριζε
ὁ
Κύριος
Του.
Αὐτό
βέβαια
δέν
σήμαινε
πώς
δέν
εἶχε
μετοχή
στόν
πόνο.
Ἀντίθετα,
ἐπειδή
ἡ
ψυχή
του
ἦταν
εὐγενική
καί
εὐαίσθητη,
τόν
ἔνοιωθε
πιό
βαθειά.
Ὁ
ἀκοίμητος
ὅμως
“Κυρηναιος”,
ὁ
Θεός
τῆς
παρακλήσεως,
πάντα
αὐτόν
τόν
πόνο
τόν
ἁπάλυνε.
Μέσα
στό
μυστήριο
τῆς
ἀγάπης
Του
τόν
μετέτρεπε
σέ
παράκλησή
καί
λύτρωση.
Τώρα
ἀποχαιρετώντας
μέ
τό
βλέμμα
τή
Βασιλεύουσα,
πού
φωτιζόταν
ἀπό
τίς
πρῶτες
ἀκτίνες
τοῦ
ἀνατέλλοντος
ἡλίου,
δάκρυσε.
Αἰσθανόταν
τόν
πόνο
τοῦ
ἀποχωρισμοῦ
ἀπό
τήν
Πόλη
πού
ἔζησε
καί
πού
τόσο
ἀγάπησε,
γιατί
μέσα
της
ἔκλεινε
ὁλόκληρη
τή
ζωή
του,
καθώς
καί
τό
ἀγαπημένο
του
ποίμνιο.
Ἀπό
τόν
παράκτιο
στρατιωτικό
σταθμό
προμηθεύτηκαν
μερικά
ἄλογα
καί
πῆραν
τό
δρόμο
πρός
τά
νοτιοδυτικά.
Ὁ
ἥλιος
καί
ἡ
πορεία
γρήγορα
ἔφεραν
τή
δίψα.
Οἱ
φρουροί
ὅμως
δέν
σταματοῦσαν
πουθενά.
Εἶχαν
φαίνεται
ἐντολή
ν᾿
ἀπομακρυθοῦν
τό
γρηγορώτερο
ἀπό
τήν
Κωνσταντινούπολη.
Τή
δική
τους
δίψα
τήν
ἔσβηναν
ἀπό
μερικά
φλασκιά
κρασί,
πού
κρυφά
εἶχαν
πάρει
μαζί
τους.
Ὅταν
τούς
παρακάλεσε
γιά
λίγο
νερό,
χαμογέλασαν
εἰρωνικά
καί
τοῦ
πρότειναν
τό
φλασκί
μέ
τό
κρασί.
Ὁ
θεῖος
Παῦλος
ἀρνήθηκε
καί
οὔτε
πού
ξαναμίλησε.
Ποῦ
καί
ποῦ
μέσα
ἀπ᾿
τά
φρυγμένα
χείλη
του
ψυθύριζε
“εὐλογητός
ὁ
Θεός
μου,
εὐλογητός...”.
Νερό
ἤπιε
ἀργά
τό
βράδυ
στό
πρῶτο
πανδοχεῖο
πού
συνάντησαν.
Ταξίδεψαν
ἀρκετές
ἡμέρες
προτιμώντας
ἐρημιές,
γιά
νά
μήν
πάρουν
εἴδηση
οἱ
πιστοί
τῶν
μεγάλων
πόλεων.
Ὅταν
ἔφθασαν
στό
καθορισμένο
λιμάνι
– ἴσως
νά
μήν
ἦταν
λιμάνι
γνωστῆς
παραλιακῆς
πόλης
ἀλλά
κάποιο
στρατιωτικό
λιμάνι
– ἐξανάγκασαν
τόν
ἅγιο
νά
ἐπιβιβαστῆ
σ᾿
ἕνα
πλοῖο,
πού
θά
τόν
πήγαινε
μακρυά
ἀπό
τή
βασιλεύουσα
καί
ἀπ᾿
ὅλα
τά
μέρη
τῆς
ἀνατολῆς.
Πρός
ποιά
κατεύθυνση
ταξίδεψε,
εἶναι
ἄγνωστο.
Ἴσως
κατευθύνθηκε
πρός
κάποιο
Ἑλλαδικό
λιμάνι,
ἴσως
καί
νά
βρέθηκε
καράβι
πού
νά
πήγαινε
κατ᾿
εὐθείαν
πρός
τή
Δύση,
γιατί
εἶναι
γνωστό
ὅτι
ἐκεῖ
κατέφυγε
βρίσκοντας
συμπαράσταση
ἀπό
τόν
Ἐπίσκοπο
Ρώμης
Ἰούλιο.
Ὁ
ἄνθρωπος
τοῦ
Θεοῦ
πόνεσε
μέ
αὐτή
τή
σκληρή
καί
ταπεινωτική
μεταχείριση
μέσα
στή
μοναξιά
καί
τήν
ἐξουθένωσή
του.
Σπρωγμένος,
ὑβρισμένος,
ταλαιπωρημένος,
χωρίς
κάποιον
συμπαραστάτη
κοντά
του,
χωρίς
τά
ἀπαραίτητα
ἐφόδια
γιά
ἕνα
τόσο
μεγάλο
ταξίδι,
ἀποκομμένος
ἀπό
τούς
ἐν
Χριστῷ
ἀγαπημένους
του
καί
ἀπό
τήν
θαλπωρή
τῆς
ἁγίας
ἀγάπης
τοῦ
ποιμνίου
του
ἔπαιρνε
τόν
δρόμο
τῆς
μακρινῆς
ἐξορίας
του.
Καθισμένος
σέ
μιά
γωνιά
τοῦ
πλοίου,
τυλιγμένος
στό
κοντόρασό
του,
προσπαθοῦσε
νά
προστατεύση
τό
ἰσχνό
σῶμα
του
ἀπό
τό
τσουχτερό
θαλασσινό
κρῦο.
Ἀγκάλιασε
μέ
τό
βλέμμα
του
τίς
ἀκτές
καί
τά
βουνά
τῆς
Μ.
Ἀσίας,
πού
λίγο
– λίγο
χάνονταν
στόν
ὁρίζοντα.
Οἱ
σκέψεις
του
ξεδιπλώνονταν
ἥσυχα, ἐνῶ μιά μυστική χαρά σάν
ἀπροσδιόριστη ζεστασιά τῆς ψυχῆς τόν
ἔκανε νά νοιώθη τήν εὐτυχία τῆς Θείας
παρουσίας καί παρακλήσεως.
Ναί,
ψυχικά πονοῦσε. Πονοῦσε γιά τό ποίμνιο,
πού ἄφηνε πίσω σέ χέρια “λύκων”. Πονοῦσε
γενικώτερα γιά τήν Ἐκκλησία, πού
δοκιμαζόταν σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια τῆς
βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τό βλέμμα
του, καθώς περιπλανιόταν ἐπάνω στά
σκουρογάλαζα ἀφρισμένα κύμματα τοῦ
Αἰγαίου, ἦταν φορτωμένο δάκρυ, πού τό
στέγνωνε ὁ ἀέρας τοῦ πελάγους. Κι ὅμως
ἐκείνη ἡ μυστική χαρά δέν ἔλεγε νά
φύγη. Ἴσως γιά πρώτη φορά ζοῦσε τόσο
ἔντονα ὁ ἱερός ἄνδρας τή συνύπαρξη
πόνου καί χαρᾶς.
Ὁ
Παῦλος ὅμως δέν ἦταν ἀπό τούς ἀνθρώπους
πού ἀδρανοῦν καί παραλύουν μέσα στούς
πειρασμούς. Εἶχε μιά ἀνεξάντλητη ψυχική
ζωτικότητα καί μιά θαυμάσια σέ δύναμη
θέληση, πού πήγαζαν ἀπό τήν ἀκλόνητη
πίστη του στόν Χριστό, τόν Σωτῆρα τοῦ
κόσμου. Μέσα στήν καθαρή ἀπό κάθε
μνησικακία ψυχή του ὑπῆρχε Ἐκεῖνος
γιά τόν Ὁποῖο ἔπασχε. Ναί, ὁ Θεσπέσιος
Παῦλος, “ὁ διά τόν Χριστόν πάσχων”,
δέν ἦταν μόνος...
συνεχίζεται....
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό
τό βιβλίο: “ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ”
Διατίθεται
εἰς τήν Ἱεράν Μονήν
Παναγίας
Βαρνάκοβας Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Φωκίδος
Εὐπάλιον
– Δωρίδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου