Χριστιανός ἀληθινός ἤ... περίπου χριστιανός.
2) Ὁ Χριστός μας δέν θέλει νά διχαζόμαστε.
Μᾶς
εἶπε:
«Κανείς
δέν μπορεῖ νά δουλεύει σέ δύο κυρίους.
Δέν μπορεῖτε νά δουλεύετε ταυτόχρονα
στόν Θεό καί στόν Μαμωνᾶ (στόν Θεό
καί στόν Διάβολο)».
Ἄν
κανείς περπατᾶ ταυτόχρονα σέ δύο
δρόμους, θά σχιστεῖ στή μέση, τελικά
θά αὐτοδιαλυθεῖ.
Εἶναι
σχιζοφρενική συμπεριφορά,
πού ὑποδηλώνει διπλῆ προσωπικότητα,
ἐσωτερική διάσπαση τῶν δυνάμεων
τῆς ψυχῆς, ἐπανάλειψη
τοῦ προπατορικοῦ λάθους.
Εἶναι
πνευματικός ἀλλοιθωρισμός.
Ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι τό Πᾶν,
ἐμεῖς Τόν ἀφήνουμε καί ἀκολουθοῦμε
τόν προαιώνιο ἐχθρό.
Προσπαθοῦμε
νά φτάσουμε στήν Θέωση,
ἐμπιστευόμενοι στόν ἑαυτό μας·
δέν δινόμαστε ἀπόλυτα στόν Χριστό.
Διχαζόμαστε ἐσωτερικά, μέ ἀποτέλεσμα
νά πλησιάζουμε διστακτικά, γεμᾶτοι
φοβίες καί ἀναστολές. Ἡ πίστη μας
εἶναι ὑποτονική καί τρεμοσβήνει. Ἡ
θέρμη τῆς ἀγάπης μας: πολύ περιορισμένη.
Ἡ χλιαρότητα κυριαρχεῖ.
Καί
ὁ Λόγος φοβερός:
«Τούς
χλιαρούς θά τούς ἐμέσω», λέει
ὁ Κύριος στήν Ἀποκάλυψη. «Ἔπρεπε
νά εἶσαι», γράφει ὁ Θεός στόν
ἐπίσκοπο τῆς Λαοδικείας, «ἤ
ψυχρός ἤ θερμός». Δηλ. θά
ἔπρεπε νά εἶσαι ἀκέραιος καί ὁλόκληρος,
ὄχι διχασμένος καί μεσοβέζικος. Ὁ
ψυχρός ἔχει τήν ἐλπίδα κάποτε νά
συναισθανθεῖ τήν παγωνιά τῆς ἁμαρτίας
καί νά μετανοήσει. Ὁ θερμός εἶναι
μακάριος, διότι ἀπολαμβάνει τή γλυκειά
θαλπωρή τῆς κατά Χριστόν ζωῆς. Ὁ
χλιαρός ὅμως κάνει, θά λέγαμε, τόν
Θεό νά ἀηδιάζει. Δέν μετανοεῖ, διότι
νομίζει ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη μετανοίας.
Εἶναι ὑποκριτής καί ἀποκοιμίζει τή
συνείδησή του τηρώντας κάποια ἐξωτερικά
πράγματα. Ἡ καρδιά του ὅμως εἶναι
διχασμένη. Εἶναι κατά ἕνα ποσοστό
δοσμένη στόν Χριστό καί κατά τό
ὑπόλοιπο δοσμένη στόν Ἀντίχριστο.
Ὁ
χριστιανός, ἀντίθετα, εἶναι ὁ ὑγιής
πνευματικά ἄνθρωπος. Μέλος τοῦ Χριστοῦ
καί ὄχι «πολίτης αὐτοῦ τοῦ κόσμου».
Ὁ
ἄνθρωπος τοῦ κόσμου εἶναι «χίλια
κομμάτια μέσα του», γεμᾶτος ἄρρωστες
προσκολλήσεις, ἐξαρτήσεις καί ἐπιθυμίες.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
«ἑνοειδής», ἑνοποιημένος καί ἀληθινά
ἐλεύθερος. Ὅλες του οἱ ψυχικές δυνάμεις
εἶναι ἑνωμένες καί κατευθύνονται πρός
τόν Θεό. Νοῦς, λόγος καί πνεῦμα, διά
τῆς ἀδιάλειπτης νοερᾶς προσευχῆς,
ἔχουν γίνει «ἕνα» στόν ἀληθινά
ἐκκλησιαστικοποιημένο ἄνθρωπο. Τέτοιοι
πρέπει νά γίνουμε ὅλοι, εἴτε εἴμαστε
λαϊκοί στόν κόσμο εἴτε μοναχοί.
Ὁ
ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας λειτουργεῖ
σωστά, καί ψυχικά καί σωματικά. Δέν εἶναι
διχασμένη προσωπικότητα, ὅπως συμβαίνει
μέ τόν ἄνθρωπο τοῦ κόσμου, πού κατά
βάθος «δέν ξέρει τί θέλει».
Οἱ
ὀρθόδοξοι χριστιανοί, εἴτε ζοῦν μέσα
σ’ ἕνα μοναστήρι εἴτε μέσα σέ μία
κοσμική ἐνορία, εἶναι ἄνθρωποι πού
ἀνήκουν στόν Χριστό καί ὄχι στόν κόσμο.
Εἶναι «μέλη Χριστοῦ» καί ὄχι «μέλη
τοῦ κόσμου».
Ὅταν
ἕνας ἀσκητής βγαίνει ἀπό τό Μοναστήρι
του γιά νά βοηθήσει πνευματικά τούς
χριστιανούς πού ζοῦν στόν «κόσμο», δέν
«βγαίνει στόν κόσμο», ὅπως συνήθως
λέγεται. Ἀντίθετα, πηγαίνει στήν
Ἐκκλησία καί συναντᾶ τούς ἐν Χριστῷ
ἀδελφούς του, πού ζοῦν «ἐν τῷ κόσμῳ»
ἀλλά δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου». Ἀπό
τήν Ἐκκλησιαστική Κοινότητα τῆς Ἐρήμου
μεταβαίνει στήν Ἐκκλησιαστική Κοινότητα
τοῦ κόσμου.
Συνεχίζεται...
Ιερομόναχος
Σάββας Αγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου