“ΑΝΩ
ΣΧΩΜΕΝ
ΤΑΣ
ΚΑΡΔΙΑΣ”
ἐκφωνεῖ
ὁ
ἱερεύς.
Καί
ὁ
λαός
ἀπαντᾶ:
“Ἔχομεν
πρός
τόν
Κύριον”.
Σ᾿
αὐτόν
ἀκριβῶς
τόν
δραματικό
διάλογο
ζοῦμε
πνευματικά
τό
γεγονός
τῆς
Μεταμορφώσεως.
Ἁρπάζεται
ὁ
νοῦς,
ἁρπάζεται
ἡ
καρδιά,
ἁρπάζεται
ὅλος
ὁ
ἄνθρωπος
καί
μεταμορφώνεται.
Μόνο
μεταμορφωμένη
ἐν
Πνεύματι
Ἁγίῳ
ἀπό
τήν
τριαδική
ἀποστολική
εὐλογία,
πού
προηγήθηκε,
μπορεῖ
ἡ
ψυχή
ν᾿
ἀνέλθη
“εἰς
ὄρος
ὑψηλόν”1,
ἀπό
ὅπου
θά
θεωρήση
καί
θά
ἀπολαύση
τήν
δεσποτική
καί
ἀθάνατη
Τράπεζα
τῆς
Αἰωνίου
Ζωῆς.
Καί
πιό
ἁπλᾶ:
Στό
θαῦμα
τῆς
λειτουργικῆς
μεταμορφώσεως,
μέ
τό
“ἄνω
σχῶμεν
τάς
καρδίας”,
ἡ
παντοδύναμος
τριαδική
Χάρις
τοῦ
Χριστοῦ
μᾶς
ἁρπάζει
μέσα
ἀπό
τόν
Ναό,
ὅπου
ἐκκλησιαζόμεθα,
καί
μᾶς
“ἀναφέρει”,
μᾶς
ἀνεβάζει
δηλαδή,
στό
ὑψηλό
ὄρος
τῆς
Ἀγάπης
τοῦ
Θεοῦ
Πατρός,
ὅπου
καί
ὁ
Θρόνος
τῆς
θείας
Μεγαλωσύνης
Του!
Κι
ἐκεῖ
τελεσιουργεῖται
τό
μυστήριο
τῆς
Κοινωνίας
τοῦ
ἁγίου
Πνεύματος.
Ἡ
πλήρης
αἴσθησις
αὐτῆς
τῆς
Κοινωνίας,
Χάριτος
καί
Ἀγάπης,
τῆς
θεοκοινωνίας
τοῦ
ἀκαταλήπτου
Μυστηρίου,
βιώνεται
ἀπό
ὁρισμένους
κεκαθαρμένους
καί
ἁγίους
ἱερεῖς
καί
ἀπό
θεοσεβεῖς
χριστιανούς
γιά
λίγες
μόνο
στιγμές!...
Αὐτή
τήν
ἀνάβασι
πρέπει
νά
τή
λαχταρᾶ
ἡ
ψυχή
πού
ἐκκλησιάζεται,
μέ
ὅλη
της
τή
δύναμι.
Καί
ὅσο
πιό
ταπεινή
καί
ἄδολη
καί
καθαρή
θά
εἶναι
αὐτή
ἡ
λαχτάρα
της,
ὁ
πόθος
της,
τόσο
καί
μεγαλύτερες
θά
εἶναι
οἱ
δωρεές
τῆς
ἐσωτερικῆς
τῆς
πνευματικῆς
μεταμορφώσεως·
μεταμορφώσεως
ἀκόμα
καί
τῶν
αἰσθήσεων,
ἀλλά
καί
ὅλου
τοῦ
σώματος.
Μέσα
καί
ἔξω
ὅλος
ὁ
ἄνθρωπος
μεγαλύνεται,
λαμπρύνεται!
“Ἄνω
σχῶμεν
τάς
καρδίας”.
Ὁ
Λειτουργός
Ἱερεύς
σηκώνει
τά
χέρια
καί
δείχνει
ψηλά,
πρός
τόν
θόλο
τῆς
Ἐκκλησίας,
ὅπου
Κύριος
ὁ
Θεός
ὁ
Παντοκράτωρ,
ὅπου
ἡ
κορυφή
τοῦ
ὄρους
Θαβώρ,
ὅπου
ὁ
μυστικός
θάλαμος,
ἐντός
τοῦ
ὁποίου
θά
γίνη
ἡ
μυστική
πνευματική
ἕνωσις
καί
μεταμόρφωσις
τῆς
ψυχῆς
μας
μετά
τοῦ
Σωτῆρος
Χριστοῦ!
Εἶναι
τόπος
προσδιορισμένος;
Ὄχι.
Εἶναι
– τρόπον
τινά
– μιά
οὐράνια
κλίμακα,
πού
στηρίζεται
ἐδῶ,
μέσα
στόν
Ναό,
στό
ἐπί
γῆς
Θυσιαστήριο,
καί
τῆς
ὁποίας
τό
τέλος
δέν
φαίνεται,
διότι
ἡ
κορυφή
της
εἶναι
ἀθέατη
καί
ἀπρόσιτη
στά
φτωχά
μας
μάτια.
Καί
ὅσοι ἀπό τούς ἱερουργοῦντας ἱερεῖς
εἶναι ἅγιοι, αὐτούς βλέπουμε νά τούς
χαρακτηρίζη μιά συνεχής κίνησις, μαζί
μέ τούς Ἀγγέλους. Κινοῦνται ἀπό τό ἕνα
Θυσιαστήριο στό ἄλλο· ἀπό τήν ἐδῶ
Ἁγία Τράπεζα, στή Λατρεία τῆς Θριαμβεύουσας
Ἐκκλησίας, δηλαδή στή ΘΕΑ τοῦ ἀκτίστου
Φωτός τῆς τρισηλίου Θεότητος. Ἐπιστρέφοντας
ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά ἀπό αὐτή τή θεωρία
τοῦ θείου Κάλλους μέσα στόν Ναό, βλέπει
αὐτό τό πανάγιο Θυσιαστήριο καί ὅλον
τόν Ναό γεμάτο Φῶς.
“ Γιατί πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα,
λέει ὁ
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι
Αὐτός ὁ Χριστός, τό Φῶς τοῦ κόσμου,
πού παραθέτει καί προσφέρει τό φωτιστικόν
Αὐτοῦ Σῶμα, γιά νά τραφοῦν οἱ χριστιανοί
καί νά σωθῆ ὁ κόσμος. Γιά νά τραφοῦμε
ἐμεῖς2.
Ὅλα
αὐτά τά ὑψηλά καί πνευματικά ὑπάρχουν
μέσα στήν ἐκφώνησι: “Ἄνω
σχῶμεν τάς καρδίας”.
Μέσα σέ λίγα δευτερόλεπτα, ἀσταμάτητα,
ἀνέρεται πολύ ψηλά ἡ ψυχή. Καί ὅσο
ψηλότερα ἀνεβαίνει, τόσο καί περισσότερο
πνευματικό ὕψος λαχταρᾶ.
“Ἄνω
σχῶμεν τάς καρδίας”,
καί ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀναβάσεως πυρπολεῖ
τήν ψυχή μας· γιατί ξέρει πολύ καλά ἡ
ψυχή μας, εἶναι δηλαδή καλῶς καί ἁπλανῶς
πηροφορημένη, ὅτι σέ λίγο θά χορτάση
τήν πείνα της μέ τήν τροφή τῆς ἀφθαρσίας,
τῆς Θείας Κοινωνίας!
Ὡς
Λειτουργός Ἱερεύς ὁ
Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος πρέπει
συνεχῶς νά ζοῦσε μέσα στήν θεωρία τοῦ
θείου κάλλους τοῦ οὐρανίου Θυσιαστηρίου.
Αὐτό τό πληροφορούμεθα ἀπό τά γραπτά
κείμενα του. Κάπου, λοιπόν, γράφει:
“Ὡρισμένες
φορές μοῦ εἶναι πάρα πολύ δύσκολο νά
καταλάβω ποιό ἀπό τά δύο μέ εὐφραίνει
περισσότερο: ἡ χαροποιός ἀκτῖνα τῆς
θείας ἐλλάμψεως, ἐκ τῆς θεωρίας τῆς
τρισηλίου Θεότητος, ἤ ἡ τροφή τῆς Θείας
Κοινωνίας, πού ἔχω στό στόμα , μου; Ἡ
στοματική θεία γεῦσις ἤ ἡ θεωρία τοῦ
νοῦ; Ἐπιθυμεῖ ὁλόθερμα ἡ καρδιά μου
τή θεωρία τοῦ θείου κάλλους, ἀλλά
συγχρόνως ἔλκεται καί μεθᾶ πνευματικά
ἀπό τήν ἀνέκφραστη γλυκύτητα τῆς Θείας
Κοινωνίας, πού ἀρχίζει ἀπό τό στόμα
μου. Ποιό ἀπό τά δύο; Διότι ὅσο ἀποβλέπω
στό ἄκτιστο Φῶς τῆς Θείας Χάριτος,
τόσο καί περισσότερο ἡδύνομαι καί
εὐφραίνομαι ἀπό τήν ἀπερίγραπτη
μακαριότητα τῆς γεύσεως τῆς Θείας
Κοινωνίας.
Ἔτσι,
οὔτε χορταίνω ποτέ ἀπό τή θεωρία τῶν
θείων ἀκτίνων τῆς τρισηλίου Θεότητος,
ἀλλ᾿ οὔτε καί ἀπό τήν βρῶσιν καί τήν
πόσιν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἷματος τοῦ
Χριστοῦ. Διότι, ὅταν μοῦ φαίνεται πώς
χόρτασα ἀπό τά μέν, τότε ἀρχίζω ἀκορέστως
νά διψῶ τά ἄλλα. Ἔτσι καί πάλιν καί
πάντοτε εἶμαι καί πεινασμένος καί
διψασμένος”3.
Ἀσφαλῶς
δέν πολυκαταλαβαίνουμε αὐτά, κι αὐτό
γιατί δέν ἔχουμε ἴδια γεῦσι, δέν ἔχουμε
ἴδια καί ὅμοια πνευματικά αἰσθητήρια.
Κι ἔτσι παραμένουμε ἄδειοι, κουφοί,
ψυχροί, ἀναίσθητοι.
“Ἄνω
σχῶμεν τάς καρδίας”,
Ἡ ψυχή ἀνεβαίνει γιά νά συναντήση τόν
Σωτῆρα της Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Γι᾿ αὐτήν ὅμως τήν ἀνάβασι χρειάζεται
ὁ πόνος τῶν ἀρετῶν, ὁ κόπος τῶν ἐντολῶν
καί ἡ βία τῆς προαιρέσεως. Ἀλλά ἐδῶ,
στή Θεία Λειτουργία, ὁ κόπος γίνεται
ἀνάπαυσις, ὁ πόνος λύτρωσι καί ἡ βία
δύναμις Θεοῦ!
Πολλές
δωρεές, πολλές εὐλογίες καί πλούσια
τριαδικά χαρίσματα ἐλάμβανε κάθε μέρα
στήν καθημερινή του Θεία Λειτουργία ὁ
παπα Δανιήλ ὁ Ἡσυχαστής, στό Ἅγιο Ὄρος.
Αὐτός λειτουργοῦσε κάθε μέρα, ἀκόμα
καί τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἐπί ἑξῆντα
ὁλόκληρα χρόνια. Πολλά εἶχα ἀκούσει
γι᾿ αὐτόν τόν ἀσκητή Λειτουργό τοῦ
Ὑψίστου. Ἦταν ἐπίγειος ἄγγελος καί
ἀγγελικά μαζί μέ τούς Ἀγγέλους
λειτουργοῦσε.
Ὁ
Γέρων Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιώτης καί Ἡσυχαστής,
μαζί μέ τόν παραδερφό του, Γέροντα
Ἀρσένιο, ὡδοιποροῦσαν ἐπί ὧρες, γιά
νά τόν βλέπουν καί νά τόν ἀπολαμβάνουν
λειτουργοῦντα. Τίποτα ἄλλο δέν ἤθελαν,
μόνο νά τόν βλέπουν λειτουργοῦντα!
Ἡσύχαζε καί λειτουργοῦσε στή Σπηλιά
τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου.
Γι᾿
αὐτόν γράφουν καί λένε οἱ Ἁγιορεῖτες
Πνευματικοί πατέρες ὅτι ἦταν ἕνα
“λειτουργικό πνεῦμα” καί μία “φλόξ
πυρός”, σύμφωνα μέ τό ψαλμικό: “ ὁ ποιῶν
τούς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καί τούς
λειτουργούς αὐτοῦ πυρός φλόγα”4.
Ὅσοι
εἶχαν παρακολουθήσει ἔστω καί μία Θεία
Λειτουργία του, ὡμολογοῦσαν ὅτι ἦταν
πραγματική μυσταγωγία. Μία κατάβασις
τῆς Οὐρανίου Λατρείας κάτω στή γῆ,
ἐκεῖ, στή σπηλιά, ὅπου λειτουργοῦσε
ὁ παπα Δανιήλ. Ἀλλά συγχρόνως ἦταν καί
μία πραγματική ἀνάβασις τοῦ ἐπί γῆς
Θυσιαστηρίου στήν οὐράνια Λατρεία, στό
οὐράνιο Θυσιαστήριο τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Γιά
νά ᾿χη ἡ Λειτουργία του μεγαλύτερο
μάκρος, τελοῦσε κάθε μέρα τή Λειτουργία
τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού, ὡς γνωστόν,
τήν τελοῦμε μόνο δέκα φορές τόν χρόνο.
Ἐδιάβαζε τίς Εὐχές ἀργά – ἀργά, μέ
νόημα καί πολλή κατάνυξι. Δέν ἐβιάζετο
καθόλου. Ἀπό ποιόν νά βιαστῆ καί γιατί;
Ὅλη ἡ νύχτα – καί κάθε νύχτα – ἦταν
δική του!
Μέ
τήν κατάνυξι ἤρχοντο ἄφθονα, ἤρεμα
καί γλυκύτατα δάκρυα· τά “γλυκύρροα”.
Ἀπό τήν εὐφροσύνης τῆς κατανύξεως καί
τῶν πολλῶν δακρύων σταματοῦσε τίς
ἐκφωνήσεις καί τό διάβασμα τῶν Εὐχῶν.
Τόση ἦταν ἡ κατάνυξίς του, ὥστε δέν
ἔλεγε τό “Δι᾿ εὐχῶν”, ἄν δέν ἐγίνετο
τό χωματένιο δάπεδο τῆς θεόκτιστης
σπηλιᾶς του λάσπη ἀπό τά δάκρυα!
Γιά
ἑξῆντα ὁλόκληρα χρόνια λειτουργοῦσε
κάθε μέρα, ἀδιαλείπτως, χωρίς κανένα
κενό· οὔτε ἕνα! Καί μάλιστα ἐκοιμήθη
ὁσιακῶς μετά τό πέρας τῆς τελευταίας
του Θείας Λειτουργίας, τήν ὥρα πού πῆγε
νά ἡσυχάση. Γιατί εἶχε κι αὐτήν τήν
ἁγιασμένη συνήθεια: ν᾿ ἀποσύρεται γιά
μιά – δυό ὧρες καί ν᾿ ἀπολαμβάνη τό
μεγαλεῖο τῶν θείων Δωρεῶν, πού ἐλάμβανε
στή Θεία Λατρεία.
Κάθε
Θεία Λειτουργία του διαρκοῦσε πολλές
ὧρες. Μακάριες οἱ στιγμές καί οἱ ὧρες
πού ἡρπάζετο ὁ νοῦς τοῦ παπα Δανιήλ
στήν Οὐράνια Λατρεία. Μέ τίς δεήσεις
του καί μέ τίς παρακλήσεις του, τίς
γεμάτες κλαυθμούς καί δάκρυα, γέμιζε
τήν κτίσι τοῦ Θεοῦ μέ παραδεισένια
ὀμορφιά (ἔτσι
λένε οἱ πατέρες γι᾿ αὐτόν!),
ἀλλά καί τούς κλονισμένους χριστιανούς
στόν κόσμο στερέωνε, τούς ἀδυνάτους
δυνάμωνε, τούς ἐσκοτισμένους ἐφώτιζε,
τούς θλιμμένους καί πονεμένους
παρηγοροῦσε, τούς μοναχούς προστάτευε,
τούς ἀγωνιζομένους πιστούς θωράκιζε...
καί μέ τό πλῆθος τῶν καθημερινῶν
δακρύων καί κλαυθμῶν ἄνοιγε δρόμο
σωτηρίας γιά μᾶς, τούς ἁμαρτωλούς!
Ἦταν ἕνας ἀπό κείνους τούς λίγους τῆς
κάθε γενιᾶς, πού ἀγγελομόρφωνε τόν
κόσμο!5
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
ΚΑΤΑ
ΤΗΝ
ΘΕΙΑ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ”
Πρωτ.
π. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
1Μαρκ.
Θ΄ : 2.
2Ἁγ.
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3ος, ΕΠΕ 2, 202.
3Ἁγίου
Συμεών Νέου Θεολόγου, Φιλοκαλία τῶν
Νηπτικῶν..., Ἠθικός Λόγος Δ, Θεσ/νίκη
1988, τ. 19 Β, σελ. 387.
4Ψαλμ.
103 : 4.
5Ἰωαννικίου
Ἀρχ. “Ἀθωνικό Γεροντικό”, ὅ.π., σελ.
194, 208, 240.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου