ΟΜΙΛΙΑ
1η
π.
Ἀθανασίου
Μυτιληναίου
“Λόγοι
Ἀφυπνίσεως”
Οἱ
δύο
φάσεις
τῆς
ἀναισθησίας.
Ἡ
ἀναισθησία, ἀγαπητοί μου, ἔχει δύο
φάσεις· ἡ δεύτερη φάση λέγεται πώρωση.
Σ᾿ αὐτή δέν ὑπάρχει οὐδεμία δυνατότητα
πλέον διακρίσεως τοῦ καλοῦ ἀπό τό
κακό. Ἐκεῖνος πού ἔχει πάθει πώρωση
δέν ξεχωρίζει τί εἶναι καλό καί τί κακό·
δηλαδή ἔχει παντελή ἔλλειψη αὐτογνωσίας.
Μπορεῖ νά κάνει τό κακό, νά κάνει ἔγκλημα,
καί νά γελᾶ! νά μήν αἰσθάνεται ἀπολύτως
τίποτε. Ἀπολύτως! Ἔχουμε τό φαινόμενο
τῆς πωρώσεως· εἶναι ἡ ἀναισθησία στό
τελευταῖο της στάδιο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός
πιά δέν ἔχει ἐλπίδα νά σωθεῖ· εἶναι
νεκρός, πνευματικά νεκρός.
Ἀλλά
ἡ πρῶτη φάση, ἡ πιό συνηθισμένη, εἶναι
αὐτή πού τήν συναντᾶμε στούς Χριστιανούς
μας, ὅπως θά δεῖτε στή συνέχεια τῆς
ἀναλύσεως, σ᾿ ἕνα βαθμό ὑπερβολικά
ἁπλωμένο καί βαθύ. Ἐμφανίζεται σέ αὐτή
ἡ ἀναισθησία εἴτε ὡς πρακτική
ἀμετανοησία εἴτε ὡς μή πρόοδος στήν
πνευματική ζωή.
Ὁ
ἀναίσθητος ἄνθρωπος, κατά τόν ἅγιο
Ἰωάννη τῆς Κλίμακος.
Ἀλλά
νά μή μιλήσω ἐγώ παρακάτω· ἄς ἀφήσουμε
τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος νά μᾶς
περιγράψει τόν ἀναίσθητο ἄνθρωπο·
αὐτόν ὅμως πού δέν εἶναι πωρωμένος·
αὐτόν πού βλέπει, ἁπλῶς βλέπει τό κακό,
ἀλλά δέν ἐννοεῖ ποτέ νά διορθωθεῖ·
πού ἔχει αὐτή τήν ἀναισθησία, ὅπως
σᾶς εἶπα, τῆς πρώτης φάσεως.
«Κακῶς
πράττω, βοᾷ, καί προθύμως ἐπίκειται».
Φωνάζει: «Αὐτό πού κάνω εἶναι κακό
πρᾶγμα», ἀλλά μέ πολλή εὐχαρίστηση
παραμένει σ᾿ αὐτό τό κακό.
»τό
στόμα κατά τοῦ πάθους προσεύχεται, καί
τό σῶμα ὑπέρ αὐτοῦ ἀγωνίζεται»·
τό στόμα λέει «Θεέ
μου, σέ παρακαλῶ, γλίτωσέ με ἀπό τούς
πειρασμούς τῆς ἀνηθικότητος.», κάνει
προσευχή, καί περιμένει πότε θά τελειώσει
τήν προσευχή γιά νά ἐπιδοθεῖ στό πάθος.
Ὁ
καθένας μέσα σ᾿ αὐτή τήν ἀνατομία τοῦ
ἁγίου Πατρός θά βρεῖ τόν ἑαυτό του.
Βλέπουμε
ἐδῶ ἕνα κρᾶμα προσευχῆς καί ἐπιθυμιῶν,
ὄχι ὅμως μέ σκοπό νά ἀπαλλαγεῖ ὁ
ἄνθρωπος ἀπό τίς πονηρές ἐπιθυμίες
μέ τήν προσευχή, ἀλλά ἴσως-ἴσως γιά νά
δικαιολογήσει τή συνείδησή του, νά πεῖ
δηλαδή «Ἔ,
πιά δέν μπορῶ νά κάνω τίποτα.» καί
κατόπιν νά παραδώσει ἑαυτόν στήν
ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν.
»περί
θανάτου φιλοσοφεῖ, καί ὡς ἀθάνατος
διάκειται»· μιλάει γιά τόν θάνατο, καί
ζεῖ καί κινεῖται σάν νά μή πρόκειται
νά πεθάνει ποτέ.
»περί
ἐγκρατείας διαλέγεται, καί περί
γαστριμαργίας ἀγωνίζεται»· μιλάει γιά
τήν ἐγκράτεια, καί κοιτάζει πῶς ἀκριβῶς
θά ἱκανοποιήσει μέ τή γαστριμαργία τόν
ἑαυτό του.
»Τήν
ὑπακοήν μακαρίζει, καί αὐτός πρῶτος
παρακούει· τούς ἀπροσπαθεῖς ἐπαινεῖ
–τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού ζοῦν
ἀπροσπαθῶς, δηλαδή δέν κάνουν ἀγῶνα
νά κατακτήσουν ὑλικά ἀγαθά– καί
διά ῥάκος μνησικακῶν καί πολεμῶν οὐκ
αἰσχύνεται», ἀλλά γιά ἕνα κουρέλι, γιά
ἕνα τίποτα, μπορεῖ νά μνησικακήσει
ἐναντίον τοῦ ἄλλου καί νά πάνει πόλεμο
καί μάχη, καί δέν ντρέπεται γι᾿ αὐτό
τό πράγμα.
»Περί
κρίσεως ἀναγινώσκει», διάβάζει γιά τήν
Κρίση πού θά γίνει, γιά τή δευτέρα τοῦ
Χριστοῦ παρουσία καί τήν Κρίση, «καί
μειδιᾶν ἄρχεται», κι ἀρχίζει νά
χαμογελᾶ.
»Κορεσθείς
μεταμελεῖται, καί μικρόν προβάς πάλιν
τῷ κόρῳ προσέθηκε.» Ἀφοῦ χορτάσει,
μετανιώνει.
Καί τό χόρτασμα
πᾶρτε
το σάν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων μέ
κάθε τρόπο· θέλετε πορνικά ἔργα νά εἶδε
στόν κινηματογράφο ἤ στήν τηλεόραση,
θέλετε νά παραγέμισε τήν κοιλιά του,
θέλετε νά παραχόρτασε στήν πορνεία,
θέλετε νά ἄκουσε αἰσχρά πράγματα, ὅ,τι
θέλετε πᾶρτε... σάν ἕνας κορεσμός τῶν
αἰσθήσεων ἀπό βρώμικα, ρυπαρά πράγματα.
Τί κάνει μετά; Μεταμελεῖται· «Ἄχ,
τί ἔκανα... Γιατί ν᾿ ἀκούσω; Γιατί νά
δῶ;» Καί πάει λίγο πιό πέρα, καί ξαναγυρίζει
πάλι νά προσθέσει πάλι χόρτασμα.
»ἀνανήψας
ἐστέναξε», ἀφοῦ ἀνένηψε, ἐστέναξε·
δηλαδή εἶπε: «Ἐπιτέλουςπρέπει
νά ἀπαλλαγῶ, νά καθαριστῶ!». Κάποτε
δέν ἀποκλείεται αὐτό νά εἶναι καί μία
Ἐξομολόγηση· νά ᾿ρχονται ἄνθρωποι νά
ἐξομολογοῦνται, καί νά ἀναστενάζουν,
«Ἐπιτέλους,
ἔχω ἀνανήψει, ἔχω διορθωθεῖ.»· καί
τήν κεφαλήν κινήσας, πάλιν τοῦ πάθους
ἔρχεται», ἀλλά δυστυχῶς ἐπανέρχεται
πάλι στό πάθος.
Αὐτά
ἐγώ τά ἔχω δεῖ μέ τά μάτια μου· καί ὁ
ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος αὐτό λέγει.
Ἔχει μία παράγραφο· δέν σᾶς τή μεταφέρω
ὁλόκληρη, ἀπό ἔλλειψη χρόνου. Εἶναι
στόν 17ο Λόγο. Ἄν θέλετε, μπορεῖτε νά
ἀνατρέξετε ἐκεῖ, στό πρωτότυπο εἰ
δυνατόν, καί νά βρεῖτε αὐτά τά ὁποῖα
σᾶς λέω ἐδῶ, γιά νά ἑδραιωθοῦν καλύτερα
στή μνήμη καί στήν καρδιά. Ἀναφέρει σέ
μία παράγραφό του τί ἔχει δεῖ ὁ ἴδιος.
Ἀλλά σᾶς βεβαιώνω ὅτι κι ἐγώ ἔχω δεῖ
ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά ᾿ρθοῦν
στήν Ἐξομολόγηση, νά λέγουν τοῦτο ἤ
ἐκεῖνο, καί νά γυρίζουν νά κάνουν
πράγματα ὄχι ἀπό ᾿κεῖνα πού θά κάναμε
ὅλοι ἀπό μία ἀδυναμία – κανείς ἄλλωστε
δέν γίνεται ἀμέσως καλά – ἀλλά πράγματα
πού νά βγαίνει κανείς ἀπό τόν ἑαυτό
του κι ἀπό τά ροῦχα του! Καί νά λέει
κανείς: «Ἄνθρωπέ
μου, ἐσύ ἦρθες καί ἐξομολογήθηκες, καί
τώρα κάνεις αὐτά;! ἤ: συμβουλεύεις στούς
ἄλλους νά κάνουν αὐτά;! ἤ: ὁδηγεῖς τά
παιδιά σου σ᾿ αὐτές τίς φοβερές
καταστάσεις;!...».
Ἀναισθησία· φοβερή ἀναισθησία!
»πάντοτε
ἑαυτοῦ κατήγορος γίνεται», πάντοτε
κατηγορεῖ ὁ ἀναίσθητος τόν ἑαυτό του,
«καί εἰς συναίσθησιν ἐλθεῖν οὐ
βούλεται, ἵνα μή εἴπω οὐ δύναται.»1,
καί σέ συναίσθηση νά ἔλθει δέν θέλει·
πάντα λέει: «Εἶμαι ταλαίπωρος, εἶμαι
τέτοιος, εἶμαι τέτοιος, ἡ ζωή εἶναι
τέτοια· κοίταξε ποῦ παρασυρόμαστε!».
Τό ἀκοῦμε ἀπό ὅλους, κι ὅλοι τό λέμε,
ἀλλά δέν ἐννοοῦμε ὅμως νά διορθωθοῦμε·
μένουμε ἐκεῖ, στά ἴδια πράγματα. Καί
ὁ ἅγιος Ἰωάννης σημειώνει κάτι, τό
ὁποῖο θά ἔλεγα ὅτι εἶναι κάπως
ἀπογοητευτικό· «γιά
νά μήν πῶ ὅτι δέν μπορεῖ»! Διότι
ὅπως τότε τόν παράλυτο ἔπρεπε τέσσερις
νά τόν σηκώσουν, νά χαλάσουν τή σκεπή
καί νά τόν κατεβάσουν μπροστά στόν
Χριστό2,
ἔτσι θά ᾿πρεπε κι αὐτόν τόν ἀναίσθητο
νά τόν πάρει κάποιος νά τόν σείσει, γιά
νά συνέλθει.
Συνεχίζεται....
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἐκδόσεις:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»
Ἱ.
Μ.
Κομνηνείου
«Κοιμήσεως
Θεοτόκου»
καί
«Ἁγίου
Δημητρίου»
400.07
Στόμιον
Λαρίσης.
Τηλ.
&
Fax.:
24950.91220.
1Ἅγ.
Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, Κλῖμαξ, Λόγος
ΙΖ΄, ΠΑΡ. Γ΄, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός
Ἀτικῆς, 1978, σ. 224-225.
2Βλ.
Ματθ. Θ΄ : 2-8.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου