Ἁγίου
Ἀθανασίου
τοῦ
Μεγάλου
Ο
Παντοκράτορας
Θεός, όταν δημιουργούσε δια του Λόγου
Του το γένος των ανθρώπων, γνώρισε
και την αδυναμία της φύσης τους και ότι
αυτή δε θα ήταν ικανή μόνη της να γνωρίσει
τον Δημιουργό, ούτε καν να λάβει έννοια
Θεού.Διότι
Αυτός μεν ήταν άκτιστος, αυτοί δε πλάσματα
εκ του μηδενός, Αυτός μεν ήταν ασώματος,
οι δε άνθρωποι πλάσθηκαν με σώμα κάπου
εδώ κάτω, και γενικά μεγάλες είναι οι
ελλείψεις των πλασμάτων, για να γνωρίσουν
και να κατανοήσουν τον Πλάστη τους. Και
πάλι ως αγαθός Θεός σπλαχνίσθηκε το
ανθρώπινο γένος και δεν το άφησε μακριά
από τη γνώση Του, για να μην έχει άχρηστη
ζωή..
Αλλά
ποια
η ωφέλεια των δημιουργημάτων,
όταν
δε γνωρίζουν τον Δημιουργό τους;
Ή πώς θα ήσαν λογικά, όταν δε θα γνώριζαν
τον Λόγο του Πατρός, δια του οποίου
δημιουργήθηκαν; Καθόλου,
μα καθόλου δεν επρόκειτο να διαφέρουν
από τα άλογα, εάν δεν ανεγνώριζαν τίποτε
περισσότερο από τα επίγεια.
Γιατί και ο Θεός
έκανε αυτούς, από τους οποίους δεν ήθελε
να γνωρίζεται; Για
να μη συμβεί λοιπόν αυτό, ο Αγαθός
μετέδωσε σε αυτούς από την ίδια εικόνα
του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και κάνει
αυτούς κατ’ εικόνα Του και καθ’ ομοίωσιν,
ώστε δια του χαρίσματος Αυτού, αφού
αντιληφθούν την εικόνα, εννοώ ασφαλώς
τον Λόγο του Πατρός, να μπορέσουν δι’
Αυτού να λάβουν έννοια του Πατρός και
γνωρίζοντας τον Δημιουργό τους να ζουν
την όντως ευτυχισμένη και μακαρία ζωή.
Αλλά
οι άνθρωποι πάλι παραφρόνησαν
και παραμέλησαν τη χάρη που τους δόθηκε
με αυτόν τον τρόπο και τόσο πολύ
αποστράφηκαν τον Θεό και τός πολύ θόλωσαν
την ψυχή τους, ώστε
όχι μόνο λησμόνησαν την ορθή αντίληψη
περί Θεού, αλλά κι άλλα αντ’ άλλων
επινόησαν στους εαυτούς τους.
Διότι και τα είδωλα κατασκεύασαν για
τους εαυτούς τους αντί της αλήθειας,
και προτίμησαν
τα ανύπαρκτα από τον πραγματικό Θεό και
λάτρεψαν «τήν
κτίσιν παρά τόν κτίσαντα»
(Ρωμ. 1, 25)και το χειρότερο από όλα είναι
ότι την
τιμή που ανήκει στον Θεό την απέδωσαν
και σε ξύλα και σε λίθους και σε κάθε
ύλη, και σε ανθρώπους
και ακόμη περισσότερα από αυτά έκαναν,
όπως ειπώθηκε στα προηγούμενα. Και τόσο
πολύ ασέβησαν, ώστε στο εξής και τους
δαίμονες
λάτρευαν και τους ανακήρυτταν θεούς,
ικανοποιώντας τις επιθυμίες τους.Και
θυσίαζαν άλογα ζώα και έσφαζαν ακόμη
και ανθρώπους,όπως ειπώθηκε προηγουμένως,
κατά την λατρεία των θεών εκείνων, και
έτσι υποδουλώνονταν ακόμη περισσότερο
στην ακόλαστη μανία εκείνων.
Για τον λόγο λοιπόν
αυτό διδάσκονταν από αυτούς τις μαγείες
και τα κατά τόπους μαντεία πλάνευαν
τους
ανθρώπους και όλοι απέδιδαν τα αίτια
της γεννήσεως και της υπάρξεώς τους στα
άστρα και σε όλα τα ουράνια σώματα και
δεν
σκέπτονταν τίποτα περισσότερο από όσα
έβλεπαν.
Και γενικώς όλα
ήσαν γεμάτα από ασέβεια και παρανομία
και μόνο ο Θεός και ο Λόγος Αυτού δεν
αναγνωρίζονταν, αν
και δεν απέκρυψε στην αφάνεια τον εαυτό
Του από τους ανθρώπους,ούτε έδωσε σε
αυτούς αμυδρή γνώση περί του εαυτού
Του, αλλά με πολλούς και διαφόρους
τρόπους την εξάπλωσε σε αυτούς.
Το χάρισμα του
«κατ᾿
εἰκόνα»
ήταν από μόνο του αρκετό, για να γνωρίζει
ο άνθρωπος τον Θεό Λόγο και δι’ αυτού
τον Πατέρα. Επειδή
όμως ο Θεός γνώριζε την αδυναμία των
ανθρώπων, προνόησε και σχετικά με την
αμέλεια αυτών, ώστε, εάν αμελούσαν να
γνωρίσουν μόνοι τους τον Θεό, να μπορούν
δια των έργων της κτίσεως να μην αγνοούν
τον Δημιουργό.
Επειδή όμως η αμέλεια των ανθρώπων
επεκτείνεται ολίγον κατ’ ολίγον στα
χειρότερα, και πάλι ο Θεός προνόησε για
αυτήν την αδυναμία τους και έστειλε τον
νόμο και τους προφήτες,οι οποίοι ήσαν
γνώριμοι σε αυτούς, ώστε και εάν διστάσουν
να σηκώσουν το βλέμμα τους στον ουρανό,
για να αναγνωρίσουν τον Ποιητή, να έχουν
την διδασκαλία εκ των πλησίον. Διότι οι
άνθρωποι δύνανται από τους συνανθρώπους
τους να μάθουν για τα ανώτερα πράγματα.
Ήταν
δυνατόν να σηκώσουν αυτοί το βλέμμα στο
μεγαλείο του ουρανού και αφού κατανοήσουν
την αρμονία της κτίσεως, να γνωρίσουν
τον ηγεμόνα αυτής, τον Λόγο του Πατρός,
ο οποίος δια της προνοίας Του για όλους
γνωρίζει σε όλους τον Πατέρα.
Και για τον λόγο αυτό κινεί τα πάντα,
για να γνωρίζουν όλοι τον Θεό δι’ Αυτού.
Ή εάν και τούτο τους ήταν κουραστικό,
μπορούσαν να
συναναστρέφονται τους αγίους και με τη
βοήθεια αυτών να γνωρίσουν τον Δημιουργό
των πάντων Θεό,
τον Πατέρα του Χριστού,και ακόμη ότι η
θρησκεία των ειδώλων είναι αθεΐα και
γεμάτη ασέβεια. Ήταν επίσης δυνατό σε
αυτούς να είχαν γνωρίσει τον νόμοι και
να πάψουν να κάνουν κάθε παρανομία και
να ζήσουν βίο ενάρετο. Διότι δεν ήταν
μόνο για τους Ιουδαίους ο νόμος, ούτε
γι’ αυτούς μόνο αποστέλλονταν οι
προφήτες (αλλά αποστέλλονταν προς τους
Ιουδαίους και εδιώκονταν από τους
Ιουδαίους)·ήσαν
όμως ιερό διδασκαλείο, για να γνωρίσει
όλη η οικουμένη τον Θεό.
Ενώ
λοιπόν τόσο μεγάλη ήταν η αγαθότητα και
η φιλανθρωπία του Θεού, εντούτοις οι
άνθρωποι, επειδή
νικήθηκαν από τις πρόσκαιρες απολαύσεις
και τις σατανικές φαντασίες και απάτες,
δεν παραδέχθηκαν την αλήθεια, αλλά
γέμισαν τους εαυτούς τους με περισσότερα
κακά και αμαρτήματα, ώστε να μη φαίνονται
πλέον λογικοί, αλλά εκ της συμπεριφοράς
τους να θεωρούνται ανόητοι. Έτσι
λοιπόν οι άνθρωποι έχασαν το λογικό
τους και η δαιμονική πλάνη επισκίαζε
τα πάντα και απέκρυπτε την γνώση περί
του αληθινού Θεού.
Τι έπρεπε να κάνει ο Θεός; Να σιωπά για
μία τόσο μεγάλη πλάνη και να αφήνει τους
ανθρώπους να πλανώνται από τους δαίμονες
και να μην γνωρίζουν τον Θεό; Και για
ποιο λόγο δημιουργήθηκε εξαρχής ο
άνθρωπος κατ’ εικόνα Θεού; Ήταν
προτιμότερο να δημιουργηθεί απλώς ως
άλογο
ον, παρά αφού δημιουργήθηκε ως λογικό
να ζει την ζωή των αλόγων.
Καί ποία τέλος
πάντων ἀνάγκη
ὑπῆρχεν
ἐξ
ἀρχῆς
νά λάβῃ
ἔννοιαν
περί Θεοῦ,
ἐφ᾿
ὅσον
μάλιστα οὔτε
τώρα εἶναι
ἄξιος
νά λάβῃ;
Δέν ἔπρεπε
νά τοῦ
δοθῇ
οὔτε
ἀξ
ἀρχῆς.
Καί ποῖον
θά ἦτο
τό ὄφελος
ἤ
ἡ
δόξα διά τόν ποιητήν Θεόν, ἐφ᾿
ὅσον
δέν τόν προσκυνοῦν
οἱ
ἄνθρωποι
πού αὐτός
ἐδημιούργησεν,
ἀλλά
νομίζουν ὅτι
ἄλλοι
εἶναι
οἱ
δημιουργοί των; Διότι ἐμφανίζεται
ὁ
Θεός νά τούς ἔχῃ
δημιουργήσει δι᾿
ἄλλους
καί ὄχι
διά τόν ἑαυτόν
του. Ἐξ
ἄλλου,
ὅταν
ἕνας
ἄνθρωπος
εἶναι
βασιλεύς, δέν ἀφήνει
τάς χώρας πού κατέκτησεν ἐλευθέρας
νά δουλεύουν εἰς
ἄλλους,
οὔτε
νά καταφεύγουν εἰς
ἄλλους,
ἀλλά
δι᾿
ἐγγράφων
τούς ὑπενθυμίζει,
πολλάκις δέ καί διά φίλων στέλλει
ἐπιστολάς
εἰς
αὐτάς,
καί ἀκόμη,
ἐάν
παραστῇ
ἀνάγκη,
ὁ
ἴδιος
πηγαίνει καί τούς κάνει νά συσταλοῦν
ἀπό
τήν παρουσίαν του, ὥστε
νά μή ὑπηρετοῦν
ἄλλους
καί μένῃ
ἀνεκτέλεστον
τό ἰδικόν
του ἔργον.
Δέν θά
λυπηθῇ
ὁ
Θεός πολύ περισσότερον τά πλάσματα Του,
ὥστε
νά μή ἀποπλανηθοῦν
μακράν αὐτοῦ
καί νά μή ὑπηρετοῦν
εἰς
τά ἀνύπαρκτα,
ἀφοῦ
μάλιστα αὐτή
ἡ
πλάνη γίνεται ἡ
αἰτία
ἀπωλείας
καί ἀφανισμοῦ
των;
παξ καί ἔγιναν
μέτοχα τῆς
εἰκόνος
τοῦ
Θεοῦ,
δέν ἔπρεπε
νά χαθοῦν.
Τί ἔπρεπε
λοιπόν νά κάνῃ
ὁ
Θεός; Ἤ
τί ἄλλο
ἔπρεπε
νά γίνῃ
παρά νά ἀνανεωθῇ
τό «κατ᾿
εἰκόνα»,
ὥστε
δι᾿
αὐτοῦ
νά δυνηθοῦν
οἱ
ἄνθρωποι
πάλιν νά Τόν γνωρίσουν; Καί πῶς
ἄλλως
θά ἠδύνατο
νά γίνῃ
αὐτό
παρά διά τῆς
προσελεύσεως αὐτῆς
τῆς
ἰδίας
τῆς
εἰκόνος
τοῦ
Θεοῦ,
δηλαδή τοῦ
Σωτῆρος
ἡμῶν
Ἰησοῦ
Χριστοῦ;
Δι᾿
ἀνθρώπων
μέν δέν ἦτο
δυνατόν, ἐπειδή
αὐτοί
εἶχον
δημιουργηθῆ
«κατ᾿
εἰκόνα»·
ἀλλ᾿
οὔτε
δι᾿
ἀγγέλων,
διότι αὐτοί
δέν εἶναι
εἰκόνες.
Διά τοῦτο
ὁ
Λόγος τοῦ
Θεοῦ
ἐνηνθρώπησε,
διά νά ἐπιτύχῃ
νά ἀναδημιουργήσῃ
τόν «κατ᾿
εἰκόνα»
ἄνθρωπον,
αὐτός
ὁ
ὁποῖος
ἦτο
εἰκών
τοῦ
Πατρός. Καί
δέν ἦτο
δυνατόν νά γίνῃ
ἀλλιῶς,
ἄν
δέν ἐξηφανίζετο
ὁ
θάνατος καί ἡ
φθορά. Διά
τοῦτο
εὐλόγως
ἔλαβε
θνητόν σῶμα,
διά νά εἶναι
δυνατόν καί ὁ
θάνατος νά ἐξαφανισθῇ
εἰς
αὐτόν
καί οἱ
«κατ᾿
εἰκόνα»
ἄνθρωποι
νά ἀνακαινισθοῦν
πάλιν. Δι αὐτήν
λοιπόν τήν ἀνάγκην
δέν ἐχρειάζετο
τίποτε ἄλλο,
παρά ἡ
εἰκών
τοῦ
Πατρός…
Ὅπως
λοιπόν ὁ
καλός διδάσκαλος πού φροντίζει διά τούς
μαθητάς του, ἐκείνους
πού δέν δύνανται νά καταλάβουν τά πολύ
μεγάλα, τούς ἐκπαιδεύει
μέ συγκατάβασιν ἔστω
καί διά τῶν
ἁπλουστέρων,
τοιουτοτρόπως καί ὁ
Λόγος τοῦ
Θεοῦ,
ὅπως
καί ὁ
Παῦλος
λέγει, «ἐπειδή
ἐν
τῇ
σοφίᾳ
τοῦ
Θεοῦ
οὐκ
ἔγνω
ὁ
κόσμος διά τῆς
σοφίας τόν Θεόν, εὐδόκησεν
ὁ
Θεός διά τῆς
μωρίας τοῦ
κηρύγματος σῶσαι
τούς πιστεύοντας»
(Α´
Κορ 1, 21). Ἐπειδή
οἱ
ἄνθρωποι,
ἀφοῦ
ἀπεμακρύνθησαν
ἀπό
τήν ὀρθήν
ἀντίληψιν
περί Θεοῦ
καί εἶχον
ἐστραμμένα
πρός τά κάτω τά μάτια, σάν νά εἶχον
βυθισθῆ
εἰς
βυθόν, ἀνεζήτουν
τόν Θεόν εἰς
τήν δημιουργίαν καί τά αἰσθητά,
κατεσκεύασαν ὡς
θεούς των ἀνθρώπους
θνητούς καί δαίμονας· διά
τοῦτο
ὁ
φιλάνθρωπος καί κοινός Σωτήρ ὅλων,
ὁ
Λόγος τοῦ
Θεοῦ,
λαμβάνει διά τόν ἑαυτόν
σῶμα,
καί μέ τούς ἀνθρώπους
ὡς
ἄνθρωπος
συναναστρέφεται καί βοηθεῖ
τάς αἰσθήσεις
ὅλων.
Ἔτσι
καί ἐκεῖνοι
πού σκέπτονται ὅτι
ὁ
Θεός εἶναι
σωματικός, διά
τῶν
ἔργων
τά ὁποῖα
ὁ
Κύριος κάνει μέ τό σῶμα,
δι᾿
αὐτῶν
νά ἐννοήσουν
τήν ἀλήθειαν
καί δι᾿
αὐτοῦ
νά σκεφθοῦν
τόν Πατέρα.
Ἐπειδή
δέ ἦσαν
ἄνθρωποι
καί ἔβλεπον
τά πάντα ὡς
ἄνθρωποι,
ὅσα
καί ἄν
ὑπέπιπτον
εἰς
τάς αἰσθήσεις
των, ἔβλεπον
νά βοηθοῦνται
διά τῶν
αἰσθήσεων,
ὥστε
μέ ὅλα
νά διδάσκωνται τήν ἀλήθειαν.
Εἴτε
ἐλάτρευον
μέ φόβον τήν κτίσιν, ὅμως
τήν ἔβλεπαν
νά ὁμολογῇ
Κύριον τόν Χριστόν.
Εἴτε
ἦτο
ἡ
διάνοιά των προκατειλημμένη ἀπό
ἀνθρώπους,
ὥστε
νά τούς θεωρῇ
θεούς, ἀπό
τά ἔργα
ὅμως
τοῦ
Σωτῆρος,
πού ἦσαν
μοναδικά συγκρινόμενα πρός πάντα,
ἀποδεικνύεται
μεταξύ τῶν
ἀνθρώπων
ὁ
Σωτήρ μόνον Υἱός
Θεοῦ,
διότι οἱ
ἄνθρωποι
δέν ἔκαναν
τόσον σπουδαῖα
ἔργα,
σάν αὐτά
τά ὁποῖα
ἔκανεν
ὁ
Λόγος τοῦ
Θεοῦ.
Ἄν
καί ἦσαν
προκατειλημμένοι καί μέ τούς δαίμονας,
βλέποντες ὅμως
νά διώκωνται αὐτοί
ὑπό
τοῦ
Κυρίου, ἀντελαμβάνοντο
ὅτι
μόνον αὐτός
εἶναι
ὁ
Λόγος τοῦ
Θεοῦ
καί ὅτι
οἱ
δαίμονες δέν εἶναι
θεοί. Ἄν
καί εἶχε
κυριευθῆ
ὁ
νοῦς
των ἀπό
νεκρούς, ὥστε
νά λατρεύουν τούς ἥρωας
καί τούς θεούς πού ἀναφέρουν
οἱ
ποιηταί, βλέποντες
τήν ἀνάστασιν
τοῦ
Σωτῆρος,
ὡμολόγουν
ὅτι
ἐκεῖνοι
εἶναι
ψευδεῖς
καί μόνον ὁ
Κύριος εἶναι
ἀληθινός,
ὁ
Λόγος τοῦ
Πατρός ὁ
ὁποῖος
κυριαρχεῖ
καί ἐπί
τοῦ
θανάτου.
Διά τοῦτο
καί ἐγεννήθη
καί ὡς
ἄνθρωπος
ἔζησε
καί ἀπέθανε
καί ἀνέστη.
Μέ τά ἰδικά
Του ἔργα
ἐξησθένισε
καί ἐπεσκίασε
τά ἀπ᾿
αἰῶνος
ἔργα
ὅλων
τῶν
ἀνθρώπων
πού ἔζησαν,
ὥστε
ὅπου
ἔχουν
περιπέσει οἱ
ἄνθρωποι
νά τούς σηκώσῃ
ἀπό
ἐκεῖ,
καί νά διδάξῃ
τόν ἀληθινόν
Πατέρα αὐτοῦ,
ὅπως
καί ὁ
ἴδιος
λέγει· «Ἦλθον
σῶσαι
καί εὑρεῖν
τό ἀπολωλός»
(Λουκ. 19, 10).
ΠΗΓΗ:
http://www.imaik.gr/?p=4767#more-4767
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου