Κήρυγμα 10/11/21
«Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπι τὴν γῆν, καὶ τὶ θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!»(Λουκ. 12, 49), λέγει ὁ Κύριος. Καὶ ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ πῦρ; Εἶναι τὸ πῦρ τῆς Χάριτος. Τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸ ὁποῖο ἀνάβει στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλὰ στὶς ψυχὲς αὐτῶν ποὺ πιστεύουν καὶ βαπτίζονται Ὀρθοδόξως, καὶ παραμένουν εἰς τὴν καθαρότητα τοῦ Βαπτίσματος. Καὶ ἄν τὴν χάσουν, πάλι τὴν ἐπανευρίσκουν διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς μετανοίας. Χρειάζεται προσοχὴ καὶ προσευχή.
«Ὁ καιρός», λέγει ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρητής, «ἀπαιτεῖ ἀπὸ ἐμᾶς προσευχή, ὅπως ἀπαιτοῦν κυβερνήτη οἱ ἄνεμοι καὶ οἱ τρικυμίες καὶ οἱ κλυδωνισμοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους». «Ὁ καιρὸς γὰρ ἀπαιτεῖ ἡμᾶς προσευχήν, ὡς κυβερνήτην ἄνεμοι, καὶ τρικυμίαι, καὶ ζάλαι τῶν πνευμάτων»( Ἀββᾶ Ἡσαΐα, Περὶ τηρήσεως τοῦ νοὸς κδ΄, Φιλοκαλία Α΄τόμος). Βρισκόμαστε μέσα στὴν τρικυμία τοῦ παρόντος αἰῶνος καὶ χρειαζόμαστε κυβερνήτη, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τοὺς ἀνέμους καὶ τοὺς κλυδωνισμοὺς ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ αὐτούς, γιατὶ δεχόμεθα προσβολὴ λογισμῶν, καὶ ἀρετῆς καὶ κακίας. «Δεκτικοὶ γἀρ ἐσμὲν προσβολῆς λογισμῶν, καὶ ἀρετῆς, καὶ κακίας». Εἴμαστε ἀνοικτοὶ στοὺς λογισμοὺς καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς προσβάλουν λογισμοὶ τῆς κακίας, καὶ πρέπει νὰ ἀντιδράσουμε καὶ νὰ μᾶς ἔρθουν λογισμοὶ ἀρετῆς καὶ νὰ τοὺς ἀποδεχθοῦμε. Καὶ κυρίαρχος τῶν παθῶν λέγεται ὅτι εἶναι ὁ εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος λογισμός· «καὶ δεσπότης τῶν παθῶν, λέγεται εἶναι ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς καὶ φιλόθεος». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καλλιεργήσει μέσα του εὐσεβεῖς λογισμούς, λογισμοὺς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, λογισμοὺς Θείου ἔρωτος, αὐτὸς γίνεται δεσπότης τῶν παθῶν. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κυριαρχεῖ στὰ πάθη του, γιατὶ ἀκριβῶς, κυριαρχεῖ μέσα του ὁ εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος λογισμός.
«Πρέπει, βέβαια, ἐμεῖς οἱ ἡσυχαστές», λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας, «νὰ διακρίνουμε καὶ νὰ διαχωρίζουμε μὲ ἐγρήγορση τοῦ νοῦ καὶ νήψη, καὶ τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς κακίες». Καὶ ποιά ἀρετὴ πρέπει νὰ καλλιεργοῦμε ὅταν εἶναι παρόντες οἱ ἀδελφοί καὶ οἱ πατέρες, καὶ ποιά νὰ ἐργαζόμεθα ὅταν εἶμαστε μόνοι μας; Καὶ ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἀρετὴ καὶ ποιά ἡ δευτέρα καὶ ἡ τρίτη; Καὶ ποιό πάθος εἶναι ψυχικὸ καὶ ποιό σωματικό; Καὶ ποιά ἀρετὴ εἶναι ψυχικὴ καὶ ποία σωματική; Καὶ ἀπὸ ποιά ἀρετὴ ἡ ὑπερηφάνεια χτυπᾶ κατὰ πρόσωπο τὸν νοῦ καὶ ἀπὸ ποιά προκύπτει ἡ κενοδοξία; Καὶ ἀπὸ ποιά πλησιάζει ὁ θυμὸς καὶ ἀπὸ ποιά ἔρχεται ἡ γαστριμαργία; Διδάσκει δηλαδή, ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας ἐδῶ, τὴν διάκριση ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε καὶ βεβαίως, νὰ τὴν ζητᾶμε καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο. «Πρέπει γὰρ ἡμῖν τοῖς ἡσυχασταῖς» (καὶ ἡσυχαστὴς δὲν εἶναι μόνο ὁ μοναχὸς ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε Χριστιανὸς ὁ ὁποῖος ἡσυχάζει, ἔχοντας τὴν ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός του), «πρέπει γὰρ ἡμῖν τοῖς ἡσυχασταῖς, νουνεχῶς, (δηλαδή, μὲ ἐγρήγορση τοῦ νοὸς καὶ μὲ σύνεση), καὶ νηφόντως (καὶ μὲ νήψη), τάς τε ἀρετὰς καὶ κακίας διακρίνειν, καὶ διαχωρίζειν» (χρειάζεται διάκριση γιὰ νὰ ξεχωρίζουμε τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό). «Καὶ ποίας ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι, παρόντων τῶν ἀδελφῶν καὶ πατέρων· καὶ ποίας ἐργάζεσθαι ὄντας καταμόνας (γιατὶ σὲ κάθε καιρὸ πρέπει καὶ νὰ ἀσκοῦμε καὶ τὶς ἀνάλογες ἀρετὲς) καὶ ποία ἐστὶν ἡ πρώτη ἀρετή, καὶ ποία ἡ δευτέρα, καὶ τρίτη· καὶ ποῖον πάθος ἐστὶ ψυχικόν, καὶ ποῖον σωματικόν· καὶ ποία ἀρετὴ ψυχική, καὶ ποία σωματική· καὶ ἐκ ποίας ἀρετῆς ἡ ὑπερηφανία ῥαπίζει τὸν νοῦν· καὶ ἐκ ποίας ἡ κενοδοξία παραγίνεται· καὶ ἐκ ποίας ὁ θυμὸς πλησιάζει· καὶ ἐκ ποίας ἡ γαστριμαργία παραγίνεται. (Γιατὶ εἶναι πολὺ κοντὰ οἱ ἀρετὲς μὲ τὶς κακίες καὶ ἄν δὲν προσέξει ὁ ἄνθρωπος, πολὺ εὔκολα παρεκκλίνει εἴτε στὴν ὑπερβολὴ εἴτε στὴν ἔλλειψη).
Ὀφείλουμε νὰ γίνουμε κυρίαρχοι τῶν λογισμῶν, λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας, καὶ κάθε ὑψώματος τὸ ὁποῖον ἐγείρεται ἐναντίον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. « Ὀφείλομεν γὰρ λογισμοὺς καθαίρειν, καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ». (Νὰ ἀπομακρύνουμε κάθε ἐμπόδιο τὸ ὁποῖο στέκεται μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φροντίζουμε μὲ ταπείνωση νὰ προχωροῦμε στὴν Θεία γνώση· στὴν ἐμπειρία δηλαδή, τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ).
Ἐκεῖνο ποὺ ἀξίζει νὰ προσέξουμε μεταξὺ τῶν πολλῶν, πολὺ σπουδαίων ποὺ μᾶς παρουσιάζει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας, εἶναι τρία πράγματα: εἶναι ἡ προσευχή, εἶναι ἡ διάκριση, εἶναι καὶ ἡ νήψη. Γιατὶ αὐτὰ ἀκριβῶς, εἶναι ἀναγκαιότατα γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα, ἡ προσευχή. Ὅσοι καταφεύγουν στὸν Θεό, λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, νὰ μὴν ἀμελοῦν τὸν ἀγώνα τῆς προσευχῆς, ἔστω καὶ ἄν Αυτός -ὁ Θεὸς δηλαδὴ- ἀναβάλλει γιὰ λίγο τὴ χορήγηση τοῦ ζητουμένου. Ἔτσι φαίνεται, ὅτι ἀναβάλλει ἀλλὰ ὁ Θεὸς γνωρίζει πότε πρέπει νὰ δώσει τὸ κάθε τὶ στὸν καθένα μας. Γιατὶ ὁπωσδήποτε, λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Θεὸς θἀ τοὺς ἀκούσει αὐτοὺς ποὺ προσεύχονται, ἐπειδὴ εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἀνεξάντλητος σὲ ἔλεος καὶ εὐσπλαχνία. Διαβάζουμε πάλι, στὴ συλλογὴ Φῶς στὰ φῶτα: «Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων: τίποτε ἄλλο δὲν ἀνατρέπει τὰ καταχθόνια ἔργα τῶν δαιμόνων τόσο ὅσο ἡ προσευχή. Γι΄ αὐτὸ καὶ κάνουν τὰ πάντα γιὰ νὰ μὴν προσευχηθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ὅταν δοῦν ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ προσευχηθεῖ, ξεσηκώνουν μύριους πειρασμούς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν προσευχηθεῖ».
Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ κλειδὶ τοῦ οὐρανοῦ, λέγει ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος. Ἀνεβαίνει ἡ δέηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ κατεβαίνει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὅποιος προσεύχεται ξέρει νὰ ζήσει. Ἐνῷ ἡ ἁμαρτία σὲ κάνει νὰ μὴν προσεύχεσαι, ἡ προσευχὴ θὰ σὲ κάνει νὰ μὴν ἁμαρτάνεις. Γι΄ αὐτό, οἱ ἄνθρωποι ποὺ κυριεύονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ διάφορα πάθη, δὲν ἔχουν διάθεση νὰ προσευχηθοῦν, ἐνῷ αὐτοὶ ποὺ προσεύχονται δὲν ἁμαρτάνουν. Ὅποιος ἀγαπᾶ λίγο, προσεύχεται λίγο. Ὅποιος ἀγαπᾶ πολύ, προσεύχεται πολύ, λέγει πάλι ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος. Γι΄ αὐτό, καὶ εἶναι ἕνα μέτρο καὶ ἕνας δείκτης τῆς πνευματικότητας τοῦ ἀνθρώπου τὸ πόσο προσεύχεται. Ὅσο πιὸ τέλεια προσέχεις τὴν διάνοιά σου, λέγει ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος, τόσο περισσότερο μὲ πόθο θὰ προσευχηθεῖς στὸν Ἰησοῦ. Ὅσο πάλι ἀμελεῖς τὴν διάνοιά σου, τόσο περισσότερο θὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ θὰ μετεωρίζεσαι. Ὅποιος δὲν ἔχει προσευχὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς, αὐτὸς εἶναι σὰν νὰ πηγαίνει στὸν πόλεμο χωρὶς ὅπλο. Προσευχὴ ἐννοῶ ἐκείνη ποὺ γίνεται ἀκατάπαυστη στὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ὥστε μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ, ὁ σατανὰς ποὺ πολεμᾶ κρυφὰ νὰ μαστιγώνεται καὶ νὰ καίγεται. Ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, « Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους». (Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, μὲ τὴν ἐπίκλησή Του, νὰ μαστιγώνεις τοὺς ἐχθρούς, τοὺς δαίμονες).
Ἡ εὐχή, λέγει πάλι ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος, ἔχει ἀνάγκη τῆς νήψεως, ὅπως τὸ λυχνάρι γιὰ νὰ φωτίσει ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ φυτίλι. Ὁ ἥλιος περνῶντας πάνω στὴν γῆ κάνει τὴν ἡμέρα. Καὶ τὸ ἅγιο καὶ σεβάσμιο ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ὅταν λάμπει συνεχῶς μέσα στὴν διάνοια, θὰ γεννήσει ἀναρίθμητες ἔννοιες, λαμπρὲς σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ φωτισμένο νοῦ ποὺ ἐκλάμπει τὶς μαρμαρυγὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὴν προσευχή, λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, πρέπει πρῶτα νὰ δοξολογεῖς τὸν Θεό. Δεύτερον, νὰ τὸν εὐχαριστεῖς γιὰ τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ ἔκανε. Τρίτον, νὰ ἐξομολογεῖσαι γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου μὲ συντριβή καὶ τέταρτον, νὰ ζητᾶς ἐκεῖνα ποὺ εἶναι γιὰ τὴν σωτηρία σου. Καὶ ἔτσι, μὲ προσευχὴ καὶ νήψη καὶ διάκριση, θὰ ἀξιωθοῦμε τῆς Βασιλείας τοῦ Καὶ ἔτσι, μὲ προσευχὴ καὶ νήψη καὶ διάκριση, θὰ ἀξιωθοῦμε τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Χάριτος Αὐτοῦ.
Τῷ δὲ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου