Ὅπως γνωρίζετε, διαβάζουμε ἀπό τόν Ἅγιο Σιλουανό καί κατά δύναμη ἑρμηνεύουμε. Καί εἴμαστε στό 7ο κεφάλαιο, πού εἶναι τά εἴδη τῆς φανατασίας καί ὁ ἀγώνας ἐναντίον της. Καί εἴχαμε πεῖ, ὅτι οἱ Ἅγιοι μᾶς ἀποτρέπουν ἀπό τήν χρήση τῆς φανατασίας. Μᾶς συνιστοῦν δηλαδή νά νεκρώνουμε, νά ἀπενεργοποιοῦμε τήν φαντασία. Νά μήν τήν χρησιμοποιοῦμε ἤ, ἄν θέλετε, νά τήν σταυρώνουμε, ὅπως χρησιμοποιοῦν αὐτή τήν ἔκφραση οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Γιατί ἡ φαντασία, στήν ὅποια μορφή της, τελικά εἶναι ἐμπόδιο στήν καθαρή προσευχή.
Καί μᾶς εἶχε μιλήσει ὁ π. Σωφρόνιος γιά τά τέσσερα εἴδη τῆς φαντασίας. Τό πρῶτο εἶδος πού συνδέεται μέ τά χονδρά σαρκικά πάθη, τό εἶδος τό ἄλλο πού συνδέεται μέ τήν ὀνειροπόληση, αὐτό πού λέγεται ρεμβασμός, τό τρίτο εἶδος πού συνδέεται μέ τήν λεγόμενη «δημιουργική φαντασία», πού ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τήν φαντασία του γιά νά λύσει κάποια πρακτικά προβλήματα καί τέλος, τό τέταρτο εἶδος, πού λέγεται θεολογική δημιουργία, προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς φαντασίας νά φανταστεῖ τόν Θεό, νά πλησιάσει τόν Θεό. Καί τά τέσσερα εἴδη εἶναι ἐπικίνδυνα καί ἀπορριπτέα, τό λέμε ἔτσι ἀπερίφραστα. Ὅσο κι ἄν δίνουμε ὡραῖα ὀνόματα, ἡ φαντασία δέν βοηθάει στό νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό. Ἀντίθετα μπορεῖ νά γίνει καί ὄχημα τῶν δαιμόνων, δηλαδή νά περάσει δαιμονική ἐνέργεια μέσω τῆς φαντασίας μέσα στόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί ὅλοι οἱ πλανεμένοι καί οἱ θρησκεῖες πού πλανοῦν -καί ὅλες πλανοῦν ἐκτός ἀπό τήν Ὀρθοδοξία- χρησιμοποιοῦν τήν φαντασία.
«Ἡ δημιουργική ἰδέα τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται καί ὑλοποιεῖται στόν κόσμο». Δηλαδή ὁ Θεός πραγματοποίησε τήν ἰδέα του στόν κόσμο καί δημιουργήθηκε ὁ κόσμος. Ἀπό τόν Θεό δημιουργήθηκε φυσικά, ὁ ὁποῖος εἶναι Νοῦς, ὁ ὁποῖος συνέλαβε τήν ἰδέα αὐτή καί τήν ἔκανε πράξη καί ἔχουμε τόν κόσμο αὐτόν. «Ἡ κτιστή ἐλευθερία ὅμως», ἡ δική μας ἐλευθερία ἡ κτιστή, ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία, «πορεύεται ἀντίστροφο δρόμο: Ἀναζητεῖ τόν Ἴδιο τόν Θεό, στόν Ὁποῖο βρίσκεται τό ἄκρο τέλος της καί ἡ ἔσχατη ἔννοια τῆς ὑπάρξεώς της»[1]. Δηλαδή ὁ Θεός πραγματοποίησε τήν δημιουργική Του ἰδέα καί ἔφτιαξε τόν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν πάει ἔτσι. Δέν φτιάχνει μιά ἰδέα καί μετά τήν πραγματώνει, δηλαδή συλλαμβάνει τόν Θεό μέσα του καί μετά Τόν φτιάχνει κατά κάποιο τρόπο, Τόν βρίσκει, ἀλλά πηγαίνει κατευθείαν στόν Θεό χωρίς νά φτιάχνει στόν νοῦ του κάποια πράγματα, φαντάσματα τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ σκοπός τοῦ κτιστοῦ κόσμου δέν βρίσκεται στήν ἴδια τήν ὕπαρξή του καί γιά χάρη της, στή μορφή καί στόν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς του, ἀλλά στή γνώση τοῦ Κτίστου καί στή θέωση τοῦ κτίσματος»[2]. Καί γιατί ὑπάρχει ὁ κόσμος, μέ ἁπλά λόγια νά τό ποῦμε; Δέν ὑπάρχει γιά νά ὑπάρχει αὐτός καθεαυτός. Δέν εἶναι αὐθύπαρκτος. Οὔτε εἶναι ἀρκετός ὁ κόσμος, δέν εἶναι θεός ὁ κόσμος. Ἀλλά ὑπάρχει γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν γνώση τοῦ Κτίστη, τοῦ Θεοῦ δηλαδή, καί γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν θέωση. Νά μᾶς βοηθήσει νά ὁδηγηθοῦμε στήν θέωση. Γιατί ὁ ἄνθρωπος βλέποντας τήν τελειότητα, τήν ἁρμονία, τήν ὀμορφιά, τήν δύναμη, τήν σοφία πού ὑπάρχει μέσα στόν κόσμο, ἀπό ἐκεῖ καταλαβαίνει ὅτι κάποιος Δημιουργός ὑπάρχει πού ἔχει φτιάξει αὐτό ὅλο τό πράγμα τό τέλειο! Καί ἀνάγεται ἑπομένως ἀπό τόν κόσμο στόν Δημιουργό, ἀπό τά κτίσματα, στόν Κτίστη. Γι’ αὐτό ὑπάρχει ὁ κόσμος.
«Ἡ αἰτία τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου εἶναι τό ξεχείλισμα τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ». Ἀπό ἀγάπη ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν κόσμο. Δέν ὑπάρχει ἄλλος λόγος. «Καί καθόλου ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Λόγου», ὅπως λένε ἴσως κάποιοι πλανεμένοι, δηλαδή ὅτι χρειαζόταν ὁ κόσμος, ὥστε μετά νά μπορέσει νά σαρκωθεῖ ὁ Υἱός καί Λόγος. Νά πάρει ἀπό τόν κόσμο δηλαδή ὕλη καί νά σαρκωθεῖ. Ὄχι, καθόλου. Ὁ Θεός δέν ὑπόκειται σέ καμία ἀναγκαιότητα. «Μέ ἄλλα λόγια, ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου δέν ἦταν διόλου ἀπαραίτητη γιά τόν Ἴδιο τόν Λόγο καί ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου δέν ἦταν ἁπλῶς προκαταρκτική πράξη γιά τήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ»[3]. Δέν χρειαζόταν δηλαδή γιά νά σαρκωθεῖ ὁ Λόγος, νά ἔχουμε τόν Χριστό, νά προϋπάρξει ὁ κόσμος.
«Ἡ συγκατάβαση τοῦ Λόγου δέν εἶναι ἔνδειξη γιά τήν αὐτάρκη ἀξία τοῦ κόσμου. Τό τέλος ἤ ἡ ἔννοια τῆς Θείας συγκαταβάσεως ἀποκαλύπτεται στό ἴδιο τό ὄνομα πού πῆρε ὁ Θεῖος Λόγος πού σαρκώθηκε ταπεινά: Ἰησοῦς-Σωτήρας»[4]. Γιατί συγκαταβαίνει ὁ Θεός καί γίνεται ἄνθρωπος; Μᾶς τό ἀποκαλύπτει τό ὄνομά Του: γιά νά μᾶς σώσει. Ἰησοῦς-Σωτήρας. Καί ὄχι γιά νά μᾶς δείξει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι αὐτάρκης. Κάθε ἄλλο.
«Ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ ἰδεατός κόσμος, δηλαδή ὁ κόσμος τῶν ἰδεῶν». Ξέρετε, ὑπῆρχε ἡ θεωρία, καί ὑπάρχει ὡς γνώση φιλοσοφική, ἡ θεωρία τοῦ Πλάτωνα, ἡ θεωρία τῶν ἰδεῶν, ὅτι ἐκτός ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, ὑπάρχει καί ἕνας ἄλλος κόσμος, τῶν ἰδεῶν. Καί μᾶς λέει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος, ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι αὐτός ὁ ἰδεατός κόσμος, οὔτε ὑπάρχει αὐτός ὁ κόσμος τῶν ἰδεῶν∙ ὑπάρχει μόνο στήν θεωρία τοῦ Πλάτωνα. «Ἡ μορφή τοῦ ἐμπειρικοῦ ὄντος δέν εἶναι ὑλοποίηση τοῦ θεϊκοῦ ἰδεατοῦ κόσμου, τέτοια, πού χωρίς αὐτήν θά παρουσιαζόταν τό Θεῖο Ὄν ὡς ἐλλιπές ἤ ἀτελές»[5]. Δηλαδή αὐτά πού ὑπάρχουνε δέν εἶναι ὑλοποιήσεις τῶν ἰδεῶν, τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν, ἀλλά εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ ἀνθρώπινη δημιουργικότητα πού στρέφεται πρός τόν κόσμο, ζητεῖ νά ὑλοποιήσει τήν ἰδέα της, χωρίς τήν ὁποία θά ἔμενε ἀνεκπλήρωτη ἡ ἀποπεράτωσή της». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος στρέφεται πρός τόν κόσμο, προσπαθεῖ νά ὑλοποιήσει τίς ἰδέες πού ἔχει. Καί ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ὑλοποίηση, θά ἔμενε ἀνεκπλήρωτη ἡ ἀποπεράτωση τῆς ἰδέας. «Στό Θεῖο Ὄν ὅμως ἡ σάρκωση δέν μπορεῖ νά εἶναι τό στάδιο μιᾶς θεογονικῆς πορείας, δηλαδή τελείωση μιᾶς ἐξελίξεως στήν Ἴδια τήν Θεότητα, καί συνεπῶς ἀναγκαία γιά τόν Ἴδιο τόν Θεό γιά τήν ἀποτελείωση τοῦ Εἶναι Του»[6]. Δηλαδή ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ, νά τό ποῦμε μέ ἁπλά λόγια, δέν εἶναι μιά ἐξέλιξη μέσα στόν Θεό, ὅπως ἔχουμε στίς θεογονίες τῶν ἀρχαίων θρησκειῶν καί τίς διάφορες μυθολογίες. Δέν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα στόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι ἀναλλοίωτος.
«Αὐτή, μέ λίγα λόγια, εἶναι ἡ δογματική βάση τῆς πνευματικῆς προσευχῆς», λέγει ὁ π. Σωφρόνιος. Ἡ πνευματική προσευχή, ἡ καθαρή προσευχή δηλαδή, μέ ἁπλά λόγια, δέν πρέπει νά ἔχει καθόλου μέσα της φαντασία. «Δέν εἶναι ἡ πνευματική προσευχή -λέει- οὔτε καλλιτεχνική δημιουργία», ὁ καλλιτέχνης τί κάνει μέ τήν φαντασία του; Δημιουργεῖ πρῶτα μέσα του αὐτό πού θέλει νά φτιάξει καί μετά τό ὑλοποιεῖ μέ τά ὑλικά πού χρησιμοποιεῖ. «Οὔτε ἡ πνευματική προσευχή εἶναι ἐπιστημονική ἐργασία», γιατί πάλι καί ὁ ἐπιστήμονας ἔχει κάποια δεδομένα ἀπό τόν κτιστό κόσμο καί προσπαθεῖ νά τά συνθέσει, νά τά ἀναλύσει, νά φτιάξει μιά θεωρία ἡ ὁποία θά ἐπαληθεύεται ἀπό αὐτά τά δεδομένα, νά ἀποδείξει ὅτι εἶναι ἀληθινή ἡ θεωρία του∙ δέν εἶναι τέτοιο πράγμα ἡ πνευματική προσευχή. «Οὔτε πάλι εἶναι φιλοσοφική ἔρευνα καί στοχασμός». Γιατί καί ἡ φιλοσοφία τί κάνει; Μέ βάση τήν λογική προσπαθεῖ νά προχωρήσει, νά στοχαστεῖ ὁ φιλόσοφος καί νά καταλήξει σέ κάποια συμπεράσματα, πάντα μέ βάση τήν λογική. «Οὔτε εἶναι ἀφηρημένη διανοητική θεολογία. Ἡ πνευματική ζωή δέν ἀποτελεῖ ἱκανοποίηση τῶν συναισθηματικῶν μας ἐπιδιώξεων μέ τήν πραγματοποίησή τους, δηλαδή μέ τήν ἐνσάρκωσή τους σέ βιώματα ἤ ὑλοποιημένες μορφές, π.χ. στήν τέχνη»[7]. Δεν εἶναι ἡ πνευματική ζωή νά μπορέσουμε νά ἀποτυπώσουμε τά συναισθήματά μας, λ.χ. στήν μουσική.
«Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν διάφορες μορφές ἐκδηλώσεως τῆς φανταστικῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλες μποροῦν νά τοποθετηθοῦν ψηλότερα καί ἄλλες χαμηλότερα· μπορεῖ δηλαδή νά γίνει μιά ἀξιολογική ἱεράρχηση αὐτῶν τῶν μορφῶν. Ὅμως, ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν ἐκδηλώσεις τῆς φανταστικῆς ἐνέργειας, πού πρέπει νά τίς ξεπεράσουμε, γιατί ἀλλιῶς εἶναι ἀδύνατον νά φθάσουμε στήν τέλεια προσευχή, τήν αὐθεντική θεολογία καί τήν ἀληθινά θεάρεστη ζωή.
Συνεπῶς, αὐτή εἶναι ἡ ὁδός τοῦ ὀρθόδοξου ἀσκητῆ: Ζητεῖ τόν Ποιητή του Θεό στό ὑπερβατικό Εἶναι Του»[8]. Ἀναζητεῖ τόν Θεό χωρίς ἰδέες, χωρίς φαντασίες, χωρίς νά Τόν συνδέει μέ αὐτά πού βλέπει γύρω του, πού ἀκούει, ἀπό ὅλα τά κτιστά. Γιατί δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Αὐτό εἶναι βασικό δόγμα τῆς πίστεώς μας. Καμιά ἀναλογία. Γι’ αὐτό χρειάζεται νά ἀπελευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος πού κάνει προσευχή ἀπό ὅλα τά κτιστά, ἀπό ὅλες τίς φαντασίες καί ἀπό ὅλα τά πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Νά μήν προσπαθεῖ νά συλλάβει τόν Θεό μέ εἰκόνες, χρησιμοποιώντας εἰκόνες καί πράγματα πού εἶναι ἀπό τόν κτιστό κόσμο. Δέν ἔχει καμιά σχέση ὁ Θεός μέ αὐτά πού βλέπουμε γύρω μας ἤ πού ἀκοῦμε ἤ πού ἔχουμε στόν νοῦ μας ὡς ἰδέες, ὡς φαντασίες.
«Γι’ αὐτό στήν πράξη τῆς νοερᾶς προσευχῆς -ὁ ἀσκητής καί ὁ προσευχόμενος χριστιανός- ἀγωνίζεται ἐναντίον μυριάδων εἰκόνων κάθε εἴδους∙ ἐναντίον τῶν ἐποπτικῶν, ὅσων ἔχουν δηλαδή τήν α΄ ἤ β΄ ἐξωτερική μορφή, περίγραμμα, ἔκταση στό χῶρο, τόν χρόνο, χρῶμα κ.λ.π., καί ἐναντίον τῶν διανοητικῶν (εἰκόνων), δηλαδή τῶν ἐννοιῶν». Καί ἐναντίον αὐτῶν ἀγωνίζεται. Ἀγωνίζεται ἐναντίον τους «γιά νά προσεύχεται γυμνός ἀπό καθετί κτιστό στόν Θεό «ἐνώπιος Ἐνωπίῳ», πρόσωπο πρός Πρόσωπο»[9]. Χωρίς ἔννοιες δηλαδή θά πρέπει νά εἶναι ἡ προσευχή καί χωρίς εἰκόνες. Χωρίς διαστήματα, χωρίς χρώματα, χωρίς σχήματα.
«Ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο καί ἡ δημιουργία αὐτή ἀκολουθεῖ τόν δρόμο τῆς συγκαταβάσεως. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, πού πορεύεται πρός τόν Θεό, πορεύεται τόν δρόμο τῆς ἀναβάσεως». Ὁ Θεός συγκαταβαίνει στόν κόσμο καί παίρνει τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει πρός τόν Θεό «καί στήν ἀνάβασή του αὐτή ἀπό τήν κτίση πρός τόν Θεό, ὁ ἀσκητής δέν ἀρνεῖται τήν πραγματικότητα καί τήν ἀξία τῆς κτίσεως», δέν ἀπαξιώνει τήν ὕλη, τήν κτίση, «ἀλλά ἁπλῶς δέν τήν ἀπολυτοποιεῖ καί δέν τήν θεοποιεῖ· δέν τῆς προσδίδει αὐτοσκοπό καί αὐτοαξία»[10]. Αὐτό πού εἶπε προηγουμένως, ὅτι ὁ κόσμος δέν ὑπάρχει, δέν ἔχει ἀξία αὐτός καθεαυτός, ἀλλά ἔχει ἀξία διότι μᾶς ὁδηγεῖ στόν Θεό καί στήν θέωση. Μᾶς βοηθάει στήν προσπάθεια τοῦ καθ’ ὁμοίωση, νά πραγματώσουμε τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς μας.
«Ὁ Θεός ἔκανε τόν κόσμο, ὄχι γιά νά ζήσει ὁ Ἴδιος τήν ζωή τῆς κτίσεως, ἀλλά γιά νά κοινωνήσει ἡ λογική κτίση στήν Θεία Του ὕπαρξη». Γιά νά μᾶς βοηθήσει δηλαδή, ἐμᾶς τά λογικά ὄντα, τούς ἀνθρώπους, νά κοινωνήσουμε μαζί Του. Γι’ αὐτό ἔφτιαξε τόν κόσμο. «Ὅταν ὁ λογικός ἄνθρωπος δέν πετύχει τή θέωση, πού δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ χωρίς τήν μετοχή του, τότε ἐξαφανίζεται καί ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεώς του»[11]. Εἶναι δηλαδή σάν νά μήν ὑπάρχει. Δέν ἔχει ἔννοια ὑπάρξεως πλέον ὁ ἄνθρωπος, ἐάν δέν πετύχει τήν θέωση, τήν ἕνωση μέ τόν ἄκτιστο Θεό.
«Ἡ συνείδηση τοῦ μεγαλείου τῆς κλήσεώς του, ἑνωμένη μέ τή θέα τῆς θείας δημιουργίας, γεννᾶ στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μεγάλο θαυμασμό μπροστά στόν Ποιητή τῶν ὅλων, ἀλλά συγχρόνως καί τελείως ρεαλιστική ἀντίληψη γιά κάθε πράγμα τοῦ κόσμου»[12]. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει συλλάβει τήν ἔννοια τῆς ὑπάρξεώς του, γιατί ὑπάρχει, ἔχει πιστέψει στόν Χριστό, ξέρει γιατί ὑπάρχει καί μετά, ἀφενός μέν μένει ἔκθαμβος μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς προσφορᾶς τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί θαυμάζει καί λατρεύει καί εὐχαριστεῖ καί εὐγνωμονεῖ τόν Θεό, ἀφετέρου τοποθετεῖται σωστά καί ἀπέναντι στά κτίσματα. Δέν τά θεοποιεῖ, δέν τά ἀπολυτοποιεῖ, δέν τούς δίνει ἀξία, ἀλλά καταλαβαίνει ὅτι αὐτά εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ ὑπηρετικά τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο πλάστηκε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Δηλαδή ὑπηρετικά τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
«Ταυτοχρόνως ὅμως, ἡ ἴδια συνείδηση ὁδηγεῖ στήν ἀπόσπαση ἀπό κάθε κτιστό γιά χάρη τῆς θεωρίας τοῦ Μόνου Θεοῦ»[13]. Καί ἀφοῦ τοποθετεῖται σωστά ἀπέναντι στά κτίσματα, καταλαβαίνει ὅτι γιά νά κοινωνήσει μέ τόν Θεό, πρέπει νά ἀποσπαστεῖ ἀπό τά κτίσματα. Καί ἀποσπᾶται γιά χάρη τῆς θεωρίας τοῦ Μόνου Θεοῦ.
«Αὐτή ἡ ἀπόσπαση δέν σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ πραγματικοῦ κτιστοῦ εἶναι, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀπόρριψης ἤ τῆς ἀρνήσεώς του σάν φαντάσματος». Φεύγει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά κτίσματα ὄχι γιατί τά περιφρονεῖ, ἤ τά ἀπορρίπτει ἤ τά ἀρνεῖται σάν φαντάσματα. Ὄχι δέν εἶναι φαντάσματα, ὑπάρχουν αὐτά. Ἀλλά τά ἀπαρνεῖται, γιά νά πλησιάσει, γιά νά βρεῖ τόν Θεό. «Ἡ ἀπόσπαση αὐτή δέν εἶναι ποιητική ἤ φιλοσοφική ἀεροβασία στή σφαίρα τῶν ὑψηλῶν καί ὡραίων μορφῶν ἤ τῶν «καθαρῶν» ἰδεῶν, ὅσο ψηλά καί νά βρίσκονται ἀξιολογικά αὐτές». Ὅταν λέμε ὅτι ἀποσπᾶται ἀπό τά κτίσματα ὁ ἄνθρωπος, δέν σημαίνει ὅτι ἀνεβαίνει σ’ ἕναν κόσμο ἰδεῶν, ὡραίων μορφῶν, κάπου ἀλλοῦ. Ὄχι. «Ἡ ἀπόσπαση ἤ ἡ ἀποχή ἀπό ὅλα κατά τήν πνευματική προσευχή εἶναι συνέπεια τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἐφέσεως γιά τόν ζωντανό καί ἀληθινό Θεό». Ἀπό τόν πόθο γιά τόν Θεό, ὁ ἄνθρωπος μετά ξεχνάει καί ἀποκολλᾶται ἀπ’ ὅλα τά γήινα. «Προέρχεται ἀπό τήν ἀπέραντη ἀγάπη γιά Αὐτόν καί ἀπό τήν κλήση μας νά ζοῦμε κοντά σ’ Αὐτόν, πού εἶναι ὁ Αὐτοσκοπός καί ἡ Αὐτοαξία»[14]. Ὁ Θεός εἶναι Αὐτοσκοπός καί εἶναι Αὐτοαξία. «Ὁ Θεός Φῶς ἐστι καί σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία»[15]. Δέν ὑπάρχει καθόλου σκοτάδι στόν Θεό. Ἐνῶ ἡ φαντασία, τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου λειτουργοῦν ὡς σκότος γιά τόν ἄνθρωπο ὅταν ὁ ἄνθρωπος κολλάει σ’ αὐτά καί δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό. Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι κολλημένοι στά χρήματα, ὅπως ὁ πλούσιος νεανίσκος τῆς σημερινῆς περικοπῆς, πού εἴπαμε δέν τήν διαβάσαμε γιατί εἶναι τῆς Παναγίας, συνέπεσε σήμερα καί τῆς Παναγίας, ὅμως ἄν τήν διαβάζαμε, θά βλέπαμε ἐκεῖ, ὅτι αὐτός ὁ νέος εἶχε τίς προϋποθέσεις νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, νά γίνει Ἀπόστολος! Θά γινότανε 13ος Ἀπόστολος. Ἀλλά ἐπειδή εἶχε φιλαργυρία, δέν τά κατάφερε! Ἐνῶ εἶχε ἄλλες ἀρετές, πολλές ἀρετές! Καί τό ὁμολόγησε κιόλας, ὅτι «ὅλα τά ἔχω φυλάξει ἀπό τήν νεότητά μου!»[16]. Καί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, ἕνα σοῦ λείπει μόνο: πούλα τά ὑπάρχοντά σου καί ἀκολούθησέ Με! Αὐτό τό πάθος λειτούργησε ὡς σκότος καί ἐνῶ μέχρι τότε ἤτανε ὅπως ἤτανε τέλος πάντων, μέ διάθεση νά πλησιάσει τόν Θεό, μέ ἔφεση, μετά ἐσκυθρώπασε! Ἔπεσε σκοτάδι καί στό πρόσωπό του. Βλέπουμε πῶς τά πάθη, ἡ φαντασία, τά πάθη συνδέονται μέ τήν φαντασία, ἡ φιλαργυρία συνδέεται μέ τήν φαντασία τοῦ πλούτου, τοῦ χρήματος, τῶν ἀπολαύσεων πού συνεπάγεται τό χρῆμα. Ὅλα αὐτά λειτουργοῦν ὡς σκοτάδι. Καί αὐτά εἶναι ἑπομένως ἐμπόδιο στό νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό.
«Γιά τόν ἁπλό καί ταπεινό πιστό ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἐξουσία τῆς φαντασίας ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀκέραια καί διακαή ἐπιθυμία νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τόσο ἁπλό, καί συνάμα τόσο «ἀποκεκρυμμένον ἀπό σοφῶν καί συνετῶν»[17], πού δέν ὑπάρχει δυνατότητα νά ἐξηγηθεῖ μέ λόγια»[18]. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν κάνει φαντασίες. Ἀλλά τί λέει; Νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή μου. Καί προχωράει ἔτσι ἁπλά, πολύ ἁπλά! Οὔτε φτιάχνει μέσα του εἰκόνες γιά τό μέλλον, πῶς θά εἶναι, τί θά ἀντιμετωπίσω, πῶς θά τό ἀντιμετωπίσω, τί θά κάνω.. Τίποτα! Ἀφήνεται στόν Θεό καί λέει, Θεέ μου, γενηθήτω τό θέλημά Σου καί μετά δέχεται ὅ,τι τοῦ δίνει ὁ Θεός.
«Στήν ἀναζήτηση αὐτή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ περικλείεται καί ἡ «ἀποταγή» τοῦ κόσμου»[19]. Ὁ χριστιανός πρέπει νά ἀποταχθεῖ τόν κόσμο. Ὄχι μόνο ὁ μοναχός -μιλᾶμε γιά τήν μοναχική ἀποταγή- ἀλλά αὐτή τήν ἀποταγή ὅλοι πρέπει νά τήν κάνουμε. Δηλαδή τροπικά ὄχι τοπικά, ἀλλά τροπικά νά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο, ἀπό τήν νοοτροπία τοῦ κόσμου, ἀπό τήν προσκόλληση στά πράγματα τοῦ κόσμου, ἄν θέλουμε νά βροῦμε τόν Θεό, ν’ ἀναζητήσουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ ψυχή θέλει νά ζεῖ μέ τόν Θεό καί γι’ αὐτό «ἀποτάσσεται» τό θέλημα καί τήν φαντασία της, πού δέν μποροῦν νά δημιουργήσουν πραγματική ὕπαρξη, ἀλλά ἐμφανίζονται σάν σκότος ἐξώτερον»[20]. Τό θέλημα καί ἡ φαντασία. Αὐτά εἶναι τά ἐμπόδια τά ὁποῖα χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, λειτουργοῦν ὡς σκοτάδι. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἔχει τό δικό του θέλημα, δέν μπορεῖ νά βρεῖ τόν Θεό. Γιατί; Τό θέλημά του κατά κανόνα εἶναι ἀντίθετο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὅταν ὁ Θεός τοῦ δίνει αὐτά πού τοῦ δίνει, ἐκεῖνος ὄχι μόνο δέν εὐχαριστεῖ τόν Θεό, ἀλλά ἐξανίσταται, θυμώνει καί σκοτίζεται ἀκόμα περισσότερο, γιατί θεωρεῖ ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔχει βάλει στή θέση τοῦ Κυρίου τόν ἑαυτό του. Καί τό βλέπουμε αὐτό στήν καθημερινότητα πού λέμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον «κύριε τάδε», «κύριε τάδε». Ἐνῶ ἕνας εἶναι Κύριος. Κανονικά δέν πρέπει νά λέμε ἔτσι. Πρέπει νά ποῦμε, ὁ ἀδελφός τάδε, ἡ ἀδελφή τάδε. Κύριος εἶναι ἕνας! Ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι, εἴμαστε ὑποτακτικοί. Ὀφείλουμε νά μήν ἔχουμε δικό μας θέλημα. Τό λέμε ἄλλωστε στό Πάτερ ἡμῶν, ἀλλά πόσο τό κατανοοῦμε; «Γενηθήτω τό θέλημά Σου», λέμε συνέχεια στόν Θεό. Ἀλλά στήν πράξη λέμε, γενηθήτω τό θέλημά μου! Γι’ αὐτό καί ἀποκαλούμαστε κύριοι καί κυρίες.
Ἡ ψυχή λοιπόν πού θέλει νά ζήσει τόν Θεό, ἀποτάσσεται τό θέλημα καί ἀποτάσσεται καί τήν φαντασία, ἡ ὁποία εἴπαμε κι αὐτή σκοτίζει τόν ἄνθρωπο καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ καθαρά τόν Θεό. «Ὁ κόσμος τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας εἶναι κόσμος τῶν «φαντασμάτων» τῆς ἀλήθειας»[21], ὄχι τῆς ἀλήθειας, ἀλλά τῶν φαντασμάτων τῆς ἀλήθειας. Ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, ὑπάρχουν καί τά φαντάσματα τῆς ἀλήθειας, δηλαδή οἱ νομιζόμενες ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες εἶναι περιεχόμενα τῆς φαντασίας. Γι’ αὐτό χρειάζεται νά φύγει ἡ φαντασία, γιά νά φύγουν τά φαντάσματα τῆς ἀλήθειας καί νά βροῦμε τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Θεός.
«Αὐτός ὁ κόσμος εἶναι κοινός στούς ἀνθρώπους καί τούς πεσμένους ἀγγέλους», στούς δαίμονες δηλαδή. Εἶναι κοινός αὐτός ὁ κόσμος τῆς φαντασίας. «Γι’ αὐτό πολλές φορές ἡ φαντασία γίνεται ἀγωγός δαιμονικῆς ἐνέργειας»[22]. Οἱ δαίμονες δηλαδή μᾶς περνᾶνε τόν κόσμο τους μέσω τῆς φαντασίας, τόν κόσμο τῶν φαντασμάτων τῆς ἀλήθειας καί πλανοῦν τόν ἄνθρωπο. Ὁ πλανεμένος ἄνθρωπος ποιός εἶναι; Αὐτός πού δέχεται τίς φαντασίες ὡς ἀλήθεια. Δέχεται ἕνα ψέμα ὡς άλήθεια. Αὐτός δέν εἶναι ὁ πλανεμένος; Ἡ πλάνη εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀστοχία τοῦ νά δεῖ κανείς τήν ἀλήθεια. Καί ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν πολεμάει τήν φαντασία, εἶναι ἀνοικτός στίς δαιμονικές πλάνες.
Ὁ κόσμος λοιπόν αὐτός τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας πρέπει νά φύγει, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό ἐμᾶς. «Τόσο οἱ δαιμονικές εἰκόνες ὅσο καί αὐτές πού ἐπινοεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, μποροῦν νά ἐπιδροῦν στούς ἀνθρώπους μετασχηματίζοντάς τους ἤ μεταμορφώνοντάς τους». Οἱ δαιμονικές εἰκόνες καί αὐτές πού φτιάχνει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, οἱ φανταστικές, τούς μετασχηματίζουν τούς ἀνθρώπους, τούς μεταμορφώνουν. «Ἕνα πάντως εἶναι ἀναπόφευκτο: Κάθε εἰκόνα, εἴτε δημιουργημένη ἀπό τόν ἄνθρωπο εἴτε ἐμπνευσμένη ἀπό τούς δαίμονες, πού γίνεται δεκτή ἀπό τήν ψυχή, διαστρέφει τήν πνευματική μορφή τοῦ ἀνθρώπου τοῦ κτισμένου κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση Θεοῦ»[23]. Καί ἐνῶ ἡ ψυχή καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση Θεοῦ, ὅταν δέχεται αὐτές τίς φανταστικές εἰκόνες γίνεται κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τῆς εἰκόνας πού δέχτηκε! Ἀλλοιώνεται καί φυσικά διαστρέφεται.
«Ἡ φανταστική ἐνέργεια ὁδηγεῖ, στήν ἔσχατη ἐξέλιξή της, σέ αὐτοθέωση τοῦ κτίσματος». Νά γιατί οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες λένε, «ἐσύ εἶσαι θεός»! Ἡ φαντασία τους τό λέει αὐτό! Ἡ ἔσχατη ἐξέλιξη τῆς φαντασίας εἶναι ἡ αὐτοθέωση. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή, ὅταν ἀφεθεῖ στήν φαντασία του, τελικά-τελικά θά φτάσει στήν ἰδέα, τήν φανταστική ἰδέα, τήν ψεύτικη ἰδέα, ὅτι εἶναι θεός. Ὅτι αὐτός εἶναι ὁ θεός, δέν ὑπάρχει θεός ἄλλος! Ἐγώ εἶμαι ὁ θεός.. «στήν ἀναγνώριση δηλαδή θείας ἀρχῆς στήν ἴδια τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δηλαδή εἶναι θεός. «Καί ἀπό αὐτόν τόν λόγο ἡ φυσική θρησκεία, δηλαδή ἡ θρησκεία τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ, ἀποκτᾶ μοιραίως πανθεϊστικό χαρακτήρα»[24]. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος πλέον πού ἀφήνεται στήν φαντασία του, θά φτιάξει μιά θρησκεία πού θά εἶναι πανθεϊστική, δηλαδή καθετί εἶναι θεός! Ἀκριβῶς αὐτό λένε οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες, ὅτι ὅλα εἶναι θεός.. καί ἐσύ εἶσαι θεός καί ὅλα εἶναι θεός! Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ἡ φαντασία.
«Καί οἱ ἀνθρώπινες καί οἱ δαιμονικές εἰκόνες ἔχουν δύναμη συχνά πολύ μεγάλη, ὄχι βέβαια γιατί εἶναι δημιουργικές καθεαυτές μέ τήν σωστή ἔννοια τῆς λέξεως, ὅπως ἡ θεία δύναμη πού κτίζει ἀπό τό μηδέν, ἀλλά ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη θέληση κλίνει μέ τό μέρος τους, καί ἔτσι μέ τήν ὑποταγή της μορφοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτές τίς εἰκόνες»[25]. Δηλαδή ὑπάρχει ἡ εἰκόνα, καί ἄν ἀφήσει ὁ ἄνθρωπος τήν θέλησή του νά κλίνει πρός τήν εἰκόνα, νά τήν ἀποδεχθεῖ, μορφοποιεῖται μετά, διαμορφώνεται ὁ ἄνθρωπος, μέ βάση αὐτή τήν εἰκόνα πού δέχτηκε. Καί αὐτό δηλαδή δείχνει τήν μεγάλη δύναμη πού ἔχουν αὐτές οἱ φανταστικές εἰκόνες.
«Ὁ Κύριος, ὅμως, ἀπελευθερώνει ἀπό τήν ἐξουσία τῶν παθῶν καί τῆς φαντασίας, ὅσους μετανοοῦν. Καί ὅποιος χριστιανός ἀπελευθερωθεῖ ἀπό αὐτά, ἀψηφᾶ τήν δύναμη τῶν φανταστικῶν εἰκόνων»[26]. Ἐνῶ ὁ ἄλλος πού τίς δέχεται, μπορεῖ νά φτάσει καί νά τρελαθεῖ ἀκόμα! Χάνει πλέον τό καθεαυτό εἶναι του, πού εἶναι τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση καί πλάθεται ἀνάλογα μέ τήν εἰκόνα τήν ὁποία δέχεται μέσα του.
«Ἡ ἐξουσία τοῦ κοσμικοῦ κακοῦ πάνω στόν ἄνθρωπο εἶναι κολοσσιαία καί κανένας ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ δέν μπορεῖ νά τή νικήσει χωρίς τόν Χριστό καί ἔξω ἀπό Αὐτόν. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Ἰησοῦς-Σωτήρας μέ τήν κύρια καί μοναδική σημασία τῆς λέξεως. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη τοῦ ὀρθόδοξου ἀσκητῆ -καί χριστιανοῦ- καί γι’ αὐτό ἡ προσευχή τῆς νοερᾶς ἡσυχίας γίνεται μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπ’ ὅπου πῆρε καί τήν ὀνομασία αὐτή ἡ προσευχή, «προσευχή τοῦ Ἰησοῦ»»[27]. Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό κοσμικό κακό, ἀπό τίς δαιμονικές εἰκόνες καί ἀπό αὐτές τίς εἰκόνες καί φαντασίες πού φτιάχνει καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή σταυρώνεται ἡ φαντασία καί ὁ ἄνθρωπος πλέον μέ καθαρό τόν νοῦ, χωρίς ἰδέες, χωρίς φαντασίες, χωρίς σχήματα, χωρίς ἔννοιες, προσεύχεται. Καί βρίσκει πλέον τήν ἀλήθεια καί ὄχι φαντάσματα τῆς ἀλήθειας, ὄχι πλάνες.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[3] Ὅ.π.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[10] Ὅ.π.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Α΄Ἰωάν. 1, 5.
[16] Ματθ. 19, 20.
[17] Πρβλ. Ματθ. 11, 25.
[18] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[19] Ὅ.π.
[20] Ὅ.π.
[21] Ὅ.π.
[22] Ὅ.π.
[23] Ὅ.π.
[24] Ὅ.π.
[25] Ὅ.π.
[26] Ὅ.π.
[27] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου