«Στήν ἀρχή πού διορίσθηκα ἐκεῖ», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, δηλαδή στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν, «δοκίμασα ἕναν μεγάλο πειρασμό, ἀλλά μέ βοήθησε ὁ Θεός. Τήν πρώτη Κυριακή ἐπῆγα νά λειτουργήσω μέ πολλή χαρά. Οἱ πόθοι μου νά ἐργασθῶ σέ ἵδρυμα θά ἐκπληρώνονταν. Μοῦ τό ἔδωσε ὁ Θεός αὐτό τό δῶρο. Ἀλλά τί ἔπαθα! Τήν ὥρα πού πῆγα νά ἀρχίσω, ἔξω ἀπ' τόν Ἅγιο Γεράσιμο ἀκούω στή διαπασῶν ἕνα γραμμόφωνο μέ τραγούδια ἐρωτικά: «Σ' ἀγαπῶ, σ' ἀγαπῶ κ.λπ.». Προχωρῶ... τίποτα, τά ἴδια. Ἐγώ τίς εὐχές, τήν Θεία Λειτουργία. Ἔξω τά τραγούδια. Μέσα ἡ ἐκκλησία γεμάτη κόσμο. Ἔβγαινα στήν ὡραία πύλη κι ἔλεγα, «Εἰρήνη πᾶσι», ἀλλά ἡ Λειτουργία ἦταν πολύ ταραγμένη. Ὅταν τελείωσα, ἀπελπισμένος κατέλυσα τά ἄχραντα μυστήρια, πῆρα τά ἱερά μου, τά δίπλωσα καί ἀμέσως βγῆκα ἔξω. Ἀπέναντι ἀπό τήν ἐκκλησία ὑπῆρχε ἕνα κατάστημα, πού διαφήμιζε γραμμόφωνα καί πλάκες γραμμοφώνου. Πῆγα μέ εὐγένεια στόν καταστηματάρχη καί τόν παρακάλεσα ἄν εἶναι δυνατόν, τουλάχιστον τίς ὧρες τῆς Θείας Λειτουργίας νά σταματάει τό γραμμόφωνο. Μοῦ λέει: - Ἐγώ θέλω νά βγάζω τό ψωμί μου. Δέν γίνεται αὐτό πού θέλεις. Ἔχω παιδιά, πληρώνω ἐνοίκιο». Ὁ Ἅγιος παρακάλεσε δηλαδή νά ὑπάρχει μιά ἡσυχία, ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ ἀπερίσπαστα νά κάνει τή Θεία Λειτουργία. Ὅμως ὁ καταστηματάρχης δέν τό δέχτηκε.
«- Παπά, ἐσύ τήν δουλειά σου! μοῦ λέει. Ἐγώ τώρα -λέει ὁ Ἅγιος- τί νά κάνω; Σκέφθηκα νά φύγω ἀπ' τήν ἐκκλησία, ν' ἀναζητήσω ἄλλη. Νά, ὅμως πού εἶχα ὑποχρεωθεῖ καί μοῦ ἔδωσαν αὐτή τή θέση, ἐνῶ δέν εἶχα τά τυπικά προσόντα. Τί νά πῶ στόν Μακαριώτατο πού ἔδωσε συγκατάθεση καί μέ ἔβαλε ἐκεῖ ἀπό ἀγάπη;». Δέν ἤξερε ὁ Ἅγιος τί νά κάνει. Σκεφτότανε πῶς ἦρθε.. ἔλεγε ἕνας ἄνθρωπος πού ἦρθε ἀπό τήν ἔρημο, μέσα ἀπό μιά ἀπόλυτη ἡσυχία, σ' ἕναν θόρυβο ἔτσι σατανικό.. τί νά κάνω, ἔλεγε.. «Περνοῦσαν ἀπ' ἔξω ὅλα τά λεωφορεῖα ἀπό τή Νίκαια, ἀπό τό Περιστέρι, ἀπό τόν Πειραιᾶ. Ἔξω ἀπ' τήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας περνούσανε. Κι ἄκουγες ἐκεῖ τά κλάξον πού πηγαίνανε καί ἐρχόντουσαν. Καί σκέφθηκα νά φύγω. Ὅμως πῶς νά τό ἔλεγα; Ἐγύρισα στό σπίτι λυπημένος, δέν ἤξερα τί νά κάνω...
Κι εἶχα χαρεῖ πού πῆγα σέ νοσοκομεῖο καί θά ἔβλεπα ἀσθενεῖς ἐκεῖ, νά τούς περιποιοῦμαι, νά τούς μιλάω, νά τούς ἐξομολογῶ, νά τούς μεταλαμβάνω... Τώρα τί νά κάνω; Μόνον ὁ Θεός θά μποροῦσε νά μέ βγάλει ἀπ' τή δύσκολη θέση. Κι εἶπα μέσα μου σ' αὐτό τό φοβερό πρόβλημα πού μέ ηὗρε: «Ὅ,τι πεῖ ὁ Θεός». Λέω: «Θεέ μου, δέν θέλω νά μοῦ μιλήσεις. Δέν θέλω νά μοῦ δείξεις σημεῖο. Ἔτσι, μέ τή δική Σου τήν ἀγάπη φανέρωσε κάτι ἁπλό, πού νά καταλάβω ὅτι πρέπει νά φύγω ἤ ὅτι πρέπει νά καθίσω. Πολύ ἁπλό. Δέν ζητῶ κάποιο θαῦμα. Ντρέπομαι»[1]. Πόσο ἁπλά ἀλλά καί μέ πόση πίστη μιλάει ὁ Ἅγιος στόν Θεό!
«Καί ἀποφασίζω νά νηστέψω τρεῖς μέρες χωρίς νά βάλω οὔτε νερό στό στόμα μου. Καί νά ζήσω τρεῖς ἡμέρες μέ τέλεια σιωπή καί προσευχή, περιμένοντας ἀπάντηση ἀπό τόν Θεό». Αὐτή εἶναι ἡ μέθοδος τῶν Ἁγίων Πατέρων, νηστεία καί προσευχή, ὅταν ὑπάρχει κάποιο θέμα γιά τό ὁποῖο ζητᾶμε τήν λύση ἀπό τόν Θεό. «Καί ἡ ἀπάντηση ἦλθε. Ἐνῶ βρισκόμουνα στόν Ἅγιο Γεράσιμο, ἐρχόντουσαν διάφοροι προσκυνητές καί ἄναβαν τό κεράκι τους. Σέ μιά στιγμή μπαίνει μιά γυναίκα μέ τό παιδί της. Τό παιδί θά ἦταν στήν πρώτη Γυμνασίου. Κρατοῦσε στό χέρι του τά σχολικά του βιβλία. Ἕνα ἀπ' αὐτά ἦταν τῆς Φυσικῆς. Τοῦ τό ζήτησα νά ρίξω μιά ματιά, ἔτσι ἀπό φιλομάθεια. Κάτι πού τό συνήθιζα. Καθώς ξεφύλλιζα τό βιβλίο, ἀνοίγω σέ μιά σελίδα πού ἔδειχνε κάποιο πείραμα. Τό ἑξῆς: ἄν σέ μιά ἤρεμη λίμνη ρίξω μιά μικρή πετρούλα, βλέπω τό νερό νά χάνει τήν ἠρεμία του καί νά κάνει «ρυτίδες» σέ μιά μικρή ἔκταση∙ ἄν στή συνέχεια ρίξω μιά πιό μεγάλη πέτρα, οἱ «ρυτίδες» σχηματίζονται πιό μεγάλες καί σέ μεγαλύτερη ἔκταση, ὥστε νά ὑπερφαλαγγίζουν τίς πρῶτες. Ἐκείνη τή στιγμή ἦλθε μέσα μου ἡ ἀπάντηση στό δίλλημά μου. Ἦταν φώτιση ἀπό τόν Θεό. Σκέφθηκα τό ἑξῆς: οἱ μικρές «ρυτίδες» τῶν τραγουδιῶν ἔξω ἀπ' τήν ἐκκλησία μποροῦν νά ὑπερφαλαγγισθοῦν ἀπό τίς μεγάλες σέ πνευματική ἔνταση εὐχές πού θά λέγονται μέσα στήν ἐκκλησία. Τήν ἴδια στιγμή μοῦ ἦλθε ἀμέσως στόν νοῦ ἔντονα, πολύ ἔντονα: «Κι ἄν ἐσύ λειτουργεῖς ἐδῶ κι ἔχεις τόν νοῦ σου στόν Θεό, ποιός μπορεῖ νά σέ βλάψει;».
Ἑτοιμάσθηκα, λοιπόν, ἔτσι νά τό κάνω. Στή Λειτουργία μου νά δοθῶ πολύ στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νά ἐκτελέσω μέ μεγάλο ζῆλο καί μέ μεγάλη πνευματική ἔνταση τό δρᾶμα τῆς Θείας Λειτουργίας, τό δρᾶμα τό φρικτό τοῦ Γολγοθᾶ. Ἡ χαρά μου ἦταν πολύ μεγάλη. Πίστευσα ὅτι ὁ Θεός μοῦ βρῆκε τήν λύση. Πράγματι, τήν Κυριακή τό πρωί ἔφθασα στήν ἐκκλησία γεμάτος ἐλπίδα. Ἔβαλα «Εὐλογητός...». Ὁ νοῦς μου ἦταν συγκεντρωμένος στήν θεία λατρεία καί μόνο. Αἰσθανόμουν ὅτι εἶμαι στόν οὐρανό καί κάτω καί κοντά σ' ἐμένα τό ἐκκλησίασμα, τά λογικά πρόβατα τοῦ Θεοῦ. Ἔνιωθα μέσα στήν θεία Χάρη ὅλους μας. Ἔξω μανιακῶς ἔπαιζε τό γραμμόφωνο. Δέν ἄκουγα τίποτα. Πρώτη φορά ἔζησα τέτοια Θεία Λειτουργία. Ἦταν ἡ ὡραιότερη τῆς ζωῆς μου! Κι ἀπό τότε ὅλες οἱ Θεῖες Λειτουργίες ἦταν ἴδιες»[2].
Βλέπουμε πῶς ἕνας πειρασμός λειτούργησε τόσο θετικά, γιατί ὁ Ἅγιος παρακάλεσε τόν Θεό γιά τήν λύση καί τό πῶς θά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσει τόν πειρασμό. Καί φωτίστηκε καί ἔτσι κέρδισε νά κάνει οὐράνιες Θεῖες Λειτουργίες μέ συγκέντρωση πολύ μεγάλη στόν Θεό. Βλέπουμε πῶς οἱ Ἅγιοι ποθούσανε νά προσεύχονται σωστά, γιά νά ἐκφράζουν ἔτσι τήν εὐγνωμοσύνη τους, τήν ἀγάπη τους στόν Θεό. Καί μάλιστα ἤθελαν νά προσεύχονται μέ μεγάλη συγκέντρωση, γιατί μιά προσευχή ἡ ὁποία δέν ἔχει συγκέντρωση, δέν ἔχει καί ἀξία.
Ὁ Κύριός μας, καί αὐτός προσηύχετο γιά νά μᾶς διδάξει ὡς ἄνθρωπος ὅτι τό ἴδιο πρέπει νά κάνουμε καί ἐμεῖς. Καί μάλιστα ἀνέβαινε εἰς τό Ὄρος, ὅπως λένε πολύ ὡραῖα οἱ Εὐαγγελιστές, στήν ἡσυχία δηλαδή, γιά νά προσευχηθεῖ μόνος καί ἀπερίσπαστος. Καί μᾶς δίδαξε καί ἐμεῖς νά προσευχόμαστε μέ πίστη καί μέ συγκέντρωση, ἔτσι ὥστε νά ἐπιτυγχάνουμε τήν ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων μας.
Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μᾶς λέει: «παρακαλῶ, πρῶτον πάντων, ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπέρ πάντων ἀνθρώπων»[3]. Καί ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος πάλι μᾶς λέει: «Αἰτεῖτε καί οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἠδοναις ὑμῶν δαπανήσητε»[4]. «Πολύ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη»[5]. Καί ὁ Ἀπόστολος -πάλι- Παῦλος μᾶς παρακινεῖ: «Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ»[6].
«Ὅπως γιά τήν Θεία Κοινωνία ἐπιβάλλεται κανείς νά ἐξομολογηθεῖ στόν Πνευματικό», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ἔτσι καί γιά τήν προσευχή, πού εἶναι θεία ἐπικοινωνία, πρέπει νά κάνει μιά ταπεινή ἐξομολόγηση στόν Χριστό καί νά πεῖ «Χριστέ μου εἶμαι χάλια, εἶμαι τέτοιος, τέτοιος.. δέν ἀξίζει νά ἀσχοληθεῖς μέ μένα, ἀλλά Σέ παρακαλῶ βοήθησέ με. Ἔτσι ἔρχεται ἡ Θεία Χάρις καί μετά ἀρχίζει ἡ θεία ἐπικοινωνία»[7].
Βλέπουμε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, στήν προηγούμενη περίπτωση πού διαβάσαμε, πόσο ταπεινώθηκε μπροστά στόν Θεό. Δέν ζήτησε κάποιο ἐκκωφαντικό θαῦμα, ἄλλα ἔτσι ἁπλά νά τοῦ δώσει ὁ Θεός λύση στό πρόβλημά του.
«Ἡ μελέτη τοῦ ἑαυτοῦ μας», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «φέρνει τήν ταπείνωση, καί τήν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό πρίν ἀρχίσουμε νά μετρᾶμε τά κομποσκοίνια, καλό εἶναι νά μετρήσουμε τίς πολλές μας ἁμαρτίες καί τί δέν πάει καλά μέ τόν ἑαυτό μας καί νά σκεφτοῦμε τίς πολλές εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, καί μετά πῦρ!»[8].
«Ὅπως δέν μπορεῖς νά ξεκολλήσεις τό παιδί ἀπό τήν ἀγκαλιά τῆς μάνας, ἔτσι δέν μπορεῖς νά ξεκολλήσεις ἀπ' τήν προσευχή καί τόν ἄνθρωπο πού ἔχει καταλάβει τό νόημά της. Μόνο ὅποιος νιώθει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τόν ἑαυτό του μικρό παιδί, μπορεῖ νά τό καταλάβει αὐτό. Ἔχω γνωρίσει ἀνθρώπους πού ὅταν προσεύχονται νιώθουν σάν μικρά παιδιά», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος. «Καί ἄν τούς ἀκούσει κανείς τήν ὥρα πού προσεύχονται θά πεῖ ὅτι εἶναι μικρά παιδιά∙ καί ἄν δεῖ καί τί κινήσεις κάνουν, θά πεῖ ὅτι παλάβωσαν! Ὅπως τό παιδάκι τρέχει πιάνει τόν πατέρα του ἀπό τό μανίκι καί τοῦ λέει: δέν ξέρω τί θά κάνεις, ἀλλά θά μοῦ τό κάνεις αὐτό πού σοῦ ζητῶ, μέ τέτοια ἁπλότητα καί παρρησία παρακαλοῦν καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό!
Νά νιώσουμε τήν προσευχή ὡς ἀνάγκη», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος. «Ὅπως τό σῶμα γιά νά ζήσει χρειάζεται τροφή, ἔτσι καί ἡ ψυχή γιά νά ζήσει πρέπει νά τραφεῖ. Ἄν δέν τραφεῖ, ἀποδυναμώνεται καί ἔρχεται ὁ πνευματικός θάνατος. Ὅποιος ὅμως δέν θεωρεῖ τήν προσευχή ὡς ἀνάγκη ἀλλά ὡς ἀγγαρεία, μοιάζει μέ ἀνόητο παιδάκι πού ἀποστρέφεται τόν μαστό τῆς μητέρας του καί ὅλη τήν στοργή, καί ἔτσι εἶναι ἀρρωστιάρικο καί κακορίζικο.
Νά ζητᾶς συγχώρεση ἀπό τόν Θεό γιά τά σφάλματα πού ἔκανες μέσα στήν μέρα καί ὕστερα νά σκέφτεσαι τήν ἀμαρτωλότητά σου γενικά. Ἔτσι ταπεινώνεσαι καί μετά ἀρχίζεις τά αἰτήματα πού ἔχεις. Ἐγώ», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ἀρχίζω τήν προσευχή μέ τό «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Τό λέω λίγες φορές ψιθυριστά καί ὕστερα συνεχίζω μέ τήν εὐχή.
Κάποτε εἶχα παρακαλέσει τόν Θεό νά μέ μάθει νά προσεύχομαι καί τότε εἶδα σέ ὅραμα ἕνα παιδί δεκαεπτά χρονῶν νά προσεύχεται. Ὤ, μέ εἶχε διαλύσει! Ἔκλαιγε καί προσευχόταν μέ τέτοιο τρόπο πού μέ συγκλόνισε. Ἄρχισε μέ ἐξομολόγηση, «εἶμαι ἀχάριστος, ἀδιόρθωτος..», καί ὕστερα ἔλεγε, «τώρα Θεέ μου, πού εἶμαι σέ τέτοια κατάσταση, πῶς θά μπορέσω νά διορθωθῶ ἄν δέν μέ βοηθήσεις Ἐσύ;». Καί ἄρχιζε τά αἰτήματα.
Ὅπως ὁ ἀσυρματιστής νιώθει περισσότερη ἀσφάλεια ὅταν εἶναι «ἐν διαρκεῖ ἀκροάσει» μέ τό Κέντρο, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος ὅσο περισσότερο προσεύχεται τόσο περισσότερη θεία σιγουριά νιώθει». Ὅσο περισσότερο λοιπόν προσεύχεται κανείς, τόσο περισσότερη πνευματική σιγουριά νιώθει. «Εἶναι ἀσφάλεια ἡ προσευχή μέ τήν ὁποία προλαβαίνουμε κάθε κακό. Καί ἀνάλογα μέ τήν θυσία καί τήν προσευχή πού κάνει ὁ ἄνθρωπος γιά τόν ἑαυτό του ἤ γιά τόν συνάνθρωπό του, θά δεχτεῖ καί τήν θεία βοήθεια»[9].
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς.
[2] Ὅ.π.
[3] Α΄Τιμ. 2, 1.
[4] Ἰακ. 4, 3.
[5] Ἰακ. 5, 16.
[6] Κολ. 4, 2.
[7] Περί Προσευχῆς, Ἁγίου Παϊσίου Ἀγιορείτου, Λόγοι Στ΄, Ἱ. Ἡ. "Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος", Σουρωτή Θεσ/νικης, (στό ἑξῆς: Περί Προσευχῆς, Ἁγίου Παϊσίου).
[8] Ἐπιστολές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, 1995.
[9] Περί Προσευχῆς, Ἁγίου Παϊσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου