[Μαρκ. 10,24:32]
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπί γῆς παράδεισος», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Μέ τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ -ἔλεγε- ζεῖς στόν Παράδεισο. Ἅμα γνωρίσεις καί ἀγαπήσεις τόν Χριστό, ζεῖς στόν Παράδεισο. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος. Ὁ Παράδεισος ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπί γῆς Παράδεισος, ὁμοιότατος μέ τόν ἐν οὐρανοῖς. Ὁ Παράδεισος πού εἶναι στόν οὐρανό, ὁ ἴδιος εἶναι καί ἐδῶ στήν γῆ. Ἐκεῖ ὅλες οἱ ψυχές εἶναι ἕνα, ὅπως ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι τρία πρόσωπα ἀλλά εἶναι ἑνωμένα κι ἀποτελοῦν ἕνα.
Κύριο μέλημά μας», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶναι νά ἀφοσιωθοῦμε στόν Χριστό, νά ἑνωθοῦμε μέ τήν Ἐκκλησία. Ἄν μποῦμε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μπαίνουμε στήν Ἐκκλησία. Ἄν δέν μποῦμε στήν Ἐκκλησία, ἄν δέν γίνομε ἕνα μέ τήν ἐδῶ, τήν ἐπίγεια Ἐκκλησία, ὑπάρχει φόβος νά χάσουμε καί τήν ἐπουράνια. Κι ὅταν λέμε ἐπουράνια, μή νομίζουμε ὅτι θά βροῦμε στήν ἄλλη ζωή κήπους μέ λουλούδια, βουνά καί νερά καί πουλιά. Δέν ἔχει ἐκεῖ τίς ἐπίγειες ὀμορφιές. Εἶναι κάτι ἄλλο, κάτι πολύ ὑψηλό. Ἀλλά γιά νά πᾶμε στό κάτι ἄλλο, πρέπει νά περάσουμε ἀπό αὐτά, ἀπό τίς γήινες εἰκόνες κι ὀμορφιές[1].
Βλέπουμε, πῶς ἐδῶ ὁ Ἅγιος Πορφύριος μᾶς παρουσιάζει τήν Ἐκκλησία ὡς τόν ἐπί γῆς Παράδεισο καί μᾶς λέει μάλιστα, ὅτι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μᾶς κάνει νά ζοῦμε στόν Παράδεισο ἀπό τώρα. Ὅπως ἄλλωστε τό λέμε καί εἰς τήν ἀρχή τῆς Θείας Λειτουργίας: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Δηλαδή μπαίνοντας στή Θεία Λειτουργία μπαίνουμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ∙ λατρεύοντας τόν Θεό, ζοῦμε ἀπό τώρα τόν Παράδεισο. Καί ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι παρά ἡ ὕψιστη ἔκφραση τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν. Γι' αὐτό λέει κι ὁ Ἅγιος, ὅταν γνωρίσεις καί ἀγαπήσεις τόν Χριστό, ζεῖς τόν Παράδεισο. Γιατί ὁ Παράδεισος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κι ὅταν κανείς ἀγαπᾶ ἀληθινά, ἑνώνεται μέ τόν Χριστό, ἄρα ἑνώνεται μέ τόν Παράδεισο. Κι πάλι ὁ Ἅγιος ξεκαθαρίζει ὅτι ὁ Παράδεισος δέν εἶναι αὐτό πού φανταζόμαστε ἴσως, κῆποι ὡραῖοι, μέ λουλούδια καί βουνά καί νερά καί πουλιά. Δέν ἔχει σχέση μέ τίς ἐπίγειες ὀμορφιές, ἀλλά εἶναι κάτι ἄλλο, πολύ ὑψηλό. Ὅμως λέει ὁ Ἅγιος χαριτωμένα, γιά νά φτάσουμε σέ αὐτό τό ὑψηλό, θά πρέπει νά περάσουμε ἀπό αὐτά, ἀπό τίς γήινες εἰκόνες καί ὀμορφιές, δηλαδή ἀπό τήν λεγόμενη, ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, φυσική θεωρία. Νά δοῦμε δηλαδή μέσα σέ ὅλη τήν κτίση τόν Κτίστη, νά δοῦμε τούς λόγους τῶν ὄντων καί νά καταλάβουμε ὅτι ὅλα δέν ἔγιναν τυχαῖα, ἀλλά ἀπό ἕναν Πάνσοφο Δημιουργό, Παντέλειο, Παντοδύναμο καί Πάγκαλο! Ἀφοῦ καί αὐτά εἶναι τόσο ὡραῖα τά γήινα, πρέπει νά σκεφτοῦμε πόσο πιό ὡραῖος εἶναι ὁ Κτίστης καί Δημιουργός τους.
«Ὅποιος ζεῖ τόν Χριστό», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γίνεται ἕνα μαζί Του, μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μία τρέλα! Ἡ ζωή αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπό τή ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶναι χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[2]. Καί ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει βιώσει αὐτή τήν χαρά τοῦ Εὐαγγελίου, τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ, δέν μπορεῖ νά καταλάβει τί ζοῦνε οἱ χριστιανοί, τί ζοῦνε οἱ Ἅγιοι, πολλές φορές ἀπομακρυσμένοι τελείως ἀπό κάθε γήινη παρηγοριά.
Ὅταν μποῦμε μέσα στόν Χριστό καί μέσα στήν Ἐκκλησία, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅλα ἀλλάζουν. Ἡ ζωή μας ὁλόκληρη εἶναι ἄλλου εἴδους ζωή, εἶναι ζωή οὐράνια. ««Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστί»[3]. Ἔρχεται μέσα μας ὁ Χριστός κι ἐμεῖς εἴμαστε μέσα Του. Καί συμβαίνει ὅπως μ' ἕνα κομμάτι σίδηρο πού τοποθετημένος μές στή φωτιά γίνεται φωτιά καί φῶς. Ἔξω ἀπ' τή φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι»[4]. Πού σημαίνει ὅτι θά πρέπει νά πυρακτωθοῦμε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι πῦρ καί φῶς, καί ἔτσι νά μοιάσουμε μέ τό πυρωμένο σίδερο, ὁ ὁποῖος ἀλλάζει καί χρῶμα καί ἀπό σκοτεινός καί μαῦρος, γίνεται φωτεινός. Ὅταν ὅμως πάλι φύγει ἀπό τήν φωτιά, γίνεται σκοτεινός. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, πάλι μένει θά λέγαμε σκέτος καί σκοτεινός.
«Στήν Ἐκκλησία», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γίνεται ἡ θεία συνουσία. Γινόμαστε ἔνθεοι. Ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό, μετέχουμε στήν ἄκτιστη θεοποιό Θεία Χάρη. Ὅταν εἴμαστε μέ τόν Χριστό, εἴμαστε μέσα στό φῶς. Κι ὅταν ζοῦμε μέσα στό φῶς, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει σκότος. Τό φῶς, ὅμως, δέν εἶναι παντοτινό. Ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. Συμβαίνει ὅπως μέ τό σίδηρο, πού ἔξω ἀπό τή φωτιά γίνεται σκοτεινός. Σκότος καί φῶς δέν συμβιβάζονται». Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καί λίγο σκοτάδι καί νά ὑπάρχει συγχρόνως καί τό φῶς. Τό φῶς διαλύει κάθε σκοτάδι. Γι' αὐτό καί κάθε συμβιβασμός τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν κόσμο εἶναι ἀπαράδεκτος, ἀνεπίτρεπτος. Δέν συμβιβάζεται ἡ ζωή ἡ χριστιανική μέ τήν ζωή τήν κοσμική, γιατί «ὁ κόσμος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»[5] καί «ὅποιος θέλει νά γίνει φίλος τοῦ κόσμου, γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ»[6]. «Ἤ φῶς ἤ σκότος», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ὅταν ἀνάψεις τό φῶς, πάει τό σκότος»[7]. Ποτέ δέν μπορεῖ νά ἔχουμε σκοτάδι καί φῶς συγχρόνως. Ὅπως ἄλλωστε εἶπε καί ὁ Κύριος, «ἀπό τήν ἴδια πηγή δέν μπορεῖ νά βγαίνει καί πικρό καί γλυκό»[8]. Γι' αὐτό εἶναι καί ἀπαράδεκτη ἡ σύγχρονη αὐτή παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού προσπαθεῖ νά συνδυάσει τό φῶς μέ τό σκοτάδι, τήν ἀλήθεια μέ τό ψέμα, τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη πού εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή πίστη καί Ἐκκλησία, μέ ὅλες τίς αἱρέσεις, τίς σκοτισμένες ἀπό τό πνεῦμα τοῦ διαβόλου.
«Νά ἀγαποῦμε πολύ τήν Ἐκκλησία. Γιά νά διατηρήσουμε τήν ἑνότητά μας», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «θά πρέπει νά κάνομε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, στούς ἐπισκόπους της. Ὑπακούοντας στήν Ἐκκλησία, ὑπακοῦμε στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὁ Χριστός θέλει νά γίνομε μία ποίμνη μ' ἕναν ποιμένα»[9]. Ὁπωσδήποτε βέβαια ἐδῶ, ἐξυπακούεται ὅτι ὁ ποιμένας ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Ὅπως διευκρινίζει καί ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο, πού λέγει: νά μιμούμαστε τούς ποιμένες μας, νά τούς ἀκολουθοῦμε, ἀφοῦ προηγουμένως ὅμως ἐξετάζουμε τό τί λένε καί πῶς ζοῦνε, ἄν αὐτά πού λένε καί ζοῦνε εἶναι σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή. Διαφορετικά, δέν θά πρέπει νά τούς ἀκολουθοῦμε, ἀλλά θά πρέπει καί νά τούς κρίνουμε καί νά καταδικάζουμε καθετί τό αἱρετικό πού λέγουν ἤ πράττουν.
«Νά πονᾶμε γιά τήν Ἐκκλησία», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Νά τήν ἀγαπᾶμε πολύ. Νά μή δεχόμαστε νά κατακρίνουν τούς ἀντιπροσώπους της. Στό Ἅγιον Ὄρος τό πνεῦμα πού ἔμαθα ἦταν ὀρθόδοξο, βαθύ, ἅγιο, σιωπηλό, χωρίς ἔριδες, χωρίς καυγάδες, χωρίς κατακρίσεις. Νά μήν πιστεύουμε τούς ἰεροκατηγόρους. Καί μέ τά μάτια μας νά δοῦμε κάτι ἀρνητικό νά γίνεται ἀπό κάποιον ἱερωμένο, νά μήν τό πιστεύουμε, οὔτε νά τό σκεπτόμαστε, οὔτε νά τό μεταφέρουμε. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί γιά κάθε ἄνθρωπο. Ὅλοι εἴμαστε Ἐκκλησία. Ὅσοι κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία γιά τά λάθη τῶν ἐκπροσώπων της, μέ σκοπό δῆθεν νά βοηθήσουν στή διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοί δέν ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία». Αὐτά βέβαια ἰσχύουνε, ὅπως εἴπαμε καί ἑρμηνεύει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ὅταν εἶναι γιά θέματα βίου, γιά θέματα ζωῆς. Τότε ὁπωσδήποτε θά πρέπει νά σκεπάζουμε τά ἠθικά παραπτώματα τῶν ποιμένων μας. Ὅταν ὅμως πρόκειται περί πίστεως, πού εἶναι ἡ κεφαλή μας, πού εἶναι τό κορυφαῖο, ὅταν πρόκειται περί δογμάτων, τότε θά πρέπει νά ἐλέγχουμε καί νά κρίνουμε καί νά κατακρίνουμε καί νά καταδικάζουμε κάθε αἵρεση, κάθε αἱρετική διδασκαλία.
Ὅσοι λοιπόν, λέγει ὁ Ἅγιος, κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία καί τά λάθη τῶν ἐκπροσώπων της καί θά λέγαμε δημοσιοποιοῦν σκανδαλώδεις βίους καί λάθη ἠθικῆς φύσεως, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοί δέν ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία, οὔτε βέβαια τόν Χριστό. Πότε ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία; «Ὅταν μέ τήν προσευχή μας ἀγκαλιάζουμε κάθε μέλος της καί κάνουμε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός, θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε καί κάνουμε τό πᾶν, ὅπως Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει»[10].
Νά προσέχουμε καί τό τυπικό μέρος», λέει ὁ Ἄγιος. «Νά ζοῦμε τά μυστήρια, ἰδιαίτερα τό μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας. Σ' αὐτά βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία. Προσφέρεται ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία μέ τά μυστήρια καί κυρίως μέ τήν Θεία Κοινωνία»[11]. Καί ὁ ἄνθρωπος κατεξοχήν ἑνώνεται μέ τόν Χριστό μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, ἐφόσον ἔχει προετοιμαστεῖ καταλλήλως μέ τήν Ἁγία καί Ἱερά Ἐξομολόγηση, βιώνοντας τό μυστήριο τῆς μετανοίας, διορθώνοντας τήν ζωή του καί καθαριζόμενος μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
«Θά σᾶς πῶ -λέγει- γιά μιά ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ σ' ἐμένανε τόν ταπεινό», γιά νά δεῖτε τήν Χάρη τῶν μυστηρίων. Ἀπό καιρό εἶχα βγάλει στήν πλάτη μου ἕνα σπυράκι, τό ὁποῖο μέ πονοῦσε πάρα πολύ. Ἦταν πολύ μικρό, σάν μιά κεφαλή καρφίτσας. Ὁ πόνος ἁπλωνόταν σέ μεγάλη περιφέρεια τῆς ἀριστερῆς πλευρᾶς τῆς πλάτης. Ἦταν ἀφόρητος. Στό κελλί μου στό Μήλεσι εἴχαμε κάνει εὐχέλαιο. Ἔτσι ὅπως πονοῦσα, μοῦ σταύρωσανε τό σπυράκι μέ εὐχέλαιο κι ἀμέσως ἔσβησε ὁ πόνος. Καί τόσο πολύ εἶχα εὐχαριστηθεῖ μέ τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὅποιος ἐρχότανε, τοῦ ἔλεγα: - Πάρε ἀπ' αὐτό τό εὐχέλαιο. Ὅ,τι πόνο ἔχεις, ἀπ' αὐτό νά βάζεις. Συγγνώμη πού τό λέγω, ἀλλά εἶναι πρός δόξαν Θεοῦ»[12]. Βλέπουμε, πῶς ὁ Ἅγιος μέ πολύ ταπεινό τρόπο διατρανώνει ἕνα θαῦμα πού τοῦ ἔκανε ὁ Θεός, γιά νά δοξαστεῖ ὁ Θεός καί ὄχι ὁ ἴδιος.
Ἡ Ἐκκλησία, λέει καί ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, εἶναι ἱδρυθεῖσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Καί ὁπωσδήποτε δέν ὑπάρχει σωτηρία μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία, λέει ὁ Ἱερός Αὐγουστίνος. Ἐκτός Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ἐκτός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία, πουθενά ἀλλοῦ δέν μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἔχει τόν Θεό Πατέρα, λέει πάλι ὁ Ἱερός Αὐγουστίνος, ἄν δέν ἔχει τήν Ἐκκλησία μητέρα. Ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τά μυστήριά της, παρατηρεῖ καί ὁ Ἄγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, γίνονται ἐχθροί τοῦ Θεοῦ καί φίλοι τοῦ διαβόλου.
Αὐτοί πού καταφρονοῦν τήν Ἐκκλησία, παρατηρεῖ ὁ Ἄγιος Νικόδημος, τόν Χριστό καταφρονοῦν. Καί σήμερα, πού τόσο εὔκολα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τήν ἱεροκατάκριση, σφάλλουν βέβαια πάρα πολύ βαριά καί ζημιώνονται πάρα πολύ.
Ὁ διάβολος, ἀφοῦ ἐπί αἰῶνες πολέμησε νά βγάλει τήν Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τόν κόσμο, λέει ὁ Ὅσιος Πορφύριος, καί ἀφοῦ ἀπέτυχε, τώρα ἀγωνίζεται νά βάλει τόν κόσμο μέσα στήν Ἐκκλησία, καί τόν ἀγῶνα αὐτό τῆς ἐκκοσμίκευσης τόν κάνει ἐπιμελῶς, κρυπτόμενος σέ τέτοιο σημεῖο, πού νά πείθει ὁρισμένους ὅτι δέν ὑπάρχει. Καί δυστυχῶς ἡ σύγχρονη ψυχολογία, πού ἔχει ἐπικρατήσει καί στίς παιδαγωγικές σχολές, διδάσκει ὅτι δέν ὑπάρχει διάβολος. Ὅμως ὁ διάβολος ὑπάρχει, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, καί μάλιστα κρύβεται πολύ ἔντεχνα πίσω ἀπό τήν διεστραμμένη ὁρολογία τῆς ψυχολογίας καί πίσω ἀπό τά λεγόμενα ψυχολογικά νοσήματα.
Βλέπουμε ἐδῶ τήν ὀρθότατη παρατήρηση τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, ὁ διάβολος ἀγωνίστηκε νά ἀποξενώσει τόν κόσμο ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά βγάλει τήν Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τόν κόσμο, νά μήν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι πρόσβαση στήν Ἐκκλησία, πολέμησε τήν Ἐκκλησία τήν καταδίωξε, ἀλλά δέν τό κατάφερε καί τώρα τί προσπαθεῖ; Νά ἀλλοιώσει ἐκ τῶν ἔσω τήν Ἐκκλησία, νά βάλει τόν κόσμο, δηλαδή τό κοσμικό φρόνημα, τό κοσμικό πνεῦμα, μέσα στήν Ἐκκλησία καί μέσα στούς λειτουργούς, στούς ἱερεῖς καί τούς ἀρχιερεῖς, ἀλλά καί στούς λαϊκούς χριστιανούς. Καί αὐτός εἶναι σήμερα ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος, μαζί μέ τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιά τήν Ἐκκλησία.
Ἄς παρακαλοῦμε τόν Κύριο νά μᾶς στηρίζει ὅλους στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί στήν Ὀρθόδοξη ζωή καί νά μᾶς δίνει ἀγάπη γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀγωνιστικότητα, ὥστε νά εὐαρεστοῦμε ἐνώπιόν Του, νά ζοῦμε τήν Ἐκκλησία πού εἶναι ὁ ἐπί γῆς παράδεισος, ὅπως λέει ὁ Ἁγιος Πορφύριος, καί νά ἀξιωθοῦμε καί τοῦ ἐπουρανίου καί τοῦ αἰώνιου Παραδείσου, τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[3] Λουκ. 17, 21.
[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[5] Α΄ Πέτρ. 5, 19.
[6] Ἰακ. 4, 4.
[7] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[8] Ἰακ. 3, 11.
[9] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[10] Α΄Πέτρ. 2, 23.
[11] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[12] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου