83. Ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ-ὑποτακτικοῦ εἶναι πρόγευση τοῦ Παραδείσου, Βίος καί λόγοι Ἁγ. Πορφυρίου 13-3-19
«Ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή∙ εἰσάκουσόν με, Κύριε»[1]. Οἱ μοναχοί ἀλλά καί ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοί, ζοῦνε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας κάνοντας ὑπακοή στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Κατεξοχήν μάλιστα οἱ μοναχοί ζοῦν αὐτό τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς. Εἶναι μεγάλο αὐτό τό μυστήριο, διότι ὁ ὑποτακτικός ἀρνεῖται τελείως τόν ἑαυτό του, δηλαδή τό θέλημά του καί σταυρώνεται ὡς πρός τόν κακό ἑαυτό του, ὡς πρός τά πάθη του καί ἔτσι μπορεῖ ἐλεύθερος νά πορευθεῖ στόν Θεό.
«Σ' ἕνα μοναστήρι», ἔλεγε ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «μπορεῖ νά ὑπάρχει σειρά, ἀλλά ἡ μοναχική ζωή νά εἶναι ἀνύπαρκτη. Τό μοναστήρι πάνω ἀπ' ὅλα θά πρέπει νά βάλει τήν ὑπακοή καί τό ἐπιτραχήλι», ἐννοεῖ τήν ἐξομολόγηση. «Ἐγώ κάθε φορά πού εξὁμολογιόμουνα, μοῦ ἐρχόταν μεγάλη χαρά κι ἔδινα πολύ τόν ἑαυτό μου σέ προσευχή. Ὄχι μόνο τότε, ἀλλά καί τώρα ὅταν ἐξομολογηθῶ, αἰσθάνομαι χαρά, ξελαφρώνω ἀμέσως. Τό ἔχω πάρει ἔτσι μέ πίστη αὐτό τό μυστήριο. Ἀπό ἐκεῖ νά δίνονται ὅλες οἱ κατευθύνσεις. Ὅλα ἐν ὑπακοῇ, ἐν ἁγιασμό» [2]. Μιλάει δηλαδή ἐδῶ ὁ Ὅσιος γι' αὐτό τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς πατρότητος, ὅπου ὁ χριστιανός ἔχει τόν πνευματικό του πατέρα καί τοῦ κάνει ὑπακοή καί παίρνει τήν καθοδήγηση μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Δέν παίρνει κανείς μόνο τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του ἀλλά μπορεῖ καί τήν σοφία τοῦ Θεοῦ γιά κάθε συγκεκριμένη περίσταση καί δυσκολία πού ἀντιμετωπίζει καί πῶς θά πρέπει νά πορευθεῖ.
«Μεγάλο καί ἔξυπνο πράγμα ἡ ὑπακοή», λέει ὁ Ὅσιος. «Εἶναι τό μυστικό τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Δέν μποροῦμε νά τήν καταλάβουμε. Ἐγώ, ὅμως, μέ τήν χάρη τοῦ Κυρίου τήν ἔχω ζήσει». Ἔλεγε ὁ Ὅσιος ὅτι ἔκανε πολύ ἀκριβή καί χαρούμενη καί ἀδιάκριτη ὑπακοή στούς δύο Γεροντάδες του πού εἶχε στά Καυσοκαλύβια στό Ἅγιον Ὄρος. Αὐτό ἀκριβῶς ἔλεγε ὅτι εἶναι πού τόν καθάρισε ἀπό κάθε πάθος καί τόν γέμισε μέ τά ἁγιοπνευματικά χαρίσματα. «Ξέρω», λέει, «πόσο χαριτωμένο πράγμα εἶναι καί πόσο τέλειο καί ἀνέμελο. Νά ὑπακούεις στόν Θεό, νά δίδεσαι στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί νά ὑπακούεις καί στόν Γέροντα! Ἡ ὑπακοή εἶναι πολύ σπουδαία. Εἶναι μιά μεγάλη ἀρετή, εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ταπείνωση»[3]. Γιατί ὄντως, ὅταν κανείς ὑπακούει ταπεινώνεται γνήσια, ἀφοῦ ἀρνεῖται τό δικό του θέλημα καί κάνει τό θέλημα τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, πού τό ταυτίζει μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ «ὑπακοή πρέπει νά γίνεται μέ χαρά, μ' εὐχαρίστηση. Ἄς εἶναι καί στραβά», λέει ὁ Ὅσιος, «αὐτά πού ζητάει ὁ Γέροντας». Ὁ ὑποτακτικός ὅταν ὑποτάσσεται μέ αὐτή τήν διάθεση, ὅτι ὑποτάσσεται εἰς τόν Θεό, καί αὐτό ἴσως νά εἶναι λίγο λάθος πού τοῦ λέει ὁ Γέροντάς του, θά τοῦ βγεῖ σέ καλό. Κι ὁ Θεός θά ἐνεργήσει ἐπειδή ταπεινώνεται ὁ ὑποτασσόμενος. «Αὐτή ἡ ὑπακοή ἔχει μεγάλη ἀξία. Αὐτή ἡ ὑπακοή συγκινεῖ τόν Θεό. «Ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ»[4], λέει στίς Παροιμίες, «οἱ δέ ἐμέ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν»[5]»[6]. Ἀληθινά, ἀναζητάει τόν Θεό, αὐτός ὁ ὁποῖος ρωτάει τόν πνευματικό του γιά ὅλα καί τοῦ κάνει ὑπακοή σέ ὅλα.
«Μέ τήν ὑπακοή ἀλλάζεις σέ ὅλα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Γίνεσαι γρήγορος, ἔξυπνος, πιό γερός, γίνεσαι σ' ὅλα νέος. Μ' ἀγάπησε ὁ Χριστός, καί μοῦ ἔδωσε τήν Χάρη νά κάνω ὑπακοή. Κι ἐγώ ὁ ταπεινός λίγο τήν αἰσθάνθηκα καί, ὅ,τι ἔχω, ἀπ' τήν ὑπακοή τό ἔχω. Δηλαδή, λέει ὁ Ὅσιος, ὅτι ὁ Θεός δέν ἐνήργησε μεροληπτικά σ' αὐτόν, ἀλλά τοῦ ἔδωσε ὅλα αὐτά τά ἁγιοπνευματικά χαρίσματα ἐπειδή ταπεινώθηκε γνήσια, ἔκανε αὐτή τήν τέλεια καί χαρούμενη ὑπακοή. Καί τό ζητοῦσε κιόλας. Λέει «ὅτι θά ἔπρεπε νά μοῦ εἶναι πιό αὐστηροί. Δέν ἤμουν εὐχαριστημένος. Τώρα, ὅμως, πού μεγάλωσα, βλέπω ὅτι ὄντως ἦταν πολύ αὐστηροί. Τότε δέν τό καταλάβαινα»[7]. Εἶχε τόσο ἐνθουσιασμό καί τόσο ζῆλο καί διάθεση νά βρεῖ τόν Θεό, πού ἤθελε καί ἄλλες ἀσκήσεις νά τοῦ βάζουν καί ἄλλες βαρύτερες ὑποχρεώσεις νά τοῦ δίνουν νά ἐκτελεῖ.
«Ἡ ὑπακοή, καί μάλιστα σέ πνευματικό γέροντα, εἶναι μεγάλο κεφάλαιο», λέει ὁ Ὅσιος. «Ὅταν ζεῖτε μαζί μ' ἕναν ἅγιο, ἀξιοποιεῖσθε κι ἐσεῖς. Παίρνετε κάτι ἀπ' τίς ἅγιες συνήθειές του, ἀπ' τά λόγια του, τή σιωπή του. Ἡ προσευχή του σᾶς ἐπηρεάζει. Ἀκόμη κι ἄν δέν μιλᾶτε, γίνεται κάτι, μεταδίδεται χωρίς νά τό καταλάβετε καί σ' ἐσᾶς κάτι τό ἅγιο, τό θεῖο». Ἀκτινοβολεῖ κατά κάποιο τρόπο θά λέγαμε ἡ Θεία Χάρις τοῦ γέροντος στόν ὑποτακτικό. «Ναί! Ὁ Ἅγιος Πρόχορος, ὁ Ἅγιος ὁ Πρόκλος καί ἄλλοι ἔζησαν κοντά σέ δασκάλους ἁγίους, ἐνεπνεύσθησαν ἀπό τούς Ἁγίους κι ἔγιναν κι αὐτοί Ἅγιοι. Τό ἴδιο ἔγινε καί μέ τόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ κ.ἄ»[8]. Ὅλοι αὐτοί πού ἀναφέρει ὁ Ὅσιος διακρίθηκαν ὡς ὑποτακτικοί μεγάλων Ἁγίων, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ εὐλαβοῦς κ.λπ.
«Ὁ Γέροντας παίζει σπουδαῖο ρόλο στήν ζωή μας. Ὁ Γέροντας εἶναι ποδηγέτης. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος μορφωμένος πού ἔγινε γέροντας ἐπειδή εἶναι θεολόγος καί κατηρτισμένος γραμματικά. Νά διακρίνουμε τί εἶναι Γέροντας. Μπορεῖ ὁ Γέροντας νά εἶναι καί ἀγράμματος, μπορεῖ νά μήν ἔχει πολλές γνώσεις, νά μήν ἔχει εὐφράδεια λόγου, νά μήν ἔχει μελετήσει συγγράμματα, ἀλλά νά εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν μορφωμένο ὅταν ἔχει ζήσει ὡς ὑποτακτικός καί ἔχει ἀποκτήσει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ»[9].
Ἔχει σημασία, αὐτό εἶναι πού τονίζει ἐδῶ ὁ Ὅσιος, ἡ πνευματική κατάσταση τοῦ Γέροντος καί ὄχι οἱ γραμματικές του γνώσεις. Ἔχει σημασία νά ἔχει περάσει ὁ ἴδιος ἀπό ὑπακοή, ἔχει καθαρισθεῖ ἀπό τόν ἐγωισμό, ἔχει φωτιστεῖ μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτός μπορεῖ ὁπωσδήποτε νά φωτίσει καί νά διδάξει καί νά καθοδηγήσει σωστά τόν ὑποτασσόμενο σέ αὐτόν.
«Αὐτός ὁ Γέροντας μπορεῖ νά ὠφελήσει τούς ὑποτακτικούς του παρά πολύ, ἄν τοῦ κάνουν ὑπακοή. Βέβαια, αὐτά πού λέει ὁ Γέροντάς σου τά λένε καί τά βιβλία. Δέν εἶναι ὅμως τό ἴδιο. Ὁ Γέροντας πού ζεῖ αὐτά τά πνευματικά καί πού δέν σοῦ λέει: «Ὁ τάδε πατήρ λέγει αὐτό, τό τάδε γράφει αὐτό», ἀλλά πού θά βιώνει ὁ ἴδιος τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί θά σοῦ μιλάει ἐκ πείρας καί θά σοῦ τά μεταδίδει κιόλας, θά σοῦ τά βάζει στήν ψυχή σου κι ἐσύ θά μάθεις κοντά του πῶς νά ἑλκύεις τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ». Γίνεται μιά ἀλληλοπεριχώρηση μέσα σέ αὐτό τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς, τοῦ Γέροντος καί τοῦ ὑποτακτικοῦ, καί γίνεται οὐσιαστικά μιά ψυχή σέ δύο σώματα. «Ὅταν ἔχεις τόν Γέροντα καί τόν ζεῖς, τόν ἀγαπάεις τόν Γέροντα. Κι ὅταν ὁ Γέροντας σ' ἀγαπάει κι ἐκεῖνος κι εἶστε ὀμόψυχοι, τότε γίγνεσθαι ἕνα. «Οὗ γάρ εἰσιν δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[10]»[11]. Δηλαδή ἡ μοναχική ζωή καί ἡ σχέση γέροντος καί τοῦ ὑποτακτικοῦ εἶναι ἡ ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ μας: Ὅπου εἶναι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι στό ὄνομά Μου, ἐκεῖ εἶμαι κι Ἐγώ ἀνάμεσά τους.
«Ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός». Γιατί ἀκριβῶς αὐτοί ἐπικαλοῦνται συνεχῶς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί βρίσκονται μέσα στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ καί στήν Χάρη Του. «Σ' αὐτή τήν κατάσταση δέν ὑπάρχουν ἀποστάσεις. Ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε», λέει ὁ Ὅσιος, «εἴμαστε ἑνωμένοι ἐν Χριστῷ καί προσευχόμαστε, κι ἔτσι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐπισκέπτεται καί μᾶς τονώνει διαρκῶς. Ἔτσι ζοῦμε τήν ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία»[12]. Γίνεται δηλαδή τό μοναστήρι, μιά μικρή Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἐκπληρώνεται ἐκεῖ ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστός μας στή γῆ -νά γίνουμε ὅλοι ἕνα- κι αὐτό γίνεται στή σχέση τοῦ ἀληθινοῦ γέροντος μέ τόν ἀληθινό καί γνήσιο ὑποτακτικό.
«Ἔχομε τό αἴσθημα τοῦ «ἑνός», δηλαδή ὅτι εἴμαστε ἕνα. Ἔτσι ζοῦσαν τά παλαιά τά χρόνια οἱ γέροντες καί οἱ ὑποτακτικοί. Αὐτά», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «δέν εἶναι παραμύθια. Τά ἔχω δεῖ ἐγώ αὐτά πολλές φορές. Ὅταν ἐπῆγα στό Ἅγιον Ὄρος, πᾶνε ὅλα. Καί κόσμος καί συγγενεῖς καί κοσμοκράτορες, ὅλα γίνανε ὑπακοή στόν Γέροντά μου, γίνανε προσευχή, γίνανε χαρά. Περπατώντας μές στά Καυσοκαλύβια γίνανε οὐρανός. Ὅταν, ὅμως, ἄρχιζα λίγο νά κάνω πώς κουράζομαι, ἀμέσως πάλι μέ πλάκωνε ἡ ἐκτίμηση τῶν γονέων καί τοῦ κόσμου»[13]. Λέει δηλαδή ὁ Ἅγιος, ὅτι ὅταν χαλάρωνε κάπως τήν ὑπακοή του, τόν μπέρδευε ὁ πονηρός καί τοῦ ἔβαζε λογισμούς γιά τούς γονεῖς του καί γιά τόν κόσμο. «Εἶναι λοιπόν μεγάλη ἀρετή, μεγάλο προσόν ἡ ὑπακοή σέ γέροντα. Εἶναι τό πᾶν. Πρέπει νά ἔχεις περάσει ἀπό ὑπακοή, γιά νά εἶσαι πλήρης, ὥστε νά ἀντιμετωπίσεις τίς δυσκολίες τῶν ἀνθρώπων. Ἄν δέν ἔχεις ταπείνωση, δέν ἔχεις ὑπακοή, δέν ἔχεις τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄν δέν περάσεις ἀπό τήν ταπείνωση καί ἄρα ἀπό τήν ὑπακοή, τήν παθαίνεις πολύ ἄσχημα»[14]. Ταπείνωση οὐσιαστικά, εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς ὑπακοῆς καί ἡ ὑπακοή εἶναι ταπείνωση. Κι ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ταπεινωθεῖ γνήσια, δέν μπορεῖ νά καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη του καί μάλιστα ἀπό τά λεγόμενα ψυχικά πάθη, τόν ἐγωισμό, τήν ὑπερηφάνεια, τήν κατάκριση, τήν ζήλεια, τόν φθόνο, τήν μνησικακία κ.λπ.
«Ἡ ἔλλειψη ὑπακοῆς ὀφείλεται στόν ἐγωισμό καί τή φιλαυτία. Μεγάλο πράγμα ἡ ταπείνωση! Ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια ἐγέννησαν τήν παρακοή κι ἐφύγαμε ἀπό τόν Παράδεισο». Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, ὅταν ἐλέγχθηκαν ἀπό τόν Θεό, δέν θέλησαν νά ζητήσουν συγγνώμη, ἀλλά κατηγόρησαν ὁ μέν Ἀδάμ τήν Εὔα, ἡ Εὔα τό φίδι, καί ἐν τέλει καί οἱ δύο τους τόν Θεό κι ἔτσι ἀπό ἐγωισμό, ἔφυγαν καί ἔχασαν τόν Παράδεισο. «Ποτέ ἕνας ἐγωιστής δέν μπορεῖ νά κάνει ὑπακοή. Θέλει πάντα νά ἐξετάζει αὐτό πού τοῦ λένε, ἄν εἶναι καλό ἤ ὄχι, ἄν εἶναι ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, καί ἀνάλογα τό κάνει. Ἤ τό κάνει μέν, ἀλλά μέ ἀντιρρήσεις καί ἀντιλογίες, νομίζοντας ὅτι μ' αὐτή τή στάση δείχνει τήν ἐλευθερία του. Ἀκόμα πιό δύσκολο εἶναι νά κάνει ὑπακοή, ἄν εἶναι καί λίγο μορφωμένος καί ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἤ γιά τήν ἐπιστήμη. Στό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς ὑπερβαίνεται ἡ ἐπιστήμη καί ἡ λογική καί γίνονται θαύματα. Στήν ὑπακοή βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τήν ἐλευθερία τήν ἀληθινή», λέει ὁ Ὅσιος Πορφύριος. «Ἐνῶ δουλεία εἶναι αὐτή πού τόν ἀναγκάζει νά μήν ὑπακούει. Εἶναι δουλεία στόν ἐγωισμό, στήν ὑπερηφάνεια. Ὅταν ὑπακούει, ἐντάσσεται πιά στήν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Καί αὐτοί πού ζοῦν σέ μιά σπηλιά, τά ζοῦν αὐτά. Εἶναι ἡ θέωσις, πού τά ἔχει ὅλα. Ἑνώνονται μέ τόν Θεό. Καλλιεργοῦν τό πνεῦμα καί αὐτή ἡ καλλιέργεια δέν ἔχει χορτασμό. Ὁ Θεός εἶναι τῶν τελείων ἡ ἀκρότης, τό ἄκρον ἀγαθόν. Τά ἔχει ὅλ' αὐτά ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό. Μία πλήρης εὐχαρίστηση γίνεται μέ αὐτή τήν ἕνωση. Καμία ἄλλη ἡδονή δέν εἶναι πιό πάνω ἀπό ἐκείνη πού δίνει ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό. Εἶναι ἡ ἡδονή ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα. Εἶναι ἡ ἡδονή τῶν δοσμένων στόν Θεό. Γίνονται ὅλ' αὐτά μέ τή θεία βοήθεια. Ἅμα ἐνεργεῖ ἡ Χάρις, τά πράγματα εἶναι ὑπέρ τήν φύσιν. Νά εὔχεσθε ὁ Θεός νά μᾶς ἀξιώσει νά αἰσθανόμαστε καί νά ζοῦμε αὐτά τά μεγαλεῖα, ἔστω καί λίγο»[15].
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ψαλμ. 140, 2.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[4] Παρ. 8, 17.
[5] Ὅ.π.
[6] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[10] Ματθ. 18, 20.
[11] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[12] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου