«Ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῶ, ἀποδώσει σοι ἐν τῶ φανερῶ»[1]. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός μᾶς δίδαξε ὅλες τίς πνευματικές μας πράξεις, καί μάλιστα τήν προσευχή τήν νηστεία καί τήν ἐλεημοσύνη, νά τίς κάνουμε κρυφά. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὅπως ὁ Ἴδιος ἔζησε, ἔτσι δίδαξε καί ἐμᾶς νά ζοῦμε. Εἶναι τό πρότυπο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τόσο τῶν μοναχῶν ὅσο καί τῶν λαϊκῶν χριστιανῶν. Καί ἡ μοναχική ζωή ἐφαρμόζει μέ ἀκρίβεια αὐτή τήν προτροπή τοῦ Κυρίου, νά τά κάνει ὅλα ὁ μοναχός κρυφά, ὅπως θά πρέπει καί κάθε χριστιανός νά κάνει τά πνευματικά του, αὐτά πού ὀνομάζουμε καθήκοντα, ἀλλά καί τίς διάφορες πνευματικές πράξεις, τίς διάφορες ἐνέργειες πού εὐαρεστοῦν στόν Θεό, νά τίς κάνει μέ σκοπό νά ἀρέσει στόν Θεό καί μόνο σέ Αὐτόν.
Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι βάση πάνω στήν ὁποία ἑδράζεται τό οἰκοδόμημα τοῦ μοναχισμοῦ. «Ὅλα ἔχουν τή βάση τους», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «στό αἰώνιο βιβλίο, τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ μοναχική ζωή ἀπορρέει μέσα ἀπ' τήν Ἁγία Γραφή, μέσα ἀπ' τό Εὐαγγέλιο»[2]. Βλέπουμε τόν Κύριο νά διανυκτερεύει προσευχόμενος. Καί τό ἴδιο προσπαθοῦν νά κάνουν καί οἱ μοναχοί. Βλέπουμε τόν Κύριο νά νηστεύει σαράντα ἡμέρες καί σαράντα νύχτες, καί τό ἴδιο κάνουν καί οἱ μοναχοί.
Στήν Παλαιά Διαθήκη πάλι διαβάζουμε: Εἶπε ὁ Θεός εἰς τόν Ἀβραάμ: «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί ἐκ τῆς συγγενείας σου καί ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καί δεῦρο εἰς τήν γῆν, ἥν ἄν σοι δείξω»[3]. Ὁ πρῶτος ἀναχωρητής, ὑπακούοντας στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Ἀβραάμ. Καί τό ἴδιο λέγει ὁ Κύριος καί σέ ὅλους τούς χριστιανούς, νά φεύγουν ἀπό τήν γῆ, νά μήν κολλᾶνε στή γῆ, νά φεύγουν καί ἀπό τούς συγγενεῖς ὅταν αὐτή δέν εἶναι ἡ ζωή τους, δέν ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί νά πηγαίνουν εἰς τήν γῆ τήν ὁποίαν Αὐτός θά τούς δείξει. Καί ἡ γῆ αὐτή δέν εἶναι ἄλλη παρά ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία στήν γῆ φανερώνεται ὡς Ἐκκλησία καί ὡς ἐπί γῆς Ἐκκλησία καί εἶναι ἡ ἴδια αὐτή Ἐκκλησία πού συνεχίζεται καί ὑπάρχει εἰς τούς αἰῶνας καί εἰς τούς οὐρανούς.
«Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», ὅπως ἔλεγε πάλι ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶναι ἡ ἴδια καί ἐδῶ στή γῆ καί στόν οὐρανό. Ἐδῶ ὅμως ἔχουμε τήν πρόγευση καί ἐκεῖ ἔχουμε τήν τέλεια γεύση καί φανέρωση»[4]. Ὁ Χριστός πάλι μᾶς λέγει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος»[5]. Αὐτός πού ἀγαπάει τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του παραπάνω ἀπό Ἐμένα, δέν Μοῦ εἶναι ἄξιος, καί «ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος»[6]. Κι αὐτός πού ἀγαπάει τά παιδιά του παραπάνω ἀπό Ἐμένα, δέν Μοῦ εἶναι ἄξιος, καί «ὅς οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος»[7], καί αὐτός ὁ ὁποῖος δηλαδή δέν ἀποφασίζει νά σηκώσει τόν σταυρό του, τίς ὅποιες δοκιμασίες τίς ἀκούσιες ἀλλά καί τίς ἑκούσιες πού μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός μας διά τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας νά σηκώσουμε, ὅποιος δέν τό κάνει αὐτό καί δέν ἀκολουθεῖ ὀπίσω Του, αὐτός δέν εἶναι ἄξιος τοῦ Χριστοῦ.
Βλέπουμε αὐτό ἀκριβῶς νά κάνουν οἱ μοναχοί ἀλλά καί ὅλοι οἱ χριστιανοί, πού θέλουν μέ συνέπεια νά ζήσουν τό Εὐαγγέλιο∙ ἀπαρνοῦνται τούς γονεῖς καί τούς συγγενεῖς καί μέ αὐταπάρνηση σηκώνουν τόν σταυρό τους, νηστεύουν, κακοπαθοῦν γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί ὑπακούουν στίς ἅγιες ἐντολές Του. Καί ἔτσι ἀναδεικνύονται ἄξιοι μαθητές Του. Εἶναι αὐτή ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ, ἡ νέκρωσις τῶν παθῶν, τήν ὁποία ζητεῖ ἀπό μᾶς ὁ Κύριος καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό κύριο ἔργο τοῦ χριστιανοῦ καί τοῦ μοναχοῦ, νά καθαρίσει τήν καρδιά του διαμέσου τῆς ἁγίας ἀσκητικῆς ζωῆς ἀλλά καί τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς μετοχῆς εἰς τά ἅγια μυστήρια.
«Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅσα λένε γιά τόν μοναχισμό», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «τά ἐνέπνευσθησαν ἀπ' τήν Ἁγία Γραφή. Κανέναν Πατέρα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «δέν μπορεῖς ν' ἀρνηθεῖς», ἐννοεῖ τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ἄν ἀρνηθεῖς τόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, θ' ἀρνηθεῖς καί τόν Ἀπόστολο Παῦλο, διότι αὐτά πού εἶπε κι ἔζησε ὁ Ἅγιος Συμεών τά λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος»[8]. Δέν ὑπάρχουν Πατέρες ὅπως λέμε κοινωνικοί καί Πατέρες ἀσκητικοί. Αὐτή εἶναι μιά διάκριση ἐξωτερική. Ὅλοι οἱ Πατέρες εἶναι ἀσκητικοί καί ὅλοι οἱ Πατέρες εἶναι κοινωνικοί, δηλαδή εἶναι ποιμένες καί τά κείμενά τους καί τά λόγια τους ἀποσκοποῦν στήν θεραπεία τοῦ ποιμνίου. Ὅλοι οἱ Πατέρες νήστεψαν, κακοπάθησαν γιά τόν Χριστό, ἀρνήθηκαν τόν κόσμο, ἀναχώρησαν τοπικά ἤ τροπικά, ἔφυγαν δηλαδή ἀπό τόν τρόπο ζωῆς τοῦ κόσμου καί μιμήθηκαν τόν Χριστό καί σήκωσαν τόν σταυρό τους μέχρι τέλους, γι' αὐτό καί ἔφτασαν στήν ἀνάσταση καί στήν θέωση.
«Ὅποιος θέλει νά προχωρήσει στόν μοναχισμό», ἔλεγε ὁ Ἄγιςο Πορφύριος, «θά πρέπει νά εἶναι ἀνοιχτές μπροστά του ὅλες οἱ δυνατότητες καί νά ἀποφασίσει ἐλεύθερα, κινούμενος μόνον ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα, χωρίς ἰδιοτέλεια. Δέν εἶναι καλό», ἔλεγε, «νά σφίγγεσαι καί νά πλήττεις γιά νά γίνεις μοναχός. Ἀντ' αὐτοῦ, νά κάνεις ἄλλη προσπάθεια. Νά μελετᾶς καί νά προσεύχεσαι καί νά ἔχεις ὡς στόχο νά προσχωρήσεις στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ζώντας μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θά ζεῖς μέσα στήν ἐλευθερία, γιατί ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ ἐλευθερία. Νά κινεῖσαι μόνο ἐντός τοῦ θείου ἔρωτος»[9]. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά κινεῖται πρός τόν Θεό ἀπό ἀγάπη πρός Αὐτόν, καί αὐτό εἶναι τό τέλειο∙ καί ὄχι γιά ἄλλο λόγο καί ἀπό ἄλλο σκοπό, ἴσως ἀπό φόβο ἤ ἴσως καί ἀπό τήν ἐπιθυμία κάποιας ἀνταπόδοσης. Βέβαια καί αὐτά ὁ Θεός τά δέχεται, νά πηγαίνουμε κοντά Του ἀπό φόβο μήν κολασθοῦμε ἤ ἀπό τήν ἐπιθυμία νά πάρουμε τόν Παράδεισο, ἀλλά τό τέλειο εἶναι νά πηγαίνουμε κοντά Του ἀπό τήν ἀγάπη, ἀγαπώντας Αὐτόν, ἔχοντας καλλιεργήσει τόν θεῖο ἔρωτα.
Μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ ὁ σκοπός καί τοῦ ἐγγάμου καί τοῦ ἀγάμου εἶναι ὁ ἴδιος, εἶναι ἡ θέωση. «Ἡ παρθενία, ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ πτωχεία, πού εἶναι οἱ ἀρετές τοῦ μοναχοῦ, βρίσκονται μέσα στήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου», ἔλεγε ὁ Ὅσιος Πορφύριος. «Μπορεῖ νά εἶναι κάποιος παρθένος κατά τό σῶμα καί στήν ψυχή νά εἶναι σάν πόρνη διεφθαρμένη ἀπ' τίς κακίες καί τά πάθη. Μπορεῖ νά ἔχεις πολυκατοικίες καί μέσα σου νά εἶσαι ἐλεύθερος ἀπό τήν ὕλη καί ἔτσι νά ζεῖς ὡς ἀκτήμων». Ὅπως ἔτσι εἶχε πολλά πράγματα ὁ Ἀβραάμ, ἀλλά τό φρόνημά του ἦταν ἡ ἀκτημοσύνη. Δέν ἦταν προσκολλημένος σέ τίποτε ἀπό αὐτά. «Μπορεῖ ὅμως», λέει ὁ Ὅσιος, «νά εἶσαι φτωχός καί μέσα σου νά εἶσαι μή ἀκτήμων, νά ἐπιθυμεῖς νά γίνεις πλούσιος. Δέν εἶναι ἡ ποσότητα τῶν ἀγαθῶν πού κάνει τόν ἄνθρωπο ἀκτήμονα ἤ ὄχι, ἀλλά ἡ προσκόλληση τῆς καρδιᾶς»[10]. Ὁ μοναχός, ὅπως καί ὁ κάθε χριστιανός, θά πρέπει νά ἐπιδιώκει νά ἔχει τήν καρδιά του ἀδέσμευτη, ἐλεύθερη ἀπό κάθε προσκόλληση καί δοσμένη καθαρή στόν Θεό.
«Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ν' ἀναγνωρίσει κάποιος τήν κλήση του. Ὁρισμένοι θέλουν νά γίνουν μοναχοί ἀπό ἀντίδραση. Νά σᾶς πῶ», λέει ὁ Ἅγιος, «κάτι σχετικό. Μιά κοπέλα πῆγε καί ἔμεινε σέ κάποιο μοναστήρι. Οἱ γονεῖς κλαίγανε καί φώναζαν, ἀλλά τίποτε ἡ κόρη. Ἑδραιωνόταν ἀπό ἀντίδραση. Κι ἦλθαν σ' ἐμένα καί τούς συμβούλευσα νά μήν φέρονται ἔτσι, ἀλλά νά τήν ἀφήσουν ἐλεύθερη». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος, τότε φανερώνεται καί ποιός εἶναι πραγματικά. Τούς εἶπε λοιπόν, «νά πᾶνε νά λειτουργοῦνται στό μοναστήρι, νά λένε εὐχές, νά λένε καλά λόγια σέ ὅλους, στήν Γερόντισσα κ.λπ. Ὁπότε μέ τόν καλό τρόπο ἔφυγε ἡ ἀντίδραση. Σέ λίγο ζήτησε ἀπ' τήν Γερόντισσα ἡ μικρή νά πάει νά γραφτεῖ στήν Θεολογία. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἔβγαινε κι ἔδινε τά μαθήματα, μέχρι πού ἔφθασε στό πτυχίο. Μόλις πῆρε τό πτυχίο, ἄφησε τό μοναστήρι»[11].
Ἔτσι ὁ Θεός δέν θέλει νά πηγαίνουμε ἀπό ἐγωισμό καί ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀλλά ἀπό ἀγάπη πρός Αὐτόν, καί νά ἀφιερώνουμε ὅλη τήν ζωή μας σέ Αὐτόν καί νά γευόμαστε αὐτή τήν χαρά τῆς ξένης πραγματικά ζωῆς, πού εἶναι ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ. Εἶναι, ὅπως ἔλεγε ὁ Ὅσιος, μιά ζωή ξένη, παράξενη γιά τόν κόσμο, μιά ζωή ξενιτείας, ἀπομάκρυνσης ἀπό τούς οἰκείους καί ἀπό τόν συνήθη τρόπο ζωῆς. Ἀλλά εἶναι καί μιά ζωή ἡ ὁποία ἔχει μέσα της τό βίωμα τοῦ Θεοῦ σέ ἐντονότατο βαθμό, ἀνάλογα μέ τήν ἐργασία τήν πνευματική πού θά κάνει ὁ μοναχός μέσα του. Αὐτό, ἔλεγε ὁ ὅσιος Πορφύριος ὅτι ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ εἶναι ξένη, «εἶναι γραμμένο καί στό σχῆμα», στό μοναχικό σχῆμα. «Ἕνα Ξ μεγάλο μέ ἕνα Ζ εἶναι ἑνωμένα στό σχῆμα πού φοράει ὁ μοναχός. Τό Ξ καί τό Ζ εἶναι τά ἀρχικά τῶν λέξεων «Ξένη Ζωή». Αὐτή τήν ξενιτεία», λέει ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «τήν εἶχα ζήσει. Μακριά ἀπ' ὅλους κι ἀπ' ὅλα»[12]. Δέν εἶναι μόνο τοπική ἀπομάκρυνση, ἀλλά πρό πάντων εἶναι ἀπομάκρυνση τοῦ νοῦ, τοῦ λογισμοῦ, ἀπομάκρυνση τοῦ φρονήματος ἀπό τόν κόσμο καί καθετί τοῦ κόσμου. Μακριά ἀπ' ὅλους κι ἀπ' ὅλα.
«Νά δουλεύεις, νά προσεύχεσαι καί νά σέ βλέπει μονάχα ὁ Θεός. Νά τά κάνεις ὅλα κρυφά. Μοῦ ἄρεσε πολύ ἡ ἔρημος», λέει ὁ Ὅσιος. «Καί τώρα μοῦ ἀρέσει ἡ ἔρημος. Τό καλό θά ἦταν νά μποροῦσα νά πήγαινα στά Καυσοκαλύβια. Μεγάλη χαρά παίρνω, ὅταν πηγαίνω στά Καυσοκαλύβια.
Πολύ ὡραῖο εἶναι ὁ ἀσκητής νά ζεῖ μέ ἕνα ἤ δύο ἤ τρεῖς ὁμοψύχους, ὁμοϊδεάτες, ὥστε ὅτι ὀρέγεται ὁ ἕνας, νά ὀρέγεται καί ὁ ἄλλος. Ὁ ἕνας νά προχωρεῖ στά πνευματικά, νά προχωροῦν καί οἱ ἄλλοι». Κάτι τέτοιο πού ζούσανε ὁ Μέγας Βασίλειος μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. «Ἀσκοῦνται», λέει ὁ Ὅσιος, «ὅλοι μαζί καί χαίρονται τήν χαρά τήν πνευματική πού δίδει ὁ Χριστός. Ἔχουν νεκρωθεῖ γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἔτσι ὁ ἀσκητής δέν βλάπτεται. Τονοῦται. Αὐτό πού διάλεξε ὁ ἀσκητής εἶναι τό πιό μεγάλο, τό πιό ἱερό, τό πιό ἅγιο. Εἶναι ἡ συνεπέστερη ἐφαρμογή τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀρκεῖ νά φροντίζει νά ἀγαπήσει τόν Χριστό. Ἄν Τόν ἀγαπήσει, τότε ὑπεύθυνα θά δοθεῖ στόν Χριστό. Θά προχωρήσει γιά νά Τοῦ δοθεῖ ὁλόψυχα. Ἄν ὅμως, δέν τά καταφέρνει, τότε δέν εἶναι κακό νά ἐργασθεῖ διαφορετικά μέσα στήν Ἐκκλησία»[13].
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ματθ. 6, 18.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Γέν. 12, 1.
[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[5] Ματθ. 10, 37-38.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[9] Ὅ.π.
[10] Ὅ.π.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου